Ο απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στη δίκαιη κρίση του Θεού, λέει ότι διαφορετικά θα κρίνει ο Θεός τους Ιουδαίους που γνώριζαν τον Μωσαϊκό Νόμο και διαφορετικά τους ειδωλολάτρες που τον αγνοούσαν:
«Όσοι γάρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως και απολούνται· και όσοι εν νόμω ήμαρτον, διά νόμου κριθήσονται»· δηλαδή, όσοι αμάρτησαν χωρίς να έχουν λάβει γραπτό νόμο, αυτοί θα καταδικασθούν σε απώλεια χωρίς να έχουν κατήγορο το νόμο αυτό. Όσοι όμως αμάρτησαν, ενώ είχαν λάβει γραπτό νόμο, αυτοί θα κριθούν με βάση το νόμο αυτό.
Οι Ισραηλίτες ήταν ο εκλεκτός λαός του Θεού. Τους διάλεξε μέσα από όλα τα έθνη και τους εμπιστεύθηκε το Νόμο Του. Δυστυχώς όμως δεν ανταποκρίθηκαν στην τιμή που τους έκανε ο Θεός. Αλλοίωσαν το πνεύμα του Νόμου, φόνευσαν τους Προφήτες και σταύρωσαν τον Μεσσία Χριστό, ο οποίος είχε αποκαλύψει τόσες αλήθειες και είχε κάνει άπειρα ευεργετικά θαύματα. Γι’ αυτό και ο άγιος Απόστολος επισημαίνει ότι θα κριθούν πιό αυστηρά από τους ειδωλολάτρες· θα εξετασθούν με περισσότερη ακρίβεια.
Κι εμείς οι χριστιανοί, που δεχθήκαμε τον λόγο του Ευαγγελίου και μέσα στην Εκκλησία βιώνουμε διαρκώς θαύματα, ας γνωρίζουμε ότι οι δωρεές αυτές του Θεού μας χρεώνουν με μεγαλύτερη ευθύνη. Διότι, όπως μας βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος, «ο γνούς το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας πρός το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. ιβ΄ 47). Δηλαδή, εκείνος ο δούλος που γνώρισε το θέλημα του κυρίου του και δεν ετοίμασε ούτε έκανε αυτό που θέλει ο κύριός του, θα δεχθεί πολλές μαστιγώσεις και θα τιμωρηθεί αυστηρά, διότι συνειδητά παρέβη το θέλημα του κυρίου του.
Ο νόμος της συνειδήσεως
Μέ ποιόν νόμο όμως θα κριθούν οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν γνωρίσει το Νόμο και το Ευαγγέλιο του Θεού; Με το νόμο της συνειδήσεως, μας απαντά ο θεόπνευστος Απόστολος. Διότι ακόμα και οι ειδωλολάτρες έχουν το Νόμο του Θεού «γραπτόν εν ταίς καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως»· έχουν τον θείο Νόμο αποτυπωμένο στην καρδιά τους κι αυτό αποδεικνύεται από το ότι η συνείδησή τους τους δίνει μαρτυρία για κάθε πράξη τους, αν είναι καλή ή κακή.
Πράγματι, η συνείδηση είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην άκουσε ποτέ στο βάθος της ψυχής του μιά φωνή να τον επιδοκιμάζει ή να τον αποδοκιμάζει για τις επιλογές του. Η συνείδηση είναι η φωνή του Θεού μέσα μας, ο έμφυτος διδάσκαλος της αρετής. Είναι η άγκυρα, που ο κυβερνήτης Θεός έβαλε στο πλοίο της ζωής μας για να μας συγκρατεί, ώστε, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, να μην καταποντισθούμε στο βυθό της αμαρτίας (P.G. 48, 1013).
Ωστόσο δεν μπορούμε να επανα-παυόμαστε στη συνείδηση που έχουμε προσωπικά διαμορφώσει. Οφείλουμε να καλλιεργούμε τη συνείδησή μας και να τη φωτίζουμε με τον λόγο του Θεού. Διότι όσο περισσότερο φώς της δίνουμε, τόσο καλύτερα θα μας πληροφορεί. Αν σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο ανάψεις ένα σπίρτο, μόλις που μπορείς να διακρίνεις κάποια μεγάλα αντικείμενα. Αν όμως ανάψεις τη λάμπα, βλέπεις πολύ καλύτερα· κι αν ανοίξεις τα παράθυρα στον ήλιο, βλέπεις και τους κόκκους της σκόνης. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τη συνείδηση: Όσο περισσότερο φωτίζεται από το αληθινό Φώς, τον Κύριο Ιησού Χριστό, τόσο καλύτερα θα λειτουργεί.
Η ημέρα της Κρίσεως
Είναι πολύ σημαντικό να φέρνουμε συχνά στο νού μας τη μεγάλη αλήθεια ότι θα έρθει κάποτε η ώρα της Κρίσεως για τον καθένα από μάς. Ο απόστολος Παύλος μας το υπενθυμίζει στο σημερινό ανάγνωσμα. Λέει ότι θα έρθει ημέρα, «ότε κρινεί ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων κατά το ευαγγέλιόν μου διά Ιησού Χριστού»· δηλαδή, την ημέρα εκείνη θα κρίνει ο Θεός τις απόκρυφες πράξεις των ανθρώπων σύμφωνα με το Ευαγγέλιο που κηρύσσω. Και θα τις κρίνει διαμέσου του Ιησού Χριστού ως υπέρτατου Κριτή.
Στό Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε τον Κύριο Ιησού Χριστό «καί πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς». Πράγματι, θα έλθει ο Χριστός και θα καθίσει «επί θρόνου δόξης» για να κρίνει, να δικάσει τον κόσμο. Και θα έρθει ξαφνικά, σαν την αστραπή που βγαίνει στην ανατολή και φαίνεται στη δύση (Ματθ. κδ΄ 27). Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει τον ακριβή χρόνο της ελεύσεώς Του. Όλοι μας όμως έχουμε χρέος να ζούμε «εν ειρήνη και μετανοία» και να ζητούμε το έλεος του Θεού, για να έχουμε «καλήν απολογίαν επί του φοβερού βήματος του Χριστού».