Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας (+20 Ιανουαρίου)

Αποτέλεσμα εικόνας για Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας
Βιογραφία-υμνολογία
Τι κοινὸν Ευθύμιε σοι και τω βίῳ;
Προς Αγγέλους άπαιρε τους ξένους βίου
Λήξε βίου Ευθύμιος εικάδι ηϋγένειος.

Ὁ ὅ­σιος Εὐ­θύ­μιος εἶ­ναι ὁ μέ­γας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἀ­σκη­τής καί συγ­χρό­νως Ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος. Συν­δύ­α­σε ἄ­ρι­στα ζω­ή ἀ­σκή­σε­ως καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Ζω­ή ὀρ­θο­δό­ξου ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τος καί ἁ­γι­ό­τη­τος. Γι’ αὐ­τό καί ἔ­λαμ­ψε ὡς ἀ­στήρ πρώ­του με­γέ­θους στό στε­ρέ­ω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, αἰ­ώ­νιο πα­ρά­δειγ­μα ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς προ­σφο­ρᾶς στόν Θε­ό.

1. Δῶ­ρο Θε­οῦ.

Στή Με­λι­τη­νή τῆς Ἀρ­με­νί­ας γεν­νή­θη­κε ὁ Εὐ­θύ­μιος τό ἔ­τος 377 μ.Χ. ἐ­πί αὐ­το­κρά­το­ρος Γρα­τια­νοῦ καί χα­ρα­κτη­ρί­σθη­κε ὡς δῶ­ρο Θε­οῦ. Δι­ό­τι ἡ γέν­νη­σή του ἦ­ταν καρ­πός μα­κρο­χρό­νιας καί θερ­μῆς προ­σευ­χῆς τῶν εὐ­σε­βῶν γο­νέ­ων τοῦ Παύ­λου καί Δι­ο­νυ­σί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν ἐ­πί ἔ­τη πολ­λά ἄ­τε­κνοι. Γιά τό λό­γο αὐ­τό, ὅ­ταν τόν ἀ­πέ­κτη­σαν, ἀ­πο­φά­σι­σαν νά τόν ἀ­φι­ε­ρώ­σουν μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη στόν Θε­ό, ὅ­πως ἔ­κα­νε πα­λι­ό­τε­ρα ἡ Ἄν­να γιά τόν γιό τῆς Σα­μου­ήλ. Ἔ­τσι ἡ πι­στή μη­τέ­ρα ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς της στήν ἀ­να­τρο­φή τοῦ παι­διοῦ της, γιά νά τοῦ δώ­σει ἀ­πό τήν πρώ­τη ἡ­λι­κί­α ἀ­γω­γή θρη­σκευ­τι­κή, μόρ­φω­ση χρι­στι­α­νι­κή. Καί ἡ φρον­τί­δα αὐ­τή ἐν­τά­θη­κε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­ταν σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις τρι­ῶν ἐ­τῶν ὁ Εὐ­θύ­μιος ἔ­χα­σε τόν πα­τέ­ρα του καί ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός.

Ἄν ὁ Θε­ός γιά λό­γους πού ἡ παν­σο­φί­α του γνω­ρί­ζει, στέ­ρη­σε τόν Εὐ­θύ­μιο ἀ­πό τήν πα­ρου­σί­α καί φρον­τί­δα τοῦ πα­τέ­ρα του, προ­νό­η­σε ὅ­μως νά ἀ­να­πλη­ρώ­σει τήν ἀ­που­σί­α τοῦ πα­τέ­ρα. Ἔ­τσι ὁ ὀρ­φα­νός Εὐ­θύ­μιος προ­στα­τεύ­θη­κε, ἀλ­λά καί ὁ ἱ­ε­ρός πό­θος τῶν εὐ­σε­βῶν γο­νέ­ων τοῦ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε. O Ἐ­πί­σκο­πος δη­λα­δή τῆς Με­λι­τη­νῆς Εὐ­τρώ­ιος πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα τήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ μι­κροῦ ὀρ­φα­νοῦ κι ἐ­πει­δή δι­έ­κρι­νε καί τά ἰ­δι­αί­τε­ρα πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα τοῦ παι­διοῦ, τό ἀ­νέ­λα­βε ὑ­πό τήν προ­στα­σί­α του. Τό ἀ­νέ­θε­σε στούς δυ­ό ἔμ­πι­στους Ἀ­να­γνῶστες του, Ἀ­κά­κιο καί Συ­νό­διο, μέ τήν ἐν­το­λή νά φρον­τί­σουν αὐ­τοί ἐκ μέ­ρους του σ’ ὅ­λα γιά τόν Εὐ­θύ­μιο. Καί τόν ἀ­νέ­λα­βαν πράγ­μα­τι οἱ δυ­ό συ­νε­τοί παι­δα­γω­γοί μέ συ­ναί­σθη­ση τῆς εὐ­θύ­νης τους ἀ­πέ­ναν­τι στό παι­δί καί τό μέλ­λον του, ἀλ­λά καί ἀπέναν­τι στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Σέ δυ­ό κυ­ρί­ως το­μεῖς στρά­φη­κε ἡ φρον­τί­δα τῶν ἐ­κλε­κτῶν κη­δε­μό­νων: στήν ἐν Χρι­στῷ ἀ­γω­γή, τόν πνευ­μα­τι­κό δη­λα­δή κα­ταρ­τι­σμό τοῦ Εὐ­θυ­μί­ου, καί τήν θε­ο­λο­γι­κή καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μόρ­φω­σή του. Καί ἀν­τα­πο­κρί­θη­κε καί εὐ­δο­κί­μη­σε καί στά δυ­ό ὁ Ἅ­γιος, ὥ­στε καί θε­ο­λο­γι­κή μόρ­φω­ση ἀ­ξι­ό­λο­γη νά λά­βει καί ἁ­γι­ό­τη­τα βί­ου νά πα­ρου­σιά­σει. Σε­μνός, ἠ­θι­κός, συ­νε­τός, ὀρ­θό­δο­ξος στό φρό­νη­μα, θερ­μός στό ζῆ­λο, κλή­θη­κε νω­ρίς ἀ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πο καί χει­ρο­το­νή­θη­κε δι­α­δο­χι­κά δι­ά­κο­νος καί ἱ­ε­ρεύς. Ἡ ὅ­λη του ἀ­να­τρο­φή τόν ἀ­πέ­δει­ξε ἱ­κα­νό νά τοῦ ἀ­να­τε­θοῦν γρή­γο­ρα καί τά κα­θή­κον­τα τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς Με­λι­τη­νῆς, ἀλ­λά καί τοῦ Ἔ­ξαρ­χου ὅ­λων τῶν Μο­να­στη­ρι­ῶν τῆς πε­ρι­ο­χῆς.

Δό­θη­κε τό­τε εὐ­και­ρί­α στόν φι­λο­μα­θή ἡ­γού­με­νο καί στρά­φηκ­ε πε­ρισ­σό­τε­ρο στή με­λέ­τη, συμ­πλή­ρω­σε καί ἀ­νέ­πτυ­ξε τή θε­ο­λο­γι­κή του μόρ­φω­ση. Ἀλ­λά συγ­χρό­νως μέ τήν ἁ­γι­ό­τη­τα καί τήν δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του ἀ­νέ­δει­ξε τή Μο­νή πνευ­μα­τι­κό φυ­τώ­ριο, κέν­τρο ψυ­χι­κοῦ ἀ­νε­φο­δια­σμοῦ καί δυ­νά­με­ως.

Σέ ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α, τό ἔ­τος 406, ἔρ­χε­ται στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, γιά νά προ­σκυ­νή­σει τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους. Τούς τό­πους, ὅ­που ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς ἔ­ζη­σε ὡς ἄν­θρω­πος, δί­δα­ξε καί πέ­θα­νε γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Τό ὅ­λο πε­ρι­βάλ­λον ἐ­δῶ τόν συγ­κί­νη­σε βα­θύ­τα­τα καί τόν εἵλ­κυ­σε. Μέ θερ­μό λοι­πόν πό­θο γιά τήν ἁ­γι­ό­τη­τα καί μέ ἀ­γά­πη πολ­λή γιά τήν ἄ­σκη­ση, κλεί­σθη­κε στό σπή­λαι­ο τοῦ ὁ­σί­ου Θε­ο­κτί­στου καί κον­τά στόν ἅ­γιο Γέ­ρον­τα ἀ­σκοῦν­ταν στίς μο­να­χι­κές ἀ­ρε­τές καί μά­λι­στα στήν ὑ­πα­κο­ή, τή με­λέ­τη καί αὐ­το­με­λέ­τη, τήν προ­σευ­χή. Ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός:

«οὐκ ἔ­δω­κας ὕ­πνον σοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς οὐ­δέ τοῖς βλε­φά­ροις σου νυ­σταγ­μόν ἕ­ως οὗ τήν ψυ­χήν καί τό σῶ­μα τῶν πα­θῶν ἠ­λευ­θέ­ρω­σας καί σε­αυ­τόν ἡ­τοί­μα­σας τοῦ Πνεύ­μα­τος κα­τα­γώ­γιον» (κα­τοι­κη­τή­ριον).

Ἦ­ταν μιά ἐ­σω­τε­ρι­κή πα­ρόρ­μη­ση πού τοῦ ἔ­βα­λε ὁ Θε­ός, γιά νά τόν ἑ­τοι­μά­σει γιά τήν μελ­λον­τι­κή του δρά­ση καί τήν πνευ­μα­τι­κή του ἀ­κτι­νο­βο­λί­α.

2. Μέ ὁρ­μη­τή­ριο τό ἀ­σκη­τή­ριο.

Ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε ὁ Εὐ­θύ­μιος στό ἀ­σκη­τή­ριό του καί ἀ­σκοῦν­ταν. Δέν ἄρ­γη­σαν ὅ­μως οἱ πι­στοί τῆς πε­ρι­ο­χῆς νά τόν γνω­ρί­σουν. Καί μέ τή γνω­ρι­μί­α τους αὐ­τή αἰ­σθάν­θη­καν τήν ἕλ­ξη τῆς λαμ­πρῆς του φυ­σι­ο­γνω­μί­ας, φυ­σι­ο­γνω­μί­ας κα­θα­ροῦ ὀρ­θο­δό­ξου βι­ώ­μα­τος, ἀ­σκή­σε­ως καί θερ­μοῦ ζή­λου γιά ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση.

Συγ­κεν­τρώ­θη­σαν λοι­πόν σι­γά - σι­γά γύ­ρω του πολ­λοί, μέ τόν πό­θο νά κα­θο­δη­γη­θοῦν ἀ­π’ αὐ­τόν καί νά συ­νερ­γα­σθοῦν μα­ζί του γιά τή δι­ά­δο­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας στίς γύ­ρω πε­ρι­ο­χές. Ἔ­τσι κα­τά τόν ἱ­ε­ρό ὑ­μνο­γρά­φο ὁ Εὐ­θύ­μιος «φε­ρω­νύ­μως ἔ­γι­νε εὐ­θυ­μί­α τῶν πι­στῶν» καί αὐ­τός πού ἦ­ταν καρ­πός στει­ρώ­σε­ως ἀ­πο­δεί­χθη­κε πο­λύ­γο­νος, δι­ό­τι «ἐκ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ του σπέρ­μα­τος» γέ­μι­σε ἡ ἔ­ρη­μος ἀ­πό πλῆ­θος ἁ­γί­ων μο­να­στῶν.

Ἄρ­χι­σε τό­τε ὁ ἅ­γιος ἡ­γού­με­νος τό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο του στίς γύ­ρω χῶ­ρες. Δι­ό­τι θε­ω­ροῦ­σε τά δυ­ό ἔρ­γα, ἄ­σκη­ση καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή, συν­δε­δε­μέ­να με­τα­ξύ τους ἀ­να­πό­σπα­στα, ἐ­φό­σον ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, πού ἔ­δω­σε στούς μα­θη­τές του τήν ἐν­το­λή τοῦ ἁ­για­σμοῦ, ὁ ἴ­διος ἔ­δω­σε καί τήν ἐν­το­λή νά εὐ­αγ­γε­λί­ζον­ται στά ἔ­θνη. Ἐν­το­λή, τήν ὁ­ποί­α κα­τά γράμ­μα καί οἱ ἴ­διοι ἐ­φάρ­μο­σαν (Μάτθ. ε΄ 13 - 14, κη΄ 19, Μάρκ. ι­στ΄ 19 - 20), ἀλ­λά καί οἱ δι­ά­δο­χοί τους ἀ­πο­στο­λι­κοί καί λοι­ποί Πα­τέ­ρες. Συ­στη­μα­το­ποί­η­σε λοι­πόν ὁ Εὐ­θύ­μιος τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή του ἐρ­γα­σί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως στίς ἀ­ρα­βι­κές χῶ­ρες. Ἔ­στει­λε φω­τι­στές καί φω­τί­σθη­κε ἡ χώ­ρα μέ τό φῶς τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Πολ­λοί ἀ­πό τούς Ἄ­ρα­βες Σα­ρα­κη­νούς, πού δέ­χθη­καν τόν λό­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, πί­στευ­σαν στήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ, βα­πτί­σθη­καν καί ἔ­γι­ναν μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔ­τσι τό ἀ­σκη­τή­ριο τῆς ἐ­ρή­μου ἀ­να­δεί­χθη­κε ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό κέν­τρο, πη­γή φω­τι­σμοῦ, μέ κα­τευ­θυν­τή­ριο νοῦ τόν ἔν­θε­ο ζη­λω­τή, τόν θερ­μουρ­γό ὅ­σιο Εὐ­θύ­μιο.

Ἦ­ταν ὅ­μως τό­τε καί ἐ­πο­χή πολ­λῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Οἱ αἱ­ρε­τι­κοί ἐρ­γά­ζον­ταν μέ τρό­πο ὕ­που­λο καί μέ θρά­σος, κα­τόρ­θω­ναν μά­λι­στα μέ τήν δό­λια ψευ­δο­δι­δα­σκα­λί­α τους καί τή δι­α­στρο­φή τῶν Γρα­φῶν νά πα­ρα­πλα­νοῦν τούς ἁ­πλο­ϊ­κούς Ὀρ­θο­δό­ξους. Τό ὀ­λέ­θριο ἔρ­γο τους δέν ἄ­φη­νε σέ ἡ­συ­χί­α τόν Εὐ­θύ­μιο. Ἡ ψυ­χή του πο­νοῦ­σε καί δι­α­μαρ­τυ­ρό­ταν. Τό­τε ὁ Ὅ­σιος στρά­φη­κε μέ τή συ­νο­δεί­α του στή δι­α­φώ­τι­ση ὅ­σων πλα­νή­θη­καν καί στήν προ­φύ­λα­ξη τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων.

Καί πράγ­μα­τι ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του, οἱ προ­σευ­χές του, ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ, ἔ­φε­ραν τό θαυ­μα­στό ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Εἶ­χε τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή χα­ρά καί τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση νά δεῖ πολ­λούς αἱ­ρε­τι­κούς, Νε­στο­ρια­νούς, Εὐ­τυ­χια­νούς, Μα­νι­χαί­ους, νά δι­α­φω­­τί­ζον­ται καί νά ἐ­πι­στρέ­φουν στήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Με­τα­ξύ αὐ­τῶν ὁ Εὐ­θύ­μιος κα­τόρ­θω­σε νά ἀ­πο­σπά­σει καί τήν βα­σί­λισ­σα Εὐ­δο­κί­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε ἐμ­πλα­κεῖ στά δί­κτυ­α τῆς αἱ­ρέ­σε­ως τῶν μο­νο­φυ­σι­τῶν. Ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση στή βα­σί­λισ­σα ἡ θε­ο­λο­γι­κή κα­τάρ­τι­ση τοῦ Ὁ­σί­ου, ἡ ὅ­λη του ἁ­γί­α φυ­σι­ο­γνω­μί­α. «Ἦν μέν τό ἦ­θος μέ­τριος (στόν χα­ρα­κτή­ρα με­τρι­ο­πα­θής), τόν τρό­πον πη­λούς, τό χρῶ­μα λευ­κός, τήν ἡ­λι­κί­αν εὐ­στα­λής (στό ἀ­νά­στη­μα εὐ­θυ­τε­νής) καί σε­μνός, πο­λιός (λευ­κός) τήν τρί­χα καί τήν ὑ­πή­νην (τά γέ­νεια του), μέ­χρι τῶν μη­ρῶν κα­θει­κώς (μα­κρό­τα­το).

Οἱ ἱ­ε­ροί Συ­να­ξα­ρι­στές δι­η­γοῦν­ται πλῆ­θος θαυ­μά­των, τά ὁποῖα ἐ­πι­τέ­λε­σε ὁ ὅ­σιος Εὐ­θύ­μιος καί μέ τά ὁ­ποῖα συ­νό­δευ­ε τή δι­δα­σκα­λί­α του καί τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή του δρά­ση. Καί ἀ­σθε­νεῖς θε­ρά­πευ­σε καί πει­να­σμέ­νους ἔ­θρε­ψε καί νε­ρό στούς ἀν­θρώ­πους ἔ­δω­σε μέ θαυ­μα­τουρ­γι­κή βρο­χή. «Καί ἰ­ά­σε­ων ὤ­φθη πη­γή καί δι­α­τρο­φή λι­μώτ­του­σι καί δι­ψών­των δι’ ἐ­πομ­βρί­ας».

Σέ πο­λύ βα­θειά γη­ρα­τειά, ἑ­κα­τον­τα­ε­ής πε­ρί­που, με­τά ἀ­πό πο­λυ­ε­τή ποι­κί­λη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή δρά­ση ἀ­να­παύ­θη­κε ἐν Κυ­ρί­ῳ στίς 20 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 473 ἐ­πί Λέ­ον­τος Α΄ τοῦ Θρα­κός.

Ἔ­τσι ὁ Εὐ­θύ­μιος ἀ­πο­δεί­χθη­κε δυ­να­τός προ­βο­λεύς καί γλυ­κειά φω­νή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας γιά τήν ὅ­λη πε­ρι­ο­χή, ὁ­δη­γός καί φω­τι­στής, θαυ­μα­τουρ­γός ἰα­τρός καί τρο­φο­δό­της, ὅ­σιος καί ἅ­γιος, μο­να­ζόν­των βα­κτη­ρί­α καί ἑ­δραί­ω­μα. Τά θαυ­μα­στά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ἀ­σκή­σε­ως καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς, τά ὁ­ποῖ­α κα­τέ­γρα­ψε ἡ ἱ­στο­ρί­α καί θαυ­μά­ζουν οἱ αἰ­ῶ­νες, τόν ἀ­νέ­δει­ξαν «Μέ­γα». Θά μπο­ρού­σα­με καί μεῖς μα­ζί μέ τόν ἱ­ε­ρό ὑ­μνω­δό νά ψά­λου­με:

«Ὁ βί­ος σου, Παμ­μά­καρ, ἀγ­γε­λι­κός, ἡ ζω­ή σου, Θε­ό­φρον, ὑ­πέρ­λαμ­προς ἡ δέ ψυ­χή φω­το­ει­δε­στάτ­η· Θε­ο­ει­δής καί εὐ­σε­βής ἡ πί­στις σου θεί­ων γάρ δογ­μά­των ὑ­φη­γη­τής ἐ­γέ­νου, θε­ο­φό­ρε, καί κῆ­ρυξ ὀρ­θο­δό­ξου δι­δα­σκα­λί­ας ἐ­χρη­μά­τι­σας. Διό πύ­λη σοι οὐ­ρα­νῶν ἠ­νέ­ω­κται. Εἴ­σελ­θε εἰς τήν χα­ράν τοῦ Κυ­ρί­ου σου καί πρέ­σβευ­ε ὑ­πέρ ἡ­μῶν, ὅ­σι­ε Εὐ­θύ­μι­ε».
***ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ***
Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ’.
Εὐφραίνου ἔρημος ἡ σὺ τίκτουσα, εὐθύμησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι ἐπλήθυνέ σοι τέκνα, ἀνήρ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος, εὐσεβείᾳ φυτεύσας, ἐγκρατείᾳ ἐκθρέψας, εἰς ἀρετῶν τελειότητα. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, εἰρήνευσον τήν ζωήν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ἐν τῇ σεπτῇ γεννήσει σου, χαράν ἡ κτίσις εὕρατο· καί ἐν τῇ θείᾳ μνήμῃ σου Ὅσιε, τήν εὐθυμίαν ἔλαβε τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· ἐξ ὧν παράσχου πλουσίως ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, καί ἀποκάθαρον ἁμαρτημάτων κηλίδας, ὅπως ψάλλωμεν, Ἀλληλούϊα.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ φωτὶ λαμπόμενος τῷ ἀπροσίτῳ, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ταῖς ἐρήμοις, διδαχαῖς, καταφωτίζων Εὐθύμιε, τοὺς ἀδιστάκτῳ ψυχῇ προσιόντας σοι.

Ὁ Οἶκος
Οἱ ἐν πάσῃ τῇ γῇ μαρτυρήσαντες.
Ἐκ ῥᾳθύμου καρδίας τὴν αἴνεσιν, πῶς προσοίσω ὁ ἄθλιος δέδοικα, καὶ ὑμνήσω τὸν μέγαν Εὐθύμιον; ἀλλὰ τούτου θαρρῶν ταῖς δεήσεσιν, ἐν εὐθυμίᾳ καὶ σπουδῇ πολλῇ, τῇ ᾠδῇ ἐγχειρήσω, καὶ πᾶσιν ἐξείπω αὐτοῦ τὴν πολιτείαν, καὶ τὴν γέννησιν, καὶ πῶς οἱ τούτου γονεῖς ἔψαλλον τό, Ἀλληλούϊα.