Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Η Μάχη του Βαλτετσίου (12 και 13 Μαΐου του 1821)

Η Αρκαδική γη , από τις πρώτες στιγμές του αγώνα για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, αποτέλεσε την αφετηρία και  τον κύριο χώρο που
έλαβαν χώρα πολλές πολεμικές αναμετρήσεις, καθεμιά από αυτές με τη δική της ιδαιτερότητα και  βαρύτητα, όλες τους όμως αξιομνημόνευτες, τόσο στα πλαίσια της εντόπιας όσο και της ευρύτερης ελληνικής ιστορίας.
Από τις σημαντικότερες μάχες της Ελληνικής Επανάστασης, που άνοιξε τον δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς (σημερινής Τρίπολης) στις 23 Σεπτεμβρίου 1821. Διεξήχθη στις 12 και 13 Μαΐου του 1821 γύρω από το ορεινό χωριό Βαλτέτσι της Μαντινείας (12 χιλιόμετρα δυτικά της Τριπολιτσάς) και στέφθηκε από τη νίκη των ελληνικών όπλων.
Μετά τη μάχη του Λεβιδίου (14 Απριλίου 1821) και την ήττα των Τούρκων, δημιουργήθηκαν ελληνικά στρατόπεδα στο Βαλτέτσι, το Χρυσοβίτσι και την Πιάνα, με πρωτοβουλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, για τον συντονισμό των πολεμικών επιχειρήσεων που απέβλεπαν στην άλωση της Τριπολιτσάς, του σημαντικότερου οθωμανικού στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου της Πελοποννήσου. Ήταν εξαρχής το στρατηγικό σχέδιο του «Γέρου του Μωριά», που κατόρθωσε, με δυσκολία είναι αλήθεια, να το επιβάλει και στους λοιπούς οπλαρχηγούς. Ο ίδιος πηγαινοερχόταν καθημερινά στα τρία στρατόπεδα, επιλύοντας κάθε πρόβλημα που παρουσιαζόταν και ενθαρρύνοντας τα παλληκάρια. «Εκοιμόμουν εις το Βαλτέτσι, εγευμάτιζα στην Πιάνα και εδείπναγα εις το Χρυσοβίτσι» γράφει χαρακτηριστικά στα Απομνημονεύματά του.
Η στρατηγική σημασία του Βαλτετσίου και η ενίσχυση του στρατοπέδου αυτού αποτελούσαν απειλή για τους Τούρκους. Στις 25 Απριλίου 1821 ισχυρές δυνάμεις προερχόμενες από το Ναύπλιο επιτέθηκαν κατά των Ελλήνων. Ο τουρκικός αιφνιδιασμός ανάγκασε τους υπερασπιστές του υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάληνα αποσυρθούν, με αποτέλεσμα το χωριό να πυρποληθεί. Ο Κολοκοτρώνης, που είχε υποθέσει ότι οι Τούρκοι θα κατευθύνονταν προς ένα άλλο ελληνικό στρατόπεδο στα Βέρβαινα, έσπευσε στο Βαλτέτσι και ανασυγκρότησε το στρατόπεδο.
Για την αμυντική του θωράκιση κατασκευάστηκαν προμαχώνες (ταμπούρια) στους λόφους γύρω από το χωριό και οχυρώθηκαν η εκκλησία και τα λιγοστά σπίτια του χωριού που είχαν απομείνει από την καταστροφή της 25ης Απριλίου. Τον ανατολικό προμαχώνα, στο Χωματοβούνι, κατέλαβαν ο Κυριακούλης και οΗλίας Μαυρομιχάλης με τους σκληροτράχηλους Μανιάτες, τον δυτικό ο γηραιός Μητροπέτροβας, ο Δημήτριος Παπατσώνης, ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, ο Παναγιώτης Κεφάλας και άλλοι Μεσσήνιοι, στον βορειοανατολικό προμαχώνα τοποθετήθηκαν τα αδέλφια Ηλίας και Νικήτας Φλέσσας, ο Αθανάσιος Σώρης και άλλοι Γορτύνιοι οπλαρχηγοί, ενώ στην εκκλησία του χωριού ταμπουρώθηκαν οι Μπουραίοι, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος και ο Ιωάννης Κατσανός. Αρχηγός του ελληνικού στρατοπέδου ορίστηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Ταυτόχρονα, στην Επάνω Χρέπα τοποθετήθηκε σκοπιά για να ειδοποιήσει έγκαιρα με καπνούς ποια θα ήταν η κατεύθυνση των εχθρικών στρατευμάτων.
Από τις 6 Μαΐου 1821 ο κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ Πασά, ονόματι Μουσταφ, βρισκόταν στην Τριπολιτσά, προερχόμενος από την Ήπειρο, όπου ο αρχηγός του, διοικητής της Πελοποννήσου, πολεμούσε τον Αλή Πασά, που είχε αυτονομηθεί από τον Σουλτάνο. Εκεί πληροφορήθηκε την ανασύσταση του ελληνικού στρατοπέδου στο Βαλτέτσι και αποφάσισε να δράσει. Είχε ως στόχο πρώτα να διαλύσει το στρατόπεδο στο Βαλτέτσι και στη συνέχεια να καταστείλει την επανάσταση στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη. Αμέσως μετά θα επέστρεφε νικητής και τροπαιούχος στην Τριπολιτσά, αναμένοντας δόξα και τιμές από τον Σουλτάνο.
Ο Μουσταφάμπεης συγκρότησε ένα άρτιο εξοπλισμένο στρατιωτικό σώμα από 12.000 άνδρες, του οποίου ηγούντο εμπειροπόλεμοι αξιωματικοί. Οι ελληνικές δυνάμεις στο Βαλτέτσι δεν ξεπερνούσαν τους 2.300 άνδρες. Είχαν ελλιπή οπλισμό και αμφίβολη μαχητική ικανότητα. Ο κίνδυνος για την επανάσταση, που μετρούσε κοντά στους δύο μήνες, ήταν προφανής. Ο Μουσταφάμπεης καθυστέρησε για λίγες μέρες την έναρξη των επιχειρήσεων, επειδή πίστευε ότι οι υπερασπιστές του Βαλτετσίου από τον τρόμο τους θα παραδίδονταν και δεν θα χρειαζόταν να ρίξει ούτε μία τουφεκιά. Φήμες, όμως, τον ήθελαν να είναι σφόδρα ερωτευμένος με μια όμορφη χανούμισα από το χαρέμι του Χουρσίτ Πασά και να περνά «καυτές» βραδιές στην Τριπολιτσά.
Πηγή χάρτη: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ (Εκδοτική Αθηνών)


Τελικά, λίγο πριν από τα χαράματα της 12ης Μαΐου 1821 το πρώτο και κυριότερο σώμα του τουρκικού στρατού με αρχηγό τον τουρκαλβανό Ρουμπή από τα Μπαρδουνοχώρια και αποτελούμενο από τρεις χιλιάδες άνδρες έλαβε κατεύθυνση προς τα βόρεια του Βαλτετσίου, με σκοπό να εμποδίσει την αποστολή βοήθειας από τα στρατόπεδα Πιάνας και Χρυσοβιτσίου. Ακολούθησε ένα δεύτερο σώμα από 2.000 έφιππους και πεζούς που κατευθύνθηκε προς τους Αραχαμίτες, ένα τρίτο που έσπευσε να καταλάβει το Φραγκόβρυσο για να αποκόψει το Βαλτέτσι από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, ένα τέταρτο για να βοηθήσει το πρώτο από το Καλογεροβούνι και το πέμπτο σώμα με 3.000 άνδρες, τα ορειβατικά πυροβόλα και τα πολεμοφόδια.
Από το Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης είδε τα σήματα καπνού από την Επάνω Χρέπα, ότι τουρκικός στρατός κατευθύνεται προς το Βαλτέτσι, και με 800 άνδρες έσπευσε στην περιοχή, έχοντας ειδοποιήσει και τον Δημήτριο Πλαπούτα που βρισκόταν στην Πιάνα. Η μάχη στο Βαλτέτσι, εν τω μεταξύ, είχε ανάψει. Ο Ρουμπή με τους άνδρες του προσπαθούσε να περικυκλώσει και να συντρίψει τους οχυρωμένους στον ανατολικό και βορειοανατολικό προμαχώνα. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, κατόρθωσε να καταλάβει ένα ύψωμα και άρχισε να χτυπά τους Τούρκους. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας κατέφθασε και ο Πλαπούτας, ο οποίος με τη σειρά του επιτέθηκε εναντίον τους. Η κατάσταση σύντομα άλλαξε και οι άνδρες του Ρουμπή ήταν αυτοί, που κινδύνευαν να εγκλωβιστούν από τους Έλληνες.
Βλέποντας τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι άνδρες του Ρουμπή, ο Μουσταφάμπεης έστειλε δυνάμεις από το Καλογεροβούνι να χτυπήσουν το ταμπούρι των Μανιατών, αλλά χωρίς επιτυχία. Αποτυχημένος ήταν και ο κανονιοβολισμός των ελληνικών θέσεων, αφού οι βόμβες είτε δεν έβρισκαν στόχο, είτε χτυπούσαν τους άνδρες του Ρουμπή. Είχε ήδη βραδιάσει και η μάχη συνεχιζόταν με πείσμα. Ο Κολοκοτρώνης προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στους ταμπουρωμένους, λέγοντάς τους ότι αναμένοντας ενισχύσεις 10.000 ανδρών υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Αργά το βράδυ η μάχη σταμάτησε, με τους δυο αντιπάλους να διατηρούν τις θέσεις του. Τις πρωινές ώρες της 13ης Μαΐου, ο Κολοκοτρώνης διέσπασε τον τουρκικό κλοιό και ανεφοδίασε τους ταμπουρωμένους με τροφές και πολεμοφόδια. Το ίδιο βράδυ ήλθαν και κάποιες ενισχύσεις από τα Βέρβαινα που δεν ξεπερνούσαν τους 400 άνδρες, με επικεφαλής τους Πέτρο Βαρβιτσιώτη, Δημήτριο Πουλικάκο, Αντώνη Μαυρομιχάλη, Αναγνώστη Κονδάκη και Παναγιώτη Γιατράκο.
Το πρωί η μάχη συνεχίσθηκε με τη σφοδρότητα της προηγουμένης. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του λαϊκού ποιητή Παναγιώτη Κάλα ή Τσοπανάκου (1789-1825) «… στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι / πέφτει αλύπητο λεπίδι…». Οι απόπειρες των Τούρκων να καταλάβουν τους προμαχώνες αποτύγχαναν η μία μετά την άλλη. Ο Μουσταφάμπεης, βλέποντας ότι οι άνδρες του Ρουμπή εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε δυσχερή θέση και πληροφορούμενος ότι επίκεινται νέες ενισχύσεις των Ελλήνων από τους Νικηταρά και Γιάννη Κολοκοτρώνη, διέταξε υποχώρηση όλων των δυνάμεών του.
Οι Έλληνες αναθάρρησαν, βγήκαν από τα ταμπούρια και πήραν στο κυνήγι τους Τούρκους, οι οποίοι υποχωρούσαν άτακτα. Οι απώλειές τους ανήλθαν σε 514 νεκρούς και 635 τραυματίες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας στην Τριπολιτσά. Οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν σε μόλις 4 νεκρούς και 17 τραυματίες. Στα χέρια των Ελλήνων έπεσε και μεγάλος αριθμός πολεμικού υλικού, ικανού να εξοπλίσει 4.000 άνδρες.
Η μάχη στο Βαλτέτσι κράτησε σχεδόν 23 ώρες και ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του Αγώνα. Αμέσως μετά τη μάχη, ο Κολοκοτρώνης συγκινημένος μίλησε προς τους νικητές και όπως αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του, τους είπε μεταξύ άλλων ότι η ημέρα αυτή πρέπει να καθαγιαστεί με νηστεία όλων και να εορτάζεται η επέτειός της εις «αιώνας αιώνων, έως ου στέκει το έθνος, διότι ήτο η ελευθερία της πατρίδος». Η νίκη στο Βαλτέτσι ενίσχυσε το ηθικό και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων, στοιχεία που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821).
Άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Βαλτέτσι
Άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Βαλτέτσι

Ο Κολοκοτρώνης γράφει στα απομνημονεύματά του:
«…Εις τήν Πάνω Χρέπα, απάνω απὸ τν Τριπολιτσά, είχαμε βάρδιαις καὶ έδιδαν είδηση, πόθεν πάνε οἱ Τορκοι. Εκείνην τν ημέρα μας έκαναν σινιάλο, ότι οἱ Τορκοι πάνε ες τὸ Βαλτέτσι· – μας έκαμαν φωτιαίς ότι οἱ Τούρκοι πάνε είς τὸ Βαλτέτσι. Ευθς εκίνησα μὲ τος 800 καὶ έκαμα διαταγν’ ακολουθήσουν κ’ οί άλλοι· όσο νὰ έλθουν οἱ Τούρκοι είς τὸ Βαλτέτσι, εφθάσαμεν καὶ ημείς..»
Ο πρώτος στόχος που δέχεται επίθεση από το τμήμα του Ρουμπή , είναι το ταμπούρι του Μεσσήνιου Μητροπέτροβα. Η πίεση είναι ασφυκτική και οιΤούρκοι σφυροκοπούν τις ελληνικές θέσεις.

«…νοιξε ὁ πόλεμος τοῦ Βαλτετσιού. Τος δικούς μας τος πολιόρκησαν οἱ 5000…»
Η άφιξη του τμήματος του Κολοκοτρώνη σε συνδυασμό με την συνδρομή του Πλαπούτα αλλάζουν τα δεδομένα υπέρ των Ελλήνων, δημιουργώντας έναν κλοιό πυρών, εντός του οποίου βρίσκονται οι μέχρι πρότινος διαφαινόμενοι νικητές του Ρουμπή.

«…μείς οἱ 800 εδυναμώσαμεν τν τόπον γιὰ νὰ μς πάρουν τὰ οπίσθια οἱ Τούρκοι.. Πολεμούν οἱ Έλληνες οί κλεισμένοι· έφθασε καὶ ὁ Κολιόπουλος (ενν. ο Πλαπούτας) έκλεισε τὸ Ρουμπὴ μὲ τος 5000 καὶ δν είχε νταπόκριση μὲ τος λλους Τούρκους..»
Η μάχη συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια της νύχτας, με αμείωτο θάρρος και αυταπάρνηση από την ελληνική πλευρά.
Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει ένα περιστατικό , κατά το οποίο , περνώντας μέσα από τις τουρκικές φρουρές, παρείχε ανεφοδιασμό τους ευρισκόμενους σε δυσμενή θέση υπερασπιστές:

«..Τὸ βράδυ παίρνω μερικος καὶ πάγω είς τὸ καταράχι όπου ήτον οἱ σημαίες τν Τουρκών·  επήγα κοντά, τος τουφέκισα, μὲ δίδουν τέσσερα τουφέκια· – οἱ Έλληνες οπίσω δν εκατάλαβαν – : «Ζωντανος θὰ σάς πιάσω, εγὼ είμαι Κολοκοτρώνης». – «Τί είσαι σύ?» – «Ὁ Κολοκοτρώνης». Άδειασαν τν τόπον· τότε εμβήκαμε είς τὸ Βαλτέτσι, εδόσαμε φυσέκια, ψωμί, ότι αναγκαία ήτον είς κείνους…»
 Η αρχική υπόθεση των Τούρκων περί εύκολης επικράτησης έχει δώσει πλέον τη θέση της στην απόγνωση και την απογοήτευση, σε σημείο μάλιστα που οι βολές των τουρκικών κανονιών του Κεχαγιάμπεη πέφτουν πάνω στους συμπατριώτες τους, του τμήματος του Ρουμπή.

«Τν αυγὴ ὁ Κεχαϊάς έβαλε τὸ κανόνι είς τὸ ταμπούρι τοῦ Μπεϊζαντὲ (Μαυρομιχάλη) τού λία· τὸ κανόνι προσπέρναε τὸ ταμπούρι τοῦ λία καὶ έπερνε τὸ ταμπούρι τού ουμπΑν τὸ χαμήλωνε θὰ τν παιρνε…»
Ενώπιον του ορατού κινδύνου , να κυκλωθούν ολοκληρωτικά από τον ελληνικό κλοιό, ο Κεχαγιάμπεης διατάζει την άμεση υποχώρηση προς το κάστρο της Τριπολιτσάς, από όπου εφόρμησαν οι Τούρκοι.
Οι Έλληνες πλέον καταδιώκουν ανελέητα τους υποχωρούντας , οι οποίοι «σπέρνουν» με τα  πτώματα τους, το διάβα προς  τη σωτηρία.
 Η άτακτη τουρκική φυγή  κληροδοτεί  αναρίθμητο πολεμικό υλικό,  λάφυρο πλέον στα χέρια των Ελλήνων.  Και οι απώλειες των Τούρκων θα ήταν τρομακτικά μεγαλύτερες , αν οι Έλληνες  δεν είχαν επιδοθεί στην καθιερωμένη –μετά από κάθε μεγάλη πολεμική επιτυχία- λαφυραγωγία.

«…Οἱ Έλληνες έπεσαν είς τὰ λάφυρα καὶ είς τους σκοτωμένους καὶ δν ακολουθοσαν μὲ προθυμία..» 
Η δημοτική μούσα δε θα μπορούσε να μην υμνήσει τον ηρωισμό των αγωνιστών του Βατετσίου, αποτυπωνοντας σε τραγούδια και ποιήματα την αιώνια τιμή και μνημόνευση τους:
 
«..Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
"Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη..»

Πηγαί:
 http://www.sansimera.gr/articles/620#ixzz48UXwNmPE