Με
τη Χάρη του Θεού, η Ορθόδοξος Εκκλησία
τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαιτέρως τα
τελευταία είκοσι έτη καθίσταται μάρτυς
ενός
χαροποιού φαινομένου, τη μεταστροφή
μεμονωμένων προσώπων -πολύ συχνά
επιφανεστάτων- ή και ολοκλήρων κοινοτήτων
από την ετεροδοξία στην - αναλλοίωτη
δια των αιώνων - Ορθοδοξία, των αγίων
Προφητών, Αποστόλων, Πατέρων, Ομολογητών
και Οσίων.
Πώς ένας Παπικός Μοναχός, εγκατέλειψε την αίρεση του Παπισμού, και εντάχθηκε στην αληθινή Εκκλησία του Κυρίου
Ιεροδιάκονος Παύλος Μπαγεστέρ-Κονβαλιέρ
Η μεταστροφή μου
στην Ορθοδοξία άρχισε μια μέρα, που
διόρθωνα τους καταλόγους της βιβλιοθήκης
του μοναστηριού στο οποίο ανήκα. Το
μοναστήρι αυτό είναι του Τάγματος
του Αγίου Φραγκίσκου και βρίσκεται
στην πατρίδα μου την Ισπανία.
Ενώ
ταξινομούσα διάφορα παλαιά έγγραφα
σχετικά με την Ιερά Εξέτασι, έπεσε
στα χέρια μου ένα έγγραφο αληθινά
καταπληκτικό, χρονολογούμενο από το
έτος 1647.
Στο
έγγραφο αυτό αναφερόταν μια απόφασις
της Ιεράς Εξετάσεως, που αναθεμάτιζε
ως αιρετικό κάθε χριστιανό ο οποίος
θα τολμούσε να πιστεύση, να παραδεχθή
και να μεταδώση σε άλλους το ότι ο
Απόστολος Παύλος στηριζόταν στο
αποστολικό κύρος του.
Επρόκειτο
για ένα εύρημα φρικτό, που δε μπορούσε
να χωρέση ο νούς μου. Σκέφθηκα αμέσως,
για να καθησυχάσω την ψυχή μου, ότι
ίσως επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος
ή για μια πλαστογράφησι, πράγμα που
άλλωστε ήταν συνηθισμένο στην Δυτική
Εκκλησία εκείνης της εποχής, στην
οποία αναφερόταν το κείμενο. Αλλά
η ταραχή και η έκπληξίς μου έγινε
μεγαλύτερη όταν ερεύνησα και διεπίστωσα
ότι εκείνη η απόφασις της Ιεράς
Εξετάσεως που αναφερόταν στο έγγραφο
ήταν αυθεντική. Πράγματι, ήδη σε δύο
περιπτώσεις προγενέστερες, δηλαδή
στα 1327 και 1351, οι Πάπαι Ιωάννης ΚΒ’
και Κλήμης ΣΤ’ διαδοχικώς είχαν
καταδικάσει και αναθεματίσει κάθε
έναν που θα τολμούσε να αρνηθή ότι ο
απόστολος Παύλος, καθ, όλη τη διάρκεια
του αποστολικού του βίου, είχε απολύτως
υποταχθή στην μοναρχική εκκλησιαστική
αυθεντία του πρώτου Πάπα και Βασιλέως
της Εκκλησίας, δηλαδή του αποστόλου
Πέτρου. Και πολύ αργότερα, ο Πίος Ι’
στα 1907 και ο Βενέδικτος ΙΕ’ στα 1920
είχαν επαναλάβει τα ίδια αναθέματα
και τις ίδιες καταδίκες.
Έπρεπε
λοιπόν να αποκλείσω κάθε πιθανότητα
αβλεψίας ή πλαστογραφήσεως. Κι
έτσι αντιμετώπισα αμέσως ένα σοβαρό
πρόβλημα συνειδήσεως.
Προσωπικά,
μου ήταν αδύνατο να
παραδεχθώ ότι ο απόστολος Παύλος
διατελούσε κάτω από οιοδήποτε Παπικό
πρόσταγμα. Η ανεξαρτησία του αποστολικού
του έργου ανάμεσα στα έθνη απέναντι
εκείνης που χαρακτήριζε την αποστολή
του Πέτρου ανάμεσα στους περιτετμημένους
ήταν για μένα ένα ατράνταχτο γεγονός
που το φώναζε η Αγία Γραφή.
Το
πράγμα ήταν για μένα καταφάνερο, αφού
οι εξηγητικές εργασίες των Πατέρων
σ’ αυτό το σημείο δεν αφήνουν τόπο
στην παραμικρά αμφιβολία. «Ο Παύλος-
γράφει ο ιερός Χρυσόστομος- διακηρύσσει
την ισότητά του με τους άλλους
αποστόλους και θέλει να συγκριθή, όχι
μονάχα με όλους τους άλλους, αλλά και
με τον πρώτο απ’ αυτούς, για ν’
αποδείξη ότι ο καθένας τους είχε το
ίδιο κύρος».
Πράγματι,
ομοθυμαδόν όλοι οι Πατέρες παραδέχονται
ότι «όλοι οι λοιποί απόστολοι ήσαν
το ίδιο που ήταν ο Πέτρος, δηλαδή ήσαν
περιβεβλημένοι την ίδια τιμή κι’
εξουσία». Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε
απ’ αυτούς να ασκούσε εξουσία ανώτερη
στους άλλους, διότι ο αποστολικός
τίτλος που είχε ο καθένας τους ήταν
«η μεγαλύτερη αυθεντία, η κορυφή όλων
των εξουσιών». «Όλοι ήσαν ποιμένες,
ενώ τι ποίμνιο ήταν ένα. Και το ποίμνιο
αυτό ποιμαινόταν από τους αποστόλους
με ομόθυμη όλων συγκατάνευσι».
Το
ζήτημα ήταν, λοιπόν, κατακάθαρο. Κι
όμως, η ρωμαϊκή διδασκαλία εδώ ήταν
αντίθετη από τα πράγματα. Έτσι εισήλθα
για πρώτη φορά στη ζωή μου σ’ ένα
τρομακτικό δίλημμα. Τι θα διάλεγα:
Από το ένα μέρος το Ευαγγέλιο και την
Ιερά Παράδοσι, ή τη διδασκαλία της
Εκκλησίας μου από το άλλο μέρος;
Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία είναι
απαραίτητο για τη σωτηρία να πιστεύουμε
ότι η Εκκλησία είναι καθαρή μοναρχία,
της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας.
Έτσι, η σύνοδος του Βατικανού,
συνοψίζοντας όλες τις προγενέστερες
καταδίκες, διεκήρυξε επίσημα ότι «εάν
κανείς πη…ότι ο Πέτρος (θεωρούμενος
ως ο πρώτος Πάπας) δεν διωρίσθηκε από
τον Χριστό ως αρχηγός των Αποστόλων
και Κεφαλή ορατή όλης της Εκκλησίας…είναι
υπό ανάθεμα».
Απευθύνομαι
στο εξομολόγο μου
Μέσα
σ’ αυτό το ψυχικό κλονισμό, απευθύνθηκα
στον πνευματικό μου και του εξέθεσα
με αφέλεια το ζήτημα. Ήταν ένας από
τους πιο ξακουστούς ιερείς του
μοναστηριού μας. Με άκουσε με στενοχώρια,
καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για
πολύ δύσκολο πρόβλημα. Αφού σκέφθηκε
μερικές στιγμές, αναζητώντας ματαίως
μια ικανοποιητική λύσι, μου είπε τέλος
τα εξής, που ομολογώ δεν τα περίμενα:
- Η
Γραφή και οι Πατέρες σας έκαμαν κακό,
τέκνο μου. Βάλτε κι αυτή κι εκείνους
κατά μέρος και περιορισθήτε στο να
ακολουθήτε πιστά τις αλάθητες
διδασκαλίες της Εκκλησίας μας και
μην αφήνετε τον εαυτό σας να γίνεται
λεία τέτοιων σκέψεων. Μην επιτρέψετε
ποτέ να σκανδαλίζουν την πίστη σας
στο Θεό και την Εκκλησία πλάσματα του
Θεού, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτά.
Αυτή η απάντησις
που εδόθη με πολλή φυσικότητα,
συνετέλεσε ώστε η σύγχυσίς μου να
μεγαλώση. Πάντοτε παραδεχόμουν ότι
ακριβώς ο
Λόγος του Θεού είναι το μόνο
πράγμα που δεν μπορεί κανείς να
παραμερίση. Χωρίς να μου δώση καιρό
να προβάλω καμιά ένστασι, ο πνευματικός
μου πρόσθεσε:
- Για
αντάλλαγμα, θα σας δώσω ένα κατάλογο
διακεκριμένων συγγραφέων, στα έργα
των οποίων θα αναπαυθή και θα στηριχθή
η πίστις σας. Διότι σ’ αυτά θα βρήτε
τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς
αγκάθια.
Και
ρωτώντας με αν είχα κάτι άλλο «πιο
ενδιαφέρον» να του εκθέσω, έθεσε τέρμα
στη συνομιλία μας.
Μερικές
μέρες αργότερα, ο πνευματικός μου
ανεχώρησε από το μοναστήρι σε μία
περιοδεία κηρυγμάτων που θα έκανε σε
διάφορες εκκλησίες του Τάγματος. Μου
άφησε τον πίνακα των συγγραφέων,
συνιστώντας μου να τους διαβάσω. Και
με παρεκάλεσε να του κάνω γνωστές τις
προόδους μου σ’ αυτό το διάβασμα με
γράμματα που θα του έστελνα.
Αν
και τα λόγια του δεν με είχαν πείσει
καθόλου, μάζεψα αυτά τα βιβλία και
άρχισα να τα διαβάζω με όλη τη δυνατή
αντικειμενικότητα και προσοχή. Τα
περισσότερα από τα βιβλία αυτά ήσαν
θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια
παπικών αποφάσεων, καθώς και
«οικουμενικών» συνόδων. Ρίχθηκα στη
μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρον,
έχοντας ως μόνο οδηγό μου την Αγία
Γραφή, «λύχνον τοις ποσί μου και φως
εις τας τρίβους μου».
Καθώς
προχωρούσα στο διάβασμα των βιβλίων
εκείνων, καταλάβαινα ολοένα και
καλύτερα, ότι ως τότε αγνοούσα αρκετά
τη φύση της
Εκκλησίας μου. Έχοντας προσηλυτισθή
στον Χριστιανισμό και βαπτισθή μόλις
τελείωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου,
ακολούθησα κατόπιν φιλοσοφικές
σπουδές και τότε που σας μιλώ βρισκόμουν
μόλις στις αρχές των θεολογικών
μελετών. Επρόκειτο για μια επιστήμη
ολότελα νέα για μένα. Μέχρις εκείνη
την ώρα Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή
Εκκλησία ήταν για μένα ένα αμάλγαμα,
κάτι το αξεχώριστο απολύτως, Στη
μοναστική μου ζωή με απασχολούσε
μονάχα η καθαρώς υπερφυσική τους όψις
και δεν μου είχε δοθή ακόμη η ευκαιρία
να εξετάσω κατά βάθος τις βάσεις και
τους λόγους της οργανικής συστάσεως
της Εκκλησίας μου.
Η
τερατώδης διδασκαλία περί Πάπα
Ακριβώς,
λοιπόν, μέσα σ’ εκείνη την ανθοδέσμη
κειμένων που σοφά είχε συνθέσει ο
πνευματικός μου προϊστάμενος άρχισε
να μου αποκαλύπτεται στην πραγματική
φύση του ο παράξενος αυτός μοναρχικός
θρησκευτικός οργανισμός, που λέγεται
Ρωμαϊκή Εκκλησία. Υποθέτω, ότι μια
σύνοψις των χαρακτηριστικών της δεν
είναι εδώ περιττή.
Πρώτα-πρώτα,
για τον ρωμαϊκό καθολικισμό η
χριστιανική Εκκλησία «δεν είναι παρά
μια απόλυτη μοναρχία», της οποίας
μονάρχης είναι ο Πάπας, ενεργώντας
σε κάθε τομέα ως τέτοιος. Στην παπική
αυτή μοναρχία «υφίσταται όλη η δύναμις
και η στερεότης της Εκκλησίας», η
οποία «αλλοιώς δεν θα υφίστατο». Ο
ίδιος ο Χριστιανισμός στηρίζεται εξ
ολοκλήρου στην παπωσύνη. Κάτι πιο
πολύ ακόμη. «Η παπωσύνη είναι το πιο
σπουδαίο στοιχείο του Χριστιανισμού»,
«η αποκορύφωσίς του και η ουσία του».
Η
μοναρχική αυθεντία του Πάπα ως Αρχηγού
υπερτάτου και ως κεφαλής ορατής της
Εκκλησίας, Ακρογωνιαίου λίθου,
Παγκοσμίου Αλάθητου Διδασκάλου της
Πίστεως, Αντιπροσώπου του Θεού πάνω
στη Γη, Ποιμένος των Ποιμένων και
Άκρου Αρχιερέως, είναι πλήρως δυναμική
και εξουσιαστική και αγκαλιάζει όλα
τα διδασκαλικά και νομοθετικά
δικαιώματα που έχει η Εκκλησία.
Εκτείνεται «Θείω δικαίω» πάνω σε
όλους και χωριστά πάνω σε καθένα
βαπτισμένο άνθρωπο σ΄ όλον τον κόσμο.
Αυτή η δικτατορική εξουσία μπορεί
όθεν οποτεδήποτε να ασκηθή απ’ ευθείας
σε οποιονδήποτε χριστιανό, είτε λαϊκός
είναι αυτός είτε κληρικός, και σε
οποιαδήποτε Εκκλησία οποιουδήποτε
λειτουργικού τύπου και γλώσσης κι’
αν είναι, δεδομένου ότι ο Πάπας είναι
ο υπερεπίσκοπος σε κάθε εκκλησιαστική
επισκοπή του κόσμου.
Όσοι
αρνούνται να του αναγνωρίσουν όλη
αυτή την εξουσία και δεν υποτάσσονται
σ’ αυτή τυφλά είναι σχισματικοί,
αιρετικοί, ασεβείς και ιερόσυλοι και
οι ψυχές τους είναι από τώρα προωρισμένες
για την αιωνία καταδίκη, διότι είναι
απαραίτητο για τη σωτηρία μας να
πιστεύουμε στο θείο καθίδρυμα της
παπωσύνης και να υποτασσόμαστε σ’
αυτή και στους εκπροσώπους της. Ο
Πάπας έτσι ενσαρκώνει εκείνον τον
φανταστικό Άρχοντα, που ο Κικέρων
προφήτεψε, γράφοντας ότι θα πρέπει
όλοι να τον αναγνωρίσουν για να σωθούν.
Πάντα
κατά την ρωμαϊκή διδασκαλία, «δεδομένου
ότι ο Πάπας έχει το δικαίωμα να
επεμβαίνη και να κρίνη όλα τα πνευματικά
ζητήματα όλων και καθ’ ενός ξεχωριστά
των χριστιανών, πολύ περισσότερο έχει
το δικαίωμα να κάνη το ίδιο και στις
κοσμικές υποθέσεις τους. Δεν μπορεί
να περιορισθή μόνο στο να δικάζη με
πνευματικές ποινές, στερώντας την
αιωνία σωτηρία σ’ εκείνους που δεν
του υποτάσσονται, αλλά έχει επίσης
και το δικαίωμα να ασκή και κοσμική
εξουσία πάνω στους πιστούς. Διότι και
η Εκκλησία έχει δύο μάχαιρες, σύμβολο
της πνευματικής και της κοσμικής
δυνάμεως. Η πρώτη απ’ αυτές είναι στο
χέρι του κλήρου, η άλλη στο χέρι των
βασιλέων και των στρατιωτών, οι οποίοι
όμως είναι και αυτοί κάτω από τη θέλησι
και στην υπηρεσία του κλήρου».
Ο
Πάπας, ισχυριζόμενος ότι είναι στη
γη αντιπρόσωπος Εκείνου του οποίου
«η βασιλεία ουκ έστιν εκ του κόσμου
τούτου», Εκείνου που απαγόρευσε στους
Αποστόλους να μιμούνται τους βασιλείς
της γης οι οποίοι «κυριεύουσι των
εθνών», αυτοτιτλοφορείται και κοσμικός
βασιλεύς, συνεχίζοντας έτσι την
ιμπεριαλιστική παράδοση της Ρώμης.
Κατά διαφόρους καιρούς έγινε πράγματι
κύριος μεγάλων εδαφικών εκτάσεων,
έκαμε αιματηρούς πολέμους εναντίων
άλλων Χριστιανών βασιλέων για την
απόκτησι και άλλων εδαφών, ή απλώς
διψώντας κι’ άλλα πλούτη και εξουσίες.
Είχε μυριάδες σκλάβους. Έπαιζε
ουσιαστικό ρόλο και πολλές φορές
αποφασιστικό στην πολιτική ιστορία.
Το καθήκον των χριστιανών αρχόντων
είναι να υποχωρούν μπροστά στον «θείω
δικαίω βασιλέα» παραχωρώντας του
αυτό το βασίλειο κι αυτόν τον θρόνο
τον πολιτικο-εκκλησιαστικό, «που
έγινε για να εξευγενίση και να στερεώση
όλους τους άλλους θρόνους του κόσμου».
Σήμερα το κοσμικό βασίλειο του Πάπα
είναι περιορισμένο στην πόλι του
Βατικανού. Πρόκειται για κράτος
αυτόνομο με διπλωματικούς εκπροσώπους
στις κυβερνήσεις και των δύο ημισφαιρίων,
με στρατό, όπλα, αστυνομία, φυλακές,
νόμισμα κ.λ.π.
Και
ως κορώνα και κορυφή της παντοδυναμίας
του ο Πάπας κατέχει ακόμη ένα τρομερό
προνόμιο, μοναδικό στον κόσμο. ¨Ένα
τερατώδες και εξωτικό προνόμιο, που
ούτε οι πιο ποταπές ειδωλολατρείες
δεν είχαν τη φαντασία να το συλλάβουν:
είναι αλάθητος θείω δικαίω, σύμφωνα
με δογματικό όρο της Συνόδου του
Βατικανού, που έγινε στα 1870. Από τότε
και πέρα «σ’ αυτόν η ανθρωπότης
οφείλει να αποτείνη τους λόγους που
προηγουμένως απέτεινε στον Κύριο:
Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις». Από εδώ
και πέρα δεν υπάρχει ανάγκη του Αγίου
Πνεύματος, για να οδηγή την Εκκλησία
«εις πάσαν την αλήθειαν». Δεν υπάρχει
ανάγκη της Αγίας Γραφής ούτε της Ιεράς
Παραδόσεως, διότι είνε πλέον ένας
θεός πάνω στη γη, με εξουσία να αχρηστεύη
και να διακηρύσση ως πλανερές τις
διδασκαλίες του Ουρανίου Θεού. Με
βάσι αυτό το αλάθητο, ο Πάπας είναι ο
μόνος κανόνας της Πίστεως και μπορεί
να εκφράση, ακόμη και αντίθετα προς
το κριτήριο όλης της Εκκλησίας,
καινούργια δόγματα, τα οποία όλοι οι
πιστοί οφείλουν να τα παραδεχθούν
για να μην αποκοπούν από τη σωτηρία.
«Εξαρτάται μόνο από τη θέλησί του και
τη διάθεσή του να θεωρή ό,τι αυτός
θέλει ως ιερό ή ως άγιο μέσα σ’ ολόκληρη
την Εκκλησία» και οι δεκρετάλιες
επιστολές του πρέπει να θεωρούνται,
να πιστεύωνται και να υπακούωνται
«ως κανονικές επιστολές». Αφού είναι
αλάθητος ο Πάπας, πρέπει να απολαβαίνη
τυφλή υπακοή. Ο καρδινάλιος Βελλαρμίνος,
που ανακηρύχθηκε «άγιος» από τη
Ρωμαϊκή Εκκλησία, λέγει τα εξής με
φυσικώτατο ύφος: «Αν ο Πάπας καμμιά
μέρα επιβάλη αμαρτίες και απαγορεύση
αρετές, η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη
να πιστεύση ότι οι αμαρτίες αυτές
είναι καλές και ότι οι αρετές εκείνες
είναι κακές».
Η
απάντησις του εξομολόγου μου
Αφού
διάβασα όλα εκείνα τα βιβλία, αισθανόμουν
τον εαυτό μου σαν ξένο μέσα στην
Εκκλησία μου, της οποίας η οργανική
σύστασις δεν είχε σχέσι, με την Εκκλησία
που ίδρυσε ο Κύριος που ωργάνωσαν οι
Απόστολοι και οι διάδοχοί τους και
που οι Άγιοι Πατέρες εννοούσαν. Κάτω
απ’ αυτήν την πεποίθησι έγραψα το
πρώτο μου γράμμα στον πνευματικό μου.
-Διάβασα
τα βιβλία σας. Δεν θα παραβώ ποτέ τα
θεία εντάλματα, για να δώσω πίστι σε
ανθρώπινες διδασκαλίες, που δεν έχουν
την παραμικρή βάσι στην Αγία Γραφή.
Τέτοιες διδασκαλίες είναι η σειρά
των ανοησιών για την παπωσύνη. Με
δεδομένα από την Αγία Γραφή μπορούμε
να εννοήσουμε τη φύσι της Εκκλησίας
κι’ όχι μ’ αποφάσεις και θεωρίες
ανθρώπινες. Η αλήθεια της πίστεως δεν
πηγάζει παρά από την Αγία Γραφή και
από την Παράδοσι της συνόλου Εκκλησίας».
Η απάντησις ήλθε
γρήγορα:
-
Δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή μου,
παραπονιόταν ο πνευματικός μου, -κι’
αφήσατε την ψυχή σας έκθετη στην
επικίνδυνη επίδρασι της Αγίας Γραφής,
η οποία, όπως και η φωτιά, κατακαίει
και μαυρίζει όταν δεν φωτίζει. Για
κάτι τέτοιες περιπτώσεις σαν την δική
σας οι Πάπαι έχουν αποφανθή ότι «είναι
σκανδαλώδης πλάνη να πιστεύη κανείς
ότι όλοι οι χριστιανοί μπορούν να
διαβάζουν την Αγία Γραφή» και
οι θεολόγοι μας βεβαιώνουν ότι η Αγία
Γραφή «είναι ένα σκοτεινό σύννεφο».
«Το να πιστεύη κανείς στη φωτεινότητα
και τη σαφήνεια της Γραφής είναι δόγμα
ετερόδοξο», λέγουν
οι αλάθητοι Αρχηγοί μας. Όσο για την
Παράδοσι, δεν θεωρώ αναγκαίο να σας
υπενθυμίσω ότι πρέπει «να ακολουθούμε
πρωτίστως τον Πάπα όταν πρόκειται
για ζητήματα πίστεως. Ο Πάπας αξίζει
σ’ αυτή την περίπτωσι όσο δεν αξίζουν
μυριάδες Αυγουστίνοι, Ιερώνυμοι,
Γρηγόριοι, Χρυσόστομοι…».
Το γράμμα αυτό
ενίσχυσε αντί να γκρεμίση την πεποίθησί
μου. Μου ήταν αδύνατο να θέσω σε δεύτερη
μοίρα από τον Πάπα την Αγία Γραφή.
Χτυπώντας την Γραφή, η Εκκλησία μου
έχανε κάθε αξιοπιστία μπροστά μου,
γινόταν ένα με τους αιρετικούς, οι
οποίοι, «ελεγχόμενοι από την Γραφή,
στρέφονται εναντίον της». Ήταν η
τελευταία επαφή που είχα με τον
πνευματικό μου.
Ο
Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν
είναι τίποτε
Αλλά
δεν σταμάτησα εκεί. Είχα ήδη αρχίσει
να «εκτροχιάζομαι από τον εκτροχιασμό»
της Εκκλησίας μου. Είχα πάρει ένα
δρόμο όπου δεν έπρεπε να σταθώ έως
ότου βρω μια θετική λύσι. Το δράμα μου
εκείνων των ημερών ήταν ότι είχα
αποξενωθή από τον Παπισμό, αλλά δεν
πλησίαζα καμμιά άλλη εκκλησιαστική
πραγματικότητα. Ορθοδοξία και
Προτεσταντισμός ήσαν για μένα τότε
ιδέες συγκεχυμένες και δεν είχα φθάσει
ακόμη στην ώρα και στην ευκαιρία να
διαπιστώσω ότι μπορούσαν να προσφέρουν
κάτι στην αγωνία μου. Παρ’ όλα αυτά
εξακολουθούσα να αγαπώ την Εκκλησία
μου που με είχε κάνει χριστιανό και
που φορούσα το σχήμα της. Μου χρειαζόταν
ακόμη πολλή εμβάθυνσις και σκέψις
για να φθάσω σιγά-σιγά, με κόπο και
οδύνη, στο συμπέρασμα ότι η Εκκλησία
που αγαπούσα δεν υφίστατο μέσα στο
παπικό σύστημα.
Πράγματι,
απέναντι της μονοκρατορικής εξουσίας
του Πάπα, η αυθεντία της Εκκλησίας
και του επισκοπικού σώματος δεν
υφίσταται ουσιαστικά εκεί. Διότι
σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία «η
αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε
μόνο, όταν χαρακτηρίζεται και
εναρμονίζεται με τη θέλησι του Πάπα.
Σε αντίθετη περίπτωσι, εκμηδενίζεται».
Έτσι, είναι το ίδιο πράγμα ο Πάπας με
την Εκκλησία και ο Πάπας χωρίς την
Εκκλησία, δηλαδή ο Πάπας είναι το παν
και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε. Πολύ
σωστά έγραψε ο επίσκοπος Μαρέν: «Θα
ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί,
αν εκφωνώντας το ‘Πιστεύω’ έλεγαν:
‘Και εις ένα Πάπαν’ παρά να λένε:
‘Και εις μίαν… Εκκλησίαν’».
Η
σημασία και ο ρόλος των επισκόπων
μέσα στη ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι
παρά απλή εκπροσώπησις της παπικής
εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι
επίσκοποι υποτάσσονται όπως οι απλοί
πιστοί. Αυτό το καθεστώς προσπαθούν
να το στηρίξουν στο κβ’ κεφάλαιο του
κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου σύμφωνα
με τη ρωμαϊκή ερμηνεία, «ο Κύριος
εμπιστεύεται στο απόστολο Πέτρο, τον
πρώτο Πάπα, την ποίμανση των αρνίων
του και των προβάτων του, δηλαδή του
αναθέτει το έργο υπερτάτου Ποιμένος
με αποκλειστικά δικαιώματα σε όλους
τους πιστούς, που είναι τα αρνία, και
σε όλους τους άλλους Αποστόλους και
επισκόπους, που είναι τα πρόβατα».
Αλλά
οι επίσκοποι δεν είναι στη ρωμαϊκή
Εκκλησία ούτε κάν διάδοχοι των
Αποστόλων, διότι όπως δογματίζει η
Εκκλησία αυτή «η αποστολική εξουσία
εξέλιπε με τους Αποστόλους και δεν
μετεδόθη στους διαδόχους της επισκόπους.
Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου,
υπό την οποία βρίσκονταν όλοι οι
άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του
Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες». Οι
επίσκοποι, λοιπόν, μη έχοντας
κληρονομήσει καμμιά αποστολική
εξουσία, δεν έχουν άλλη εξουσία παρά
εκείνη που τους παραχωρήθηκε, όχι απ’
ευθείας από τον Θεό, αλλά από τον Άκρο
Ποντίφηκα της Ρώμης.
Και
οι Οικουμενικές Σύνοδοι επίσης δεν
έχουν άλλη αξία παρά εκείνη που τους
παραχωρεί ο επίσκοπος της Ρώμης, διότι
«δεν είναι ούτε μπορούν να είναι άλλο
πράγμα παρά συνέδρια του Χριστιανισμού,
που συγκαλούνται υπό την αυθεντία
και την εξουσία και την προεδρία του
Πάπα». Αρκεί ο Πάπας να βγή από την
αίθουσα της Συνόδου λέγοντας: «Δεν
βρίσκομαι πλέον εκεί μέσα», για να
παύση από εκείνη τη στιγμή η Οικουμενική
Σύνοδος να έχη κύρος. Οι όροι της
Συνόδου επίσης δεν έχουν καμμιά αξία,
αν δεν εγκριθούν και δεν επικυρωθούν
από το Πάπα, ο οποίος και θα τους
επιβάλη με την αυθεντία του στους
πιστούς.
Η
φοβερή απάντησις ενός Ιησουΐτη
Είχα
καθ’ όλο εκείνο το διάστημα σχεδόν
παρατήσει τις μελέτες μου, επωφελούμενος
όλες τις ώρες που ο κανονισμός του
Τάγματος επέτρεπε να αποτραβηχθώ στο
κελλί μου, όπου δεν σκεπτόμουν τίποτε
άλλο παρά το μεγάλο μου πρόβλημα. Επί
μήνες ολόκληρους μελετούσα την σύσταση
και την οργάνωσι της αρχαίας Εκκλησίας,
απ’ ευθείας από τις αποστολικές και
πατερικές πηγές. Αλλά όλη αυτή η
εργασία δεν γινόταν εξ ολοκλήρου
μυστικά. Και η εξωτερική μου ζωή
φαινόταν ισχυρά επηρεασμένη απ’ αυτή
τη μεγάλη μέριμνα, που είχε απορροφήσει
όλο μου το ενδιαφέρον και συγκεντρώσει
όλες μου τις δυνάμεις. Δεν έχανα
ευκαιρία να ζητώ έξω από το μοναστήρι
κάθε τι που θα συντελούσε κάπως στο
να φωτισθώ πλήρως. Έτσι άρχισα να
συζητώ το θέμα με γνωστές μου
εκκλησιαστικές προσωπικότητες,
ανάλογα με την εμπιστοσύνη που είχα
στην ειλικρίνεια και την καρδιά τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο δεχόμουν διαρκώς
εντυπώσεις και απόψεις πάνω στο θέμα,
οι οποίες ήσαν για μένα πάντα
ενδιαφέρουσες και σημαντικές.
Βρήκα
τους περισσότερους απ’ αυτούς τους
κληρικούς πιο φανατικούς απ’ ότι
περίμενα. Παρ’ όλο ότι ανεγνώριζαν
κατά βάθος την παράλογη βάσι της
διδασκαλίας περί Πάπα, κολλούσαν
απεγνωσμένα στην ιδέα ότι «η οφειλομένη
στον Πάπα υποταγή απαιτεί μια τυφλή
συγκατάθεσι της αντιλήψεώς μας»,
καθώς και σ’ εκείνο το άλλο απόφθεγμα
του ιδρυτού των Ιησουϊτών κατά το
οποίο «για να έχουμε την αλήθεια, για
να μην πέσουμε στην πλάνη, οφείλουμε
πάντα να στηριζόμαστε στο βασικό και
αμετάθετο αξίωμα ότι αυτό που βλέπουμε
ως άσπρο είναι στην πραγματικότητα
μαύρο, αν μας λέγει ότι είναι μαύρο η
ιεραρχία της Εκκλησίας». Μ’ αυτή τη
φανατική προκατάληψι ένας ιερεύς του
Τάγματος του Ιησού μου εμπιστεύθηκε
την εξής σκέψι του:
-Αυτά που μου λέτε,
αναγνωρίζω ότι είναι λογικώτατα και
ξάστερα και αληθινά. Αλλά
εμείς οι Ιησουΐτες, εκτός από τις
τρείς συνηθισμένες υποσχέσεις, δίνουμε
και μια τέταρτη, κατά την ημέρα της
κουράς μας. Η τέταρτη αυτή υπόσχεσις
είναι πιο ουσιώδης από την υπόσχεσι
της αγνότητος, της υπακοής και της
ακτημοσύνης. Είναι η υπόσχεσις ότι
θα υποτασσόμαστε απόλυτα στον
Πάπα. Έτσι,
προτιμώ να πάω στην κόλασι μαζί με
τον Πάπα, παρά στον Παράδεισο μ’ όλες
σας τις αλήθειες.
«Εδώ
και λίγους αιώνες θα σας έκαιαν στην
πυρά της Ιεράς Εξετάσεως»
Κατά
τη γνώμη των περισσοτέρων απ’ αυτούς
ήμουν ένας αιρετικός. Ιδού τι μου
έγραφε ένας επίσκοπος: «Εδώ και λίγους
αιώνες, οι ιδέες που έχετε θα ήσαν
αρκετές για να σας οδηγήσουν στην
πυρά της Ιεράς Εξετάσεως».
Είχα
πάντως, παρ’ όλα αυτά, τη διάθεσι να
μείνω στο μοναστήρι και ν’ αφοσιωθώ
στην καθαρώς πνευματική ζωή, αφήνοντας
στην ιεραρχία την ευθύνη της πλάνης
της και την υποχρέωσι διορθώσεώς της.
Αλλά τα ενδιαφέροντα της ψυχής μου
θα μπορούσαν να είναι ασφαλή σ’ ένα
δρόμο υπερφυσικής ζωής, όπου η
αυθαιρεσία του Πάπα θα μπορούσε να
σωρεύση καινούργια δόγματα και ψευδείς
διδασκαλίες σχετικές με την ευσεβή
ζωή και τα μυστήρια της Εκκλησίας;
Επί πλέον, αφού η καθαρότης της
διδασκαλίας είχε σπιλωθή με την
κακοδοξία περί Πάπα, ποιος με βεβαίωνε
ότι η κηλίδα αυτή δεν θα απλωνόταν
και σε άλλες όψεις της ευαγγελικής
πίστεως;
Δεν
είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν
άγιοι άνθρωποι μέσα στη Ρωμαϊκή
Εκκλησία αρχίζουν να σημαίνουν
συναγερμό με φράσεις σαν τις ακόλουθες:
«Ποιος
ξέρει αν τα “μικρά μέσα σωτηρίας”
που μας κατακλύζουν δεν μας κάνουν
να ξεχάσουμε τον μοναδικό Σωτήρα, τον
Ιησού;…».
«Σήμερα
η πνευματική μας ζωή μάς παρουσιάζεται
σαν ένα πολύκλαδο και πολύφυλλο
δένδρο, όπου οι ψυχές δεν ξέρουν πλέον
που είναι ο κορμός που στηρίζει το
παν και που είναι οι ρίζες που το
τροφοδοτούν».
«Με
τέτοιο τρόπο στολίσαμε και παραφορτώσαμε
τη θρησκευτικότητά μας, ώστε η μορφή
Εκείνου ο Οποίος είναι το «έν ού εστι
χρεία» χάθηκε μέσα στα στολίδια».
Πεπεισμένος,
λοιπόν, ότι και η πνευματική ζωή μέσα
στους κόλπους της παπικής Εκκλησίας
θα με έθετε σε κινδύνους, κατέληξα να
κάμω το αποφασιστικό βήμα. Εγκατέλειψα
το μοναστήρι και ύστερα από λίγο καιρό
εδήλωσα ότι δεν ανήκα πλέον στη Ρωμαϊκή
Εκκλησία. Μερικοί άλλοι είχαν φανή
διατεθειμένοι μέχρι τότε να με
ακολουθήσουν, αλλά την τελευταία
στιγμή κανένας δεν δείχθηκε αποφασισμένος
να θυσιάση τόσο ριζικά τη θέση του
μέσα στην Εκκλησία, την τιμή και την
υπόληψι που απολάβαινε.
Έτσι
εγκατέλειψα την Ρωμαϊκή Εκκλησία,
της οποίας ο αρχηγός, ξεχνώντας ότι
η βασιλεία του Υιού του Θεού «ουκ
έστιν εκ του κόσμου τούτου» και ότι
«εκείνος που καλείται στην επισκοπή
δεν καλείται σε καμμιά αρχή και
εξουσία, αλλά στη διακονία όλης της
Εκκλησίας», μιμούμενος εκείνον που
«ποθώντας μέσα στην υπερηφάνειά του
να είναι σαν θεός, έχασε την αληθινή
δόξα για να ντυθή ψεύτικη», «εκάθισεν
εις τον ναόν του Θεού ως θεός».
Πολύ σωστά έγραφε
στον Πάπα ο Βερνάρδος ντε Κλαραβάλ:
«Κανένα
φρικτότερο δηλητήριο για σένα, κανένα
σπαθί πιο επικίνδυνο, από τη δίψα και
το πάθος της κυριαρχίας».
Βγαίνοντας
από τον Παπισμό, υπάκουσα στη φωνή
της συνειδήσεώς μου, που ήταν η ίδια
η φωνή του Θεού. Και η φωνή αυτή μου
έλεγε: «Έξελθε εξ αυτής…, ίνα μη
συγκοινωνήσης ταις αμαρτίαις αυτής,
και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβης».
Πώς,
μετά την έξοδό μου αυτή, έπεσα στην
αγκαλιά της Ορθοδοξίας, στο φως της
απόλυτης και άσπιλης Αλήθειας, αυτό
θα το διηγηθώ σε άλλη ευκαιρία.
Β’
Όσο
η απομάκρυνσίς μου από τον Παπισμό
γινόταν ευρύτερα γνωστή στους
Εκκλησιαστικούς κύκλους και εύρισκε
ενθουσιώδη απήχησι στους κόλπους των
ισπανών και γάλλων προτεσταντών, τόσο
η θέσις μου απέβαινε πιο λεπτή.
Στην
αλληλογραφία που έπαιρνα αφθονούσαν
τα απειλητικά και τα ανώνυμα υβριστικά
γράμματα. Με κατηγορούσαν ότι
δημιουργούσα ένα αντιπαπικό ρεύμα
γύρω μου και ότι ωδηγούσα με το
παράδειγμά μου προς την «αποστασία»
ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς «ασθενείς
δογματικά», που είχαν εκφράσει σχεδόν
δημοσία ένα αίσθημα συμπαθείας για
την περίπτωσί μου.
Το
γεγονός αυτό με έκαμε να φύγω από τη
Βαρκελώνη και να μεταβώ στη Μαδρίτη,
όπου με φιλοξένησαν – χωρίς να το
επιδιώξω ο ίδιος – οι αγγλικανοί και
μέσω αυτών ήλθα σε σχέσεις με το
Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών.
Ούτε
όμως και εκεί κατώρθωσα να περάσω
απαρατήρητος. Ύστερα από κάθε κήρυγμά
μου σε διαφόρους ναούς της Αγγλικανικής
Εκκλησίας, ένας αριθμός, κάθε φορά
μεγαλύτερος, των ακροατών μου εξεδήλωνε
την επιθυμία να με γνωρίση και να
συζητήση εμπιστευτικά μαζί μου πάνω
στο εκκλησιολογικό θέμα.
Χωρίς,
λοιπόν, να το επιζητήσω, άρχισε να
σχηματίζεται γύρω μου ένας ολοένα
και πιο πολυάριθμος κύκλος προσώπων,
τα περισσότερα από τα οποία ήσαν
αντιπαπικοί. Αυτό μ’ εξέθετε ενώπιον
των αρχών, διότι στις εμπιστευτικές
αυτές επισκέψεις που δεχόμουν, άρχισαν
να παρουσιάζονται και μερικοί
ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, που ήσαν
γενικώς γνωστοί «για την ελλιπή και
χωλαίνουσα πίστι τους σχετικά με το
πρωτείο και το αλάθητο του Άκρου
Αρχιερέως της Ρώμης».
Τη
φανατική μνησικακία που έτρεφαν ήδη
προς το πρόσωπό μου λίγοι παπικοί την
είδα να ολοκληρώνεται και να παίρνη
την αποκορύφωσή της την ημέρα που
απάντησα δημοσία σε μία εμπεριστατωμένη
εκκλησιολογική πραγματεία, που μου
είχαν στείλει ως ύστατο διάβημα για
να με βγάλουν από την «παγίδα της
αιρέσεως», όπου είχα πέσει. Το έργο
εκείνο, απολογητικού χαρακτήρος, είχε
τον εκφραστικό τίτλο: «Ο Πάπας,
αντιπρόσωπος του Κυρίου ημών επί της
γης» και το σύνθημα στο οποίο κατέληγαν
τα επιχειρήματα του βιβλίου ήταν το
εξής: «Χάρις στο αλάθητο του Πάπα οι
ρωμαιοκαθολικοί είναι σήμερα οι μόνοι
χριστιανοί που μπορούν να είναι
βέβαιοι για ό,τι πιστεύουν».
Από
τις στήλες μιας πορτογαλλικής
επιθεωρήσεως βιβλιοκρισίας τους
απάντησα: «Η πραγματικότης είναι ότι
εξ αιτίας του αλαθήτου είστε οι μόνοι
χριστιανοί που δεν μπορείτε να είστε
σήμερα βέβαιοι για ό,τι θα σας επιβάλουν
να πιστεύετε αύριο». Το άρθρο μου
τελείωνε με την εξής φράσι: «Λίγο
ακόμη, στον δρόμο που βαδίζετε, και
θα αποκαλέσετε τον Κύριό μας αντιπρόσωπο
του Πάπα στον ουρανό».
Λίγο
αργότερα εξέδωσα στο Μπουένος Άϊρες
μία τρίπτυχη μελέτη μου, με την οποία
έλαβαν πέρας οι διαξιφισμοί μου με
τους παπικούς. Στη μελέτη εκείνη είχα
συλλέξει όλα τα εδάφια από την πατερική
γραμματεία των τεσσάρων πρώτων αιώνων,
τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα
στα λεγόμενα «χωρία περί πρωτείων»
των ευαγγελίων (Ματθ. ιστ’ 18-19, Ιω. κα’
15-17, Λουκ. κβ’ 31-32). Απεδείκνυα ότι η
περί πάπα διδασκαλία είναι απολύτως
ξένη και αντίθετη προς την ερμηνεία
που δίνουν οι πατέρες σ’ αυτά τα
κείμενα. Και η ερμηνεία των πατέρων
είναι ακριβώς ο κανόνας πάνω στον
οποίον εννοούμε την Αγία Γραφή.
Εκείνη
την περίοδο, αν και από αιτίες άσχετες
τελείως με τα γεγονότα, συνέβηκε να
έλθω για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με
την Ορθοδοξία.
Πριν
προχωρήσω σε εξιστόρησι των γεγονότων,
οφείλω να ομολογήσω εδώ ότι οι ιδέες
μου για την Ορθοδοξία είχαν υποστή
μία αξιοσημείωτη εξέλιξι από την αρχή
της πνευματικής μου οδυσείας. Ωρισμένες
συζητήσεις που είχα κάνει σε θέματα
εκκλησιολογικά με έναν όμιλο πολωνών
ορθοδόξων, που πέρασαν από την πατρίδα
μου, και οι πληροφορίες που έπαιρνα
από τα έντυπα του Οικουμενικού
Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξι και
τη ζωή των ορθοδόξων κύκλων της Δύσεως,
μου είχαν προκαλέσει το ειλικρινές
ενδιαφέρον. Επί πλέον άρχισα να παίρνω
διάφορα βιβλία και περιοδικά ρώσων
και ελλήνων από το Λονδίνο και το
Βερολίνο, καθώς και μερικά από τα
πολύτιμα βιβλία, που εκδίδει στη
Νεάπολη της Ιταλίας ο αρχιμανδρίτης
π. Βενέδικτος Κατσανεβάκης. Έτσι η
συμπάθειά μου για την Ορθοδοξία
μεγάλωνε.
Σιγά-σιγά,
κατ’ αυτόν τον τρόπο, χάνονταν από
μέσα μου οι προκαταλήψεις απέναντι
της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι προκαταλήψεις
αυτές παρουσιάζουν την Ορθοδοξία ως
σχισματική, χωρίς πνευματική ζωή, και
αποξηραμένη ομάδα μικρών Εκκλησιών,
που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της
αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Και
το σχίσμα που την απέκοψε «είχε πατέρα
τον διάβολο και μητέρα την υπερηφάνεια
του πατριάρχου Φωτίου».
Έτσι,
όταν άνοιξα αλληλογραφία με ένα
σεβαστό μέλος της ορθοδόξου ιεραρχίας
στη Δύσι – που το όνομά του δεν νομίζω
ότι είμαι εξουσιοδοτημένος να
δημοσιεύσω χάρι στο προσωπικό μου
κριτήριο που οφειλόταν στις γενετικές
εκείνες πληροφορίες, ήμουν πλέον
απολύτως ελεύθερος από κάθε προκατάληψι
σχετικά με την Ορθοδοξία και μπορούσα
αντικειμενικά να την ατενίσω.
Διαπίστωσα, λοιπόν, γρήγορα και μάλιστα
με ευχάριστη έκπληξι ότι συνέπιπτε
απολύτως η αρνητική θέσις που είχα
πάρει έναντι του Παπισμού με την
εκκλησιολογική διδασκαλία της
Ορθοδοξίας. Ο σεβαστός ιεράρχης στα
γράμματά του παραδέχθηκε αυτή τη
σύμπτωσι, αλλά δεν αφέθηκε να εκφρασθή
πλατύτερα, διότι έλαβε υπ’ όψιν του
ότι διέμενα σε περιβάλλον προτεσταντικό.
Οι
ορθόδοξοι στη Δύσι δεν είναι καθόλου
επιρρεπείς στον προσηλυτισμό. Μονάχα
όταν η αλληλογραφία μας προχώρησε
αρκετά, ο ορθόδοξος επίσκοπος μου
υπέδειξε να μελετήσω το υπέροχο βιβλίο
του Σεργίου Βουλγακώφ «Η Ορθοδοξία»
και την όχι λιγότερο βαθυστόχαστη
πραγματεία υπό τον ίδιο τίτλο του
μητροπολίτου Σεραφείμ. Στο μεταξύ
είχα γράψει σχετικά και στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο.
Σ’
αυτά τα βιβλία βρήκα τον εαυτό μου.
Δεν υπήρχε ούτε μία παράγραφος που
να μην εύρισκε απόλυτα σύμφωνη τη
συνείδησί μου. Τόσο σ’ αυτά τα έργα
όσο και σε άλλα που μου στέλλονταν
συνοδευόμενα από ενθαρρυντικές
επιστολές – τώρα πλέον και από την
Ελλάδα – έβλεπα καθαρά πόσο η ορθόδοξος
διδασκαλία ήταν βαθειά και αγνά
ευαγγελική και ότι οι ορθόδοξοι είναι
οι μόνοι οι χριστιανοί που πιστεύουν
όπως πίστευαν οι χριστιανοί των
κατακομβών και του χρυσού αιώνος των
μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, οι
μόνοι που μπορούν να επαναλαμβάνουν
με ιερή καύχησι τον πατερικό λόγο:
«Πιστεύουμε σε ό,τι παραλάβαμε από
τους Αποστόλους».
Εκείνη
την περίοδο έγραψα δύο βιβλία, το ένα
με τον τίτλο «Η έννοια της Εκκλησίας
κατά τους δυτικούς πατέρες» και το
άλλο με τον τίτλο « Ο Θεός σας, ο Θεός
μας και ο Θεός». Τα βιβλία αυτά επρόκειτο
να κυκλοφορήσουν στη Νότιο Αμερική,
αλλά δεν πραγματοποίησα την έκδοσί
τους για να μη δώσω εύκολη και επικίνδυνη
λαβή στην προτεσταντική προπαγάνδα.
Από
την ορθόδοξο πλευρά με συμβούλεψαν
να εγκαταλείψω την απλώς αρνητική
απέναντι του Παπισμού θέσι μου, μέσα
στην οποία είχα λασπώσει, και να
διαμορφώσω το προσωπικό μου «πιστεύω»,
από το οποίο θα μπορούσαν να κρίνουν
σε τι απόστασι βρισκόμουν από την
Αγγλικανική Εκκλησία και από την
Ορθόδοξο.
Ήταν
μία δύσκολη εργασία, που τη συνόψισα
στις εξής φράσεις: «Πιστεύω σε όλα
όσα περιέχονται στα κανονικά βιβλία
της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης,
σύμφωνα με την ερμηνεία της εκκλησιαστικής
παραδόσεως, δηλαδή των Οικουμενικών
Συνόδων που ήσαν πράγματι οικουμενικές
και της ομοφώνου διδασκαλίας των
Αγίων Πατέρων που αναγνωρίζονται
καθολικά ως τέτοιοι».
Από
εκείνη τη στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω
ότι η συμπάθεια των προτεσταντών
απέναντί μου κρύωνε, εκτός από τους
αγγλικανούς που διέπονται από κάποιο
ουσιώδη συντηρητισμό. Και μονάχα τώρα
το ενδιαφέρον των ορθοδόξων, αν και
αργά, πάντα, άρχισε να εκδηλώνεται
και να με φέρη κοντά στην ορθοδοξία
ως ένα «πιθανό κατηχούμενο».
Τα
επιχειρήματα ενός πολωνού πανεπιστημιακού
καθηγητού, που γνώρισα τότε, μου
στερέωσαν την πεποίθησι ότι η Ορθοδοξία
είναι στηριγμένη στις ουσιώδεις
αλήθειες του Χριστιανισμού.
Κατάλαβα ότι κάθε
χριστιανός άλλης ομολογίας είναι
υποχρεωμένος να θυσιάση κάποιο
σημαντικό τμήμα της πίστεώς του για
να φθάση στην πλήρη δογματική καθαρότητα
και ότι μονάχα ο ορθόδοξος χριστιανός
δεν έχει τέτοια υποχρέωσι. Διότι αυτός
μονάχα ζη και παραμένει στην ουσία
του Χριστιανισμού και την αποκεκαλυμμένη
και αναλλοίωτη αλήθεια.
Έτσι
δεν αισθανόμουν πλέον τον εαυτό μου
μόνον απέναντι του παντοδυνάμου
Ρωμαιοκαθολικισμού και της ψυχρότητος
που μου έδειχναν οι Διαμαρτυρόμενοι.
Υπήρχαν στην Ανατολή και διάσπαρτοι
σε όλη την οικουμένη 280 εκατομμύρια
χριστιανοί που απήρτιζαν την Ορθόδοξο
Εκκλησία και με τους οποίους αισθανόμουν
ότι βρίσκομαι σε κοινωνία πίστεως.
Η
κατηγορία περί θεολογικής μουμιοποιήσεως
της Ορθοδοξίας δεν είχε για μένα
καμμία αξία, διότι είχα εννοήσει τώρα
ότι αυτή η παγία και σταθερή εμμονή
της ορθοδόξου διδασκαλίας στην αλήθεια
δεν ήταν πνευματικό πέτρωμα, αλλά
αείζωη ροή, όπως το ρεύμα του καταρράχτη,
που φαίνεται ότι μένει πάντα το ίδιο
ενώ τα νερά του διαρκώς αλλάζουν.
Σιγά
– σιγά οι ορθόδοξοι άρχισαν να με
θεωρούν ως δικό τους. «Το
να μιλάμε σ’ αυτόν τον ισπανό για την
Ορθοδοξία – έγραφε ένας ονομαστός
αρχιμανδρίτης – δεν είναι προσηλυτισμός».
Και εκείνοι κι εγώ είχαμε αντιληφθή,
ότι βρισκόμουν ήδη πλησίστιος στο
λιμάνι της Ορθοδοξίας, ότι ανέπνεα
πλέον στην αγκαλιά της Μητρός Εκκλησίας.
Στο διάστημα αυτό ήμουν πλέον ορθόδοξος
χωρίς να το γνωρίζω και, όπως οι μαθηταί
που βάδιζαν προς Εμμαούς πλάι στον
Θείο Διδάσκαλο, είχα διανύσει μια
πορεία πλάι στην Ορθοδοξία χωρίς να
αναγνωρίσω οριστικά την Αλήθεια παρά
στο τέλος.
Όταν
πείσθηκα για την πραγματικότητα αυτή,
έγραψα μια μακρά έκθεσι της περιπτώσεώς
μου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και
στην Α.Μ. τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών μέσω
της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας
της Ελλάδος. Και μην έχοντας πλέον να
κάμω τίποτε στην Ισπανία – όπου σήμερα
δεν υφίσταται ορθόδοξος παροικία –
εγκατέλειψα την πατρίδα μου και πήγα
στην Γαλλία, όπου ζήτησα να γίνω μέλος
της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού
προηγουμένως άφησα να περάση λίγος
καιρός ακόμη ώσπου να ωριμάση ολότελα
ο καρπός της μεταστροφής μου. Κατά το
διάστημα εκείνο ενεβάθυνα περισσότερο
στη γνώσι της Ορθοδοξίας και δυνάμωσα
τις σχέσεις μου με την ιεραρχία της.
Όταν
βεβαιώθηκα πλήρως για τον εαυτό μου,
έκαμα το αποφασιστικό βήμα και έγινα
δεκτός επισήμως στην αληθινή Εκκλησία
του Χριστού ως μέλος της. Προτίμησα
να πραγματοποιηθή αυτό το μεγάλο
γεγονός στην Ελλάδα, την κατ’ εξοχήν
χώρα της Ορθοδοξίας, όπου ήλθα για να
σπουδάσω Θεολογία. Ο
Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
με δέχθηκε πατρικά. Η αγάπη του και
το ενδιαφέρον του ξεπέρασαν τους
πόθους μου. Το ίδιο πρέπει να πω και
για τον τότε πρωτοσύγκελλο της Ιεράς
Αρχιεπισκοπής και τώρα επίσκοπο Ρωγών
κ. Διονύσιο, που μου έδειξε πατρική
αγάπη.
Περιττό
να προσθέτω ότι μέσα σε τέτοια
ατμόσφαιρα αγάπης και στοργής η Ιερά
Σύνοδος δεν άργησε ν’ αποφασίση την
κανονική αποδοχή μου στους κόλπους
της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την
κατανυκτική εκείνη ιερά τελετή
τιμήθηκα με το όνομα του Αποστόλου
των Εθνών και ακολούθως έγινα δεκτός
ως μοναχός στην Ιερά Μονή Πεντέλης.
Λίγο αργότερα χειροτονήθηκα διάκονος
από τον Άγιο Επίσκοπο Ρωγών.
Από
τότε ζω μέσα στην αγάπη, τη συμπάθεια
και την κατανόησι της Ελληνικής
Εκκλησίας και όλων των μελών της. Ζητώ
όλων τις προσευχές και την πνευματική
συμπαράστασι για να σταθώ πάντα άξιος
της Χάριτος, που μου δόθηκε από τον
Κύριο.
“Πάπας και Παπισμός”, Ιεροδιάκονος Παύλος Μπάλλεστερ-Κονβαλιέρ
Εκ του περιοδικού "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ" Τεύχος 1, Ιανουάριος - Μάρτιος 2006 |