31 Αυγούστου 1922 – Η ελληνική και η αρμενική συνοικία
της Σμύρνης καταστρέφονται από πυρκαγιά που σκόπιμα έβαλαν οι τουρκικές Αρχές της πόλης. Η 11η Μεραρχία, υπό τον Υποστράτηγο Νικόλαο Κλαδά, αφού κυκλώνεται στην περιοχή των Μουδανιών, παραδίδεται στους Τούρκους.***
...σημειώματα γύρω απ’ τα παιδικά μου χρόνια -δημοσιευμένα στον «Ταχυδρόμο» – ήταν το ξεκίνημα που με παρέσυρε σιγά-σιγά να γράψω ένα Χρονικό για τον ελληνισμό του Πόντου. ...αφορά στην χρονική περίοδο της Ιστορίας του Πόντου, που μπαίνει σε τούτο το βιβλίο -1914-1922- δηλαδή, τα χρόνια που αντιστοιχούν στην τελευταία φάση της τραγωδίας και το τελικό ξερίζωμα του ελληνισμού του Πόντου». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον δημοσιογράφο και συγγραφέα Δημήτρη Ψαθά, στον πρόλογο του βιβλίου του. Να σημειώσουμε ότι το 1966 που γράφτηκε η «Γη του Πόντου», η Γενοκτονία των Ποντίων δεν είχε ακόμα αναγνωριστεί και επιπλέον η γνώση για το τι πραγματικά συνέβη στον Πόντο… χανόταν μέσα στα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής και λίγοι γνώριζαν τα δραματικά ιστορικά γεγονότα στη γη του Πόντου. Ο Ψαθάς έγραφε επίσης στον πρόλογο: «Δεν έχει αντιτουρκικό χαρακτήρα το βιβλίο τούτο. Αντιτουρκικό χαρακτήρα έχουν τα ίδια τα γεγονότα, που δείχνουν τους Τούρκους όπως ήσαν και όπως έδρασαν τα χρόνια εκείνα. Ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια σε καμιά σκοπιμότητα, όπως, δυστυχώς, καθιερώθηκε να γίνεται απ’ τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία. Η άστοχη τακτική της αποσιώπησης των γεγονότων της Ιστορίας ήταν ίσως κι ένας απ’ τους λόγους που τόσο άσχημα πορεύτηκε η «φιλία» με τους Τούρκους».
***
Μετά τη νομιμοποίηση της δράσης της από τον Κεμάλ η ομάδα ατάκτων του Τοπάλ Οσμάν, που μέχρι το 1919 δεν ξεπερνούσε τα 100 άτομα, στις αρχές του 1920 αριθμεί 5.000 άτομα. Κι αυτό γιατί όσοι συμμετείχαν στις «επιχειρήσεις» γίνονταν πλούσιοι από τις περιουσίες των Ελλήνων που λεηλατούσαν.
Η ΥΑΙΝΑ ΤΗΣ ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑΣ
Όσοι εγκληματίες του Κομιτάτου των Νεοτούρκων είχαν εξαφανιστή μετά την ανακωχή, ξεθάρρευαν τώρα και τρέχαν με το μέρος του Κεμάλ. Έτσι, οι πιο διαβόητοι σφαγιαστές του Ελληνισμού ξαναγύριζαν στα πόστα τους, αφού παίρναν τις οδηγίες τους για την καλύτερη οργάνωσή τους κατά τόπους. Απ’ τους πρώτους τάχτηκε με το κίνημα και ο Τοπάλ Οσμάν, πήρε καινούργιες εξουσίες από τον αρχηγό του, γύρισε στην Κερασούντα και νάτος πάλι δήμαρχος στη δυστυχισμένη πόλη, όπου ετοιμάστηκε γρήγορα για την καινούργια περίοδο της δράσης του, που θα ξεπερνούσε πολύ σε φρίκη και σε βαρβαρότητα την πρώτη.
Ανασύνταξε την ορδή του απ’ όλα τα καθάρματα και τ’ αποβράσματα— δείχνοντας την προτίμησή του στους πιο αιμοβόρους Τουρκολαζούς — κι έφτιαξε μια δύναμη από 800 ‐ 1.000 τσέτες, καλά εφοδιασμένους, άρτια οπλισμένους, με τα έξοδά τους πληρωμένα απ’ τα ίδια τα θύματά τους. Ο διαβόητος κουτσός της Κερασούντας υποχρέωνε τους Ρωμιούς να πληρώνουν εισφορά από 500‐600 λίρες τούρκικες, για την… «σωτηρία του έθνους»!
Την καινούργια δράση του ο Τοπάλ Οσμάν την άρχισε με έργα… εκπολιτιστικά. Γεμάτος από φθόνο και μίσος για την φήμη και την μνήμη του παλιού εκείνου Έλληνα δημάρχου, καπτάν ‐ Γιώργη Κωνσταντινίδη πασά, κατάστρεψε πρώτα ‐ πρώτα το μνημείο του κι ύστερα άρχισε ν’ ανοίγη δρόμους στην Κερασούντα, ρίχνοντας τα σπίτια των Ρωμιών. Για την δουλειά αυτή χρησιμοποιούσε ένα «εργατικό τάγμα» απ’ τους πιο γνωστούς Έλληνες της Κερασούντας, εμπόρους, επιστήμονες, νοικοκυρέους, που οι τσετέδες για να γελοιοποιούν τους κόβαν το μισό μουστάκι. Κι επειδή εκείνοι αντιδρούσαν, φυσικά, στους εξευτελισμούς, κάθε τόσο τραβούσαν δυο ‐ τρεις για το τουφέκι και τους συμπλήρωναν μ’ άλλους.
Αλλά σύγχρονα ο Τοπάλ Οσμάν, έχοντας φτιάξει ένα κατάλογο προγραφών, άρχισε την εξόντωση των πιο διαλεχτών Ελλήνων, μ’ όλο τον κυνισμό, την άνεση και την μανία ενός άγριου θηρίου. Είχε υπ’ όψη του τις εκδηλώσεις κατά την υποδοχή της αποστολής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, τον Απρίλη του 1919, και τώρα έτριβε τα χέρια του, γιατί τόσο γρήγορα είχε φτάσει η ώρα της εκδίκησης.
Υπήρχαν φωτογραφίες απ’ τις υποδοχές εκείνες κι οι Τούρκοι άλλωστε της πόλης πρόθυμα δίναν όλες τις πληροφορίες για την συμπλήρωση του καταλόγου. Ο δικηγόρος Παντελής Ερμείδης δεν ήταν εκείνος που είχε βγάλει λόγο στην ελληνική αποστολή την πρώτη μέρα της υποδοχής και της δοξολογίας; Πήγαν οι τσέτες και τον πήραν απ’ το σπίτι του κι ο θάνατός του στάθηκε μαρτυρικός. Πρώτα του κόψανε τη γλώσσα κι ύστερα τον κομμάτιασαν. Ευθύς αμέσως έψαξαν εκείνον που είχε σηκώσει την ελληνική σημαία στο σχολείο. Ήταν ο Γεώργιος Βαλαβάνης, θείος του συγγραφέα της «Σύγχρονης Ιστορίας του Πόντου». Τον άρπαξαν κι αυτόν, του κόψανε τα δάχτυλα, τον βασάνισαν κι ύστερα τον σκότωσαν. Τις ίδιες μέρες πιάσαν, βασάνισαν και σκότωσαν τον Γεώργιο Καλογερόπουλο, που ήταν πρόεδρος της Επιτροπής για την περίθαλψη των προσφύγων.
Ανεξάντλητο εξακολουθεί το μαρτυρολόγιο των Ελλήνων της δυστυχισμένης πόλης.
Μεταφέρω μερικές γραμμές απ’ το βιβλίο του Ιωάν. Παπαδόπουλου «Σελίδες από την ιστορίαν της Κερασούντος και τα τερατουργήματα του αιμοσταγούς Τοπάλ Οσμάν». «Ο Αριστείδης Δεληκάρης, έμπορος φουντουκιών, εξετελέσθη δι’ απαγχονισμού εντός της Δημαρχίας. Ο Ιωάν. Σεϊτανίδης, μεγαλέμπορος και μεγαλοκτηματίας, ο οποίος, εξαπατηθείς από ένα φίλον του Τούρκον ότι θα τον φυγαδέψει, παρεδόθη παρ’ αυτού εις το απόσπασμα των τσετέδων, οι οποίοι τον εξετέλεσαν. Ο Ιωάννης Νασούφης, έμπορος, και ο Γεώργιος Κωσταρεΐζογλου, τραπεζιτικός υπάλληλος, συνελήφθησαν ταυτοχρόνως και οδηγήθησαν εις την Αρμενικήν εκκλησίαν, που ήτο τόπος συγκεντρώσεως προσφύγων, και εκεί, καθ’ ην ώραν εκοιμώντο τους εξετέλεσαν, συντρίψαντες τας κεφαλάς των δια σφύρας. Ο Παντελής Σπαθόπουλος, εξαγωγεύς φουντουκιών, μετά το κόψιμον του μύστακος και τους εξευτελισμούς, εξετελέσθη εντός του Δημαρχείου. Ο Γεώργιος Σταθόπουλος, έμπορος και αδελφός του ανωτέρω, εκλήθη με άλλους δύο από το Άργανα Ματέν, όπου ήσαν εξόριστοι και, μόλις παρουσιάσθησαν εις το Δημαρχείον, εξετελέσθησαν δια στραγγαλισμού. Ο Ιωάν. Δεληγιώργης, μεγαλέμπορος και τραπεζίτης, μαζί με τον Ιωάν. Ασβεστόπουλον και άλλους τινάς, καθ’ ον χρόνον οδηγούντο εις την εξορίαν εξετελέσθησαν καθ’ οδόν. Ο καπτάν Γιορδάνης Σουρμελής εξετελέσθη κατά τον ίδιον ως άνω τρόπον. Ο Γεώργιος Κακουλίδης συνελήφθη, οδηγήθη εις το Δημαρχείον, όπου και εστραγγαλίσθη».
Δεν γινόντουσαν καθόλου στα κρυφά οι φόνοι αυτοί, αλλά τις περισσότερες φορές στο φως της ημέρας, μπροστά στα μάτια του κόσμου, μέσα στην ίδια την Δημαρχία. Εκεί ήταν στρωμένος ο Τοπάλ Οσμάν —στο δημαρχιακό γραφείο— απ’ όπου ήθελε να χαρεί την αγωνία του θανάτου, κι ύστερα το τελευταίο βογγητό των θυμάτων, που στραγγάλιζαν ή μαχαίρωναν οι τσέτες.
Μεσημεριάτικα πήραν τον δικηγόρο Χαρ. Ελευθεριάδη απ’ την Οθωμανική Τράπεζα —ήταν νομικός της σύμβουλος— και τον πέρασαν απ’ το κέντρο της πόλης, ενώ ο κόσμος, βλέποντας, έκλαιε τον ζωντανό νεκρό, γιατί ήξερε που τον πήγαιναν. Αναστατώθηκαν οι δικοί του, έτρεξε κι ο διευθυντής της Τράπεζας για να προλάβει το κακό, αλλά όταν έφτασε όλα είχαν τελειώσει. Ευχαριστημένος στεκόταν στην πόρτα της Δημαρχίας ο Τοπάλ Οσμάν, κάπνιζε το τσιγάρο του κι οργίστηκε που του χαλούσαν την ησυχία.
Τοπάλ Οσμάν, ο εκτελεστής των εντολών του Κεμάλ στην σφαγή των Ποντίων.
-Άντε πήγαινε, είπε στον διευθυντή, και κοίταζε την δουλειά σου εσύ. Μην ανακατεύεσαι στις δικές μου τις δουλειές!…
Ο σκοτωμός, όμως, η απλή δολοφονία, φέρναν πλήξη στην ύαινα, βαριόταν την μονοτονία, γι’ αυτό κι αναζητούσε όλο και νέους τρόπους για ν’ ανανεώνει τις τέρψεις του: «… Έτερος μάρτυς, αναφέρει ο Παπαδόπουλος, υπήρξε ο μεγαλέμπορος φουντουκιών και μεγαλοκτηματίας Μιχαήλ Μαυρίδης, όστις, ενώ αμέριμνος ειργάζετο εις το γραφείο του συνελήφθη βιαίως και αφού ετοποθετήθη μέσα εις ένα βαρέλι λαδιού, τας εσωτερικάς πλευράς του οποίου εγέμισαν προηγουμένως με καρφοβελόνας και το εσκέπασαν με το καπάκι του ερμητικά, ήρχισαν κατόπιν να το κατρακυλούν και όταν έφθασαν εις την παραλίαν, επέταξαν το βαρέλι εις την θάλασσαν».
Ακόμα και της πιο τραγικής κωμωδίας έκανε χρήση ο Τοπάλ Οσμάν, έτσι όπως θα μπορούσε να την νοιώθει ένα άγριο θηρίο για να γελάσει: Χτύποι στην πόρτα του γνωστού γιατρού της Κερασούντας Θωμαΐδη. Ανοίγει ο γιατρός, βλέπει τους τσέτες και χλωμιάζει:
-Ντοκτόρ εφέντη, του λένε, μη φοβάσαι, δεν ήλθαμε για κακό.
Ρωτά ο Έλληνας γιατρός τι θέλουν, σίγουρος ότι δεν ήλθαν για καλό. Εκείνοι, όμως, παίρνουν ύφος ταπεινό και του λένε ότι έχουν την ανάγκη του για κάποιον δικό τους, που είναι άρρωστος βαρειά κι επειδή τον εκτιμούν πολύ, μόνο στα δικά του φώτα εμπιστεύονται. Χωρίς νάχει πεισθεί ο γιατρός τους λέει να πάρουν μαζί και τον Τούρκο συνάδελφό του Σαμπάν εφένδη, ώστε, αν χρειαζόταν, νάλεγε κι αυτός την γνώμη του.
Καμιά αντίρρηση οι Τούρκοι. Ξεκινάνε με τον Έλληνα γιατρό, παίρνουν μαζί και τον Σαμπάν εφένδη και τραβούν προς τον τούρκικο μαχαλά, όπου ήταν το σπίτι του αρρώστου.
Χτυπούν την πόρτα, μπαίνουν.
-Πέρασε, ντοκτόρ εφέντη! Αμάν σώσε τον άρρωστό μας!
Σ’ ένα κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ο άρρωστος. Ζύγωσε ο Έλληνας γιατρός να δει, ακολουθούσε κι ο Τούρκος από πίσω, οπότε ο «άρρωστος» βγάζει το πιστόλι κάτω από το πάπλωμα και ρίχνει. Κατάστηθα πήραν οι σφαίρες τον Θωμαΐδη κι έπεσε, ενώ ο Τούρκος τρομαγμένος τόβαλε στα πόδια.
Θα γέλασε πολύ η ύαινα με τούτη την ωραία κωμική σκηνή και θα ευχαριστήθηκε πιο πολύ ακόμα όταν έμαθε ότι μ’ ένα σμπάρο ξεπάστρεψε δυο τρυγόνια. Γιατί ο πατέρας του Έλληνα γιατρού που ανησύχησε επειδή αργούσε να γυρίσει ο γιος του, πήγε να δει τι έγινε και βρήκε στο ίδιο σπίτι τον ίδιο θάνατο όπως κι ο γιος του.
Ανάμεσα στους νέους της Κερασούντας βρισκόταν κι ένας άντρας λεβεντόκορμος, που έδειχνε ν’ αψηφά τους Τούρκους — Σάββας Ατματζίδης τ’ όνομά του— από καιρό τον είχαν βάλει κι αυτόν στο μάτι. Αφήνω τους συμπατριώτες του Βαλαβάνη και Βιολάκη να μιλήσουν για την δραματική εξόντωσή του: «… Σπαρακτικωτάτη, γράφουν, απέβη η δολοφονία του Σάββα Ατματζίδου. Ολόκληρος αγέλη δολοφόνων επολιόρκησεν εν πλήρει ημέρα το κεντρικόν κατάστημα του Κ. Ατματζίδου, πατρός του θύματος, ζητούσα να συλλάβει τον νέον.
Το θύμα αντέστη γενναίως. Εν τω μεταξύ, η ατυχής οικογένεια του Ατματζίδου ειδοποιηθείσα έφθασεν εκ της οικίας της και μετά γοερών κραυγών παρενετέθη μεταξύ του θύματος και των φονέων, περιελισσομένη εκ περιτροπής οτέ μεν τον μελλοθάνατον, οτέ δε τους στυγερούς δολοφόνους. Ο νέος απήχθη, επί τέλους, εν μέσω των ολοφυρμών των οικείων του εις τον τόπον του μαρτυρίου. Εν τω μεταξύ Τούρκοι και Έλληνες συνεκεντρώθησαν πέριξ του καταστήματος του Ατματζίδου και εδημιουργήθη μέγας θόρυβος. Οι Τούρκοι έτριζαν τους οδόντας βλέποντες την αντίστασιν του νέου και παρώρμων τους δολοφόνους, ενώ οι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, εν μέσω σπαρακτικών οδυρμών, συνώδευαν αθελήτως τον ζωντανόν νεκρόν δια της αγοράς εις τον στρατώνα.
Τα παράθυρα των πέριξ χριστιανικών και τουρκικών οικιών ήσαν πλήρη περιέργων, εξ ων οι πλείστοι ώκτειραν τον απαγόμενον προς βεβαίαν σφαγήν ευσταλή νέον. Εν μέσω απεριγράπτου συγχύσεως και απειροπληθούς κόσμου, αδιακόπτως πλήττοντες δια των ακτηρίδων των όπλων των οι δήμιοι, τον έσυραν μέχρι της κεντρικής θύρας του στρατώνος, ενώ άλλοι εστράφησαν προς τον παρακολουθούντα λαόν, τον οποίον κτυπώντες δεξιά και αριστερά εφρόντιζον να διαλύσουν.
Αλλ’ η περιέργεια είναι κάποτε επικρατεστέρα του φόβου. Το πλήθος παρηκολούθει πανταχόθεν την σκηνήν και έβλεπε μετά τρόμου τας προπαρασκευάς των κακούργων δια την άφευκτον σφαγήν. Αι κραυγαί του θύματος, αγωνιζομένου εναντίον 20 περίπου δολοφόνων, ήσαν φρικαλέαι. Μετά κρατερόν αγώνα εντός της ισογείου φυλακής του στρατώνος οι βδελυροί δολοφόνοι εξήλθον εις την βρύσιν, η οποία ευρίσκεται εις τον περίβολον του στρατώνος και έπλυναν τας καθημαγμένας χείρας των ενώπιον του καταπλήκτου κόσμου».
Τοπάλ Οσμάν: Ποιος ήταν ο αδίστακτος σφαγέας των Ποντίων. Ο Οσμάν Φερουντούν Ζαντελέρ (1884) ήταν γιος του Χατζή Μεχμέτ και της Ζεϊνέπ, μουσουλμάνων προσφύγων από το Λαζιστάν. Σύμφωνα με μαρτυρίες Ελλήνων της Κερασούντας, ο Οσμάν από μικρός δούλευε ως βοηθός (τσιράκι) σε ελληνικό ξυλουργείο της πόλης, γεγονός που του δημιούργησε σύμπλεγμα κατωτερότητας και απωθημένα απέναντι στους Έλληνες, οι οποίοι κυριαρχούσαν σε όλους τους τομείς στην κοινωνία της Κερασούντας.
Οι σποραδικές, όμως, εκτελέσεις δεν ήσαν αρκετές για να σβήσουν τη δίψα του Τοπάλ Οσμάν. Ήθελε κάτι πιο γενικό, πιο χορταστικό, μια γενική σφαγή του Ελληνισμού της Κερασούντας και γι’ αυτό ένα απόγεμα εξαπέλυσε τους τσέτες μέσα στην πόλη και μάζεψαν όλους τους άντρες πάνω από 15 χρόνων. Η παρέμβαση όμως του αντικεμαλικού Κιατίπ Αχμέτ ματαίωσε τα σχέδιά του κι έσωσε τους μελλοθάνατους.
Αγριεμένος ο αγάς γι’ αυτό και βλέποντας ότι υπήρχαν ακόμα Τούρκοι που λυπόντουσαν ή συμπαθούσαν τους Ρωμιούς, αποφάσισε να βρει κάποιο τρόπο ν’ ανάψει τα αίματα, ώστε να μη συναντά εμπόδια απ’ τους ίδιους τους ομόφυλους. Και βρήκε. Ήταν μια έμπνευση σατανική και σύμφωνη με το σύστημα που ακολουθούσαν παντού οι Τούρκοι όταν ήθελαν ν’ αρχίσουν τις σφαγές.
Τις σχετικές πληροφορίες μας τις δίνει στο βιβλίο του ο Ιωάν. Παπαδόπουλος, που βρέθηκε υποχρεωμένος να παρακολουθήσει από κοντά την προετοιμασία του σχεδίου. Σαν μουσικός που ήταν, αποτελούσε μέλος της μπάντας που είχε φτιάξει ο διαβόητος αγάς, από 13 Έλληνες και 3 Τούρκους.
Η μπάντα αυτή διασκέδαζε αλλά και παρακολουθούσε όλες τις «εκστρατείες» του Τοπάλ Οσμάν για να κατασφαγεί στο τέλος απ’ τον αιμοβόρο αφέντη της. Ο μόνος που ξέφυγε τον θάνατο —κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες— ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου, που χάραξε αργότερα με κάθε λεπτομέρεια τα φοβερά περιστατικά της τραγικής θητείας του.
Μια «πατριωτική» θεατρική παράσταση ήταν το σχέδιο που σοφίστηκε ο Τοπάλ Οσμάν, κι αυτής της παράστασης τις πρόβες παρακολούθησε ο άνθρωπος που μας ιστορεί τα γεγονότα, σαν μέλος της ορχήστρας που θα συνόδευε το έργο. Το θεατρικό εκείνο κατασκεύασμα είχε γραφεί ειδικά για την περίσταση κι είχε για θέμα του την κατάληψη της Σμύρνης απ’ τον ελληνικό στρατό. Εμπρηστικό στην κάθε του γραμμή, άρχιζε με μια μυστική σύσκεψη των Ελλήνων, όπου εμφανιζόταν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος κι οι πρόκριτοι της Σμύρνης, που συζητούσαν επί σκηνής πώς θα κατασφάζανε τους Τούρκους μόλις θ’ αποβιβαζόταν ο ελληνικός στρατός. Οι Τούρκοι φαινόντουσαν τρομοκρατημένοι κι απελπισμένοι.
Στην επόμενη σκηνή γινόταν η απόβαση κι ενώ από ένα μιναρέ ακουγόταν η φωνή του μουεζίνη, οι Έλληνες στρατιώτες ορμούσαν επάνω στους Τούρκους, τους κατάσφαζαν κι ύστερα άρχιζαν τις κλεψιές και τις λεηλασίες. Στις παρακάτω πράξεις εμφανιζόντουσαν οι Σμυρνιοί διψώντας αίμα —ο συγγραφέας τους είχε φτιάξει με πρότυπο τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν— μάζευαν στην πλατεία της πόλης όλους τους Τούρκους πρόκριτους κι αξιωματικούς, τους ξήλωναν τα γαλόνια και τους εξευτέλιζαν μ’ όλους τους τρόπους. Μόνο ένας λοχαγός εμφανιζόταν ν’ αντιστέκεται, αλλά οι Έλληνες τον θανατώναν αμέσως με την ξιφολόγχη κι εκείνος πέφτοντας φώναζε ηρωικά:
-Γιασασίν βατάν, γιασασίν Τουρκ μιλετί!
«Ζήτω η πατρίς, ζήτω το τούρκικο έθνος». Ανάλογες ήταν κι όλες οι άλλες σκηνές του έργου, που στο τέλος έδειχνε τους τσέτες επάνω στο βουνό να ορκίζουνται εκδίκηση κατά των άτιμων γκιαούρηδων.
Με τέτοια αισχρή παραποίηση των γεγονότων φαντάζεται εύκολα κανένας πόσο θ’ άναβε ο φυλετικός φανατισμός και το μίσος του πρωτόγονου τούρκικου λαού, και τι θα επακολουθούσε. Ευτυχώς, όμως, ούτε η παράσταση πρόλαβε να δοθεί, ούτε και να πραγματοποιηθεί ο σκοπός για τον οποίον οργανώθηκε. Μια επείγουσα τηλεγραφική διαταγή του Κεμάλ καλούσε τον Τοπάλ Οσμάν να μαζέψει αμέσως όση δύναμη είχε και να τρέξει για να βοηθήσει στην καταστολή της επανάστασης των Κούρδων.
Έτσι παράτησε για την ώρα τους Ρωμιούς και μάζεψε τους άντρες του, που αποτελούσαν το «ένδοξον ενενηκοστόν τέταρτον ανεξάρτητον σύνταγμα «Κεραυνός», με αρχηγό τον… Ταμερλάνο τους —«μπιζίμ Τεμερλίγκ» έλεγαν τον Οσμάν αγά οι τσέτες του. Διέταξε να παρουσιαστούν κι οι Έλληνες μουσικοί που αποτελούσανε την μπάντα. κι ο ήρωας ξεκίνησε για τη μεγάλη εκστρατεία.
«Πλήθος κόσμου, σημειώνει ο Έλληνας μουσικός, είχε συγκεντρωθή δια να αποχαιρετήση τον αγάν και να του ευχηθή όπως κατατροπώση τους εχθρούς της πατρίδος και να τους μεταφέρη δεμένους εις Κερασούντα. Υπό τας επευφημίας και τους πυροβολισμούς που ηλούοντο εις όλην την πόλιν ο νέος «Ταμερλάνος» έφιππος επί αραβικού ίππου, φέρων καλπάκι επί κεφαλής, στρατιωτικήν χλαίνην εις τους ώμους και το απαραίτητον μαστίγιον ανά χείρας, με τους ακολουθούντας αυτόν 40 εφίππους οπλισμένους ως αστακούς, την παιανίζουσαν το εμβατήριον μουσικήν και τους κατά λόχους και τετράδας συντεταγμένους ληστοσυμμορίτας του, έδωσε το σύνθημα της εκκινήσεως την 21 Φεβρουαρίου 1921.
»Την μεγάλην αυτήν εκστρατείαν, την οποίαν παρηκολούθησα καθ’ όλην την διάρκειαν αυτής μέχρι της ημέρας που ως εκ θαύματος διεσώθην, θα προσπαθήσω να εξιστορήσω αντικειμενικώς και χωρίς υπερβολάς, με όλας τας λεηλασίας, βιαιοπραγίας, σφαγάς γυναικοπαίδων, βιασμούς υπάνδρων γυναικών και νεανίδων και άλλας φρικαλεότητας αι οποίαι διεπράχθησαν από το ληστοσυμμοριτικόν τάγμα του αιμοβόρου Τοπάλ Οσμάν αγά εις διάφορα μέρη από τα οποία επέρασε και που είδα με δακρυσμένα μάτια και συντετριμμένη καρδιά».
Απ’ τις περιγραφές του συγγραφέα και αυτόπτη μάρτυρα θα μεταφέρω μόνο λιγοστά αποσπάσματα, αρκετά ωστόσο για να δώσουν μια ιδέα του είδους των κατορθωμάτων της ορδής, παραλείποντας τις κτηνωδίες σε βάρος των Κούρδων και σταματώντας μόνο σε όσα αφορούν τους Έλληνες.
Παρά το άγριο κυνήγι στα βουνά και τον αφανισμό των κουρδικών χωριών, η εκστρατεία έμεινε χωρίς αποτέλεσμα και ο Τοπαλ Οσμάν άλλαξε πορεία. Αλλά ας ακούσουμε τον ίδιο τον
αφηγητή:
«… Την 2αν Απριλίου 1921, όταν έδωσε το σύνθημα της οπισθοχωρήσεως, διέταξε τους τσέτες να εκτελέσουν τους 5 Έλληνας τους οποίους είχε παραλάβει από το Ρεφαγιέ δια να μεταφέρουν πυρομαχικά. Μετά την πράξιν αυτήν μας φώναξε και μας είπε ειρωνικά:
»-Ε, βρε οργανοπαίκτες, τώρα θα πάμε στους δικούς σας 400 Σανταίους επαναστάτας, δια τους οποίους βράζει συσσίτιον…
Μόλις περάσαμε, όμως, εις την απέναντι όχθην του Ευφράτη ποταμού, με επείγον τηλεγράφημα ο Κεμάλ διέταξε τον σφαγέα και διώκτην των Χριστιανών να βαδίση εναντίον των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων της περιφερείας Σαμψούντος (Αμισού), τα οποία έκαμναν θραύσιν εις εκείνα τα μέρη. Μετά διήμερον πορείαν δια μέσου των καταρημαγμένων αρμενικών χωρίων, την 5ην Απριλίου εφθάσαμεν εις Σου Σεχίρ, όπου μεταξύ πολλών Ελλήνων κατεκρεούργησαν και τον παπα ‐ Αναστάσιον, λόγω της εθνικής του δράσεως. Την επομένην, ακολουθούντες τον ρουν του Λύκου ποταμού, περνάμε την γέφυραν και κατά τας εσπερινάς ώρας φθάνομεν εις Κοϊλά Χισάρ. Κατά την εκεί διανυκτέρευσιν εξετελέσθησαν όλοι οι Έλληνες κάτοικοι που έζων εις αυτήν.
…Εις το Νικσάρ (Νεοκαισάρειαν) οι τσέτες μετέφεραν όλους τους Έλληνας έξω από την πόλιν και τους εξετέλεσαν με ομαδικά πυρά. Την 10ην Απριλίου εξεκινήσαμε και μετά πορείαν 7 περίπου ωρών εφθάσαμε εις την ωραίαν κωμόπολιν Έρπαα, που κατωκείτο από Έλληνας και Τούρκους. Οι τελευταίοι ειδοποιήθησαν τηλεφωνικώς από τον Τοπάλ Οσμάν να συγκεντρώσουν τους Έλληνας εις πανδοχεία και καφενεία υπό αυστηράν επιτήρησιν.
Εκεί οι μεν τσέτες κατηυλίσθησαν εις διαφόρους κενάς οικίας των Χριστιανών δια να τας λεηλατήσουν, ο δε Τοπάλ Οσμάν με το επιτελείον του κατέλυσε εις το αρχοντικό του πλουσίου Έλληνος Αναστάς αγά, προέδρου της ελληνικής κοινότητος.
19 Μαΐου 1919, ο Κεμάλ στη Σαμψούντα. Η άφιξη του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα θεωρείται ότι ολοκληρώνει την τελευταία φάση της Γενοκτονίας. Το 1921 ιδρύονται από την Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας και τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, τα οποία εγκαταστάθηκαν στην Αμάσεια για να δικάσουν τους εσωτερικούς εχθρούς του καθεστώτος και της ανεξαρτησίας. Την 1η Δεκεμβρίου 1922 ο αριθμός των θυμάτων του Πόντου, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές επαρχίες και τις ελληνικές κοινότητες, ήταν 303.237.
Τας πρωινάς ώρας της επομένης, καθ’ ην ώραν επαιάνιζεν η μουσική εις το προαύλιον της οικίας του Αναστάς αγά, από την ταράτσαν της οποίας ο αιμοσταγής αρχηγός με τους επιτελείς του μας παρηκολούθουν χαριεντιζόμενοι δια τα ανδραγαθήματά των, ηκούσθησαν οιμωγαί και κλαυθμοί από το εσωτερικόν της οικίας, την ώραν που κατεκρεουργείτο αγρίως η οικογένεια του Αναστάς αγά. Η συγκίνησις την οποίαν εδοκιμάσαμεν την στιγμήν αυτήν ήτο τόσον μεγάλη, ώστε κατήντησε να παραλύσουν τα δάκτυλά μας και να αρχίση μία παραφωνία, μέχρις οτου εσταματήσαμε και φύγαμε κατασυντετριμμένοι.
Κατά τας βραδυνάς ώρας της ιδίας ημέρας αποσπάσματα τσετέδων ωδήγησαν τους μελλοθανάτους Έλληνας, που ήσαν ήδη συγκεντρωμένοι, εις απόμερον μέρος, όπου τους εξετέλεσαν και τους παρέχωσαν εις ομαδικόν τάφον. Την 18ην Απριλίου εξεκινήσαμε και όταν εφθάσαμε εις ένα τούρκικο χωριό, κείμενον κοντά εις το Τσετζλέ ‐ Πογαζή, οι κάτοικοι αυτού συνέστησαν εις τον Τοπάλ Οσμάν να μη περάση από το μέρος εκείνο, όπου είχε τα λημέρια του ο από το Έρπαα καταγόμενος Κοτσά Αναστάς με τα καλώς εξωπλισμένα παλληκάρια του, διότι υπήρχε κίνδυνος να πάθη μεγάλην συμφοράν. Ο Τοπάλ Οσμάν εταράχθη μόλις άκουσε το όνομά του και παρ’ όλον ότι είχε μανίαν να εξοντώση ένα τέτοιον αντίπαλον, την τελευταίαν στιγμήν εδειλίασε και παρέκαμψε τα λημέρια του Κοτσά Αναστάς.
Όταν εφθάσαμε εις την κορυφήν ενός βουνού όπου ήτο το ελληνικόν χωρίον Κηρκ ‐ Χαρμάν διέταξε αμέσως τους δημίους του να καταστρέψουν αυτό μαζί με τους κατοίκους του εις αντίποινα δια την αποτυχίαν του κατά των Ελλήνων ανταρτών. Οι αιμοχαρείς εκτελεσταί συνεκέντρωσαν αμέσως όσα γυναικόπαιδα και γέροντας παρέμειναν εκεί εις διάφορα μεγάλα σπίτια και ακολούθως παρέδωσαν αυτά εις τας φλόγας. Κατά την ώραν που η πυρκαϊά έπαιρνε διαστάσεις ήρχισαν ν’ ακούωνται οι γοεροί κλαυθμοί και οδυρμοί των δυστυχισμένων αθώων πλασμάτων, που εζήτουν έλεος και οίκτον, αλλ’ εις μάτην. Οι εκτελεσταί όχι μόνον εκώφευον εις τας εκκλήσεις των καιομένων, αλλά και εσκότωναν τις μάννες που αλλόφρονες έτρεχον εις τα παράθυρα με τα μωρά των δια να τα πετάξουν έξω, ελπίζουσαι ότι θα τα διασώσουν.
Την 29ην Απριλίου εφθάσαμεν εις το τουρκικόν χωρίον Ασαρτζήκ που έκειτο εις τους πρόποδες του όρους Αγιού Τεπέ της Σαμψούντος. Εκεί επληροφορήθημεν ότι ελληνικά ανταρτικά σώματα, που ευρίσκοντο εις τα πέριξ βουνά, κατέβαιναν εις το χωριό και επρομηθεύοντο τρόφιμα. Οι Τούρκοι του χωριού παρεκάλεσαν τον αγάν να μη πειράξη τους Έλληνας και τα ελληνικά χωριά διότι τελευταίοι αυτοί θα επλήρωναν την νύφην. Ο αγάς μόλις τους άκουσε εξηγριώθη και άρχισε να δέρνη αλύπητα τους προύχοντες του χωριού και να τους αποκαλή εχθρούς και προδότας της πατρίδος των…».
Σ’ όλο αυτό το διάστημα και πολλές ακόμα μέρες που ακολούθησαν, δεν έγινε καμιά σοβαρή συνάντηση με τους Έλληνες αντάρτες, τους οποίους δήθεν κυνηγούσαν οι τσέτες — κι όλο απόφευγαν. Τμήματα μόνο τσετέδων —των οποίων ο αριθμός στο μεταξύ είχε φτάσει τους 3.800— συμπλεκόντουσαν εδώ κι εκεί, ενώ ο ίδιος ο Τοπάλ Οσμάν προτιμούσε πάντα τα εύκολα κατορθώματα σε βάρος των αόπλων. Στις 20 Μαΐου ειδοποιήθηκε ότι μια μεγάλη συνοδεία Ελλήνων της Σαμψούντας, που είχαν εκτοπισθεί, θα περνούσε απ’ το Τσιμπίζ Χαν όπου βρισκόταν στρατοπεδευμένος. Διέταξε να τους οδηγήσουν μπροστά του και τους είπε:
-Βρε, γκιαούρηδες, εγώ ερχόμουν στην Σαμψούντα για να σας βρω και βλέπω ότι εσείς έρχεστε σε μένα. Να είστε καλά που με βγάλατε απ’ τον κόπο!
Έλληνες του Πόντου σε τάγμα εργασίας – Μπροστά διακρίνεται και ένας λυράρης. O απώτερος στόχος των εργατικών ταγμάτων «αμελέ ταμπουρού» ή (κατά τη λαϊκή έκφραση, προς εξευτελισμό τους) των «εσέκ ταμπουρού», δηλαδή των ταγμάτων γαϊδουριών, ήταν ο αποδεκατισμός του ανδρικού πληθυσμού για να μην υπάρχουν δυνάμεις αντίστασης κατά τη δεύτερη φάση του γενοκτονικού σχεδίου.
Συγχρόνως διέταξε τους τσέτες του να τους τραβήξουν όλους σε μια χαράδρα, όπου και τους εξετέλεσαν: «… Επί 45 ημέρας, συνεχίζει ο Παπαδόπουλος, περιεπλανάτο ο αγάς με τους αλήτας του ανά τα βουνά, τις χαράδρες και τα λαγκάδια δια να συναντήση δήθεν αντάρτας, χωρίς ποτέ να έχη την τόλμη να πλησιάση τα πιο επικίνδυνα λημέρια των οπλαρχηγών, τα οποία εν τούτοις ήσαν γνωστά.
Την 30ήν Ιουλίου 1921 κατήλθε εις την τουρκικήν κωμόπολιν Καβάκ, 54 χιλιόμετρα από την Σαμψούντα. Η κωμόπολις αυτή κατέστη πολυθρύλητος εις όλους τους Ποντίους της περιφερείας διότι εκεί εσφάγησαν ομαδικώς εκατοντάδες Ελλήνων Σαμψουντίων και Παφραίων, που ενώ εστέλλοντο ως εξόριστοι εις το εσωτερικόν της Τουρκίας, ουδέποτε έφθαναν εις τον προορισμόν των. Οι Τούρκοι κάτοικοι του χωρίου, όταν εμπήκαμε εις αυτό, μας υπεδέχθησαν με μεγάλον ενθουσιασμόν και διηγούντο την σφαγήν των αποστελλομένων εις εξορίαν Ελλήνων και εδείκνυον με υπερηφάνειαν τα χρυσά και αργυρά ωρολόγια, τα δαχτυλίδια, τις καδένες, τις σακκούλες των γεμάτες και τα διάφορα τιμαλφή που άρπαζαν από τους γκιαούρηδες…».
Προτού ξεκινήση για την Κάβζα ο Τοπάλ Οσμάν ετηλεφώνησε στις εκεί αρχές να συγκεντρώσουν όλους τους Έλληνες. Παρά τις αντιρρήσεις του καϊμακάμη μα με την άγρια επιμονή της ύαινας έγινε η συγκέντρωση και τότε: «…Είναι αδύνατον να περιγράψη κάλαμος συγγραφέως το τι συνέβη εις την πόλιν αυτήν κατά το τριήμερον διάστημα της παραμονής του αγά. Εξαγριωμένα στίφη τσετέδων και πειναλέων Τούρκων παρεβίαζαν τας θύρας των οικιών, κλαυθμοί και οδυρμοί ηκούοντο πανταχόθεν, άνδρες και γυναικόπαιδα, εσέρνοντο εις τους δρόμους και εξετελούντο, νεάνιδες εβιάζοντο, οι καμπάνες εκτυπούσαν, οικίαι παρεδίδοντο εις τας φλόγας. Τα διαπραχθέντα κακουργήματα ήσαν τοιαύτης εκτάσεως ώστε θα ωχρίουν μπροστά σ’ αυτά και νύκτες ακόμη Αγίου Βαρθολομαίου».
Στις 6 Αυγούστου, τραβώντας για την Άγκυρα ο Τοπάλ Οσμάν —ύστερα από τηλεγραφική διαταγή του Κεμάλ— συναντά στο δρόμο ένα εργατικό τάγμα από 600 Έλληνες. Όταν τους είδε έκανε σαν τρελλός απ’ τη χαρά του και παρά τις διαμαρτυρίες των τζανταρμάδων, μέσα σε λίγη ώρα τους κύκλωσε και τους εθέρισε όλους με πολυβόλα!..
***
Ο Δημήτρης Ψαθάς
καταγόταν από την Τένεδο αλλά γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου στις 21 Οκτωβρίου του 1907.
Το 1923, με τη Μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του και αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία, την ευθυμογραφία και το θέατρο.
Τα περισσότερα από τα θεατρικά του έργα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες με τεράστια επιτυχία.
Τα έργα του γνώρισαν τη διεθνή αναγνώριση και μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ρωσικά, τα ρουμανικά και τα τουρκικά, και παίχτηκαν σε πολλές χώρες του κόσμου.
Υπήρξε σύμβουλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων καθώς και μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ).
Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 1979 στην Αθήνα.
https://www.catisart.gr/genocide-topal-osman-kerasounta/
ΗΛΙΑΣ ΚΑΛΛΙΩΡΑΣ: Ο πόλεμος στον Καύκασο,
Τουρκία, Ρωσία και τα Στενά του Βοσπόρου
ΗΛΙΑΣ ΚΑΛΛΙΩΡΑΣ :
Το σπαθί του Αγίου Ιωάννη, βγήκε από το θηκάρι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου