"Νεανίσκε, σοί λέγω εγέρθητι" (Λκ. 7 ,14)
Ευαγγέλιο-Απόστολος, σχολιασμός
Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ζ΄ 11-16
Tῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
«Μὴ κλαῖε»
Καθὼς ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του καὶ πλῆθος κόσμου πλησίαζε στὴν πόλη τῆς Ναΐν, συνάντησε μιὰ νεκρικὴ πομπή. Δὲν ἦταν μιὰ συνηθισμένη κηδεία· ὁ νεκρὸς ἦταν νεαρός, καὶ μάλιστα τὸ μονάκριβο παιδὶ μιᾶς χήρας. Ἡ πονεμένη μάνα ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη· οἱ συγχωριανοί της συγκλονισμένοι τῆς συμπαρίσταντο σιωπηλοί. Ὁ Κύριος ἔνιωσε βαθιὰ συμπάθεια γιὰ τὴν πονεμένη μητέρα· τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε: «Μὴ κλαῖε». Μὴν κλαῖς. Ταυτόχρονα ἄγγιξε τὸ φέρετρο καὶ ἡ θλιβερὴ πομπὴ σταμάτησε. Μ᾿ ἕναν Του λόγο: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι», ἀνέστησε τὸ ἀγόρι καὶ τὸ παρέδωσε στὴν ἔκπληκτη καὶ παρηγορημένη μητέρα του…
«Μὴ κλαῖε». Τί σήμαινε ὅμως ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου γιὰ τὴ χήρα τῆς Ναῒν καὶ πῶς ἀφορᾶ στὸν καθένα μας; Αὐτὸ θὰ δοῦμε πολὺ σύντομα σήμερα.
1. Λόγος συμπάθειας ἀλλὰ καὶ ἐξουσιαστικὸς
«Μὴν κλαῖς». Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ αὐτὸ τὸν λόγο σὲ μιὰ χήρα ποὺ μόλις ἔχασε τὸ μόνο στήριγμα τῆς ζωῆς της, τὸ μονάκριβο παιδί της; Τί νόημα θὰ εἶχε νὰ τὸν πεῖ; Τέτοιος λόγος δὲν θὰ παρηγοροῦσε τὴν πενθοῦσα, ἀλλὰ θὰ τὴν πλήγωνε ἀκόμη περισσότερο, θὰ βάρυνε τὸ πένθος της, διότι ἔδειχνε ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸν λέει δὲν καταλάβαινε τὸν πόνο της. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ παρηγορήσει κανεὶς μὲ λόγια κάποιον πολὺ πονεμένο, ὅταν δὲν ἔχει ζήσει τὸν πόνο του.
Στὸ στόμα ὅμως τοῦ Κυρίου ἡ προτροπὴ «Μὴν κλαῖς» δὲν ἦταν ἄκριτος λόγος, ἀλλὰ εἶχε νόημα. Ἦταν λόγος ποὺ φανέρωνε τὴ συμπάθεια τοῦ Κυρίου – τὸ δηλώνει σαφῶς τὸ ἱερὸ κείμενο – καὶ συγχρόνως τὴν ἐξουσία Του ἐπάνω στὸ θάνατο – ἐφόσον συνδέεται μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἀμέσως ἐπακολούθησε. Ἦταν λόγος καὶ ἀνθρώπινης συμπάθειας ἀλλὰ καὶ θεϊκῆς ἐξουσίας.
«Μὴν κλαῖς· σταμάτα νὰ κλαῖς· διότι τώρα εἶμαι Ἐγὼ ἐδῶ, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Μὴν κλαῖς. Γιατὶ δὲν μένω ἀδιάφορος στὸ μεγάλο σου πόνο, στὰ θερμά σου δάκρυα. Θέλω νὰ τὰ στεγνώσω καὶ μπορῶ νὰ τὰ στεγνώσω. Μὴν κλαῖς, διότι τώρα θὰ ἀναστήσω τὸ παιδί σου».
«Μὴν κλαῖς»: λόγος ἐξουσιαστικός, ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν πεῖ σ᾿ ἕναν τόσο πονεμένο ἄνθρωπο μόνο ὁ παντοδύναμος Θεός, Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καὶ νιώθει τὴ δοκιμασία μας καὶ ἦλθε νὰ συντρίψει τὸν θάνατο.
2. Πένθος μὲ ἐλπίδα
Ὁ Κύριος ἀπευθύνει τὸ «Μὴ κλαῖε» καὶ στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, στὸν πιστὸ τῆς κάθε ἐποχῆς ποὺ πενθεῖ τοὺς προσφιλεῖς νεκρούς του. Βέβαια ἀπευθύνει αὐτὸ τὸν λόγο μὲ ἄλλη σημασία ἀπὸ ὅ,τι στὴ χήρα. Διότι ὁ Κύριος δὲν πρόκειται νὰ ἀναστήσει τοὺς νεκρούς μας, ὥστε νὰ συνεχίσουν αὐτὴ τὴ ζωὴ τῆς φθορᾶς καὶ νὰ ξαναπεθάνουν· ἀλλὰ μᾶς βεβαιώνει ὅτι θὰ τοὺς ἀναστήσει κατὰ τὴ Δευτέρα Του Παρουσία χαρίζοντάς τους ἄφθαρτο σῶμα, ὥστε νὰ ζήσουν πλέον αἰωνίως στὴ Βασιλεία Του.
Μᾶς ἀπευθύνει τὸ «Μὴν κλαῖς» μὲ τὴν ἔννοια ὄχι νὰ μὴν πενθοῦμε, ἀλλὰ νὰ μὴν πενθοῦμε ὑπερβολικά, νὰ μὴ λυπούμαστε «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (βλ. Α´ Θεσ. δ´ 13). Διότι ἐμεῖς ἔχουμε ἐλπίδα. Μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος, ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, μὲ τὴν Ἀνάστασή Του.
Νίκησε τὸν θάνατο, ἐκμηδένισε τὴ δύναμη τοῦ Ἅδη· καὶ τώρα ζεῖ στοὺς οὐρανούς, παρακολουθεῖ μὲ πολλὴ συμπάθεια τὸν ἀγώνα καὶ τὶς θλίψεις μας καὶ μᾶς δίνει τὴ Χάρι Του νὰ τὶς ὑπομένουμε. Ἀγαπᾶ τὸν κάθε ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἐκδημήσαντα οἰκεῖο μας, μὲ τέλεια ἀγάπη. Ἡ πίστη μας σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀγάπη μᾶς δίνει τὴ ζωντανὴ πληροφορία ὅτι ὁ ἄνθρωπός μας δὲν χάθηκε στὸν Ἅδη, οὔτε τὸν ἀποχωρισθήκαμε γιὰ πάντα. Ἀλλὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς τὴν πιὸ κατάλληλη στιγμὴ καὶ τὸν ἀνέπαυσε κοντά Του. Σύντομα θὰ τὸν συναντήσουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ Κύριος θὰ ἐξαλείψει κάθε δάκρυ, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει πλέον ἐκεῖ ὁ θάνατος· οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ σπαρακτική, οὔτε πόνος (βλ. Ἀποκ. κα´ [21] 4), ἀλλὰ ἀτελεύτητη ζωὴ ἀπέραντης μακαριότητος.
***
Σήμερα στὴν ἔξοδο τῆς Ναΐν, μιᾶς μικρῆς πόλεως τῆς Γαλιλαίας, ἔσπευσε ὁ Κύριος νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο τὸν συντετριμμένο ἀπὸ τὴν πιὸ σκληρὴ δοκιμασία: τὸν θάνατο. Ἔσπευσε νὰ τὸν συναντήσει γιὰ νὰ τοῦ πεῖ: «Μὴν κλαῖς». Διότι νά, ἦλθα· ἦλθα νὰ στεγνώσω τὰ δάκρυά σου, νὰ σταματήσω τὴν τραγικὴ μονόδρομη πορεία σου πρὸς τὸν Ἅδη καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξω ὁλόφωτο δρόμο ζωῆς πρὸς τὸν οὐρανό. «Μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ». Μόνο δῶσε μου τὴν καρδιά σου, γίνε δικός μου, καὶ θὰ σοῦ χαρίσω ζωὴ καὶ πλήρωμα ζωῆς στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες…
Δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομά Του!
Απόστολος: (Β΄ Κορ. ια΄ 31 – ιβ΄ 9)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
Ἀγκάθια ὠφέλιμα
«Ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι»
Ἀκούσαμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα νὰ μιλάει μεταξὺ τῶν ἄλλων γιὰ μιὰ προσωπική του δοκιμασία. Τὴν ὀνομάζει «σκόλοπα», δηλαδὴ αἰχμηρὸ ξύλο, σκληρὸ ἀγκάθι ποὺ ἐνοχλεῖ πολύ. Καὶ γράφει ὅτι τὴν προκαλοῦσε, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, «ἄγγελος σατᾶν», δηλαδὴ ἀπεσταλμένος τοῦ διαβόλου, πονηρὸ πνεῦμα. Μάλιστα ἦταν τόσο ἐνοχλητική, ὥστε τὸν «κολάφιζε», ὅπως γράφει, ἦταν δηλαδὴ σὰν νὰ τὸν χτυποῦσε στὸ πρόσωπο. Φαίνεται ὅτι ἦταν χρόνια βασανιστικὴ ἀσθένεια. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος δὲν ἀγανάκτησε οὔτε ἀπελπίστηκε. Ἀντίθετα σημειώνει ὅτι αὐτὴ ἡ δοκιμασία τὸν ὠφελοῦσε πολύ.
Ἂς δοῦμε λοιπόν, μὲ ἀφορμὴ τὴ δοκιμασία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποιὲς εἶναι οἱ ὠφέλειες τῶν θλίψεων γιὰ τὸν πιστὸ Χριστιανό.
1. Βοηθοῦν στὴν ταπείνωση
Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ χωρίο μας, οἱ θλίψεις βοηθοῦν νὰ καλλιεργήσει ὁ ἀγωνιζόμενος πιστὸς τὸ ταπεινὸ φρόνημα. Εἶχα τόσο πολλὲς ἀποκαλύψεις, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τόσες θαυμαστὲς ὁράσεις καὶ ἐμπειρίες ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι, μοῦ ἔδωσε «σκόλοπα» στὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ καὶ νὰ μένω στὴν ταπείνωση… Τὴ χρόνια δοκιμασία του, ποὺ πολὺ τὸν δυσκόλευε, ὁ ἅγιος Ἀπόστολος τὴ θεώρησε δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, σωτήρια παρέμβασή Του ποὺ τὸν προστάτευε ἀπὸ τὴν ὑψηλοφροσύνη.
Ἀντίστοιχα κι ἐμεῖς στὴ θλίψη, ἐὰν τὴν ἀντιμετωπίζουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ πίστη, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἀπὸ μόνοι μας εἴμαστε ἀδύναμοι, μικροί, θνητοί, καὶ ὅ,τι καλὸ ἔχουμε, εἶναι τοῦ Θεοῦ. Πόσο μᾶς ταπεινώνουν ἡ φτώχεια καὶ ἡ στέρηση, ἡ ἀδικία, τὸ πένθος καὶ ἰδιαίτερα ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ πόνος! Μᾶς βοηθοῦν νὰ ἀποβάλουμε τὸ ὑψηλὸ φρόνημα, τὴ ματαιοδοξία μας, τὴ σκληροκαρδία μας. Προσγειωνόμαστε στὴν πραγματικότητα. Ἐμβαθύνουμε στὴν ἀλήθεια ποὺ διακήρυξε ὁ Κύριος, ὅτι «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ιε´ 5).
Ἴσως ἔχουμε συναντήσει ἀνθρώπους ποὺ ἀντιμετώπισαν μὲ πολλὴ πίστη μεγάλες θλίψεις στὴ ζωή τους. Γι᾿ αὐτὸ ἔχουν βαθιὰ ταπείνωση καὶ πολλὴ σύνεση, ἔστω καὶ ἂν ἐνδεχομένως δὲν εἶναι κατὰ κόσμον μορφωμένοι. Πολύτιμος καρπὸς λοιπὸν τῶν θλίψεων εἶναι ἡ ἀπόκτηση ταπεινοῦ φρονήματος.
2. Συνοδεύονται μὲ χορήγηση εἰδικῆς Χάριτος
Γράφει ὁ Ἀπόστολος ὅτι τρεῖς φορὲς παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν «σκόλοπα», καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀπάντησε: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ Χάρις ποὺ σοῦ δίνω» γιὰ νὰ ἀντέξεις τὴ θλίψη σου. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀρνήθηκε νὰ τὸν ἀπαλλάξει, γιὰ νὰ τὸν εὐεργετήσει ἀκόμη περισσότερο, νὰ τοῦ χορηγήσει πλουσιότερη Χάρι.
Ὁ δοκιμαζόμενος πιστὸς λοιπὸν λαμβάνει εἰδικὴ Χάρι ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν δοκιμάζεται. Λαμβάνει εἰδικὴ Χάρι ποὺ τὸν ἐνισχύει νὰ ἀντέξει τὴ δοκιμασία του καὶ νὰ ἐπιτελέσει τὰ ἔργα ποὺ ὁ Θεὸς περιμένει ἀπὸ ἐκεῖνον. Προκειμένου γιὰ τὸν ἅγιο Ἀπόστολο, τὴ βαριὰ καὶ κοπιώδη ἀποστολική του ἐργασία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος γράφει ἀμέσως παρακάτω: Χαίρομαι καὶ καυχῶμαι στὶς θλίψεις μου, «ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ»· γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ (Β´ Κορ. ιβ´ [12] 9).
Ἑπομένως ὅποιος σηκώνει τὸν σταυρό του, ζεῖ μὲ τὸ θαῦμα, ζεῖ ἔντονα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του καὶ βιώνει τὴ δύναμή Του, ποὺ ἐνεργεῖ θαυμαστὰ καὶ μεγάλα μέσῳ τοῦ ἀδύναμου ἀνθρώπου!
3. Μᾶς ἁγιάζουν
Εἴπαμε μέχρι τώρα ὅτι οἱ θλίψεις μᾶς ταπεινώνουν καὶ μᾶς βοηθοῦν νὰ γνωρίσουμε περισσότερο τὸν ἑαυτό μας· εἴπαμε ἀκόμη ὅτι συνοδεύονται ἀπὸ χορήγηση εἰδικῆς Χάριτος καὶ δίνουν εὐκαιρία γιὰ ἐντονότερο ἀγώνα. Ἐὰν ὁ Χριστιανὸς ἀποδεχθεῖ τὴ δοκιμασία του καὶ ἀξιοποιήσει τὴν Χάρι ποὺ τοῦ δίνει ὁ Θεός, τότε θὰ γευθεῖ τὴν πιὸ μεγάλη καὶ τελικὴ ὠφέλεια τῶν θλίψεων, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμός του. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του. Ὁ Θεός, γράφει, μᾶς παιδαγωγεῖ μὲ τὶς δοκιμασίες «πρὸς τὸ συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ»· γιὰ τὸ συμφέρον μας, γιὰ νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς ἁγιότητός Του (Ἑβρ. ιβ´ [12] 10). Ὑπάρχει μεγαλύτερη ὠφέλεια ἀπὸ αὐτήν;
***
Οἱ θλίψεις τελικὰ εἶναι ἀπόδειξη ὄχι ὅτι δὲν μᾶς θέλει ὁ Θεός, ἀλλὰ ὅτι μᾶς ἀγαπάει πολύ. Δὲν εἶναι τιμωρίες ἀλλὰ εὐεργεσίες. Τὸ ἂν θὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ αὐτές, ἂν θὰ δώσουμε τὸν καρπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τὶς ἐπιτρέπει ὁ Θεός, αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς ἐμεῖς θὰ τὶς ἀντιμετωπίσουμε. Ἀπὸ μόνοι μας βέβαια εἴμαστε ἀδύναμοι. Μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ὅμως μποροῦμε, καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων μας, ἐκείνων ποὺ σήκωσαν τὶς πιὸ μεγάλες θλίψεις γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
πηγή: ο Σωτήρ, https://antexoume.wordpress.com