Πόση ομορφιά είχαν τα παιδικά μας χρόνια. Πόση ξενοιασιά, πόσο γέλιο, πόση ελευθερία
Έβγαινες στη γειτονιά για παιχνίδι και ήταν όλα τα παιδιά μαζί, μικρά μεγάλα, εκεί! Δεν ξεχώριζαν ηλικίες, κοινωνικές τάξεις, τραπεζικοί λογαριασμοί…
Στη δική μου γειτονιά, έπαιζαν μαζί χέρι – χέρι, η κόρη ενός γιατρού, με την κόρη ενός γεωργού, το γιο ενός φούρναρη, την κόρη και το γιο ενός εμπόρου παπουτσιών, τα παιδιά του δάσκαλου…
Άλλοτε μαζευόμασταν στις αυλές των σπιτιών μας κι άλλοτε, όταν ζαλίζαμε από τις φωνές και τα γέλια μας τις μαμάδες μας ή δεν μπορούσαμε να βρούμε κρυψώνες για το κρυφτό, στο δρόμο που παρ’ ότι ήταν φαρδύς (για τα δικά μας μάτια τουλάχιστον), δεν περνούσε εύκολα αυτοκίνητο!
Εκεί παίζαμε «τα μήλα» με μπάλα κοινή, γιατί πού να μας φτουρήσουν οι μπάλες!
Κάθε τόσο έσκαγαν και αγοράζαμε εκ περιτροπής για να έχουμε πάντα. Αυτός που την αγόραζε την έπαιρνε και σπίτι του να την προσέχει μέχρι να σκάσει και να αγοράσει άλλη, ο επόμενος.
Όταν ο καιρός δεν ήταν για παιχνίδι έξω, μαζευόμασταν σε σπίτια, σκεπασμένες αυλές, υπόστεγα και τότε παίζαμε «το σχολείο» με τη δασκάλα και τους μαθητές ή μαζευόμασταν τα κορίτσια και παίζαμε «τις κουμπάρες»! Ναι, παιχνίδι ήταν όχι έκφραση (μιλάω στους νεότερους).
Οι κούκλες μας, όλες ξεμαλλιασμένες από την πολλή περιποίηση, ήταν πάντα καλά προφυλαγμένες είτε σε καρότσια, είτε στην αγκαλιά μας, ενώ τα αγόρια, που τύχαινε να μας δουν έβαζαν τα γέλια και άρχιζαν τα πειράγματα, όταν τις αφήναμε στην άκρη, για να παίξουμε κυνηγητό ή όταν κάναμε τις πρώτες μας απόπειρες να μάθουμε ποδήλατο!
Και το ποδήλατο, δεν ήταν πάντα, αγορασμένο για μας. Μπορεί να ήταν του μεγαλύτερου αδερφού/αδερφής ή και κάποιου στη γειτονιά, που μεγάλωσε και δεν τον χωρούσε πια. Αγορίστικα – κοριτσίστικα ποδήλατα, ποτέ δεν μας απασχόλησαν. Είχε δύο ρόδες; Για μας ήταν ποδήλατο και έπρεπε να μάθουμε να ισορροπούμε πάνω του, για να μη φάμε τα μούτρα μας, κάτι που κανείς μας δεν γλίτωσε!
Φέρνοντας στο μυαλό αυτές τις αναμνήσεις, συνειδητοποιεί κανείς, πως δεν χρειαζόμασταν τίποτα το τρομερό, για να είμαστε ευτυχισμένα παιδιά! Ούτε laptop, ούτε κινητό, ούτε κονσόλα, ούτε σινιέ φόρμες, ούτε ακριβά παπούτσια…
Μόνο τους γονείς μας, τη ζεστασιά του σπιτιού μας και την παρέα της γειτονιάς με τα ατελείωτα παιχνίδια στους δρόμους, στις κοντινές αλάνες και τις αυλές με τα γιασεμιά και τους βασιλικούς, τις μολόχες και τα γαρύφαλλα μέσα στις πήλινες γλάστρες, που κάθε τόσο έσπαγαν όταν έπεφτε, πάντα κατά λάθος, το ποδήλατο πάνω τους.
Αυτές, που με τον καιρό αντικαταστάθηκαν από τενεκέδες του λαδιού, για να γλιτώσουν οι μανάδες μας το μπελά της συχνής αλλαγής και τα μαλώματα.
Δεν μας μάλωναν συχνά πάντως ή τουλάχιστον δεν το θυμάμαι… Εκείνο που θυμάμαι, είναι να μας φωνάζουν να γυρίσουμε στο σπίτι, όταν έπεφτε το βράδυ ή όταν παρά τη βροχή, εμείς επιμέναμε να συνεχίζουμε απτόητοι το παιχνίδι μας, έχοντας πολλές φορές μαζί μας και τα μικρά μας αδέλφια που φορούσαν πάνες! Συμμετείχαν όμως επί ίσοις όροις σε όποιο παιχνίδι επέλεγε η παρέα. Διαλέγαμε ένα ρόλο και γι’ αυτά, αφού ήθελαν ντε και καλά να είναι μαζί μας.
Έτσι μεγάλωναν τα παιδιά τότε… ελεύθερα από άγχη, φοβίες, τέσσερις τοίχους, dvd και πλαστικά πλέγματα στα μπαλκόνια! Χωρίς δικό τους δωμάτιο τα περισσότερα, αλλά με δική τους παρέα και γειτονιά, που τη μάθαιναν μόλις μάθαιναν να περπατούν και να επικοινωνούν.
Και πάνω στην ώρα, θαρρείς και συνωμοτούσε ακόμα και ο ραδιοφωνικός σταθμός, ακούγεται το τραγούδι! «Θέλω να γυρίσω στα παλιά…»
Αφιερωμένο στις τρυφερές αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων.