"ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε"
Ευαγγέλιο-Απόστολος, σχολιασμός
Ευαγγέλιο: (Μάρκ. ιε΄ 43 – ιϚ΄ 8)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
1. Οἱ τολμήσαντες
Μεγάλη Παρασκευὴ ἀπόγευμα. Σκοτάδι πυκνὸ καλύπτει τὰ πάντα. Ὅλα ἔχουν τελειώσει. Στὸ Γολγοθᾶ ἔχει μείνει ἡ Παναγία μας, ὁ Ἰωάννης καὶ κάποιες ἀφωσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου, μ’ ἕναν φόβο νὰ πλανᾶται στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά τους, τὸν φόβο μήπως μείνῃ τὸ πανάχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ἄταφο, ἐκτεθειμένο σὲ μύριες προσβολές. Ὁ Πιλᾶτος ἦταν ὁ μόνος ἁρμόδιος νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν τα-φὴ τοῦ ἀχράντου σώματος. Ποιὸς ὅμως θὰ τολμοῦσε μέσα στὴν ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα τῆς ἡμέρας νὰ τὸ ζητήσῃ αὐτό; Κι ἂν μάλιστα πρῶτοι τὸ ζητοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς γιὰ νὰ τὸ βεβηλώσουν; Ἐκείνη τὴν κρίσιμη ὥρα ποὺ δὲν φαινόταν καμμία διέξοδος, ἀναπάντεχα παρουσιάζονται δύο πρόσωπα οὐρανόσταλτα γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Δύο κρυφοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ ὁ Νικόδημος. Καὶ οἱ δύο ἔντιμα μέλη τοῦ ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, ἑρμηνευταὶ τοῦ Νόμου, ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Διακεκριμένοι λόγῳ τοῦ ἀξιώματος ποὺ εἶχαν ἀλλὰ καὶ τῆς γενικώτερης ὑπολήψεώς τους. Κι ἐνῶ ἦσαν κρυφοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, τώρα ἀποκαλύφθηκαν. Δὲν ὑπολόγισαν τοὺς κινδύνους τῆς παράτολμης αὐτῆς ἐνέργειάς τους. Δὲν σκέφθηκαν μήπως χάσουν τὴ θέσι τους, τὸ ἀξίωμά τους, τὸν πλοῦτο τους, τὴν κοινωνική τους καταξίωσι καὶ τὸ χειρότερο, μήπως γίνουν ἀποσυνάγωγοι, ἀφωρισμένοι. Δὲν ὑπολόγισαν τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά. Διότι ἀγαποῦσαν πολὺ τὸν Κύριο καὶ περίμεναν μὲ πόθο ἱερὸ τὴ βασιλεία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἀξιώνει νὰ γίνουν οἱ μυροφόροι καὶ ἐνταφιασταὶ τοῦ ἁγίου σώματός του. Μὲ σφιγμένες τὶς καρδιές τους, συγκλονισμένοι, ἀγγίζουν τὸ πανάσπιλο σῶμα τοῦ Σταυρωθέντος, τὸ ἀποκαθηλώνουν καὶ τοῦ ἀποδίδουν τὸ σεβασμὸ καὶ τὴ νεκρικὴ τιμή. Ὁ Νικόδημος μάλιστα εἶχε φέρει γιὰ τὴν ταφὴ ἑκατὸ λίτρα σμύρνας καὶ ἀλόης.
Ἔχει λοιπὸν τοὺς ἀνθρώπους του ὁ Θεός. Ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ ἐμεῖς δὲν ὑπολογίζουμε, δὲν περιμένουμε. Αὐτοὶ κάποτε παρουσιάζονται σὲ δύσκολες στιγμὲς καὶ ἐποχὲς καὶ γίνονται οἱ πλέον δυνατοὶ καὶ ἀμετακίνητοι κήρυκες τῆς πίστεως καὶ ἀποδεικνύουν σὲ ὅλους μας ὅτι ζῇ Κύριος ὁ Θεός. Εἶναι ὁ Νικητὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ζωῆς μας, εἶναι Αὐτὸς ποὺ «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. ς΄ 2).
2. Οἱ Μυροφόρες
Κοντὰ στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου οἱ ἀφωσιωμένες μαθήτριές του μὲ σπαραγμὸ καρδίας βλέπουν τὴν ὅλη ἀποκα-θήλωσι καὶ τὴν ταφή. Πῶς νὰ ἀντέξουν νὰ βλέπουν Αὐτὸν ποὺ σαγήνευε τὰ πλήθη, τώρα νὰ κείτεται νεκρός! Πῶς νὰ ἀντικρύσουν ἄψυχον Αὐτὸν ποὺ ἔδινε ζωή! Πῶς νὰ μπορέσουν νὰ βαστάξουν τὸν πόνο τῆς θανῆς τοῦ πλέον ἀγαπημένου τους προσώπου; Κι ἀφοῦ ἔχυσαν τὰ καυτά τους δάκρυα δίπλα στὸ μνημεῖον, ὅταν τελείωσε ὁ ἐνταφιασμός, ἔφυγαν μὲ στεναγμοὺς καὶ ὀδυρμοὺς γιὰ τὰ σπίτια τους.
Ὁ χρόνος τώρα ἄρχισε νὰ μετράῃ διαφορετικά. Οἱ ὧρες ἀτελείωτες. Κι αὐτὲς ἀνυπομονοῦσαν νὰ παρέλθῃ τὸ Σάββατο γιὰ νὰ τρέξουν καὶ πάλι στὸ μνημεῖο νὰ ἐκδηλώσουν μὲ τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυά τους τὸν πόνο τους καὶ τὴν ἀγάπη τους. Εἶχαν δεῖ βέβαια ὅτι οἱ δύο μαθηταὶ ἐμύρωσαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ αὐτὲς δὲν τὸ θεωροῦν ἀρκετό. Ἀγοράζουν κι ἄλλα ἀρώματα, πολλά, διαφορετικὰ ἴσως. Σκέπτονται πὼς ὅ,τι κι ἂν κάνουν γιὰ τὸν Ἰησοῦ δὲν εἶναι ποτὲ ἀρκετὸ καὶ ἀντάξιο τῆς ἀγάπης του. Ἴσως ἀκόμη πολυτιμότερα ἦταν τὰ καυτά τους δάκρυα ποὺ ἔχυσαν γι’ Αὐτόν. Πόσο πολὺ ἀγαποῦσαν οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου τὸν Διδάσκαλό τους. Δὲν ἔκλεισαν ἴσως μάτι ὅλη τὴ νύχτα. Καὶ τώρα, πρὶν καλά – καλὰ ξημερώσῃ, τρέχουν μὲ τὰ μάτια κατακόκκινα ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ τὴν καρδιὰ νὰ γοργοχτυπᾷ ἀπὸ τὸν πόθο νὰ δοῦν καὶ πάλι ἔστω καὶ νεκρὸ τὸν ἀγαπημένο τους Ραββί, τὸν Χριστό. Κι ἐπειδὴ ἀγαποῦν, δὲν ὑπολογίζουν κανένα ἐμπόδιο στὸν δρόμο τους. Οὔτε τὸν φόβο τῆς νύχτας οὔτε τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων οὔτε τὸν φό-βο τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν οὔτε τὸν φόβο τῶν ληστῶν. Κι ἐνῶ ἤξεραν ὅτι πελώριος λίθος ἐσφράγιζε τὸ μνῆμα, κι αὐτὸ ἀκόμη δὲν ἀνέκοψε τὴν πορεία τους. Ἡ καρδιά τους κτυποῦσε γιὰ τὸν Χριστό. Τρέχουν στὸν τάφο, ἐνῶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν τόλμησε νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ αὐτές.
Μόλις ὅμως πλησίασαν ἐκεῖ, συνειδητοποίησαν πὼς ὅλα τὰ ἐμπόδια εἶχαν ξεπεραστῆ. Οἱ φρουροὶ ἄφαντοι, ὁ λίθος εἶχε ἀποκυλισθῆ μακριὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου, ὁ δρόμος πρὸς τὸν Χριστὸ ἀνοικτός, καὶ μπροστά τους ἄγγελοι φωτεινοί, ἀκτινοβόλοι, κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως. Πῶς ἄλλαξαν τόσο ἀστραπιαῖα ὅλα γύρω τους καὶ μέσα τους; Πῶς ἄντεξαν αὐτὴ τὴν ξαφνικὴ μεταβολὴ τῶν γεγονότων καὶ τῶν συναισθημάτων τους; Πῶς τὸ σκοτάδι ἔγινε φῶς καὶ ἡ μαύρη ἀπελπισία χρυσῆ ἐλπίδα; Πῶς τόσο ξαφνικὰ ἡ ἀπογοήτευσι ἔγινε ξέφρενη χαρά, ὁ πόνος ἐνθουσιασμός, ἔκστασι καὶ θαυμασμός;
Καὶ ἔγιναν οἱ γυναῖκες αὐτὲς ὄχι μόνον εὐαγγελίστριαι τῆς Ἀναστάσεως στοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀγγελιοφόροι, σ’ ὅλες τὶς ἐποχές, τοῦ μεγάλου διδάγματος: Ὅσοι ζητοῦν μὲ πόθο τὸν Κύριο καὶ πορεύονται μὲ ἅγιο ζῆλο στὸν δρόμο του, θὰ βροῦν τὶς δυσκολίες ποὺ παρεμβάλλονται στὴν πορεία τους νὰ ἐκμηδενίζωνται μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Θὰ βλέπουν τὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος νὰ ἐκδηλώνεται ἄμεσα καὶ κυριαρχικὰ πάνω ἀπὸ κάθε προσδοκία. Καὶ θὰ διαλαλοῦν μὲ ὅλη τους τὴ δύναμι: Χριστὸς ἀνέστη!
Απόστολος: (Πράξ. ς΄ 1-7)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ἱερέων ὑπήκουον τῇ πίστει.
Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας
«Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις»
Εὐωδιάζει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὰ μύρα τῆς ἀγάπης τῶν Μυροφόρων γυναικῶν· εὐωδιάζει ὅμως καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Πῶς φάνηκε αὐτὴ ἡ ἀρετή τους; Οἱ «Ἑλληνιστὲς» τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, δηλαδὴ οἱ Ἑβραῖοι Χριστιανοὶ ποὺ προέρχονταν ἀπὸ ἄλλα μέρη καὶ γι᾿ αὐτὸ μιλοῦσαν τὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα, παραπονέθηκαν ὅτι οἱ χῆρες τους παραθεωροῦνταν στὴν καθημερινὴ διακονία τῆς διανομῆς τροφῶν καὶ ἐλεημοσυνῶν. Τότε οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εἶπαν στὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν: Δὲν μᾶς φαίνεται σωστὸ νὰ ἀφήσουμε τὸ κήρυγμα καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τραπέζια φαγητοῦ… Προκαλεῖ ἀπορία ὁ λόγος αὐτός, ἴσως καὶ νὰ σκανδαλίζει κάποιους.
Ἂς δοῦμε ὅμως γιατί οἱ Ἀπόστολοι παραιτήθηκαν ἀπὸ τὴ διακονία τῶν τραπεζῶν καὶ τί μᾶς διδάσκει ἡ στάση τους αὐτή.
1. Ἀφοσίωση στὸ ὕψιστο διακόνημά τους
Μήπως ἡ ἄρνηση αὐτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων δείχνει περιφρόνηση πρὸς τὴν ἐλεημοσύνη; Ὁπωσδήποτε ὄχι· ἀφοῦ προηγουμένως οἱ ἴδιοι ἀσκοῦσαν αὐτὸ τὸ διακόνημα καὶ ὅταν παρουσιάστηκαν δυσκολίες, ἔδειξαν ἰδιαίτερη μέριμνα γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος ποὺ εἶχε προκύψει. Τί ἔκαναν λοιπόν; Συγκάλεσαν ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς προέτρεψαν νὰ ἐκλέξουν ὑπεύθυνα ἑπτὰ ἄνδρες γεμάτους ἀπὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ σύνεση, στοὺς ὁποίους νὰ ἀναθέσουν αὐτὴ τὴ διακονία μὲ εἰδικὴ προσευχή.
Γιατί ὅμως δὲν θέλησαν νὰ συνεχίσουν νὰ ὑπηρετοῦν οἱ ἴδιοι σ᾿ αὐτὸ τὸ τόσο θεάρεστο ἔργο; Διότι ἦταν ἄλλο τὸ κύριο διακόνημά τους, τὸ ὁποῖο τοὺς εἶχε ἀναθέσει ὁ Κύριος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του: «Κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μάρκ. ις´ [16] 15). Ἡ ἀποστολή τους ἦταν τὸ θεῖο κήρυγμα, ὁ εὐαγγελισμὸς τῶν ψυχῶν. Κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιτελέσει ἐπιτυχῶς τὴ διακονία αὐτή.
Ἔπειτα τὸ διακόνημά τους ἦταν οὐσιαστικὰ πνευματικὴ ἐλεημοσύνη, ποὺ εἶναι πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ὑλική. Δὲν ἦταν συνετὸ οὔτε θεάρεστο νὰ ἀφήσουν τὸ ἀνώτερο γιὰ τὸ κατώτερο, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ τὸ κήρυγμα ἀπαιτοῦσε ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση, ἀπερίσπαστη ἐπιμονὴ στὴν προσευχή, ὅπως τὸ δήλωσαν καὶ οἱ ἴδιοι: «Ἡμεῖς τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν». Ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι θὰ ἀφοσιωθοῦμε καὶ θὰ ἀσχοληθοῦμε ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ διακονία τοῦ λόγου.
2. Ἐκκλησία: καθίδρυμα σωτηρίας ψυχῶν
Ἀπὸ τὴ στάση τους αὐτὴ διδασκόμαστε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἀσχοληθοῦμε συστηματικὰ μὲ κάθε εἴδους ἀγαθὸ ἔργο, δὲν εἴμαστε ὅλοι γιὰ ὅλα· ὁ καθένας ἔχει τὸ δικό του χάρισμα καὶ τὴ δική του κλήση μέσα στὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀφήνουμε τὸ ἔργο ποὺ μᾶς ἀνέθεσε ὁ Θεὸς γιὰ χάρη ἄλλου διακονήματος. Ὁ Μοναχὸς ὀφείλει νὰ σχολάζει στὴν προσευχὴ καὶ στὴ Λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὁ οἰκογενειάρχης, χωρὶς νὰ ἀμελεῖ τὴ θεία Λατρεία, ὀφείλει νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν του, ὁ ἐκπαιδευτικὸς νὰ ἐπιδίδεται στὴ δική του διακονία, ὁ γιατρὸς στὴν ὑπεύθυνη ἐπιστήμη του…
Τὸ σημαντικότερο ὅμως μήνυμα, ποὺ μᾶς δίνουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, εἶναι τὸ ἑξῆς: ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ἂν καὶ πάντοτε ἀναπτύσσει ἔντονη φιλανθρωπικὴ δραστηριότητα, δὲν εἶναι φιλανθρωπικὸ σωματεῖο ἀλλὰ θεοΐδρυτος ὀργανισμὸς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια ἀποστολή της.
Ἑπομένως ἂς μὴν καταφεύγουμε στοὺς ἱερεῖς μας μόνο γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν στὶς καθημερινές μας ἀνάγκες. Ἀκόμη ἂς μὴ θεωροῦμε ὅτι εἴμαστε ἐνεργὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἁπλῶς καὶ μόνο συμμετέχουμε σὲ ποικίλες δραστηριότητές της, φιλανθρωπικὲς ἢ ἄλλες, προσφέροντας ἀπὸ τὸ περίσσευμα ἢ τὸ ὑστέρημά μας.
Εἴμαστε ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν μετανοοῦμε, ὅταν καλλιεργούμαστε πνευματικά, ὅταν ἐφαρμόζουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε ἀληθινὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ζοῦμε τὸν Χριστό, ὅταν ἔχουμε Πνευματικὸ καὶ ζοῦμε συνειδητὴ μυστηριακὴ καὶ λατρευτικὴ ζωή, ὅταν ποθοῦμε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἑτοιμαζόμαστε γι᾿ αὐτήν.
Ἐπίσης διδασκόμαστε ἀπὸ τὴν περικοπὴ αὐτὴν ὅτι ὀφείλουμε ἐμεῖς οἱ λαϊκοὶ νὰ διακονοῦμε πρόθυμα στὰ φιλανθρωπικὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ δίνεται ἡ εὐκαιρία στοὺς ἱερεῖς νὰ ἐπιτελοῦν τὴν ἱερατικὴ διακονία τους, τὴ διαποίμανση τῶν ψυχῶν. Θὰ πρέπει δὲ νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὅσοι διακονοῦν στὰ Φιλόπτωχα, εἶναι διάδοχοι τῶν ἁγίων ἑπτὰ διακόνων!
***
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι τὰ ἄφησαν ὅλα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Τὸν ἀγάπησαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιά. Καὶ γι᾿ αὐτὸ Ἐκεῖνος ἀναγέννησε τὴν ὕπαρξή τους μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔτσι, ἔγιναν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ· καὶ γι᾿ αὐτὸ ἄνθρωποι πολλῆς ἀγάπης καὶ ἀσύγκριτης προσφορᾶς στοὺς συνανθρώπους τους. Ὅσο κι ἂν εἶναι μοναδικὲς οἱ μορφές τους, καλούμαστε οἱ πιστοὶ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε κατὰ τὶς δυνάμεις μας. Γιατὶ ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἠθικὸς ἄνθρωπος ποὺ κάνει ἐλεημοσύνες, ἀλλὰ ἕνα ζωντανὸ θαῦμα: ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος, ποὺ κηρύττει μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸν λόγο του τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως.
πηγή: ο Σωτήρ, antexoume.wordpress.com