Ο Άγιος Παΐσιος παρομοίαζε το κράτος των Σκοπίων με οικοδόμημα που είναι κτισμένο με τούβλα και με φαρσαλινούς χαλβάδες, που είναι κομμένοι σε σχήμα τούβλων, και που φυσικό είναι κάποτε να κατάρρευση.
Δημοκρατία τοῦ Βαρδάρη (Vardarska Republika), Δημοκρατία τῶν Σκοπίων, Σλαβώνικη Δημοκρατία, Νότια Σερβία, Κάτω Σερβία, Κάτω Σλαβία, Σλαβία: Αὐτά εἶναι τά ὀνόματα, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα, ὅποιο καί
ἄν προτιμήσουν οἱ Σκοπιανοί, μπορεῖ νά προσδιορίσει τήν πραγματική καταγωγή τῶν Σλάβων τοῦ κρατιδίου τους. Τό ὄνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ πού ἐπιδιώκουν εἶναι κλοπή ξένου ὀνόματος. Τό ὄνομα εἶναι Ἑλληνικό.
Ὡς τώρα οἱ περισσότεροι, ὄχι μόνο ἀπό τούς ξένους, ἰδίως Σλάβους ἐπιστήμονες, ἀλλά καί ἀπό τούς Ἕλληνες, καί ἰδιαίτερα ἀπό τούς Διπλωμάτες, τούς Νομικούς, πού δέν εἶναι γλωσσολόγοι ἤ ἱστορικοί, ἀλλά καί ἀπό τούς διάφορους ἐρασιτέχνες (πού καλοῦνται σέ τηλεοπτικές ἐμφανίσεις ἤ σέ Σωματεῖα νά ὁμιλοῦν ἐπί παντός ἐπιστητοῦ), δέν ἦταν ἐνημερωμένοι καί εἶχαν ἄγνοια γιά τό ποιό ἀκριβῶς ποσοστό ἀπό τήν περιοχή τῆς Ἀρχαίας Μακεδονίας βρέθηκε στήν κυριαρχία τῆς Ἑλλάδας καί τῶν δύο Βορείων γειτόνων της μετά τούς Βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912–1913 καί τόν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1919). Ἡ γνώση ὅτι μέ τή Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου ἀπό τά τουρκοκρατούμενα ἐδάφη στή Χερσόνησο τοῦ Αἵμου μοιράστηκαν ἐδάφη τῆς Ἀρχαίας Μακεδονίας, τῆς Ἑλληνικῆς αὐτῆς περιοχῆς ἀπό ἀρχαιοτήτων χρόνων, εἶναι ἐσφαλμένη.
Στή Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου (1913) τονίζει ἡ ἱστορικός–καθηγήτρια τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων κ. Μαρία Μυσταζοπούλου–Πελεκίδου, στήν ἐργασία της: Τό Μακεδονικό ζήτημα (μέ τρεῖς ἀλλεπάλληλες ἐκδόσεις), ἀπό τά τουρκοκρατούμενα ἐδάφη τῆς περιοχῆς αὐτῆς τῆς Βαλκανικῆς Χερσονήσου δέν ἔγινε διανομή ἐδαφῶν τῆς Ἀρχαίας Μακεδονίας, ἀλλά ἐδαφῶν τῶν τουρκικῶν βιλαετίων, ὅπως τῆς Θεσσαλονίκης, τοῦ Μοναστηρίου καί τοῦ Κοσσόβου (ἤ Σκοπίων). Πουθενά στό κείμενο τῆς Συνθήκης αὐτῆς δέ γίνεται λόγος γιά διανομή ἐδαφῶν τῆς Ἀρχαίας Μακεδονίας, γράφει ἡ κ. Πελεκίδου.
Γεωγραφικά ὅρια
Ἡ κ. Πελεκίδου στήν ἐργασία της αὐτή παραθέτει χάρτη ὅπου παρουσιάζονται τά γεωγραφικά ὅρια τῆς «μείζονος Ἀρχαίας Μακεδονίας». Τά ὅρια αὐτά τά περιγράφει ἀναλυτικά, μέ τά ὀνόματα τῶν Ἀρχαίων πόλεων τῆς περιοχῆς, ὁ καθηγητής Δ. Κανατσούλης στό βιβλίο του: Ἱστορία τῆς Μακεδονίας, μέχρι τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, Θεσ/νίκη 1964, σελ. 1–5. Ἡ περιοχή τῶν Σκοπίων δέν ἀνῆκε στή Μακεδονία, γράφει ὁ καθηγητής (σελ. 5).
Παραθέτει ἐπίσης ἡ κ. Πελεκίδου καί χάρτη τῶν βιλαετίων τῆς περιοχῆς αὐτῆς. Στόν χάρτη αὐτόν βλέπουμε ὅτι στήν Ἑλλάδα ἀποδόθηκε ὅλο τό βιλαέτι Θεσσαλονίκης καί ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τό Νότιο τμῆμα τοῦ βιλαετίου Μοναστηρίου καί ὅτι στά ἐδάφη αὐτά περιλαμβάνεται ὁλόκληρη σχεδόν ἡ περιοχή τῆς Ἀρχαίας Μακεδονίας.
Ἑπομένως ὅσοι πίστευαν ὡς τώρα ὅτι ἀπό τά ἐδάφη τῆς Ἀρχαίας Μακεδονίας, ἡ Ἑλλάδα κατέχει μόνο τό 51% ἤ 53% καί ἀπό τό ὑπόλοιπο 37% κατέχεται ἀπό τή Σερβία (τώρα ἀπό τό κρατίδιο τῶν Σκοπίων) καί τό 11% ἀπό τή Βουλγαρία, ἔπεφταν στήν παγίδα κατά τήν ὁποία, ἄγνωστο πότε καί ἀπό ποιόν ἤ ποιούς, διατυπώθηκαν καί καθιερώθηκαν τά ψεύτικα αὐτά καί πλαστά ποσοστά, ἐνῶ τά πραγματικά, ὅπως τεκμηριωμένα τά παρέθεσε ἡ κ. Πελεκίδου εἶναι: Πάνω ἀπό 70% (ἕως 75%) στήν Ἑλλάδα, ὅπου ἡ κυρίως Ἀρχαία Μακεδονία, 15% ὡς 17% περίπου ἀπό τό Βόρειο τμῆμα της πού κατά καιρούς αὐξομειώνονταν, στή Σερβία (τώρα στό Νότιο τμῆμα τοῦ κρατιδίου τῶν Σκοπίων. Πρόκειται γιά μία λωρίδα ἐδάφους ἀπό τό Μοναστήρι ὡς τό Βαλάντοβο) καί τό ὑπόλοιπο 7% περίπου στή Βουλγαρία (περιοχή Μελενίκου).
Τά πλασματικά ποσοστά πού εἶχαν καθιερωθεῖ τά δέχονταν ὡς τώρα ἀπό ἄγνοια ἤ ἐπιπολαιότητα καί οἱ Ἕλληνες σέ κατά καιρούς δημοσιεύματα. Νά ἀναφέρω γιά παράδειγμα τοῦ καθηγητοῦ Θ. Κουλουμπῆ στήν «Ἀπογευματινή τῆς Κυριακῆς» (17 Ἀπριλίου 2005), τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ (Πρόεδρος Στ. Ταμβάκης, ἐφημ. «Σήμερα» τῆς Θεσσαλονίκης, 3 καί 4 Ἀπριλίου 2008). Προηγούμενα δημοσιεύματα τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν τά ἀποκατέστησε μέ νεότερη διόρθωση ὁ πρώην Πρόεδρος τῆς Ἑταιρείας. Ἀκόμα καί ἡ Ὑπουργός τῶν Ἐξωτερικῶν κ. Ντόρα Μπακογιάννη ἀνέφερε τά λανθασμένα ποσοστά σέ τηλεοπτικές ἐμφανίσεις της.
Ἡ ἱστορία διδάσκει ὅτι τό λίκνον τοῦ Ἀρχαίου Μακεδονικοῦ κράτους, ὁ ἀρχικός πυρήνας τοῦ Βασιλείου τῶν Ἀρχαίων Μακεδόνων, ὑπῆρξεν σύμφωνα μέ τόν Ἡρόδοτο (8.137) ἡ περιοχή τοῦ Βερμίου (Κάτω Μακεδονία –Βοττιαία), ὅπου καί ἡ ἀρχαιότερη πρωτεύουσα Αἰγαί. Οἱ Μακεδόνες αὐτοί, ἄσημοι στήν ἀρχή, ἀπόκτησαν σιγά–σιγά δύναμη καί κατάφεραν νά ἑνώσουν τά ἄλλα Ἑλληνικά Ἔθνη τῆς περιοχῆς (τά ἐντός Μακεδόνων) ἔθνεα, Ἡρόδ. 6, 44) Ἀνατολικά καί Δυτικά τῶν Πιερίων, τοῦ Ὀλύμπου καί τῆς Πίνδου, καί νά ἀποτελέσει ἡ Μακεδονία (Ἄνω Μακεδονία, Κάτω ἤ παρά θάλασσαν Μακεδονία) ὑπολογίσιμη δύναμη, ὥστε ἐπί Φιλίππου τοῦ Β΄ νά ἔχει ἀξίωση «ἄρχειν τῶν Ἑλλήνων» (Δημοσθ. VII 17, Χ 50).
Ἀκολούθησαν ἔπειτα τά γνωστά γεγονότα τῆς ἐκστρατείας τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου στήν Ἀσία ἐναντίον τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ τῶν Ἑλλήνων, τῶν Περσῶν (Ἀλέξανδρος καί οἱ Ἕλληνες…).
Σήμερα ὅλες οἱ Ἀρχαῖες πρωτεύουσες τῶν Μακεδόνων (Αἰγαί, Πέλλα, Θεσσαλονίκη) βρίσκονται στήν Ἑλλάδα, στίς παραλιακές περιοχές τοῦ Θερμαϊκοῦ. Οἱ χάρτες πού δημοσίευσε ἡ κ. Πελεκίδου ὁρίζουν μέ σαφήνεια τά ὅρια τῆς «μείζονος» Ἀρχαίας Μακεδονίας, καί τῶν βιλαετίων τά ὁποία τά περιέχουν.
Ἀνιστόρητες γνώσεις
Γιά τό ζήτημα αὐτό ἔχω δημοσιεύσει ἤδη ἄρθρο στή «Μακεδονία» τόν Ἰούλιο τοῦ 1999 (πρίν ἀπό 10 ἀκριβῶς χρόνια) μέ τίτλο: Ἀνιστόρητες καί ἐσφαλμένες γνώσεις περί Μακεδονίας, ἀπό ἀφορμή ἑνός δημοσιεύματος Ἕλληνα Οἰκονομολόγου τοῦ ἐξωτερικοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνέφερε ὅτι τό «Μακεδονικό» εἶναι «φιάσκο», ὅτι σήμερα ὑπάρχουν τρεῖς Μακεδονίες (!), ὅτι ὁ Ἑλληνικός λαός «εἶχε μία μαζική πλύση ἐγκεφάλου καί ἕναν βομβαρδισμό μέ ἱστορίες περί Μεγάλου Ἀλεξάνδρου» (!) καί ὅτι ἡ πληροφόρηση γιά τό θέμα ἦταν «παρανοϊκά μονόπλευρη» («Τό Βῆμα», Ἰούνιος 1999).
Τήν ἄποψη αὐτή ὅτι «ἡ διαμάχη γιά τό ὄνομα τοῦ Κράτους τῶν κοπίων ξεπηδάει ἀπό μία «ὑστερική» ἤ «παρανοϊκή» ἀντίδραση ἑνός ἀκραίου ἐθνικισμοῦ τῶν Ἑλλήνων» τήν εἶχε ἀκούσει ὅτι κυκλοφοροῦσε στό ἐξωτερικό ὁ πρώην Πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδας Γ. Ράλλης ἤδη τό 1992 καί τήν ἐπανέλαβε τό 1999 υἱοθετώντας την ὁ Ἕλληνας Οἰκονομολόγος.
Τήν πληροφορία γιά τήν ὑστερική ἀντίδραση τήν καταχώρησε ὁ Γ. Ράλλης σέ ἄρθρο πού δημοσίευσε μαζί μέ τόν Πρέσβη Β. Θεοδωρακόπουλο, γερμανικά στήν πολιτική ἐπιθεώρηση “Wettwoche” τῆς Ζυρίχης καί πού δημοσιεύτηκε ἔπειτα μεταφρασμένο στή «Μακεδονία» τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1992 μέ τίτλο : «Ἡ πικρότατη ἐμπειρία τῆς Ἑλλάδας μέ τόν Πανσλαβισμό. Γιατί δέν εἶναι ὑστερία ἡ ἄρνηση τῆς χώρας μας νά ἀναγνωρίσει τόν Βόρειο γείτονά μας μέ τόν ὄνομα Μακεδονία».
Ἀλλά τό γεωγραφικό αὐτό ζήτημα ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ χάρτες τῆς περιοχῆς τῶν Σκοπίων, παλαιότεροι καί νεότεροι, δημοσιευμένοι κυρίως ἀπό Εὐρωπαίους ἐπιστήμονες, τοποθετοῦν τά Σκόπια (ἀρχ. Σκοῦποι) πολύ μακριά ἀπό τά ὅρια τῆς Ἀρχαίας Μακεδονίας, καθώς ὅπως εἴδαμε οἱ ἱστορικές πηγές δέν ἀναφέρουν τήν πόλη ὡς πόλη τῆς Μακεδονίας. Αὐτό τό βλέπουμε τώρα καί στούς χάρτες τῆς ἐργασίας τῆς κ. Πελεκίδου.
Ἡ Ἱστορία
Φυσικά οἱ Μακεδόνες εἶχαν κατά καιρούς ἐπιρροή καί σέ πόλεις ἤ Κράτη γειτονικῶν περιοχῶν, ἀλλά αὐτά δέν ἀνῆκαν στήν κυρίως Μακεδονία. Ἡ Χαλκιδική ἐνσωματώθηκε ὡς μέρος τῆς Μακεδονίας ἐπί Φιλίππου, ὅπως τονίζει ὁ Δ. Κανατσούλης.
Ὁ Στράβων ἀναφέρει (7, 326) ὅτι στήν ἐποχή του μερικοί τοποθετοῦσαν τά ὅρια τῆς Μακεδονίας «μέχρι Κορκύρας», ἐννοώντας φυσικά ὅτι συμπεριλάμβαναν στή Μακεδονία καί τήν Ἤπειρο «αἰτιολογοῦντες ἅμα ὅτι καί κουρά καί διαλέκτῳ καί χλαμύδι καί ἄλλοις τοιούτοις χρῶνται παραπλησίοις».
Ὅτι καί ἡ διάλεκτος τῶν Ἠπειρωτῶν ἦταν ὅμοια μέ τῶν Μακεδόνων μᾶς πληροφορεῖ ὁ Πλούταρχος. Ὁ Πύρρος λέγει (Πύρρος, 11) πολιορκώντας τή Βέροια χρησιμοποίησε στρατιῶτες «προσποιούμενους εἶναι Μακεδόνας». Ὁ Λατίνος Titus Livius (1ος αἰ. π.Χ.) σημειώνει ἐπίσης (31, 29) ὅτι ἡ διάλεκτος τῶν Μακεδόνων ἦταν συγγενική μέ τίς διαλέκτους τῶν Αἰτωλῶν καί Ἀκαρνάνων: Aetolos, Macedonas eiusdem linguae homines. Γι᾿ αὐτό ὁ Θουκυδίδης (3, 94) γράφει ὅτι οἱ Εὐρυτάνες «ὅπερ μέγιστον μέρος ἐστί τῶν Αἰτωλῶν» ἦταν «ἀγνωστότατοι γλῶσσαν».
Διότι, ὅπως ἔδειξα σέ σχετικά δημοσιεύματά μου ἴσχυαν στή διάλεκτο τῶν Μακεδόνων ἑπομένως καί στίς ὅμοιες τῶν Ἠπειρωτῶν, Αἰτωλῶν καί Ἀκαρνάνων, τοὐλάχιστον ἀπό τόν 3ο αἰ. π.Χ. οἱ δύο φωνητικοί νόμοι (τροπή ἄτονων φωνηέντων καί ἀποβολή τους) οἱ ὁποῖοι κατά τή γρήγορη προφορική ὁμιλία ἀλλοίωναν τή μορφή τῶν λέξεων καί ἐπισκότιζαν τήν ἐτυμολογική τους διαφάνεια, ὅπως συμβαίνει καί σήμερα, ὅπου στίς περιοχές αὐτές ὁμιλοῦνται τά λεγόμενα Βόρεια Νεοελληνικά ἰδιώματα ὡς συνέχεια τῶν Ἀρχαίων διαλέκτων.
Δέν ἦταν ἑπομένως εὔκολο γιά ἕναν Ἀθηναῖο, ὅπως ἦταν ὁ Θουκυδίδης πού μιλοῦσε τήν καλλιεργημένη Ἀττική διάλεκτο, νά ἐννοήσει ἕναν Εὐρυτάνα πού μιλοῦσε ὅμοια διάλεκτο μέ τή διάλεκτο τῶν Μακεδόνων.
Ὡς πρός τό ζήτημα τῆς Ἐθνότητας.
Ὡς πρός τό ζήτημα τῆς Ἐθνότητας τῶν Σκοπιανῶν καί τῆς Σλαβικῆς των γλώσσας αὐτό τό γνωρίζουν καλύτερα οἱ ἴδιοι, ἄν δέν θέλουν νά τούς τό ὑπενθυμίζουν οἱ Βούλγαροι πρόγονοί τους.
Σήμερα στή Βουλγαρία οἱ ἐπιστήμονες ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ μογγολικῆς καταγωγῆς πρόγονοί τους, πρίν ἐκσλαβιστοῦν ἐμφανίστηκαν στή Βαλκανική Χερσόνησο τόν 6ο αἰ. μ.Χ. καί ἦλθαν σέ ἐπαφή ἀμέσως μέ τούς Ἕλληνες τοῦ Βυζαντίου, προφανῶς στή Μακεδονία. Τό σημειώνουν στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου: Macadonia, Documents and Material, Σόφια 1979 (ἡ ἔκδοση στά Βουλγαρικά καί Ρωσικά).
Ὁ τόμος ἔχει ἐνδιαφέρον ἀπό τήν ἄποψη ὅτι δημοσιεύονται σ᾿ αὐτόν ἔγγραφα στά ὁποῖα γίνεται μνεία ἡ προσπάθεια πού ἔκαναν οἱ συμπατριῶτες τους ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰ. νά ἀναγνωρισθεῖ Διεθνῶς μία ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ καί ἕνας ξεχωριστός λαός ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, ἐννοῶντας τόν ἑαυτό τους, μολονότι Βούλγαροι, γιά νά προσαρτηθεῖ ἔπειτα στή Βουλγαρία.
Ἀδιάψευστοι μάρτυρες ὅμως ὅτι οἱ πρόγονοί τους πρωτοῆλθαν σέ ἐπαφή μέ Γρικούς (δηλ. Ἕλληνες) καί ὄχι μέ ξεχωριστό λαό Μακεδόνες ὅταν ἔφτασαν στή Βαλκανική Χερσόνησο ἦταν οἱ λεγόμενες πρωτοβουλγαρικές ἐπιγραφές τοῦ 9ου αἰῶνα μ.Χ. περίπου. Γράφτηκαν ἀπό τούς Μογγόλους ἀκόμα Βούλγαρους στά Ἑλληνικά μέ πολλές ἀνορθογραφίες, ὅταν αὐτοί εἶχαν ἀρχίσει νά μαθαίνουν Ἑλληνικά ἀπό τούς Βυζαντινούς Ἕλληνες, κυρίως ἀπό τούς Ἕλληνες τῆς Μακεδονίας. Τίς ἐπιγραφές αὐτές τίς ἐξέδωσε, σχολίασε μάλιστα καί τά ὀρθογραφικά τους λάθη, ὁ Βούλγαρος καθηγητής Vaselin Beschewliev (1926, 1963). Ἀπαθανατίζουν τή λαϊκή Ἑλληνική γλῶσσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Σ᾿ αὐτές ἀναφέρεται ἡ πρώτη πρωτεύουσά τους Πλίσκα (Ἀρχαιολογικός χῶρος σήμερα).
Σέ μία ἐπιγραφή διαβάζουμε: Εἰς τῆς πλίσκας τόν κάμπον καί σέ ἄλλη: Ὁ πατήρ μου ὁ ἄρχων Ὀμουρτάγ ἰρίνιν λ᾿ ἔτ(ὄν) ποιήσας καί καλά ἔζησεν μετά τούς Γρικούς. Σέ ἄλλες ἐπιγραφές ἀναφέρεται τό ὄνομα Γρικός (ἤ Γρικύ τούς Γρικούς).
Οἱ δύο Θεσσαλονικεῖς ἱερωμένοι Κύριλλος (Κωνσταντῖνος) καί Μεθόδιος τούς εἶχαν χαρίσει ἤδη τό Ἑλληνικό Ἀλφάβητο μέ τό ὁποῖο ἄρχισαν νά γράφουν ἔπειτα τή γλώσσα τους, ἐνῶ στό μεταξύ ἀσπάστηκαν καί τόν Χριστιανισμό.
Ἀπό τότε οἱ σχέσεις Βουλγάρων καί Ἑλλήνων τοῦ Βυζαντίου εἶναι γνωστές: Ἐπιδρομές στά Βυζαντινά ἐδάφη, λεηλασίες, ἀπαγωγές πληθυσμῶν, καμμιά φορά καί συμβατικές συνθῆκες εἰρήνης, ὅπως τοῦ Ὀμουρτάγ πού εἴδαμε, ὁπότε καί εἰρηνική συμβίωση.
Ἡ ἐπίδραση
Μέσῳ τῆς Θρησκείας ἡ Ἑλληνική γλωσσική ἐπίδραση ἦταν μεγάλη λόγῳ καί τοῦ ἀνώτερου πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Βούλγαροι χρησιμοποιοῦν ἀκόμα καί σήμερα πολλές Ἑλληνικές λέξεις, ἐνσωματωμένες ὅπως στό κλιτικό σύστημα τῆς γλώσσας τους. Αὐτές τίς πραγματεύτηκε ἡ κ. Μαρία Filipova–Bairova καί ὁ Ν. Ἀνδριώτης.
«Τό Ἑλληνικό λεξιλόγιο», γράφει ἡ Μαρία Filipova–Bairova, μᾶς ἦλθε σάν ποθητός φιλοξενούμενος κουβαλώντας λεκτικά χαρακτηριστικά νέων ἰδεῶν καί ἀντικειμένων, ξένων ὡς τότε στή Βουλγαρική γλώσσα. Ἡ Ἑλληνική λέξη στρογγυλοκάθισε στό σπίτι μας, στήν κουζίνα μας, στίς καθημερινές δουλειές μας. Κατέκτησε ὁλότελα τήν Ἐκκλησία καί τά Ἐκκλησιαστικά γενικῶς πράγματα».
«Ὁ σημερινός Σλαβόφωνος πληθυσμός τῆς Νότιας Βουλγαρίας», γράφει ὁ καθηγητής Ν. Ἀνδριώτης, «προέρχεται ἀπό Ἕλληνες πού μέ τά παροιμιώδη σκληρά μέτρα τους οἱ Βούλγαροι σιγά–σιγά κατόρθωσαν νά ἐκσλαβίσουν».
Ἐπί Τουρκοκρατίας ἡ Βαλκανική ἦταν ἀπό ἄποψη κινήσεως Ἐθνοτήτων «ξέφραγο ἀμπέλι», ὁπότε εἴχαμε διεισδύσεις Σλαβοφώνων στή σημερινή Ἑλληνική Μακεδονία, κυρίως Βουλγαροφώνων ἀπό τήν περιοχή τῆς Νότιας Σερβίας (Σκοπίων).
Ἀπό τότε οἱ ἐξελίξεις στήν περιοχή αὐτή ἦταν οἱ ἀκόλουθες:
Τό 1944 τό Νότιο τμῆμα τῆς Γιουγκοσλαβίας, ἡ Vardarska Viadavina (περιοχῆς Βαρδάρη) ὀνομάστηκε ἀπό τόν Τίτο «Λαϊκή Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας». Ὅταν ἀργότερα, μετά τό 1990 διαλύθηκε ἡ Γιουγκοσλαβία, τό τμῆμα αὐτό ἀποσπάσθηκε καί ἀποτέλεσε ξεχωριστό Κράτος μέ προσωρινό ὄνομα «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας» (FYROM).
Αὐτό ἀποτελεῖται σήμερα ἀπό τρεῖς διαφορετικές Ἐθνότητες Χριστιανῶν καί Μουσουλμάνων: 1) Ἀπό Βουλγάρους, διότι ἔτσι, Bugari (Σερβική ἀπόδοση τοῦ Balgari) ὀνόμαζαν τόν ἑαυτό τους οἱ Σλάβοι τῶν Σκοπίων ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, 2) Ἀπό Σέρβους καί 3) Ἀπό Ἀλβανούς. Σέ μικρό ποσοστό καί ἀπό ἄλλες Ἐθνότητες, ὅπως Τούρκους, Ἕλληνες, καί κυρίως Βλάχους, κ.ἄ.
Ἡ Σλαβική γλῶσσα τῶν κατοίκων τοῦ γειτονικοῦ μας αὐτοῦ κρατιδίου ἦταν ἀρχικά ἕνα Βουλγαρικό ἰδίωμα. Οἱ Σκοπιανοί τό τροποποίησαν, ἀλλά πάλι ἀποκλίνει πρός τή Βουλγαρική γλώσσα. Ἀνάλυση τῆς γλώσσας αὐτῆς ἔκανε ὁ καθηγητής Νικόλαος Ἀνδριώτης στό βιβλίο του: Ὁμόσπονδο Κράτος τῶν κοπίων καί ἡ γλῶσσα του, Θεσσαλονίκη 1960.
Σλαβομακεδόνες
Τό ἀρχικό Βουλγαρικό ἰδίωμά τους, πρίν τό τροποποιήσουν μετά τό 1944, ἦταν ἀκριβῶς τό ἴδιο πού μιλοῦσαν στήν Ἑλληνική Μακεδονία καί οἱ λεγόμενοι Σλαβομακεδόνες, εἶναι αὐτοί πού εἰσέδυσαν στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας σέ διάφορες περιοχές τῆς Μακεδονίας, ὅπως τῆς Καστοριᾶς, τῆς Φλώρινας, τῆς Ἔδεσσας, τοῦ Κιλκίς καί τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἀπό αὐτούς οἱ περισσότεροι εἶναι ἐκσλαβισθέντες Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ὡς αἰχμάλωτοι τῶν Βουλγάρων ἀναγκάστηκαν νά μάθουν τή Βουλγαρική αὐτή διάλεκτο καί ὕστερα ἀπό πολυχρόνια αἰχμαλωσία γύρισαν καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Ἑλλάδα. Ἀνάμεσά τους ἦλθαν στή Μακεδονία καί Σλάβοι ἀγρότες τούς ὁποίους ἀπασχολοῦσαν οἱ Βυζαντινοί στά κτήματά τους. Ὅλοι αὐτοί διατήρησαν τό Βουλγαρικό ἰδίωμα ὡς μητρική τους γλῶσσα χρησιμοποιώντας ὅμως καί παρά πολλές Ἑλληνικές λέξεις τίς ὁποίες ἐνσωμάτωσαν στή Γραμματική (κλίση, μορφολογία, σύνταξη) τοῦ Βουλγαρικοῦ ἰδιώματος, ὅπως π.χ. γκολέματα τραπέζα, ὀdβαμ νά πολέμο, ἀργκάτιν, γιόζμο (δυόσμος), κρομμύτ, σαμάρ, ἀργάσαμ, ναγκάσαμ (ἀνάγκασα), γανώσαμ, λαβώσαμ, χωνέψαμ, ὠφελήψαχ κ.ἄ.
Ἀπό τό πλῆθος τῶν Ἑλληνικῶν λέξεων στό Σλαβομακεδονικό αὐτό ἰδίωμα ἀπό αὐτούς, τούς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Ἀνδριώτης στήν ἐργασία του γιά τά Ἑλληνικά στοιχεῖα στή Βουλγαρική (1952), ἀγνοώντας τό γλωσσολογικό ἀξίωμα ὅτι ἡ Γραμματική καί ὄχι οἱ λέξεις χαρακτηρίζουν μία γλῶσσα ἔφτασαν στό σημεῖο, παρασύροντας καί ὁρισμένους «ἄμοιρους γλωσσολογικῆς μορφώσεως» Ἕλληνες, νά θεωροῦν τό Βουλγαρικό αὐτό ἰδίωμα… Ἀρχαία Ἑλληνική γλῶσσα!
Δέν εἶναι π.χ. Λατινική ἡ γλῶσσα στό δίστιχο πού παραθέτει ὁ Γυμνασιάρχης Ἰωάννης Τσικόπουλος (1892) μέ ἀποκλειστικά Λατινικῆς ἀρχῆς λέξεις:
Ἄσπρη γάτα εἰς τήν σκάλαν
τοῦ σπιτιοῦ καβαλλικεύει
κάστρα, μαγαζιά καί πόρτες
μέ τά πάσσα μαστορεύει
(Θαβώρης «Μακεδονία» 31, 1998, σελ. 35).
Οὔτε εἶναι Ἑλληνική ἡ γλῶσσα στό Ἀγγλικό κείμενο τοῦ Ξ. Ζολώτα μέ Ἑλληνικῆς ἀρχῆς λέξεις, («Τό Βῆμα» 26/11/1989).
Γιά τό Βουλγαρικό ἰδίωμα τῶν Σλαβομακεδόνων ἔγραψαν παλαιότερα ὁρισμένοι λόγιοι Ἕλληνες, ὅπως ὁ ἄλλοτε Γυμνασιάρχης Θεσσαλονίκης Γ. Μουκουβάλας. (Ἡ γλῶσσα τῶν ἐν Μακεδονίᾳ Βουλγαροφώνων, ἐν Καΐρῳ 1905), καί ἄλλοι στό περιοδικό «Ἑλληνισμός» (“L’ Hellemisme”), ὅπως, π.χ. ὁ Ν. Καζάζης, ὁ Θ. Π. (βλ. Μάρτιος 1903, σελ. 179), ὁ Σ. Σκιαδαρέσης, κ.ἄ.
Πολλοί πάντως ἀπό τούς ἐκσλαβισθέντες Ἕλληνες Σλαβομακεδόνες διατήρησαν μέχρι τέλους τό Ἑλληνικό τους φρόνημα, πολεμώντας τούς Βουλγάρους κομιτατζῆδες κατά τόν «Μακεδονικό ἀγῶνα» στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰῶνα.
Τεχνητό Κατασκεύασμα
Γιά τό σημερινό κρατίδιο τῶν Σκοπίων ὑπῆρξαν ἀρκετοί ξένοι ἐπιστήμονες πού τό χαρακτήρισαν τεχνητό Κατασκεύασμα, ὅπως τό σχόλιο τῆς Ἰταλικῆς ἐφημερίδας “II Popolo” τό 1992.
Σ᾿ ἕνα ἄρθρο της ἡ Δανέζα καθηγήτρια Tata Arcel («Μακεδονία» 12/9/1992) περιγράφει παραστατικά τό ψυχολογικό πρόβλημα τῶν Σκοπιανῶν νά θέλουν νά μονοπωλήσουν τό ὄνομα Μακεδονία «γιά ἕνα νέο Κράτος» πού τό χαρακτήρισε «διοικητικό δημιούργημα», παραποιώντας τήν ἱστορία.
Γιά τήν Ἑλληνικότητα τῶν Ἀρχαίων Μακεδόνων ἔχουν γραφεῖ πολλά μέ ἄπειρα ἐπιχειρήματα, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ διαλεύκανση ἀπό μένα τῆς ἐτυμολογίας λέξεων τῆς διαλέκτου, ἀρκετῶν ἀπό τίς λίγες πού θεωροῦνταν ὡς τώρα ἄγνωστης ἀρχῆς, ὅπως: Βλουρίτις=Φιλωρείτης, γάρκαν=χάρακα(ν), ἐστερικᾶς κύνας=σιταρικᾶς δηλαδή οἰκόσιτα σκυλιά κ.ἄ. Ὡστόσο καί μόνο τά Ἑλληνικά ὀνόματα Μακεδονία καί Μακεδόνας εἶναι ἀρκετά.
Νά προσθέσω καί ἕνα ἀκόμα ἐπιχείρημα πού ὡς τώρα δέν ἔχει ἐπισημανθεῖ: Οἱ Ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ἀναφέρουν πολλά θρακολλυρικά κύρια ὀνόματα, ἀκατανόητα ἀπό τούς Ἕλληνες ὡς πρός τήν ἐτυμολογία τους, ὅπως Ἀδαβίκταβος, Βηρισάδης, Ἐβρίζαλμος, Ζάμολξις, Κετρίπορος, Μουκαζένιος, Ρακτότερκος κ.ἄ. Εἶναι ὅμοια μέ αὐτά, τά ὀνόματα τῶν Μακεδόνων Ἀλέξανδρος, Ἀμύντωρ, Αὐτόδικος, Γαιτέας (χαίτη), Φίλιππος–Βίλιππος, Φιλώτας, Βερενίκα, Εὐρυδίκα, Λαοδίκα ; Ὄχι βέβαια.
Ὅλα τά ἐπιχειρήματα συνοψίζονται στό γενικό συμπέρασμα ὅτι: Τίποτε ἀπό τούς Μακεδόνες δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ χωρίς τήν προϋπόθεση ὅτι ἦταν Ἕλληνες.
Ἐφημ. “Ἐλεύθερος“ 5/8/2009
Ε.ΡΩ. από τις 24/8/2012 - enromiosini