Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Κυριακή Ζ΄ Λουκά - Η ανάστασις της κόρης του Ιαείρου

Αποτέλεσμα εικόνας για «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει»

«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει»
Ευαγγέλιο-Απόστολος, σχολιασμός

Ευαγγέλιο:Λουκ. η΄ 41-56
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆ­ναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυν­αγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτον­το αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δὲ παρήγ­γειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.


ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει»
 ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

Ἦταν βαρὺ τὸ πένθος γιὰ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου. Ὅταν ὁ ­Κύριος Ἰησοῦς ἔφτασε στὸ σπίτι συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν πονεμένο πατέρα, βρῆκε ἀπαρηγόρητους τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς νὰ θρηνοῦν τὸ θάνατό τῆς κόρης του. Στράφηκε τότε ὁ Χριστὸς καὶ μὲ τόνο σταθερὸ τοὺς εἶπε:
–«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Ἡ κόρη δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται... Κι ὕστερα ἀπὸ λίγο ἔγινε τὸ συγκλονιστικὸ θαῦμα: Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου!

«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύ­δει». Αὐτοὶ ἀκριβῶς οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου μᾶς δείχνουν πῶς πρέπει οἱ πιστοὶ χρι­στια­νοὶ νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὸ θάνατο τῶν προσφιλῶν μας.

1. ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ

Ἐκεῖνο ποὺ κατ’ ἐξοχὴν παρηγορεῖ τὸν πιστὸ χριστιανὸ καὶ τὸν ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη, ὅταν ἔχει κάποιο πένθος, εἶναι ἡ πίστη στὴν ἀνάσταση καὶ στὴν αἰώνια ζωή. Μετὰ τὴ νίκη τοῦ Θεανθρώπου κατὰ τοῦ θανάτου «ὁ θάνατος τεθανάτωται», ὅπως ψάλλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Δηλαδὴ καταργήθηκε ὁ θάνατος καὶ τοῦ ἀφαιρέθηκε κάθε ἐξουσία, ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομά του! Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος γιὰ τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου «οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει», ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς. Τώρα πλέον ὁ θάνατος ὀνομάζεται «κοίμηση» καὶ «ὕπνος», καὶ ἀντιστοίχως ὁ τόπος ὅπου θάπτονται οἱ νεκροὶ «κοιμητήριο». Πόση ἐλπίδα χαρίζει στὴν ψυχὴ αὐτὴ ἡ νέα πραγματικότητα ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου! Τώρα γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀτενίζουμε νεκρό, δὲν χάνεται‧ δὲν ἐξαφανίζεται, ὅπως πιστεύουν οἱ ὑλιστές. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνοντας μία παρομοίωση μὲ τὸ σπόρο ποὺ θάβεται στὴ γῆ, γιὰ νὰ βλαστήσει καὶ νὰ καρποφορήσει, γράφει ὅτι τὸ νεκρὸ σῶμα «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α΄ Κορ. ιε΄ 42)· σπέρνεται σὲ κατάσταση φθορᾶς καὶ θὰ ἀναστηθεῖ σὲ κατάσταση ἀφθαρσίας. «Κοιμᾶται» οὐσιαστικὰ ὁ νεκρός μας. Ἡ ψυχή του ζεῖ, βρίσκεται μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ σῶμα του περιμένει τὴν ἀνάσταση. Ὅλοι μας αὐτὴν περιμένουμε. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ὁμολογοῦμε κάθε φορὰ ποὺ ἀπαγγέλλουμε τὸ «Πιστεύω». Ἑπομένως...

2. ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΛΥΠΗ

Εἶναι στ’ ἀλήθεια σκληρὸς καὶ δυσβάστακτος ὁ πόνος ἀπὸ τὸ θάνατο κάποιου ἀγαπημένου μας προσώπου, μάλιστα ἂν αὐτὸ ἦταν ἕνα μικρὸ παιδί. Κανεὶς δὲν μπο­­­ρεῖ νὰ μείνει ἀσυγκίνητος μπροστὰ σ’ αὐ­τὴν τὴν τραγικὴ πραγματικότητα. Ἀκόμη κι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δάκρυσε, ὅταν βρέθηκε μπροστὰ στὸν τάφο τοῦ φίλου του Λαζάρου.

Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος παραγγέλλει «μὴ κλαίετε», ἀσφαλῶς δὲν ἀπαγορεύει τὰ δάκρυα ἐνώπιον τοῦ νεκροῦ, ἀλλὰ συνιστᾶ ἡ λύπη αὐτὴ νὰ μὴ γίνει μία μόνιμη κατάσταση, ποὺ θὰ ὁδηγήσει στὴ μελαγχολία καὶ στὴν ἀπογοήτευση. Γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσό­στομος: «Δάκρυσον, ἀλλ’ ἠρέμα, ἀλλὰ μετὰ εὐσχημοσύνης, ἀλλὰ μετὰ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ» (P.G. 59, 347-8). Εἶναι ἀνθρώπινο νὰ δακρύσεις καὶ νὰ κλάψεις. Αὐτὸ ὅμως ἂς γίνει μὲ κόσμιο τρόπο καὶ συγκρατημένα, ὄχι μὲ ὑπερβολικοὺς θρήνους καὶ κοπετούς. Ἐφόσον ὁ νεκρός μας δὲν χάθηκε, ἀλλὰ ζεῖ κοντὰ στὸν Θεό, καὶ ἐφόσον προσδοκοῦμε «ἀνάστασιν νεκρῶν», δὲν ­πρέπει νὰ ἀπελπιζόμαστε. Ἡ πίστη μας στὴν ἀνάσταση καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς συναντήσεως τῶν προσφιλῶν μας ἂς μετριάζουν τὴ θλίψη μας ἀπὸ τὸ θάνατό τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος μᾶς προτρέπει νὰ μὴ λυπούμαστε ὑπερβολικὰ «καθὼς καὶ οἱ ­λοιποὶ οἱ μὴ ἔ­­­χοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ΄ 13).

«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύ­δει». Πόσο παρήγοροι ἀκούγονται αὐ­τοὶ οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ πενθεῖ γιὰ τὴν κοίμηση κάποιου ἀγαπημένου του προσώπου! Πόσο διαφορετικὴ εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου διὰ τῆς πίστεως! Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε συνειδητὸς χριστιανὸς δὲν ἀπελπίζεται μπροστὰ στὸ θάνατο. Στηρίζει τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα του στὸν αἰώνιο Θριαμβευτὴ καὶ Νικητὴ τοῦ θανάτου, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί περιμένει τὴν ἀνάσταση· τὸ πέρασμα στὴν αἰώνια δόξα καὶ μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ!


Απόστολος: (Γαλ. β΄ 16-20)
Αποτέλεσμα εικόνας για ευαγγελιο ο σωτηρ

Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; μὴ γένοιτο. εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.

1. ΓΙΑΤΙ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν σώζεται τηρώντας μόνο τὶς τυπικὲς διατάξεις τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης· καὶ ἀπολογεῖται γιατί ὁ ἴδιος ἐγκατέλειψε τὸν Νόμο αὐτό. Βέβαια ἐμεῖς ἀκούγοντας αὐτὲς τὶς ἔννοιες δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τί σήμαινε γιὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γιὰ ἕναν Ἑβραῖο καὶ μάλιστα γιὰ ἕναν τόσο μεγάλο νομοδιδάσκαλο ὅπως ὁ Παῦλος νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Nόμο. Αὐτὸ φαινόταν ἀδιανόητο ἢ παράλογο. Μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε ἕνα χαρισματοῦχο νέο μὲ τέτοια μόρφωση, δράση καὶ προοπτική, νὰ τὰ ἐγκαταλείπει ὅλα καὶ νὰ διακηρύττει μὲ θάρρος τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ Νόμου; Ἦταν πραγματικὰ ὅλα αὐτὰ ἕνας θάνατος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως περιφρόνησε τὴν κατακραυγὴ τοῦ κόσμου, ἀδιαφόρησε γιὰ τὶς προσωπικὲς συνέπειες καὶ ἔκανε αὐτὸ τὸ ἅλμα. 

Καὶ διακηρύττει πλέον ξεκάθαρα: κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ τηρώντας τὶς τυπικὲς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο πιστεύοντας στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ πολλοὶ Ἑβραῖοι ὑποστήριζαν ὅτι ὅσοι ἄφησαν τὸν Νόμο εἶναι ἁμαρτωλοί, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπολογεῖται: Δὲν εἴμαστε ἁμαρ-τωλοὶ ὅσοι ἀφήσαμε τὸν Νόμο, διότι σ’ αὐτή μας τὴν πράξη μᾶς ὁδήγησε ὁ Χριστός. Εἶναι δυνατὸν λοιπὸν κι ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι ὑπηρέτης τῆς ἁμαρτίας; 

Ὅμως ὁ ἅγιος Ἀπόστολος προσθέτει κι ἕνα ἀκόμη ἐπιχείρημα: Ὁ Νόμος, λέει, τιμωρεῖ μὲ θάνατο κάθε παραβάτη του. Ἄρα ἐγὼ ποὺ ἐγκατέλειψα τὸν Νόμο εἶμαι καταδικασμένος σὲ θάνατο. Κι ἐφ’ ὅσον εἶμαι νεκρός, πάνω μου δὲν ἔχει καμία ἰσχὺ πλέον ὁ Νόμος. Ἔχω πεθάνει ὡς πρὸς τὸν Νόμο γιὰ νὰ ζήσω γιὰ τὸν Χριστό. 

Ἀκούγοντας ὅλα αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ ἱερὰ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος ἂς θέσουμε ἐμεῖς ἕνα ἁπλὸ ἐρώτημα στὸν ἑαυτό μας. Ἐμεῖς ἄραγε ποὺ βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσα στὴν ἁγία κολυμβήθρα νεκρωθήκαμε ὡς πρὸς τὴν ἁ-μαρτία, ἔχουμε τὴ διάθεση τοῦ ἀποστόλου Παύλου νὰ νεκρώνουμε καθημερινὰ τὸν ἑαυτό μας ὡς πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὴν ἁμαρτία; Ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ περιφρονοῦμε κάθε ἐγκόσμιο, γιὰ νὰ ζοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν Χριστό;

2. Η ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ ΖΩΗ
Αποτέλεσμα εικόνας για ιησούς χριστός
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως δὲν μένει μόνο μέχρι τὸ στάδιο τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ συνεχίζει λέγοντας ὅτι πλέον ζεῖ μιὰ νέα ζωή, ζωὴ ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωὴ ποὺ μέχρι τότε ζοῦσε. Διότι πλέον δὲν ζεῖ ὁ ἴδιος, ὁ παλαιὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζεῖ μέσα του ὁ Χριστός. 

Βέβαια εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ περιγράψει κανεὶς αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ τοῦ Παύλου καὶ κάθε ἀναγεννημένου πιστοῦ. Διότι εἶναι ζωὴ ἀνεξιχνίαστη καὶ ὑπερφυσική. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ καλύτερη ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν πολλῶν ἀλλὰ εἶναι ἡ ὄντως ζωή, ζωὴ πίστεως καὶ ἁγιότητος καὶ πλήρους ἀφοσιώσεως στὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ ἀγωνίζεται νὰ νεκρώνει μέσα του καθημερινὰ τὴν ἁμαρτία, νὰ νεκρώνει τὸ δικό του θέλημα, γιὰ νὰ ἀφήνει τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ νὰ κυβερνᾶ τὴ ζωή του. Κι ἔτσι μέσα στὴν καρδιά του κατοικεῖ πλέον ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς κυριεύει τὴν ψυχή του καὶ τὴν κινεῖ πρὸς τὸ δικό του θεῖο θέλημα. Τώρα πλέον δὲν ἐνεργεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀλλὰ μέσα του ἐνεργεῖ ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς κάνει τὰ πάντα, ὁ Χριστὸς μιλάει, ὁ Χριστὸς ἀκούει, ἀγαπάει, κυριαρχεῖ καὶ δεσπόζει.

3. ΠΟΣΟ ΜΕ ΑΓΑΠΗΣΕ

Ποιὰ ἦταν ὅμως ἡ κινητήρια δύναμη ποὺ ὁδήγησε τὸν Παῦλο σὲ μία τόσο μεγάλη μεταστροφή; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος: Ἡ πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος, λέει, τὸν ἀγάπησε προσωπικὰ καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του στὸ θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία του. 

Ἐδῶ ὅμως προκύπτει τὸ ἐρώτημα: Ὁ Χριστὸς μόνο τὸν Παῦλο ἀγάπησε καὶ μόνο γι’ αὐτὸν σταυρώθηκε καὶ πέθανε; Ὁ Χριστὸς ὅλους τοὺς ἀγάπησε καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους θυσιάστηκε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως ἐπειδὴ κατάλαβε ἀπὸ τί μᾶς ἀπάλλαξε ὁ Χριστὸς καὶ ποιὰ ἀγαθὰ μᾶς χάρισε, τόσο πολὺ πυρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, ὅπως λένε οἱ ἱεροὶ Πατέρες, «τὸ κοινὸν ἴδιον ποιεῖται», αἰσθάνθηκε αὐτὴ τὴν οἰκουμενικὴ κίνηση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο· σὰν νὰ ἀγάπησε ὁ Χριστὸς μόνο τὸν Παῦλο καὶ σὰν νὰ πέθανε μόνο γι’ αὐτόν. 

Ἂς προσπαθήσουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅσο μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε αὐτὴν τὴν προσωπικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στὸν καθένα μας. Νὰ συναισθανθοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγάπησε σὰν νὰ ἦταν ὁ καθένας μας τὸ μοναδικὸ πρόσωπο τῆς ἀγάπης του. Καὶ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς προσωπικά. Καὶ μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ χειρότερο δεινό, τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ἂν τὸ αἰσθανθοῦμε αὐτὸ πραγματικὰ μέσα μας, θὰ γεμίσει ἡ ψυχή μας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸν Λυτρωτή μας, θὰ ἀλλάξει καὶ ἡ δική μας ζωή. Θὰ μποροῦμε κι ἐμεῖς τότε νὰ ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ νὰ λέμε: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Ἀμήν.

https://www.osotir.org/