Αρκετές φορές επηρεαζόμενοι από το επάγγελμα που εξασκεί κανείς, σχηματίζουμε στην συνείδησή μας εντελώς διαφορετική την προσωπικότητα απ’ ότι στην πραγματικότητα είναι. Αυτό φαίνεται καθαρά και στην περίπτωση του εκατόνταρχου
της Ευαγγελικής μας περικοπής.
Θα νόμιζε κανείς ότι ενός Ρωμαίου στρατιωτικού εκείνης της εποχής, και μάλιστα εκείνης της αυτοκρατορίας (pax romana), με σκληρές εμπειρίες αγρίων πολέμων και πατάξεων «αναρχικών στοιχείων» στις υποτελείς χώρες στην Ρώμη, το φυσικό του θα ήταν η σκληρότης και η αδιαφορία έναντι των πνευματικών θεμάτων.
Και όμως, ο εκατόνταρχος της Ευαγγελικής μας περικοπής όχι μόνο αυτό δεν είναι, αλλά αποκαλύπτει μια άνευ προηγουμένου αγάπη προς τον δούλο του, και επίσης, αν και ειδωλολάτρης, επαινείται υπό του Ιησού για την πίστη που έκλεινε μέσα στα φυλλοκάρδια του.
Ο όλος διάλογος που καταγράφεται στο ιερό κείμενο του Ευαγγελιστού Ματθαίου, είναι όχι μόνο συγκινητικός και διδακτικός, αλλά και ελεγκτικός προς όλους εμάς, τόσο στο κορυφαίο θέμα της εις Χριστόν πίστεως, όσο και στις σχέσεις και στην αγάπη που πρέπει να τρέφουμε και βεβαίως να επιδεικνύουμε προς όλους τους εν Χριστώ και όχι μόνον αδελφούς μας.
Ώστε λοιπόν ένας Ρωμαίος εκατόνταρχος μας αποδεικνύει πως το επάγγελμα δεν αποτελεί εμπόδιο στην πνευματική προκοπή και στην χριστοποίηση του ανθρώπου, όταν υφίστανται οι βασικές προϋποθέσεις.
Αλλά ποίες είναι αυτές οι προϋποθέσεις, που απαιτείται να έχει ένα επάγγελμα ώστε να μη γίνεται αυτό εμπόδιο στην πνευματική ζωή, για εκείνον που το εξασκεί;
Είναι πολύ εύκολο να καταλάβουμε όλοι μας ότι πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να μην έρχεται σε αντίθεση το επάγγελμα με τον Ευαγγελικό νόμο, δηλ. την Ορθόδοξη πνευματική ζωή. Και για να αναφερθούμε περισσότερο συγκεκριμένα και με παραδείγματα, τονίζουμε ότι είναι αδύνατον ένας Χριστιανός ή Χριστιανή να εργάζονται σε ποικίλα καταστήματα όπου ενεργείται η αμαρτία. Επίσης είναι αδύνατον ένας που λέγει ότι πιστεύει εις Θεόν, να «εμπορεύεται τον θάνατο» δια των ναρκωτικών και άλλων βλαβερών προς την ψυχοσωματική υγεία ουσιών. Είναι απαράδεκτον ένας που αισθάνεται μέσα του έστω και υποτονικώς την αγάπη προς την Πατρίδα να εργάζεται και να συνεργάζεται με «ξένα κέντρα αποφάσεων» να πληγώνει και να προδίδει την Πατρίδα του, με σκοπό την πλήρωση του βαλαντίου του. Όπως επίσης, είναι φύσει αδύνατον ένας πιστός, είτε διαθέτει δική του εργασία, είτε εργάζεται ως υπάλληλος στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, να ανήκει ταυτοχρόνως και σε σκοτεινές «παρακρατικές οργανώσεις», ή σε ζοφερές «μυστικιστικές οργανώσεις» με τα περίεργα πλοκάμια τους που όποιον αρπάσσουν, τον αποσπούν από την φυσιολογική και όμορφη ζωή και τον βυθίζουν στα απύθμενα μέλανα ύδατα της πλάνης, του αντικοινωνισμού, αντιχριστιανισμού, ανθελληνισμού και τέλος σ΄αυτή την κόλαση.
Και στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε, εύκαιρον είναι να θυμηθούμε τις δύο τελευταίες εγκυκλίους του αειμνήστου πρώτου κυβερνήτου της Ελλάδος Ιωάννου Καποδίστρια. Στα δυναμικά αυτά κείμενα που διασώζει η ιστορία μας (και που κάποιοι προσπάθησαν να τα «θάψουν», γιατί άραγε; ), ο βαθύς Ορθόδοξος και πεπνυμένος κυβερνήτης, απαγορεύει ρητώς, κατηγορηματικώς και άκρως αυστηρώς σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους του νεοσύστατου τότε Ελληνικού Κράτους, να ανήκουν σε «μυστικιστικές οργανώσεις», δηλ. σε μασσωνικές στοές. Και για την ιστορία πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η τελευταία απόφαση του ανεπανάληπτου εκείνου Κυβερνήτου ήταν να εκδοθεί μια Ιερά Σύνοψις με ακολουθίες, ώστε να την προσφέρει δωρεάν σε όλες τις οικογένειες της έως την εποχήν του ελευθέρας Ελλάδος. Φυσικά, μόνο τυχαίο δεν ήταν το γεγονός ότι εκείνη ακριβώς την χρονική περίοδο πραγματοποιήθηκε η άνανδρη δολοφονία του, που τα γεγονότα είναι εντελώς διαφορετικά απ’ ότι έως τώρα παρουσιάζονται.
Ο Θεός αξίωσε τον γνήσιο δούλο του να μαρτυρήσει την ιερότερη και αγιότερη στιγμή. Την ώρα δηλ. που πήγαινε να λατρεύσει τον Τριαδικό Θεό, διαβάζοντας στο ξεκίνημα του όρθρου τον εξάψαλμο. Είθε η μνήμη του να είναι αιωνία και εν χώρα ζώντων που ευρίσκεται η αγία του ψυχή, να πρεσβεύει υπέρ του ταλαιπώρου Ελληνικού μας Έθνους και υπέρ της τάλαινας Ελλαδικής μας Εκκλησίας.
Στο δε ερώτημα τώρα, μπορεί ένας Χριστιανός και δη Ορθόδοξος να ασχολείται με την πολιτική; Την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Καποδίστριας με την όλη του βιοτή και τη στάσις του έναντι των εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων του Έθνους. Η φιλοπτωχεία του και κυρίως οι τελευταίες εγκύκλιοι, η μοναδική του αγάπη προς την Ελλάδα μας και ο θείος έρως που εκόχλαζε στην καρδιά του προς την Ορθοδοξία μας, δείχνουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό από τα παραπάνω ότι εκείνο το επάγγελμα το οποίο θα επιλέξει ο Χριστιανός να εργασθεί, εάν δεν ευρίσκεται στα ύψη του λειτουργήματος, επιβάλλεται να είναι ένα επάγγελμα το οποίο δεν θα έρχεται σε αντίθεση με την Ορθόδοξη βιοτή και γενικώς με τα Ελληνοχριστιανικά μας Ιδεώδη. Με μια φράση θα λέγαμε, ότι στο επάγγελμά του ο συνειδητός ορθόδοξος Χριστιανός, πρέπει να προσκαλεί τον Κύριο, και να αντέχει αυτή η παρουσία του Ιησού Χριστού μέσα στο επαγγελματικό πλαίσιο και τις εν γένει εργασιακές προδιαγραφές.
Και κατόπιν αυτών, ας περάσουμε τώρα να δούμε τα «ταπεινά» επαγγέλματα. Αλήθεια, φίλοι μου, υφίστανται και τέτοια επαγγέλματα σε σχέση με τα «υψηλά» και τα «αριστοκρατικά»; Εάν όπως τονίσαμε προηγουμένως μέσα στο επάγγελμα αντέχει το θεανδικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, εάν μέσα στην συνεργασία του δούναι και λαβείν, πνέει η δρόσος της Χάριτος, τότε μόνο ως αστείο μπορεί να τεθεί το παραπάνω ερώτημα. Όταν μάλιστα ζούμε μια παγκόσμια οικονομική κρίση, και βιώνουμε την φοβερή ανεργία των νέων και των μεσηλίκων αδελφών μας στην πατρίδα μας σε πρωτοφανή υψηλό ποσοστό, τότε μπορεί κανείς να κάνει λόγο για το τι επάγγελμα θα εξασκήσει για να ζήσει αυτός και η «κατ’ οίκον του εκκλησία», δηλ. η οικογένειά του;
Όταν υπάρχουν οικογένειες οι οποίες – άνεργοι όντες και οι δύο γονείς – περιμένουν την πενιχρή σύνταξη του παππού ή της γιαγιάς για να «τα βγάλουν πέρα» και να ζήσουν, όταν τα φροντιστήρια των παιδιών ή ακόμα και αυτό το ηλεκτρικό και το τηλέφωνο, παραπέμπουν στις «παλιές καλές εποχές», όταν οι άνθρωποι, ας μας επιτραπεί αυτό που με πόνο θα γράψουμε, καταντούν «αρουραίοι» ψάχνοντας μέσα στους κάδους των απορριμάτων για λίγη τροφή, άραγε υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που εμφανίζουν συμπλέγματα κατωτερότητος από το δήθεν «ταπεινό επάγγελμα» που καλούνται να εργαστούν;
Αλλά εδώ θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι πληρώνουμε τα επίχειρα της αλαζονείας μας και του εγωισμού μας και στο πλαίσιο του επαγγελματικού προσανατολισμού ημών και των παιδιών μας. Η στενότης του χώρου δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε στον καμουφλαρισμένο ή στον «γυμνή τη κεφαλή» εγωισμό ο οποίος μας έκανε να αρνηθούμε τα απλοϊκά, ταπεινά αλλά όμορφα επαγγέλματα των γονέων μας και επιζητούμε την «εθνικήν κρατικοδίαιτην σωτηρίαν». Ούτε βεβαίως θα σταθούμε στο ότι εγκαταλείψαμε την γη μας, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, και στρέψαμε τις καρδιές μας στον εύκολο έως σκανδαλώδη πλουτισμό. Αρνηθήκαμε δηλ. τον πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγικό τομέα, αφήνοντας τους ξένους και λαθρομετανάστες να εργαστούν στην αιματοποτισμένη μας γη και να «κάνουν αυτοί τα μεροκάματα», διότι οι δικοί μας «πρίγκιπες» δεν μπορούν βλέπετε να ιδρώνουν. Αλλά τι να πρωτοσημειώσει κανείς, αφού η ίδια η ζωή τώρα έφερε το επάνω κάτω και σήμερα θεωρείται «τυχερός» αυτός που θα κατορθώσει να βρει έστω και δυο μεροκάματα την εβδομάδα.
Και εάν τα μαθήματα αυτά ισχύουν για όλους βεβαίως τους ανθρώπους, πολύ περισσότερο ισχύουν για τους Ορθοδόξους και Έλληνες. Τούτο δε διότι μεταλλάχθησσαν οι Έλληνες μέσα σε ελάχιστα χρόνια από λαός εργατικός και παραγωγικός, σε λαό τεμπέληδων και σε «ό,τι προλάβει» κανείς μέσω των δανείων. Αλλά κυρίως τα παραπάνω ισχύουν για κάθε συνειδητό πιστό, αφού Αυτός ο ίδιος ο Κύριος που αποτελεί το αιώνιο πρότυπό μας, έως τριάκοντα ετών εργαζόταν την ταπεινή, χειρωνακτική, δημιουργική και όμορφη τέχνη του μαραγκού.
Αυτό δε βλέπουμε, την αναγκαιότητα δηλ. της εργασίας και στον απόστολο των Εθνών, τον Παύλο, ο οποίος αν και ο χρόνος του ήταν αναγκαίος περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, αν και οι πιστοί θεωρούσαν ευλογία να του χορηγούν τα προς το ζην, αυτός εργαζόταν την τέχνη του σκηνοποιού για να δίνει πρώτος το παράδειγμα, αναφέροντας τα εξής χαρακτηριστικά ο ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων: «Αργυρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησα. Αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και ταις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πράξ. Απ. Κ’ 33-34), δηλ. Ασήμι ή χρυσάφι ή ρουχισμό, τίποτε από αυτά δεν επιθύμησα. Εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου, υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια.
Αλλά αυτόν τον αποστολικό τρόπο ζωής τον βλέπουμε σε όλους τους Αγίους της Εκκλησίας μας. Ουδέποτε υπήρξε Άγιος που να εργάστηκε παράνομο επάγγελμα και ουδέποτε θα εμφανιστεί Άγιος που να ζει εις βάρος των άλλων. Και πάλι εδώ ο λόγος του Θεού είναι ξεκάθαρος: «Ότι εί τις ού θέλει εργάζεσθαι μηδέ εσθιέτω» (Β’ Θεσσ. Γ’ 10). Δηλ. όποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώει.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι το κεφάλαιο του επαγγέλματος για τον συνειδητό Χριστιανό δεν αποτελεί μια απλή παρένθεση, δοθέντος ότι η ίδια η κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί μας κάνει θέλοντας και μη να αναθεωρούμε τις προς το θέμα απόψεις μας.
Θα κλείσουμε με τούτο. Όποιο λειτούργημα και επάγγελμα εάν εργάζεται κανείς, θα πρέπει να προσκαλεί ως συνέταιρο τον ίδιο τον Ιησού. Αυτός θα τον ευλογεί, θα τον διαφυλάττει, θα τον κάνει να προκόπτει στο επαγγελματικό και κοινωνικό του πεδίο.
Και ας μη λησμονούμε ότι ο τεμπέλης δεν γνωρίζει την απόλαυση της αναπαύσεως, διότι δεν την δοκίμασε ποτέ.
Αλλοίμονο δε στον άνθρωπο που η μόνη του απόλαυση από την εργασία του είναι ο μισθός του.
Αμήν.
Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος