Αρχιμ. Αυγουστίνος Μύρου
Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού
Κάτω από την επίδραση των προτεσταντικών κυρίως, αλλά και άλλων αιρετικών αντιλήψεων, καθώς επίσης και
της έντονης κυριαρχίας της λογοκρατίας, τίθεται συχνά το ερώτημα, εάν ο νηπιοβαπτισμός είναι σύμφωνος με το αποκεκαλυμμένο θέλημα του Θεού. Πίσω από το ερώτημα αυτό κρύβεται η αμφισβήτηση της πρακτικής στην Ορθόδοξη Εκκλησία να βαπτίζονται τα νέα της μέλη στην νηπιακή ηλικία και η ενθάρρυνση να εγκαταλειφθή η μακραίωνη αυτή εκκλησιαστική παράδοση. Ως βασικά επιχειρήματα προβάλλονται η θεωρούμενη έλλειψη αγιογραφικών μαρτυριών, η θεωρούμενη διαπίστωση ότι ο νηπιοβαπτισμός ήταν άγνωστος στους αποστολικούς χρόνους και στους επομένους τρεις αιώνες, και, τέλος, η απουσία της ελεύθερης βούλησης στα νήπια.
Εάν και κατά πόσον ισχύουν τα παραπάνω επιχειρήματα θα το ερευνήσουμε στην συνέχεια.
Η μαρτυρία των Αγίων Γραφών.
Όσο κι αν ερευνήση κάποιος τις άγιες Γραφές είναι αδύνατο να βρη σ’ αυτές ρητή εντολή, με την οποία να απαγορεύεται ο νηπιοβαπτισμός. Δεν υπάρχει βέβαια και ρητή εντολή με την οποία να συστήνεται. Κι αυτό διότι για τους πιστούς της Αποστολικής Εκκλησίας ο νηπιοβαπτισμός δεν αποτελούσε πρόβλημα. Υπήρχε η βεβαιότητα ότι τα νέα της μέλη μπορούσαν να βαπτισθούν σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν ευρίσκοντο, ακόμη και στην νηπιακή. Οι αγιογραφικές μαρτυρίες για την αμετακίνητη αυτή πεποίθηση της Αποστολικής Εκκλησίας είναι ποικίλες.
Τα ευαγγελικά και αποστολικά κείμενα της Καινής Διαθήκης μας διδάσκουν ότι το χριστιανικό βάπτισμα είναι το απαραίτητο σημάδι της Νέας Διαθήκης, την οποία έκαμε ο Ιησούς Χριστός με τον Νέο Ισραήλ, όπως ακριβώς το απαραίτητο σημάδι της Παλαιάς του Διαθήκης ήταν η περιτομή. Όταν ο Χριστός, λίγο πριν από την ανάληψή του, παραγγέλλει στους μαθητές του να «μαθητεύσουν πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Μτθ. 28:19), θέτει ως πρώτη και απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξή τους στον Νέο Ισραήλ, στην Εκκλησία, την βάπτισή τους. Έτσι το βάπτισμα γίνεται το απαραίτητο σημάδι των μελών της Εκκλησίας. Κατά παρόμοιο τρόπο και στην Παλαιά Διαθήκη η περιτομή αποτελούσε το απαραίτητο σημάδι εκείνων που ανήκαν στον λαό του Θεού. Είναι γνωστό ότι στην Π. Διαθήκη ο Θεός, όχι απλώς επέτρεπε στα νήπια να δεχθούν την περιτομή, αλλά ρητά εντελλόταν να υποβληθή στην περιτομή κάθε αγόρι κατά την ογδόη ημέρα μετά την γέννησή του (Γεν. 17:9-14). Γιατί λοιπόν στην Κ. Διαθήκη να αποκλείση ο Θεός τα νήπια να γίνουν μέλη της Εκκλησίας του; Αυτή η πρακτική της περιτομής στην Π. Διαθήκη αποτελεί ξεκάθαρη αγιογραφική κατοχύρωση του νηπιοβαπτισμού.
Από την Καινή Διαθήκη είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτος ο λόγος τον οποίο απηύθυνε ο απόστολος Πέτρος στο πλήθος που παρακολουθούσε το γεγονός της Πεντηκοστής: «Μετανοήσατε και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. Υμίν γαρ εστιν η επαγγελία και τοις τέκνοις υμών και πάσι τοις εις μακράν» (Πρξ 2:38-39). Το πρώτο μέρος του χωρίου αποτελεί το κατ’ εξοχήν επιχείρημα των Προτεσταντών εναντίον του νηπιοβαπτισμού. Όμως οι ίδιοι αποφεύγουν επιμελώς να αναφερθούν και στη συνέχεια του χωρίου, στην οποία ρητά λέγεται ότι η υπόσχεση του Θεού για την λήψη του Αγίου Πνεύματος με το βάπτισμα αφορά και στα τέκνα τους ανεξαρτήτως ηλικίας.
Ο νηπιοβαπτισμός είναι γνωστός στην Εκκλησία από την αρχή και αδιάκοπα.
Ο νηπιοβαπτισμός αποτελεί πράξη της Εκκλησίας από τους αποστολικούς χρόνους και αδιάκοπα μέχρι και σήμερα. Είναι πολύ γνωστές οι περιπτώσεις βαπτίσεως όλων των μελών της οικογένειας του Κορνηλίου (Πρξ 10:48), της Λυδίας (Πρξ 16:15), του δεσμοφύλακος των Φιλίππων (Πρξ 16:31-34), του αρχισυναγώγου Κρίσπου (Πρξ 18:8) και του Στεφανά (Α’ Κορ 16:15), στις οποίες θα υπήρχαν μικρά παιδιά και νήπια. Αν στην εποχή αυτή οι βαπτίσεις των ενηλίκων αποτελούν τον κανόνα, αυτό εξηγείται από το ότι οι πρώτοι που προσέρχονται στην Πίστη είναι ενήλικες, πολλοί μάλιστα έγγαμοι με απίστους συντρόφους, γεγονός που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την βάπτιση των νηπίων. Όμως από την ειδική αυτή κατάσταση που επικρατούσε κανείς δεν μπορεί να συμπεράνη ότι η πράξη του νηπιοβαπτισμού ήταν άγνωστη. Οι παραπάνω αγιογραφικές μαρτυρίες βεβαιώνουν το αντίθετο. Περισσότερο όμως βεβαιώνεται η πράξη αυτή της Εκκλησίας από την συνέχειά της, όπως μαρτυρείται από τους μεταποστολικούς και λίγο μεταγενέστερους πατέρες.
Ο άγιος Ειρηναίος (130-202 μ.Χ.) γράφει: «Διότι αυτός [ο Χριστός] ήρθε στη γη για να μας σώση όλους δι’ Αυτού –όλους, λέγω, που θα αναγεννηθούν δι’ αυτού εν Θεώ– νήπια, παιδιά, εφήβους, νέους και γέρους. Ήλθε λοιπόν για κάθε ηλικία, γενόμενος νήπιος για τα νήπια, καθαγιάζοντας το παιδί για τα παιδιά…, γενόμενος προς αυτά ταυτόχρονα παράδειγμα ευσεβείας, αρετής και ταπείνωσης» (Κατά Αιρέσεων, 2· PG 7,783-784). Ο Ωριγένης μεταφέρει την αποστολική παράδοση γράφοντας: «Μπορεί κάποιο παιδί που μόλις γεννήθηκε να αμαρτήση; Κι όμως, όπως φαίνεται από τους Ψαλμούς (50:5-7) και τον Ιώβ (14:4), έχει αμαρτία, για την οποία πρέπει να προσφέρη κάποια θυσία… Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία έλαβε από τους Αποστόλους την παράδοση να βαπτίζωνται και τα παιδιά. Οι άνθρωποι, στους οποίους παραδόθηκαν τα ιερά Μυστήρια, γνώριζαν ότι μέσα στον καθένα μας υπήρχε έμφυτη η μόλυνση της αμαρτίας, η οποία έπρεπε να ξεπλυθή δι’ ύδατος και Πνεύματος» (Σχόλια εις Ρωμαίους 5,19· PG 14,1047). Ο άγιος Κυπριανός (200-258) τονίζει: «Από αυτή την πνευματική περιτομή [το Βάπτισμα] δεν πρέπει να εμποδίζεται κανείς… κανείς δεν πρέπει να κρατήται μακρυά από το μυστήριο του Βαπτίσματος…, το οποίο, αφού τηρήθηκε και διατηρήθηκε χάριν όλων μας, πιστεύουμε ότι ακόμα περισσότερο πρέπει να τηρηθή για τα βρέφη και τα νεογέννητα, τα οποία ένεκεν αυτής καθεαυτής της θέσεώς τους χρήζουν περισσότερο της βοηθείας μας και του θείου ελέους» (Epistula LVIII).
Με το Βάπτισμα του νηπίου δεν καταργείται η ελεύθερη βούλησή του.
Στην περίπτωση των νηπίων δεν τίθεται καθόλου θέμα ελευθέρας βουλήσεως, διότι αυτή δεν μπορεί καθόλου να εκδηλωθή, όχι μόνον για το βάπτισμα, αλλά και για καμμία άλλη επίδραση επάνω τους. Με την ίδια λογική που κάποιοι αρνούνται το βάπτισμα στα νήπια, κάποιοι άλλοι θα μπορούσαν να αρνηθούν σ’ αυτά την παροχή συγκεκριμένης τροφής, ενδυμασίας, φαρμάκων, και στα μεγαλύτερα παιδιά την αποστολή στο νηπιαγωγείο, στο σχολείο. Όλες αυτές οι ενέργειες θεωρούνται απαραίτητες για το καλώς νοούμενο συμφέρον του παιδιού και επιβάλλονται χωρίς την συγκατάθεσή του. Πολύ δε περισσότερο θα πρέπη να ληφθή υπ’ όψιν ότι ο διάβολος και οι δορυφόροι του δεν έχουν κανένα απολύτως ενδοιασμό να επέμβουν και να προξενήσουν την οποιαδήποτε βλάβη στο αφύλακτο από την θεία χάρη νήπιο. Επομένως δεν πρόκειται για δυνατότητα επιλογής του νηπίου, αλλά για δυνατότητα επιλογής αυτών που τάχθηκαν να προστατεύουν το νήπιο σχετικά με το ποιες δυνάμεις θα ενεργήσουν επάνω του, του Θεού ή του διαβόλου. Εξ άλλου, όταν το νήπιο ενηλικιωθή και θελήση να εγκαταλείψη την Εκκλησία, μπορεί ελεύθερα να το κάνη.
Αξίζει να κλείσουμε την σύντομη αυτή μελέτη με την ομολογία ενός πρώην προτεστάντη, του Ματθαίου Γκάλλατιν, ο οποίος για χρόνια δίδασκε εναντίον του νηπιοβαπτισμού, αλλά μετά την μεταστροφή του γράφει: «Ανακάλυψα ότι όλοι αυτοί –ο Ειρηναίος, ο Ωριγένης, ο Κυπριανός και άλλοι– τιμούσαν τις Πράξεις των Αποστόλων ως θεόπνευστα κείμενα και θεωρούσαν τις απόψεις αυτές περί του Βαπτίσματος και της σωτηρίας των νηπίων απόλυτα σύμφωνες με τα κείμενα αυτά… Πρέπει να ομολογήσω ότι έχω περάσει πολλές ώρες γονατιστός κλαίγοντας και παρακαλώντας τον Θεό να με συγχωρήση που συκοφάντησα τους αγίους Του. Και όλα αυτά στο όνομα μιας ιδέας, που δεν υπήρχε καν τα πρώτα χίλια πεντακόσια χρόνια της ιστορίας της Εκκλησίας» (Διψώντας για τον Θεό, σ. 202).