"Ο Όσιος γέροντας, όπως και όλοι οι γέροντες, ήταν αντιοικουµενιστής."
Του πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
1. Εἰσαγωγικά
Η πρόσφατη αγιοκατάταξη του Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου (13 Ιανουαρίου 2015) χαροποίησε ιδιαίτερα το ορθόδοξο πλήρωµα της Πατρίδας µας, γιατί
ἐπιβεβαιώθηκε ὅτι καὶ στὶς δύσκολες µέρες µας -ὅπου οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουν ἀποµακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ- ὑπάρχουν ψυχὲς ἀφιερωµένες στὸν Θεό, οἱ ὁποῖες ἀναλίσκονται στὴν προσευχή, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἔµπρακτη ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς τους.
Εἶναι αὐτοὶ ποὺ µὲ ταπείνωση ἀγωνίζονται στὴ ζωή τους καὶ χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν οἱ ἴδιοι, γίνονται τὸ ἁλάτι καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσµου, σύµφωνα µὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς µαθητές του: «Ὅ,τι εἶναι τὸ ἁλάτι γιὰ τὴν τροφή, εἶστε κι ἐσεῖς γιὰ τὸν κόσµο. Ἂν τὸ ἁλάτι χάσει τὴν ἁλµύρα του, πῶς θὰ τὴν ἀποκτήσει; ∆ὲ χρησιµεύει πιὰ σὲ τίποτε· τὸ πετοῦν ἔξω στὸ δρόµο καὶ τὸ πατοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἐσεῖς εἶστε τὸ φῶς γιὰ τὸν κόσµο· µιὰ πόλη χτισµένη ψηλὰ στὸ βουνὸ δὲν µπορεῖ νὰ κρυφτεῖ. Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀνάψουν τὸ λυχνάρι, δὲν τὸ βάζουν κάτω ἀπὸ τὸ δοχεῖο, µὲ τὸ ὁποῖο µετροῦν τὸ σιτάρι, ἀλλὰ τὸ τοποθετοῦν στὸ λυχνοστάτη, γιὰ νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ. Ἔτσι νὰ λάµψει καὶ τὸ δικό σας φῶς µπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξολογήσουν τὸν οὐράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. ε᾽ 13- 16).
Τὸ παράδειγµα τοῦ ὁσίου Παϊσίου ἦταν ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακὸ καὶ εἶχε εὐρύτατη ἀπήχηση στὸ λαό. Πράγµατι ὁ ὅσιος ὑπῆρξε τὸ φῶς καὶ τὸ ἁλάτι ἑνὸς µεγάλου τµήµατος τοῦ λαοῦ µας, ὅσο ζοῦσε. Ἀλλὰ καὶ µετὰ τὴν κοίµησή του (12 Ἰουλίου 1994) συνεχίζεται ἡ εὐεργετική του ἐπίδραση στοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν εἶχαν γνωρίσει, ἀλλὰ ἐπισκέπτονται κατὰ χιλιάδες τὸν τάφο του στὸ µονα- στήρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτή, ἀλλὰ καὶ τὸ ταπεινὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι στὴν Παναγούδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἐπίσης τὸ ἐντυπωσιακὸ µοναστήρι τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Στόµιο µέσα στὴ χαράδρα τοῦ Ἀώου καὶ τὴν πατρική του οἰκία στὴν Κόνιτσα.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔγινε προσφιλὲς θέµα καὶ σὲ πολλὲς κοσµικὲς ἐφηµερίδες, οἱ ὁποῖες ὡστόσο δὲν στοχεύουν νὰ ἀναδείξουν τὴν ἁγιότητά του, ἀλλὰ γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν κυκλοφορία τους, ἐκµεταλλευόµενες τὴ λαϊκὴ εὐσέβεια. Συνήθως ἀποδίδουν στὸν ὅσιο προφητεῖες καὶ θαύµατα γιὰ ἐντυπωσιασµό, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἐγκυρότητά τους. Σὲ τελευταία ἀνάλυση τὰ κείµενα αὐτὰ χαρακτηρίζονται ἀρνητικὰ καὶ δὲν συµβάλλουν στὴν προβολὴ τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ἀντίθετα τὸν µειώνουν καὶ ὑποβαθµίζουν τὴν ἀξία τῶν διδαχῶν του, κρύβοντας συγχρόνως τὴ λάµψη τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς. Τὰ ὅσα γράφουν οἱ κοσµικὲς ἐφηµερίδες εἶναι ἐπιπόλαια, κάποτε καὶ κακόβουλα, γι᾽ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὰ προσέχουν οἱ ἀληθινοὶ χριστιανοί, τὴν ὥρα µάλιστα ποὺ κυκλο- φοροῦν πολλὰ βιβλία γραµµένα ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ ἔζησαν τὸν ὅσιο καὶ εἶναι ἀξιόπιστα καὶ ψυχωφελῆ.
Πέρα ἐπίσης ἀπὸ τοὺς κοσµικοὺς δηµοσιογράφους, ὑπάρχουν καὶ µερικοὶ µικρόψυχοι καὶ φανατικοὶ παλαιοηµερολογίτες, οἱ ὁποῖοι µιλοῦν ἀπαξιωτικὰ γιὰ τὸν ὅσιο Παΐσιο, γιατὶ δὲν ἀκολουθοῦσε τὴ δική τους τακτικὴ καὶ δὲν ἀµφισβητοῦσε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. ∆υστυχῶς αὐτοὶ µὲ τὴν ἁµαρτωλή τους ἀναπνοὴ ἔχουν σβήσει τὸ φῶς τοῦ ὁσίου γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸ στόµα τους εἶναι ἀπύλωτο. Καὶ ὅσο ἡ φήµη τοῦ ὁσίου µεγαλώνει, τόσο αὐξάνονται καὶ τὰ δηλητηριώδη βέλη τῆς συκοφαντίας τους. ∆ὲν πρέπει ἀκόµα νὰ ξεχνᾶµε ὅτι καὶ µέσα στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπῆρχαν -καὶ ὑπάρχουν ἀκόµα- μοναχοὶ ποὺ ἀµφισβητοῦσαν τὸν Ὅσιο Παΐσιο καὶ διέδιδαν παιδαριώδη πράγµατα εἰς βάρος του. Παρόλο ποὺ ἡ ἀγάπη του τοὺς σκέπαζε ὅλους, αὐτοὶ ἔχυναν τὸ φαρµάκι τους.
Προσωπικὰ δὲν ἐνοχλοῦµαι πολὺ ἀπὸ τοὺς ἐπικριτὲς τοῦ ὁσίου, γιατὶ σκέφτοµαι ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶχε καθηµερινὰ µπροστά του τοὺς γραµµατεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τὸν παρακολουθοῦσαν καὶ ἀµφισβητοῦσαν τὰ θαύµατα καὶ τὴ διδασκαλία του. Καὶ ἂν αὐτὸ συνέβαινε µὲ τὸν Χριστό, γιατὶ νὰ µὴ συµβαίνει καὶ µὲ τὸν ταπεινὸ ὅσιο Παΐσιο; Λυπᾶµαι ὅµως τοὺς φανατικοὺς ἀδελφούς, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ ἀνανήψουν. Θὰ περάσουν τὴ ζωή τους µέσα στὸ σκοτάδι, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε ταπεινὰ νὰ ζητοῦν τὶς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου.
2. Ἡ Γνωριµία µου µὲ τὸν ὅσιον Παΐσιον
Τὸ 1969 πρωτογνώρισα τὸν ὅσιο Παΐσιο. Ἀσκήτευε τότε στὸ σταυρονικητιανὸ κελὶ τοῦ Τιµίου Σταυροῦ, ἔχοντας καὶ τὴν πνευµατικὴ ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα. Ἦταν ἡ ἐποχή ποὺ στὸ Ἅγιον Ὄρος γινόνταν προσπάθεια νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ ἐν παρακµῇ εὑρισκόµενες µονὲς µὲ νέους µοναχοὺς καὶ νὰ ἀκολουθήσουν ὅλες τὸν κοινοβιακὸ τρόπο ζωῆς. Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἦταν γνωστὸς ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὄχι ὅµως καὶ ἐκτός. Εἶχε ἐλεύθερο χρόνο, µελετοῦσε, ἔγραφε καὶ ἀπαντοῦσε στὶς ἐπιστολές, ποὺ λάβαινε. Ἐκτελοῦσε τὰ πνευµατικά του καθήκοντα µὲ σχετικὴ ἄνεση. Εἶχε τὸ ἐργόχειρό του καὶ συνοµιλοῦσε µὲ τοὺς ἐπισκέπτες του χωρὶς βιασύνη. Ἡ δεκαετία ποὺ ἔµεινε στὸν Τίµιο Σταυρὸ ἦταν γεµάτη θαυµαστὰ γεγονότα καὶ πλούσιες πνευµατικὲς ἐµπειρίες.
Κάθε φορὰ ποὺ ἔπαιρνα τὸ µονοπάτι γιὰ τὸ κελὶ τοῦ ὁσίου εἶχα βιαστικὸ βῆµα. Ἀνυποµονοῦσα νὰ φτάσω ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. ∆ὲν πρόσεχα τίποτα δίπλα µου. Ἤθελα µόνο τὸ γέροντα Παΐσιο, ὁ ὁποῖος γιὰ µένα ἀπὸ τότε ἦταν ἅγιος. Ὅταν ἔφτανα στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ, σταµατοῦσα σιωπηλὸς γιὰ λίγα δευτερόλεπτα µὲ αὐξηµένους παλµοὺς στὴν καρδιά µου καὶ µετὰ χτυποῦσα διστακτικὰ τὴν πόρτα, γιὰ νὰ µοῦ ἀνοίξει. Περνοῦσαν πάλι µερικὰ δευτερόλεπτα καὶ µετὰ ἄνοιγε τὸ παραθυράκι καὶ µόλις µὲ ἔβλεπε, ἄνοιγε καὶ τὴν πόρτα καὶ µὲ χαιρετοῦσε µὲ προθυµία καὶ χαµόγελο. Προσκυνοῦσα στὸ ἀπέριττο ἐκκλησάκι καὶ συνήθως καθόµασταν ἔξω, κάτω ἀπὸ τὴν ἐλιά, δίπλα στὴ δεξαµενὴ τοῦ νεροῦ. Ἔγνοια τοῦ γέροντα ἦταν νὰ ἀπαντάει στὶς ἐρωτήσεις µου µὲ ἁπλὸ τρόπο, δίνοντά µου πρακτικὲς ἀπαντήσεις. Γνώριζε ὅτι θὰ γίνω ἱερέας καὶ γι᾽ αὐτὸ προσπαθοῦσε νὰ σταθεροποιήσει τὴν ἀπόφασή µου βάζοντάς µου τὴν καλὴ ἀνησυχία ὅτι πρέπει νὰ ὡριµάσω πνευµατικά, νὰ ἀσκοῦµαι τὸ κατὰ δύναµη, γιὰ νὰ µπορέσω στὴ συνέχεια νὰ γίνω ἱερέας καὶ νὰ ἐργαστῶ στὴν Ἐκκλησία. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφερόταν νὰ µοῦ νεκρώσει τὸ κοσµικὸ φρόνηµα, τὸ ὁποῖο καταδυναστεύει τοὺς χριστιανούς, ἀκόµα καὶ τοὺς µοναχούς. Τὸ ἀποτέλεσµα ἦταν νὰ ἔχω λιγότερους πειρασµοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀντιµετωπίζω µὲ σχετικὴ εὐκολία.
Ὅταν τελείωνε ἡ πνευµατικὴ πανδαισία µὲ τὸ Γέροντα Παΐσιο, αἰσθανόµουν τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν εὐχαριστήσω, ὄντας συγκινηµένος. Μὲ συνόδευε λίγα µέτρα στὸ µονοπάτι καὶ µοῦ ἔδινε θερµὲς εὐχές. Καθὼς ἀποµακρυνόµουν ἀπὸ τὸ κελί του, ἤθελα νὰ σταµατῶ καὶ νὰ ξανασκέφτοµαι τὰ ὅσα εἶχα ἀκούσει πρὶν λίγο καὶ νὰ τὰ ἀποθησαυρίζω µὲ ἀκρίβεια στὴ µνήµη µου. Εἶχα συγκεκριµένα σηµεῖα ὅπου καθόµουν. Περνοῦσε ἀρκετὴ ὥρα, χωρὶς νὰ ἔχω τὴν παραµικρὴ ἔγνοια νὰ βρεθῶ σὲ κάποιο µοναστήρι, γιὰ νὰ διανυκτερεύσω. Αἰσθανόµουν πνευµατικὴ πληρότητα καὶ κάθε βιοτικὴ µέριµνα µὲ ἄφηνε ἀδιάφορο. Ἡ πορεία σὲ ἐκεῖνο τὸ µονοπάτι ἦταν συγκλονιστική. ∆ὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ τὴν περιγράψω. Βίωνα καταστάσεις δυσπερίγραπτες, παρόλο ποὺ ἤµουν κοσµικὸς καὶ δὲν εἶχα προηγούµενα πνευµατικὰ βιώµατα.
Ἡ ἀνάµνηση ἐκείνων τῶν ἐµπειριῶν ἀκόµα καὶ σήµερα, µετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια, µὲ βοηθάει καὶ ἐνισχύει τὸ ζῆλο µου γιὰ κάτι νεώτερο καὶ καλύτερο. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σηµαντικό, γιατὶ ἡ ἱερωσύνη δὲν πρέπει νὰ γίνεται ρουτίνα καὶ ἐπαγγελµατικὴ ἀπασχόληση. Εἶναι ἔργο τῆς ψυχῆς, ποὺ χρειάζεται συνεχῆ ἀνανέωση, γιὰ νὰ ἐπιδρᾶ εὐεργετικὰ καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ λογικὸ ποίµνιο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν ἐπέστρεφα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συναντοῦσα στὴν περιοχή µου διάφορα γνωστὰ πρόσωπα, ἔλεγα τὶς ἐµπειρίες µου ἀπὸ τὸ γέροντα Παΐσιο καὶ δὲν γινόµουν πιστευτός. Προσπαθοῦσαν νὰ µὲ προσγειώσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ µὲ προφυλάξουν πνευµατικὰ ἀπὸ τυχὸν πλάνες. Μοῦ ἔλεγαν: «Ἔ, µὴ ὑπερβάλλεις, καηµένε. Ὁ Παΐσιος εἶναι ἕνας ἀγράµµατος καλόγερος, ποὺ δὲν ξέρει πολλὰ πράγµατα». Ἐγώ, µικρότερος στὴν ἡλικία, δὲν προσπαθοῦσα νὰ τοὺς µεταπείσω. Ἐξάλλου ἤξερα ὅτι οἱ θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι, ἰδιαίτερα οἱ κληρικοί, δὲν ἀναθεωροῦν εὔκολα τὶς ἀπόψεις τους καὶ ὅταν ἀκόµα κραυγαλέα γεγονότα τὶς ἀποδεικνύουν ἐσφαλµένες! Ἔπρεπε νὰ περάσουν δυὸ δεκαετίες περίπου, γιὰ νὰ ἀρχίσουν νὰ ἐκτιµοῦν ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνας «ἀγράµµατος καλόγερος», ἀλλὰ ἕνας ἐνάρετος γέροντας, ἕνας κατὰ Θεὸν σοφὸς µὲ ἀπέραντη καὶ ἀµείωτη ἀγάπη πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
3. Ὁ ἀσκητὴς τῆς Παναγούδας
Καθὼς περνοῦσαν τὰ χρόνια, ἡ φήµη τοῦ Γέροντος Παϊσίου µεγάλωνε καὶ οἱ περισσότεροι ἐπισκέπτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔβαζαν στὸ πρόγραµµά τους καὶ τὴ συνάντησηµὲ τὸν µεγάλο ἀσκητή. Τὸ 1979 ὁ γέροντας ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ σταυρονικητιανὸ κελὶ τοῦ Τιµίου Σταυροῦ καὶ πῆγε στὸ κουτλουµουσιανὸ κελὶ τῆς Παναγούδας, στὴ σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονος, τὸ ὁποῖο εἶχε «βασικὲς ἐλλείψεις, γιατὶ ἦταν παλαιὸ καὶ ἐγκαταλελειµµένο.
Ἔλειπαν πόρτες, παράθυρα, ταβάνια. Τὸ πάτωµα εἶχε τρύπες καὶ ἡ σκεπὴ ἔβαζε νερά». Μετὰ τὶς ἀναγκαῖες ἐπισκευές, ὁ γέροντας «µπῆκε στὸ πρόγραµµα τῶν προσκυνητῶν». Καθηµερινὰ δεχόταν δεκάδες καὶ ἑκατοντάδες ἀνθρώπους. Τὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι του ἦταν ἀνοιχτὸ γιὰ ὅλους. Ἀπὸ ἐκεῖ περνοῦσε πλῆθος πονεµένων, ποὺ ζητοῦσε τὴ συµβουλὴ καὶ τὴν προσευχή του.
Στὴν Παναγούδα ἡ εἰκόνα ἦταν πάντα ἡ ἴδια. Ἀναµονὴ ἔξω ἀπὸ τὸ σύρµα, στὴ σκιὰ τῆς ἄγριας καὶ πυκνῆς βλάστησης. Μικρὲς καὶ µεγάλες ὁµάδες, χαµηλόφωνες συζητήσεις, γνωριµίες καὶ ἀναµνήσεις ἀπὸ προηγούµενες ἐπισκέψεις. Μερικοὶ ποὺ πήγαιναν γιὰ πρώτη φορὰ ἦταν ἀνυπόµονοι, πότε θὰ δοῦν τὸ φηµισµένο γέροντα.
Πολλοὶ ἐπισκέπτες δὲν εἶχαν πνευµατικὰ ἐνδιαφέροντα, γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ συνοµιλίες τους µὲ τὸν Γέροντα Παΐσιο ἀναφέρονταν σὲ κοσµικὰ καὶ πολιτικὰ θέµατα, γεγονὸς ποὺ κούραζε τὸν Γέροντα. Ἀρκετοὶ τοῦ ζητοῦσαν προβλέψεις γιὰ τὸ µέλλον, ἐνῶ γιὰ τὸ παρὸν δὲν ἔδιναν τόση σηµασία. Ἀνησυχοῦσαν γιὰ τὴ ζωή τους, χωρὶς νὰ κάνουν πνευµατικὸ ἀγώνα. Σ᾽ αὐτοὺς ὁ γέροντας προσπαθοῦσε νὰ βάζει τὴν «καλὴ ἀνησυχία», ὅπως ἔλεγε. ∆ὲν τοὺς ἤθελε ἀδρανεῖς καὶ περίεργους. Προβληµατικὴ συµπεριφορὰ εἶχαν καὶ πολλοὶ «συνειδητοὶ χριστιανοί», ποὺ εἶχαν διαµορφωµένες ἀπόψεις γιὰ διάφορα θέµατα τῆς πνευµατικῆς ζωῆς καὶ συνοµιλοῦσαν µὲ τὸν Γέροντα Παΐσιο, ὄχι γιὰ νὰ δεχτοῦν αὐτὰ ποὺ θὰ τοὺς ἔλεγε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν πείσουν ὅτι ἐκεῖνοι εἶχαν τὶς ὀρθὲς ἀπόψεις. Προσπαθοῦσαν ἀκόµα νὰ τὸν πληροφορήσουν γιὰ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα καὶ νὰ τὸν παρακινήσουν νὰ ἐκφράσει τὴ γνώµη του, τὴν ὁποία, ὅταν ἔβγαιναν στὸν κόσµο, διέδιδαν συµπληρωµένη καὶ παραµορφωµένη, προκαλώντας θόρυβο καὶ ταραχὴ ἀνάµεσα σὲ ὁµάδες ἀνθρώπων. Ἡ τακτικὴ αὐτὴ συνεχίζεται καὶ µετὰ τὴν κοίµηση τοῦ ὁσίου µὲ µικρὴ διαφοροποίηση. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀποδίδουν στὸν ὅσιο διδαχὲς καὶ λόγους, ποὺ εἶναι ἀποκυήµατα τῆς φαντασίας τους, προκειµένου νὰ δικαιολογήσουν δικές τους ἐπιλογὲς καὶ δραστηριότητες, οἱ ὁποῖες ἔρχονται σὲ πλήρη ἀντίθεση µὲ τὸ πνεῦµα τῶν διδαχῶν του. Ἐνῶ οἱ ἴδιοι εἶναι αἰχµάλωτοι τοῦ κοσµικοῦ φρονήµατος, θέλουν νὰ ἐµφανίζονται ὡς πνευµατικὰ τέκνα καὶ ἐπιµελεῖς µαθητές του. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐνοχλητικὴ ὑποκρισία.
4. Τὸ ὑπαίθριον ἀρχονταρίκι
Ὁ ὅσιος Παΐσιος, παρόλες τὶς ἀσθένειές του, ἦταν ἀκούραστος. Ὁ χρόνος του πάντα γεµάτος. Καθηµερινὰ δεκάδες ἐπισκέπτες ἤθελαν νὰ τὸν δοῦν, νὰ συνοµιλήσουν µαζί του, νὰ τοῦ ἐκµυστηρευτοῦν τὰ προβλήµατά τους κατ᾽ ἰδίαν, νὰ ζητήσουν τὴ θαυµατουργική του παρέµβαση µέσῳ τῆς θεοπειθοῦς προσευχῆς του γιὰ τὴ θεραπεία κάποιου ἀσθενοῦς, νὰ πάρουν τὴν εὐχή του καὶ τὴν «εὐλογία» του, κάτι δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐξυπηρετοῦνταν ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἀφοῦ ποτὲ δὲν εἶχε κάποιον βοηθὸ στὸ κελί του. Μόνος του προσέφερε τὰ λουκούµια καὶ τὸ νερό, τηρώντας τὸ «τυπικό» τῆς φιλοξενίας στὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι του.
Μετὰ καθόταν καὶ ἄκουγε τοὺς ἐπισκέπτες. Ἔκανε τυπικὲς ἐρωτήσεις καὶ καθὼς ἄνοιγε ἡ συζήτηση, ἔλεγε τὶς θεόσοφες διδαχές του. Αὐτὸ γινόταν ὅλες τὶς ὧρες τῆς ἡµέρας, συνήθως µὲ κανένα διάλειµµα. Ὅταν ἀργὰ τὸ ἀπόγευµα ὁ ἥλιος βασίλευε καὶ τὸ ἀρχονταρίκι ἄδειαζε, ἄρχιζε τὸ µυστικὸ ἔργο τῆς νύχτας. Προσευχόταν ξεχωριστὰ γιὰ ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἀντιµετώπιζαν προβλήµατα καὶ τοῦ τὸ εἶχαν ζητήσει ἐπίµονα εἴτε µὲ τὴν παρουσία τους στὸ κελὶ εἴτε µὲ ἐπιστολές. Βίωνε καὶ ὀ ἴδιος τὸν πόνο καὶ τὴν ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων καὶ προσευχόταν θερµά, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Ἔπρεπε νὰ ὑποβάλει τὰ αἰτήµατα τῶν πονεµένων καὶ δυστυχούντων στὸ φιλάνθρωπο Θεό. Αὐτὴ ἡ πνευµατικὴ ἐργασία δὲν ἦταν καθόλου εὔκολη, γιατὶ δὲν ἦταν αἰτήµατα δύο τριῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ δεκάδων καὶ ἑκατοντάδων. ∆ὲν εἶχαν τελειωµό. Καὶ ὅµως ἔπρεπε ὅλα νὰ τὰ διεκπεραιώσει µὲ τὴν προσευχή του. Ἔτσι ἡ νύχτα δὲν ἔφτανε. Οἱ ὧρες της ἦταν λιγοστές. Ὁ ὅσιος Παΐσιος, ὄντας ὁ ἴδιος πονεµένος, ἦταν εὐαίσθητος καὶ στοργικὸς ἀπέναντι στοὺς πονεµένους. Θυσιαζόταν καθηµερινὰ στὸ βωµὸ τῆς ἀγάπης.
- Θεέ µου, πῶς ἄντεχε αὐτὸ τὸ πρόβληµα; Ποῦ ἔβρισκε τόση δύναµη;
Ὁ ὅσιος ἦταν ἀξιοθαύµαστος σὲ ὅλη τὴν πορεία τῆς ζωῆς του. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον τὸν δυνάµωνε, τοῦ παραµέριζε τὰ ἐµπόδια ποὺ τοῦ παρουσιάζονταν καὶ βοηθοῦσε τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐὰν κάποιος θελήσει νὰ κατανοήσει τὸν ὅσιο Παΐσιο, πρέπει νὰ δεῖ τὰ τρία πνευµατικά του χαρακτηριστικά: τὴν ἄσκηση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη·
Ὁ ὅσιος ἦταν ἀσκητὴς σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Ἀσκητὴς στὴν κυριολεξία. Ἀρνοῦνταν κάθε ἐξέλιξη καὶ ἐκσυγχρονισµό. ∆ὲν ἤθελε εὐκολίες στὴ ζωή του, δὲν ἤθελε τὴν ἄνεση καὶ δὲν χρησιµοποιοῦσε τὰ µέσα ποὺ προσφέρει ἡ ἐποχή µας. Στὸ κελί του εἶχε ἑκούσια πτωχεία. Παράλληλα ἀνησυχοῦσε γιὰ τὸν ἐκσυγχρονισµὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἰδιαίτερα µὲ τὴ διάνοιξη αὐτοκινητόδροµων καὶ τὴν εἴσοδο τῆς τεχνολογίας στὴ ζωὴ τῶν µοναχῶν, ὅπως καὶ γιὰ τὸ κοσµικὸ φρόνηµα ποὺ καταδυναστεύει πολλοὺς νέους µοναχοὺς καὶ τοὺς ἐµποδίζει νὰ ἀκολουθήσουν τὸν παραδοσιακὸ τρόπο ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὴν ἴδια ἀνησυχία εἶχε ὁ ὅσιος καὶ ὅταν ὡς νέος µοναχὸς ζοῦσε στὴν Ἱ. Μονὴ Στοµίου Κονίτσης (1958-1962) καὶ γινόταν λόγος γιὰ τὴν τουριστικὴ ἀξιοποίηση τῆς χαράδρας τοῦ Ἀώου ποταµοῦ µὲ τὴν κατασκευὴ διαφόρων ἔργων, ποὺ θὰ ἐπηρέαζαν καὶ τὴν ἡσυχία τῆς Ἱ. Μονῆς µὲ τὴν ἀθρόα προσέλευση ἄσχετων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐντυπωσιάζονταν ἀπὸ τὴν ὡραία καὶ ἄγρια φύση καὶ στὴν Ἱ. Μονὴ θὰ κατέληγαν, γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν καὶ ὄχι γιὰ νὰ τροφοδοτηθοῦν πνευµατικά. Θὰ γινόταν ἡ Ἱ. Μονὴ κέντρο διερχοµένων µὲ ὅλα τὰ ἀρνητικὰ ἐπακόλουθα.
Τὸ δεύτερο πνευµατικὸ γνώρισµα τοῦ ὁσίου Παϊσίου ἦταν ἡ ἀδιάκοπη προσευχή του. Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς µοναχικῆς του ζωῆς προσευχόταν κυρίως γιὰ τὴν ἀναξιότητά του καὶ ζητοῦσε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μετά, ὅταν ἡ φήµη του ἔγινε µεγάλη, ἡ προσευχή του στρεφόταν στὰ αἰτήµατα τῶν πονεµένων ἀδελφῶν. Καὶ εἶχε ἀποτελεσµατικότητα. Τὸ ὁµολογοῦν οἱ ἴδιοι οἱ πονεµένοι, ποὺ εἶχαν ζητήσει τὴν προσευχή του.
Καὶ τὸ τρίτο γνώρισµά του ἦταν ἡ «γενικὴ ἀγάπη». Ἁγαποῦσε ἐµπράκτως ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ προσπαθοῦσε µὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ κάνουν τὴ µεγάλη καὶ σταθερὴ στροφὴ πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ εἶχε θεαµατικὲς ἐπιτυχίες. Εἶναι χιλιάδες οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δέχτηκαν τὶς διδαχές του καὶ ἀκολούθησαν τὸ δρόµο τοῦ Θεοῦ.
5. Συνέπεια εἰς τὶς διδαχὲς τοῦ ὁσίου
Ὁ ὅσιος Παΐσιος εἶναι ἕνα λαµπερὸ ἀστέρι τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ µετὰ τὴν κοίµησή του µιλοῦν οἱ ἄνθρωποι γι’ αὐτόν. Μάλιστα µὲ συνεχῶς αὐξανόµενο ἐνδιαφέρον. Ὅµως τὸ νὰ ἐπαινοῦµε καὶ νὰ ἐγκωµιάζουµε ἕνα ἅγιο δὲν εἶναι κάτι τὸ δύσκολο. Θὰ ἔλεγα οὔτε καὶ ἀναγκαῖο. Ἐκεῖνο ποὺ µᾶς λείπει εἶναι ἡ µίµηση τοῦ ἁγίου. Ἀφοῦ γνωρίζουµε τόσα πολλὰ γιὰ τὴ ζωή του, τώρα πρέπει νὰ ἀρχίσουµε ἕνα ἐντατικότερο ἀγώνα, γιὰ νὰ τὸν µιµηθοῦµε, τὸ κατὰ δύναµη ὁ καθένας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι σήµερα ὅλοι µιλοῦν γιὰ τὸν ὅσιο Παΐσιο. Πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοπος, µητροπολίτες, κληρικοί, µοναχοὶ καὶ πλήθη λαοῦ καὶ ὁ καθένας διατυπώνει τὶς προσωπικές του σκέψεις, χωρὶς ὅµως νὰ συγκρίνει τὴ δική του µὲ τὴ ζωὴ τοῦ ὁσίου καὶ χωρὶς νὰ ἀναθεωρεῖ ἐκεῖνα ἀπὸ τὴ ζωή του, ποὺ ἔρχονται σὲ ἀντίθεση µὲ τὰ ὅσα βίωνε καὶ δίδασκε ὁ ἅγιος. Σηµειώνω µερικὲς ἐνδεικτικὲς περιπτώσεις.
Ὁ ὅσιος γέροντας, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ γέροντες, ἦταν ἀντιοικουµενιστής. Οἱ οἰκουµενιστὲς ὅµως, µεγαλόσχηµοι κληρικοί, ποὺ πληθωρικὰ τὸν ἐπαινοῦν, παραµένουν στὴ γραµµή τους, ποὺ εἶναι προδοτικὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Πολλοὶ ἁγιορεῖτες µοναχοὶ ἀναφέρονται συχνὰ στὸν ὅσιο, ὅταν µάλιστα ἀπευθύνονται σὲ κοσµικούς, κρατώντας ὅµως ὑπερσύγχρονα κινητὰ τηλέφωνα, γιὰ νὰ παίρνουν τὰ µηνύµατα ἀπὸ τὸν κόσµο, ὄντας στὸ Ὄρος τὸ ἅγιο καὶ ἀπόκοσµο! Μιλοῦν γιὰ τὸ γέροντα µὲ καύχηση, ὁ ὁποῖος ὅµως ἦταν κατὰ τῆς τεχνολογίας, χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι τὸ ἄβατο τοῦ Ὄρους, κατὰ ἕνα µεγάλο ποσοστό, ἔχει καταργηθεῖ, ἀφοῦ πιὰ µὲ τὰ κινητὰ τηλέφωνα καὶ τοὺς ὑπολογιστές ἔχει γεµίσει ὁ ἱερὸς τόπος µὲ γυναικεῖες µορφὲς καὶ φωνές!
Ἐπίσης ἡ πλειονότητα τῶν κληρικῶν, καὶ ἰδιαίτερα οἱ κοσµικοὶ ἀρχιµανδρίτες, εὔκολα ἐγκωµιάζουν τὸν ὅσιο καὶ ξεχνοῦν ὅτι ἐκεῖνος µιλοῦσε γιὰ τὸ κοσµικὸ φρόνηµα, ποὺ πρέπει νὰ ἀποβάλουν γιὰ νὰ µπορέσουν νὰ προοδεύσουν πνευµατικὰ καὶ στὴ συνέχεια νὰ ποιµάνουν ἀποτελεσµατικὰ τὸ λαό τοῦ Θεοῦ!
Ἀναφέρονται ἐπίσης στὸν ὅσιο οἱ «εὐσεβεῖς», οἱ ὁποῖοι θαυµάζουν τὶς θεοπειθεῖς του προσευχές, τὴν εὐαισθησία του ἀπέναντι στοὺς πονεµένους καὶ γενικὰ τὴν ἀσκητικότητά του, οἱ ἴδιοι ὅµως δὲν αὐξάνουν τὴν προσευχή τους κατὰ ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», δὲν περιορίζουν τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας τους, ἀρνοῦνται τὴν ἐλεηµοσύνη, παραµένουν σκληροὶ ἀπέναντι στοὺς πονεµένους, εἶναι ἀνικανοποίητοι καὶ ξεχνοῦν νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεὸ γιὰ ὅσα καθηµερινὰ τοὺς δίνει.
6. Ἐπιλογικά
Ὅσοι γνώρισαν ἀπὸ κοντὰ τὸν ὅσιο Παΐσιο καὶ ὠφελήθηκαν ἀπὸ τὶς διδαχές του, τὸν νιώθουν δίπλα τους καὶ ἡ συγκίνησή τους εἶναι ἔκδηλη. ∆ὲν εἶναιµικρὸ πράγµα νὰ ἔχει ἐπικοινωνήσει κάποιος µὲ ἕνα ἅγιο καὶ νὰ ἔχει εὐεργετηθεῖ πνευµατικὰ µὲ τὸ λόγο του καὶ τὴν προσευχή του. ∆οξάζει τὸ Θεὸ γι’ αὐτὸ καὶ συνεχίζει τὴν ἐπικοινωνία µὲ τὸ διαρκὲς αἴτηµά του: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡµῶν». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐξασφαλίζει τὶς πρεσβεῖες του καὶ τὸ παράδειγµα ἐκείνου µένει πάντα ζωντανὸ µέσα του. Βαδίζει τὸ δρόµο τοῦ Θεοῦ µὲ βοηθὸ καὶ συµπαραστάτη τὸν ἅγιό του. Ξεπερνάει τὰ ἐµπόδια καὶ τοὺς πειρασµοὺς καὶ βιώνει µιὰ ἀνέκφραστη χαρὰ γιὰ τὴ µεγάλη εὐλογία, ποὺ εἶχε στὴ ζωή του νὰ γνωρίσει ἕνα ἅγιο!
Πνευµατικὴ ὠφέλεια ἔχουν κι ἐκεῖνοι ποὺ γνώρισαν τὸν ἅγιο, χωρὶς ποτὲ νὰ τὸν ἔχουν συναντήσει. Ἄκουσαν καὶ διάβασαν γι’ αὐτόν, αἰσθάνονται ξεχωριστὴ εὐλάβεια καὶ ζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του. Ἀνάβουν τὸ κεράκι τους ἀπὸ τὸ λυχνάρι τοῦ ἁγίου καὶ προοδεύουν κατὰ Θεόν.
Τὸν ὅσιο Παΐσιο τῶν ἡµερῶν µας πρέπει νὰ ἔχουµε πνευµατικὸ ὁδηγό, νὰ εἶναι τὸ φῶς στὴ ζωή µας, γιὰ νὰ µπορέσουµε νὰ πλησιάσουµε περισσότερο τὸν Θεό, ἀκολουθώντας τὶς διδαχές του καὶ ἐπικαλούµενοι τὶς θεοπειθεῖς πρεσβεῖες του.
Ορθόδοξος Τύπος, 25/9/2015 και 4/10/2015