Πολλές φορές σε κηρύγματα, άρθρα και γενικότερες συζητήσεις, τονίζεται πολύ σωστά, ότι Εκκλησία δεν είναι μόνο οι Κληρικοί, αλλά όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα της Παναγίας Τριάδος, Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Όλοι μαζί
κλήρος και λαϊκά μέλη, αποτελούμε το σώμα Του Χριστού, με Κεφαλή Εκείνον και συντηρητή και οδηγό το Πανάγιο Πνεύμα, πορεύεται στους αιώνες, μέχρι την συντέλεια τους, στην Βασιλεία των Ουρανών.
Όλοι στην Εκκλησία έχουμε τον ρόλο μας, τα διακονήματα και τα χαρίσματά μας. Αποτελούμε με την προσωπικότητά μας, μια μοναδική και ανεπανάληπτη ύπαρξη. Κανείς δεν περισσεύει στην Εκκλησία, όλοι είναι αναγκαίοι μοναδικοί και ανεπανάληπτοι. Δεν μαζοποιούμαστε σε καμία περίπτωση. Όλοι στην Εκκλησία ότι θέση-διακονία και να έχουμε σ' αυτή, δεν είμαστε αναντικατάστατοι, αλλά όπως αναφέραμε και προηγουμένως, είμαστε μοναδικοί, αφήνουμε το δικό μας στίγμα ή πρέπει να αφήνουμε. Για να μην παρεξηγηθεί αυτή η φράση μας, θέλουμε να πούμε ότι δεν μπορούμε να μπούμε σε καλούπια άλλων (όσο αναγνωρισμένα και επιτυχημένα και αν είναι), άλλα ελεύθερα επιλέγουμε να μιμηθούμε παλιότερους και εμπειρότερους, όπως και εμείς θα κληθούμε να παραδώσουμε αυτά που παραλάβαμε στους νεότερους και να γίνουμε πρότυπά τους.
Αναμφισβήτητα λοιπόν η Εκκλησία μας, στην επίγεια παρουσία της, παράγει και καταγράφει ιστορία, αυτό που εννοούμε εκκλησιαστική ζωή των πιστών, της κάθε εποχής. Παράλληλα έχει και το Κανονικό της Δίκαιο, με το οποίο ρυθμίζει αυτή την εκκλησιαστική ζωή, με αποφάσεις και κανόνες, για να υπάρχει συνέπεια πίστης και πράξεως. Για να οριοθετείται το σωστό από το λάθος, το ανεκτό από το απαγορευμένο, το επιτρεπτό από το ανεπίτρεπτο. Όπως λέμε στην Εκκλησιαστική γλώσσα, οικονομούνται τα πράγματα, για να μπορούμε να γνωρίζουμε τι πραγματικά μας συμφέρει πνευματικά και τι μας βλάπτει και μας τοποθετεί εκτός Εκκλησίας. Γιατί εκτός από τον σωστό τρόπο ζωής, υπάρχουν καλώς και κακώς αποκλείσεις, είτε στην πίστη (στο δόγμα), είτε στο ήθος (στην εκκλησιαστική ζωή στη πράξη), είτε και στα δύο μαζί.
Η Εκκλησία μας, εκτός από τις παραπάνω ζωτικής σημασίας αποφάσεις και οριοθετήσεις, έχει και την ποιμαντική της. Δηλαδή την δράση της σε λειτουργικό, κηρυγματικό, φιλανθρωπικό, κατηχητικό και ιεραποστολικό τομέα, με αντίστοιχες κινήσεις-εκδηλώσεις σε μητροπολιτικό, ενοριακό και προσωπικό επίπεδο, ανάλογα την περίπτωση. Η ποιμαντική της Εκκλησίας, έχει να κάνει με τον ρόλο και την ευθύνη της ειδικής ιερωσύνης (τους Κληρικούς), αλλά πάντοτε σε συνεργασία με το εξιδευκευμένο λαϊκό στοιχείο (που φέρουν από το βάπτισμά τους την Γενική Ιερωσύνη), που βοηθά τον Ιερέα σε κάποια ποιμαντική δράση. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα, από τους Κατηχητές μίας Ενορίας: Ο Ιερέας Νεότητος προτείνει έναν κατηχητή ως συνεργάτη στο κατηχητικό έργο. Ο Μητροπολίτης στην συνέχεια εξετάζει, διορίζει και δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να ακολουθήσει ο Ιερέας Νεότητος και ο Κατηχητής και τέλος στη πράξη ο Ιερέας Νεότητος, επιτηρεί διακριτικά και κατευθύνει τον Κατηχητή, με βάση τις ιδιαιτερότητες της Ενορίας και το αντίστοιχο τμήμα στο οποίο διακονεί ο Κατηχητής και του εμπιστεύτηκε. Είμαστε πρόσωπα, αλλά κανείς δεν παράγει προσωπικό έργο, αλλά όλα έργο του Κυρίου όπως τονίζει ο Απόστολος Παύλος : « Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ». (Γαλ. 2, 20)
Κανείς δεν διεκδικεί το αλάθητο στην Εκκλησία. Ένας το διεκδίκησε ο Πάπας και αποδείχθηκε ότι κάτι τέτοιο είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να πιστέψει κανείς για τον ευατό του και την διακονία του εντός της Εκκλησίας. Ενδεχομένως, μία απόφαση του Μητροπολίτη που αφορά στην τοποθέτηση ενός Ιερέα σε μια Ενορία, ή στο ειδικό ρόλο που καλείται να έχει μέσα στην Εκκλησία (αν θα είναι Προϊστάμενος ή Υπεύθυνος Φιλοπτώχου κτλ) ενδεχομένως μπορεί μακροπρόθεσμα να φανεί ότι ήταν εσφαλμένη. Το ίδιο και στην τοποθέτηση ενός λαϊκού στελέχους ως Επίτροπο, ή μέλος του Φιλοπτώχου ή Κατηχητού από έναν Ιερέα. Αυτό δεν πρέπει να μας σκανδαλίζει, συμβαίνουν διαχρονικά μέσα στην Εκκλησία, ήδη από την εποχή Του Χριστού μας, που ένας μαθητής του τον πρόδωσε (ο Ιούδας) και ένας άλλος τον αρνήθηκε (ο Πέτρος). Ο Διάβολος και ο δικός μας κακός ευατός, πολλές φορές μπορεί να μας φέρει σε πτώσεις μεγάλες και μικρές. Το ζητούμενο είναι όταν πέφτουμε να προσπαθούμε να σηκωνόμαστε και να μετανοούμε. Γιατί όχι να αναγνωρίζουμε την αναξιότητά μας και τα σφάλματά μας, ενδεχομένως να έχουμε και την ταπείνωσή να δούμε την ακαταλληλότητά μας ή την αξία και τα τάλαντα άλλων αδελφών, που θα ωφελούσαν περισσότερα από εμάς τη διακονία που έχουμε.
Μεγάλη σημασία όμως σε όλα τα παραπάνω, είναι ο σωστός τρόπος αντίδρασής μας σε μια απόφαση, καλή ή κακή της εκκλησιαστικής διοικήσεως σε όποιο επίπεδο να είναι αυτό (Ιεράς Συνόδου, Μητροπόλεως, Ενορίας, Πνευματικού με εξομολογημένου). Θα δώσουμε σύντομα ένα παράδειγμα πρακτικό για να γίνουμε πιο κατανοητοι : Ας υποθέσουμε ότι σκανδαλιστήκαμε με την συμπεριφορά κάποιου προσώπου στο Ναό π.χ. τον Νεοκώρο. Με ωραίο τρόπο, σεβασμό και αγάπη, χωρίς τσακωμούς και εντάσεις, του επισημάνουμε το λάθος του. Αν συνεχίσει και δεν διορθώνεται, στη συνέχεια αναφερόμαστε στον Προϊστάμενο Ιερέα. Αν συνεχίζεται ο σκανδαλισμός και δεν υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα, τότε ενημερώνουμε τον Πρωτοσύγγελο ή τον Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο και αν και εκεί δεν βρεθεί λύση τότε και τον ίδιο τον Μητροπολίτη. Συνήθως και οι τρεις θα ζητήσουν έγγραφη καταγγελία. Αφού είναι συγκεκριμένο πρόσωπο που καταγγέλνεται χρειάζεται και οι επώνυμες καταγγελίες. Ανώνυμες καταγγελίες και ανυπόγραφες, δεν έχουν θέση στην Εκκλησιαστική ζωή και ούτε πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ακόμη και αν είναι αληθής! Θυμηθείτε εδώ, ότι το κανονικό δίκιο εξαιρεί Αιρετικούς και Σχιματικούς από καταγγελίες σε Ορθόδοξα μέλη. Δεν έχει σημασία τι λέγεται αλλά και από ποιον λέγεται και πρέπει να είναι κατά πάντα αξιόπιστος, χωρίς δόλο και κάποιο συμφέρον.
Υπάρχει λοιπόν μια ιεραρχία στην Εκκλησία, κατά τον τύπο της ουράνιας ιεραρχίας, στην οποία πρέπει να σεβόμαστε και κάποιες διαδικασίες, που μπορεί να είναι χρονοβόρες, αλλά πρέπει να ακολουθούνται και να είναι σεβαστές, γιατί η βιασύνη δεν είναι καλός σύμβουλος και δεν έχει σχέση με την αληθινή εγρήγορση. Να προσέχουμε, γιατί μπορεί να έχουμε αγαθά κίνητρα και τα πράγματα που υποστηρίζουμε να είναι σωστά, αλλά να επιλέγουμε λανθασμένους και ακραίους τρόπους αντίδρασης. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα φέρουμε ταραχή, προβλήματα εσωτερικά στην Εκκλησία και στο τέλος θα πλανηθούμε και εμείς οι ίδιοι....
π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΧΡΗΣΤΟΥ