κατά το Μ. Σάββατο. Το άγιο φως βγήκε δίπλα από την Πύλη του Ναού της Αναστάσεως, αφού ράγισε η κολόνα, κάτι το οποίο φαίνεται και τώρα. Η αιτία ήταν η εξής: Οι Αρμένιοι, κατά την εποχή εκείνη, ήταν εχθρικοί απέναντι στους Ορθοδόξους και υποσχέθηκαν να δώσουν στον ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ αρκετά χρήματα, για να εμποδίσει τον Πατριάρχη και τους Ορθοδόξους να μπουν στον Ναό της Αναστάσεως κατά το άγιο και μεγάλο Σάββατο. Ο ηγεμόνας, αφού πήρε τα χρήματα, πρόσταξε και έγινε αυτό (που ήθελαν οι Αρμένιοι).
Μπήκαν, λοιπόν, στον Ναό μόνο οι Αρμένιοι χαρούμενοι, ελπίζοντας ότι θα πάρουν το άγιο φως, οι Ορθόδοξοι, όμως, στέκονταν έξω από τον Ναό, στην αυλή, περίλυποι και παρακαλούσαν μαζί με τον Πατριάρχη τον άγιο Θεό, με δάκρυα και συντετριμμένη την καρδιά, να δείξει το έλεος της ευσπλαχνίας του· κι ενώ προσεύχονταν, σχίστηκε η κολόνα δίπλα από τον παραγκωνισμένο Πατριάρχη και βγήκε από εκεί το Άγιο Φως. Μόλις είδε αυτό ο Πατριάρχης έτρεξε με μεγάλη προθυμία και ευλάβεια και άναψε τα κεριά που είχε στα χέρια του και μοίρασε το φως στους Ορθοδόξους για να τους αγιάσει.
Οι Μωαμεθανοί θυρωροί βλέποντας αυτό το θαύμα άνοιξαν αμέσως την αγία Πόρτα και μπήκε μέσα στον Ναό και ο Πατριάρχης και όλο το πλήθος των Ορθοδόξων ψάλλοντας το «Τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημων» και τέλεσε τη λειτουργία. Εξαιτίας αυτού του θαύματος ένας από τους θυρωρούς του Ναού παραδέχτηκε μεγαλόφωνα τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, και πίστεψε σε αυτόν. Οι άλλοι Μωαμεθανοί, μόλις άκουσαν αυτά, θύμωσαν και τον έκαψαν μέσα στην αγία Αυλή και έτσι είχε μαρτυρικό θάνατο.
Η σχισμένη και μαυρισμένη κολώνα.