Μητρ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Η θεία Λειτουργία, την οποία ερμηνεύουμε στα κηρύγματα αυτά, αγαπητοί μου αδελφοί, χωρίζεται σε δύο βασικά μέρη. Το πρώτον είναι η Λειτουργία των Κατηχουμένων και το δεύτερον η Λειτουργία των Πιστών.
Από την έναρξη της θείας Λειτουργίας μέχρι το Ευαγγέλιο και τις δεήσεις που ακολουθούν, μπορούσαν να παρευρίσκονται και οι κατηχούμενοι, όσοι δηλαδή προετοιμάζονταν για να βαπτισθούν, αλλά όταν ο διάκονος έλεγε “όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, οι κατηχούμενοι προέλθετε, μη τις των κατηχουμένων, όσοι πιστοί έτι και έτι εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν”, τότε έφευγαν οι κατηχούμενοι και παρέμεναν μέχρι το τέλος στην θεία Λειτουργία όσοι ήταν βαπτισμένοι και επομένως ήταν ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Κατηχούμενοι στην αρχαία Εκκλησία ήταν μια τάξη ανθρώπων, οι οποίοι προετοιμάζονταν για το άγιο Βάπτισμα και οι οποίοι όχι μόνον διδάσκονταν για τον Θεό, αλλά συγχρόνως, με ανάλογη αγωγή, προσπαθούσαν να καθαρίσουν την καρδιά τους από τα πάθη, δηλαδή να θεραπεύσουν το παθητικό της ψυχής. Μάθαιναν, δηλαδή, τί είναι αμαρτία και πώς μπορούν να απαλλαγούν από την αμαρτία και να ενωθούν με τον Χριστό. Οι Κατηχούμενοι, που πλησίαζε ο χρόνος να βαπτισθούν ονομάζονταν φωτιζόμενοι, γιατί μετά από λίγο καιρό θα ελάμβαναν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, τον φωτισμό του Θεού.
Πιστοί ήσαν όσοι είχαν βαπτισθή, όσοι είχαν φωτισθή, δηλαδή όποιων το παθητικό της ψυχής καθαρίσθηκε από τα πάθη και ο νούς τους είχε δεχθή την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό είχαν νοερά - καρδιακή προσευχή. Αυτοί είχαν τις προϋποθέσεις να παραμείνουν μέχρι το τέλος στην θεία Λειτουργία και βέβαια να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Αλλά και εάν μερικοί Πιστοί είχαν πέσει σε κάποιο αμάρτημα, που σήμαινε ότι έχασαν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και έπαυσε η νοερά προσευχή στην καρδιά, ή απαρνούνταν τον Χριστό, δείγμα ότι είχαν χάσει το Άγιο Πνεύμα, και αυτοί αποβάλλονταν από την τάξη των πιστών και συγκαταλέγονταν στην τάξη των μετανοούντων, με αποτέλεσμα να φεύγουν από τον Ιερό Ναό, μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, μαζί με τους κατηχουμένους.
Αυτή η διάκριση μεταξύ Κατηχουμένων και Πιστών, που γίνεται στα λειτουργικά κείμενα δείχνει δυο αλήθειες.
Η μία ότι το να είναι κανείς Χριστιανός δεν είναι δεδομένο με το άγιο Βάπτισμα, αλλά χρειάζεται να ζη τις αλήθειες της πίστεως. Δηλαδή η αποκαλυπτική αλήθεια πρέπει να αφομοιωθή από τον πνευματικό οργανισμό του ανθρώπου και να γίνη αίμα και τροφή. Η πίστη δεν είναι μια θεωρητική αποδοχή των αληθειών της πίστεως.
Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι το να συμμετέχη κανείς στην θεία Λειτουργία είναι σοβαρή υπόθεση, αφού έχει σχέση με την εσωτερική ζωή του ανθρώπου. Όσο κανείς έχει εσωτερική καθαρότητα, τόσο συμμετέχει καλύτερα στην θεία Λειτουργία. Η θεία Λειτουργία δεν είναι μόνον αυτά που λέγονται και ψάλλονται, αλλά και αυτά που γίνονται εσωτερικά. Μέσα στην θεία Λειτουργία ενεργεί ο Τριαδικός Θεός, είναι παρόντες οι άγγελοι και οι άγιοι, η Παναγία Μητέρα του Χριστού, δηλαδή είναι σύναξη ουρανίων και επιγείων, αγγέλων και ανθρώπων, ζώντων και κεκοιμημένων. Πώς μπορεί κανείς να αποκτήση αίσθηση αυτής της πραγματικότητος εάν δεν έχει καθαρότητα καρδιάς;
Το κακό είναι ότι ζούμε σε μια εποχή, που υπάρχει σύγχυση μεταξύ Κατηχουμένων και Πιστών. Οι λεγόμενοι σήμερα Πιστοί, στην αρχαία Εκκλησία θα ήταν Κατηχούμενοι, γι’ αυτό και δεν μπορούν να καταλάβουν μερικοί άνθρωποι γιατί δεν προσευχόμαστε με τους αιρετικούς. Οι πιστοί προσεύχονται στην θεία Λειτουργία για τους κατηχουμένους να φωτισθούν και για τους πεπλανημένους να επιστρέψουν στην αληθινή πίστη, αλλά δεν μπορούν να προσεύχονται μαζί με αυτούς με τα ίδια λόγια και να ζητούν τα ίδια αιτήματα, αφού βρίσκονται σε διαφορετική πνευματική κατάσταση.
Ας αγωνισθούμε να είμαστε πραγματικά πιστοί με έργο και λόγο.
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ