Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Το ΟΧΙ των Ιταλών

Αποτέλεσμα εικόνας για Το ΟΧΙ των Ιταλών
Οι Πολίτες δεν φοβήθηκαν τελικά την εκδίκηση των τοκογλυφικών αγορών, ούτε τη γερμανικές απειλές, προκαλώντας ένα πρώτο ρήγμα στην Ευρωζώνη – ενώ διαμαρτυρήθηκαν ταυτόχρονα για τη διαφθορά και το νεποτισμό της πολιτικής τους ηγεσίας.
.Προφανώς η απόρριψη της συνταγματικής αναθεώρησης εκ μέρους των Ιταλών, μέσω της οποίας θα δινόταν πολύ μεγαλύτερη εξουσία στην εκάστοτε κυβέρνηση, ενώ γινόταν προσπάθεια να επιβληθεί στη χώρα έμμεσα ένα πρώτο μνημόνιο (άρθρο), ήταν ένα σοβαρό δείγμα δημοκρατικής ωριμότητας – αν και οι χρηματαγορές, οι οποίες ήταν υπέρ του ΝΑΙ, μάλλον θα προσπαθήσουν να τιμωρήσουν τη χώρα, αφού όμως μεσολαβήσει κάποιο χρονικό διάστημα.
Το θετικό στοιχείο είναι αναμφισβήτητα η σημαντική πλειοψηφία που συγκέντρωσε το ΟΧΙ, υπερβαίνοντας το 59% (πηγή) – γεγονός που θυμίζει το ελληνικό δημοψήφισμα, με τη διαφορά όμως πως η κυβέρνηση μας τότε το είχε στηρίξει, αντιστρέφοντας το λίγο αργότερα, ενώ η ιταλική είχε τοποθετηθεί εναντίον. Εντυπωσιακή εν προκειμένω είναι η παραίτηση του πρωθυπουργού της Ιταλίας, αμέσως μετά την ανακοίνωση της συντριπτικής ήττας του – αν και δεν πρέπει να είναι κανείς πολύ βιαστικός, όσον αφορά τις τελικές αποφάσεις, κυρίως όμως τα τεχνάσματα των πολιτικών.
Περαιτέρω, εάν δεχθεί κανείς πως η άρνηση των Ιταλών δηλώνει ταυτόχρονα την επιθυμία τους να εγκαταλείψουν την Ευρωζώνη,θεωρώντας την βασικό υπαίτιο για τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία τους (ανάλυση), θα συμπεράνει ότι, πρόκειται για ένα σημαντικό ρήγμα στη νομισματική ένωση.
Πολύ περισσότερο αφού η Ιταλία ήταν ιδρυτικό μέλος της ευρωπαϊκής κοινότητας άνθρακα και χάλυβα που ξεκίνησε το 1951, εξελισσόμενη στην ΕΟΚ και στην ΕΕ – ενώ οι Πολίτες της ήταν πάντοτε φιλικοί προς την ενωμένη Ευρώπη έως πρόσφατα σχετικά, όπου αποστασιοποιήθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους.
Εκτός αυτού η χώρα έχει υιοθετήσει τα τελευταία 25 χρόνια μία σειρά μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών πιεζόμενη ασφυκτικά από την Ευρώπη, οι οποίες την έφεραν στη σημερινή της κατάσταση: στα όρια της κατάρρευσης και του χάους δηλαδή, με μία τραπεζική κρίση που πολύ δύσκολα θα αντιμετωπισθεί, καθώς επίσης με μία ελλοχεύουσα κρίση δημοσίου χρέους – η οποία θα μπορούσε να εκβάλλει σε μία καταστροφική ύφεση και σε έναν αποπληθωρισμό που τελικά θα οδηγούσε στη χρεοκοπία της ή σε μία διαδικασία, ανάλογη με αυτήν που βιώνει η Ελλάδα (κυλιόμενη πτώχευση).
Συνεχίζοντας, το πρόβλημα της Ιταλίας δεν είναι η μη υιοθέτηση ή/και η καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων στην οικονομία της, αλλά το ότι οι σημαντικότερες από αυτές ήταν εσφαλμένες ή/και εφαρμόσθηκαν με λάθος τρόπο – γεγονός στο οποίο έχει συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό η συχνά διεφθαρμένη ή/και ανίκανη πολιτική της ηγεσία.
Το σημαντικότερο δε όλων ήταν το ότι, οι βασικές μεταρρυθμίσεις επιβλήθηκαν και εφαρμόσθηκαν σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης– όπως συμβαίνει επίσης στην Ελλάδα, παρά το ότι είναι γνωστό πως σε μία οικονομία που ήδη υποφέρει, οι άνθρωποι δεν είναι πρόθυμοι να υιοθετήσουν καμία αλλαγή.
Επί πλέον οι κυβερνήσεις της δεν είχαν ποτέ προετοιμασθεί σωστά, ενώ δεν είχαν σκεφθεί όλες τις συνέπειες που αναπόφευκτα έχουν οι αλλαγές – όπως στο παράδειγμα της αναγκαστικής εξόδου της χώρας από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1992/93, της κυβέρνησης τεχνοκρατών πρόσφατα κοκ.
Περαιτέρω μία τραπεζική κρίση, ειδικά αυτής της έκτασης που βιώνει σήμερα η Ιταλία, έχει πάντοτε σημαντικές νομισματικές και χρηματοοικονομικές αιτίες και πτυχές – ενώ είναι γνωστό πως η Ευρωζώνη δεν διαθέτει κανέναν αποτελεσματικό μηχανισμό αντιμετώπισης τέτοιων κρίσεων. Ως εκ τούτου, οι ευθύνες τόσο της κεντρικής τράπεζας της χώρας, όσο και της ΕΚΤ, η οποία λειτουργεί ουσιαστικά πυροσβεστικά και όχι προληπτικά, ως οφείλει, είναι τεράστιες – κάτι που ισχύει προφανώς και για την Ελλάδα, η οποία βαδίζει προς το χάος, μέσα από λάθη αυτού του είδους.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πάντως της μορφής που επιβλήθηκαν στην Ιταλία, όπως επίσης στην Ελλάδα, προκαλούν άμεσα στασιμότητα στην οικονομία, εάν όχι βαθιά ύφεση και αποπληθωρισμό – παράλληλα δημιουργούν φτώχεια, περιθωριοποίηση, απώλεια της αξιοπρέπειας, μείωση της παραγωγικότητας και απελπισία στον πληθυσμό, οπότε χάνεται εντελώς η πίστη του για το μέλλον, πόσο μάλλον για το κοινό νόμισμα και την ενωμένη Ευρώπη.
Συνεχίζοντας, η συνταγματική αναθεώρηση παρουσιάστηκε από τον πρωθυπουργό ως ένα τεχνοκρατικό εγχείρημα, για την επιτάχυνση των διαδικασιών ψήφισης των νόμων – οι οποίοι είναι δήθεν απαραίτητοι για τη σωστή λειτουργία της οικονομίας. Εν τούτοις, η μεταρρύθμιση του Κοινοβουλίου ήταν εξαιρετικά προβληματική, αφού το υφιστάμενο σύστημα με τα ισότιμα δύο σώματα της Βουλής και Γερουσίας, θα αντικαθίστατο ουσιαστικά από ένα Κοινοβούλιο των αντιπροσώπων – το οποίο θα έπαιρνε αποφάσεις πλειοψηφικά, οπότε θα ήταν έρμαιο της εκάστοτε κυβέρνησης (όπως συμβαίνει στην Ελλάδα).
Επομένως θα έπαυε να υπάρχει ο δημοκρατικός έλεγχος του ενός σώματος από το άλλο, οπότε θα περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό η Δημοκρατία στη χώρα – προς όφελος φυσικά των αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν έτσι να εκβιάζουν ευκολότερα την Ιταλία.
Αναλυτικότερα, σε αντίθεση με τη Μ. Βρετανία, το ισχυρότερο κόμμα στις εκλογές θα μπορούσε, ακόμη και λαμβάνοντας μόνο το 20% των ψήφων, να έχει αυτόματα το 54% τουλάχιστον των βουλευτών – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν θα χρειαζόταν πλέον κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως συμβαίνει στη χώρα μετά το 1948, ενώ το πρώτο κόμμα θα διέθετε σχεδόν απεριόριστη εξουσία.
Εκτός αυτού τα μέλη της Γερουσίας, ως δεύτερο σώμα αλλά με περιορισμένη ισχύ, δεν θα αποτελούταν πια από εκλεγμένα άτομα, αλλά από διορισμένα – κάτι που στην Ιταλία θεωρείται ως η συνταγή της διαφθοράς και του νεποτισμού των πολιτικών. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας, οι περιφέρειες θα έχαναν σε επιρροή, προς όφελος της κεντρικής κυβέρνησης – η οποία τότε θα μπορούσε να κυβερνάει τη χώρα απολυταρχικά.
Συμπερασματικά λοιπόν το ΟΧΙ των Ιταλών δεν είχε μόνο οικονομικές αιτίες αλλά, επίσης, πολιτικές – αφού οι Πολίτες, με κριτήριο τις τραυματικές εμπειρίες τους από φασιστικά καθεστώτα, δεν διανοούνταν να δώσουν τόσο μεγάλη δύναμη σε καμία κυβέρνηση. Εν τούτοις το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα παρουσιαστεί διαφορετικά από τις αγορές – οι οποίες θα το θεωρήσουν αυθαίρετα, όπως συνηθίζουν, ως άρνηση των Ιταλών για τη διενέργεια μεταρρυθμίσεων.
Επομένως είναι πολύ πιθανόν να θελήσουν να τους τιμωρήσουν παραδειγματικά, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στο ήδη υπερχρεωμένο τραπεζικό σύστημα – πόσο μάλλον όταν το ενδεχόμενο να εκλεγεί το κόμμα των πέντε αστέρων το 2017, το οποίο είναι υπέρ της εξόδου της Ιταλίας από την Ευρωζώνη, δεν είναι ότι καλύτερο για τους ξένους επενδυτές.
Βέβαια, η ΕΚΤ θα στηρίξει εν πρώτοις τα ομόλογα, τις τράπεζες και το χρηματιστήριο της Ιταλίας, όπως έχει άλλωστε ήδη δηλώσει. Εν τούτοις υπάρχουν πολλές αμφιβολίες, σχετικά με το εάν είναι δυνατόν να αποφευχθούν οι τραπεζικές χρεοκοπίες, οι διασώσεις τους με τα χρήματα των ομολογιούχων, μετόχων και αποταμιευτών (Bail-in), καθώς επίσης οι επιθέσεις των καταθετών (bank runs) – κάτι που δεν θα φανεί τις πρώτες ημέρες λόγω της στήριξης της χώρας, αλλά ασφαλώς αργότερα.
Υστερόγραφο: Η κατάσταση της οικονομίας της Ιταλίας, η οποία βαίνει από το κακό στο χειρότερο, φαίνεται καθαρά στο γράφημα που ακολουθεί – στο οποίο απεικονίζεται η εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ της, σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο έτος:
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ της Ιταλίας
349
Όπως διαπιστώνεται, το ΑΕΠ της χώρας μειωνόταν σταθερά όλες τις προηγούμενες δεκαετίες – ενώ μετά την υιοθέτηση του ευρώ παραμένει στάσιμο, με μεγάλες πτώσεις κατά τη διάρκεια κρίσεων. Στα πλαίσια αυτά, εάν η ΕΚΤ νομίζει πως θα ξεγελάσει τις αγορές μακροπρόθεσμα, κάνει πολύ μεγάλο λάθος – αφού αυτές επενδύουν με γνώμονα τις δικές της ενέργειες, οι οποίες προβλέπουν πως λόγω της επικράτησης του ΟΧΙ θα είναι βραχυπρόθεσμα εκτεταμένες.
Έτσι αιτιολογείται η σημερινή άνοδος των χρηματιστηρίων, η οποία ήταν αναμενόμενη – επειδή μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία αντιμετωπίσθηκε με την αύξηση της φθηνής ρευστότητας εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα των μεγάλων χωρών θεωρούνται θετικά, όσον αφορά την άνοδο των μετοχών.