Ευαγγέλιο-Απόστολος, σχολιασμός
Ευαγγέλιο: Λουκ. ιγ΄ 10-17
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ
«Ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε...»
Ὅλος ὁ λαὸς χάρηκε μὲ τὸ νέο θαῦμα ποὺ τέλεσε ὁ Κύριος θεραπεύοντας μία συγκύπτουσα – δηλαδὴ πολὺ καμπουριασμένη – γυναίκα στὴ Συναγωγή. Ὑπῆρξε ὅμως καὶ κάποιος ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν χάρηκε μὲ τὸ θαῦμα, ἀλλὰ ἀγανάκτησε. Ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος, ὁ ὁποῖος ἀντέδρασε ἔντονα, δῆθεν διότι ὁ Κύριος θεράπευσε τὴ γυναίκα αὐτὴ ἡμέρα Σάββατο, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἐξαιτίας τοῦ φθόνου ποὺ ἔκρυβε μέσα του πρὸς τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος γινόταν ἀποδέκτης τῶν ἐπιδοκιμασιῶν τοῦ πλήθους.
Μ’ αὐτὸ τὸ φοβερὸ πάθος τοῦ φθόνου θὰ ἀσχοληθοῦμε στὴ συνέχεια καὶ θὰ δοῦμε πρῶτον, πόσο μεγάλη ζημιὰ προκαλεῖ· καὶ δεύτερον, πῶς μποροῦμε νὰ τὸ καταπολεμήσουμε.
1. Πάθος καταστρεπτικὸ
Τί εἶναι λοιπὸν ὁ φθόνος, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ τόσο μεγάλη ζημιά; Ὁ Μ. Βασίλειος σὲ μία θαυμάσια σχετικὴ ὁμιλία του δίνει ἕναν πολὺ συνοπτικὸ ὁρισμὸ τοῦ πάθους αὐτοῦ λέγοντας ὅτι ὁ φθόνος «λύπη ἐστὶ τῆς τοῦ πλησίον εὐπραγίας» (ΕΠΕ 6, 133). Εἶναι δηλαδὴ λύπη γιὰ τὶς χαρὲς καὶ τὶς ἐπιτυχίες τοῦ ἄλλου, ἐκφράζεται ὅμως καὶ ἀντιθέτως ὡς χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση γιὰ τὶς ἀποτυχίες καὶ τὶς θλίψεις του. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου ἀδικεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀδικεῖ ὅμως καὶ τὸν ἑαυτό του.
Καὶ ἀδικεῖ μὲν τοὺς ἄλλους ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος, διότι ὁ φθόνος τὸν ὁδηγεῖ σὲ ψέματα, συκοφαντίες, σὲ ἔντονες διαμάχες καὶ πράξεις ἐκδικητικές, καὶ κάποτε σὲ κάτι ἀκόμη πιὸ φοβερό: στὸ ἔγκλημα τοῦ φόνου. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ παραδείγματα στὴν παγκόσμια ἱστορία καὶ στὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ μαρτυροῦν τὶς καταστρεπτικὲς συνέπειες τοῦ φθόνου. Ὁ φθόνος ἦταν ποὺ ὤθησε τὸν Κάιν νὰ σκοτώσει τὸν ἀδελφό του τὸν Ἄβελ. Παρομοίως καὶ τὸν Ἰωσὴφ ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν σκοτώσουν τὰ ἀδέλφια του ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸν φθονοῦσαν. Ὁ φθόνος ἐπίσης τῶν Ἰουδαίων ἔγινε αἰτία γιὰ νὰ διαπραχθεῖ ἡ μεγαλύτερη ἀδικία καὶ τὸ φρικτότερο ἔγκλημα ὅλων τῶν ἐποχῶν: ἡ σταύρωση τοῦ Κυρίου. Τόσο πολὺ τυφλώνει τὸ πάθος αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο!
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ φθονεῖ ἀδικεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του, διότι ἀντὶ νὰ ἀνακαλύψει τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ τὶς εὐλογίες ποὺ τοῦ παρέχει, ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἐπιτυχίες τῶν ἄλλων καὶ βασανίζεται ἀπὸ τοὺς λογισμούς του. «Γιατί αὐτὸς καὶ ὄχι ἐγώ;...», σκέπτεται καὶ ἡ σύγκριση αὐτὴ παραλύει τὶς δυνάμεις του γιὰ νὰ δημιουργήσει κάποιο ἔργο μὲ βάση τὶς δικές του ἱκανότητες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καταδικάζει τὸν ἑαυτό του σὲ ἀπραξία καὶ ἀδράνεια, σὲ στενοχώρια καὶ μελαγχολία.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔλεγε ὅτι ὁ φθόνος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ «πᾶσι τοῖς καλοῖς διοχλεῖ», δηλαδὴ ἐνοχλεῖ τοὺς καλούς, διότι ἀδικοῦνται ἀπὸ τὸν φθονερό, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη «τήκει τοὺς ἔχοντας», λιώνει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὸ πάθος.
2. Πῶς ἀντιμετωπίζεται
Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ ἀπάνθρωπο αὐτὸ πάθος;
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ἐπισημάνουμε τὸ πάθος αὐτὸ μέσα μας καὶ νὰ τὸ ὁμολογήσουμε. Διότι συμβαίνει συχνὰ νὰ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας λέγοντας ὅτι αὐτὸ ποὺ νιώθουμε δὲν εἶναι φθόνος ἀλλὰ «δίκαιη» τάχα ἀγανάκτηση, ἐπειδὴ μᾶς παραγκωνίζουν καὶ δὲν μᾶς ὑπολογίζουν, ἐνῶ τὸν ἄλλον «ἄδικα» τὸν ἐκτιμοῦν τόσο πολύ. Ὅταν λοιπὸν διακρίνουμε ὅτι ὑπάρχει μέσα μας αὐτὸ τὸ φοβερὸ πάθος, ὀφείλουμε νὰ τὸ ἐξομολογηθοῦμε καὶ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Πνευματικό μας τὴ συμβουλή του.
Ἔπειτα, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ καταφύγουμε σὲ θερμὴ προσευχή. Μάλιστα ἐκεῖνο ποὺ ἐπιφέρει καίριο πλῆγμα στὸ δαιμονικὸ αὐτὸ πάθος εἶναι τὸ νὰ προσευχόμαστε εἰλικρινὰ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ φθονοῦμε καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ τοῦ χαρίζει ὑγεία, χαρά, εἰρήνη καὶ κάθε εὐλογία καὶ ἐπιτυχία στὴ ζωή του.
Τέλος, πολὺ βοηθητικὸ εἶναι νὰ ἐπιβάλλουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ κάνει τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς ὑπαγορεύει τὸ πάθος τοῦ φθόνου. Γιὰ παράδειγμα ἀντὶ νὰ κακολογοῦμε αὐτὸν ποὺ φθονοῦμε, νὰ τὸν ἐπαινοῦμε. Ἂν πάλι τὸν δοῦμε νὰ πετυχαίνει καὶ νὰ τιμᾶται, νὰ τρέξουμε νὰ τὸν συγχαροῦμε μὲ εἰλικρίνεια. Ἐπίσης, ἂν τυχὸν βρεθεῖ σὲ δύσκολη θέση μὲ κάποια ἀρρώστια ἢ ἄλλη δοκιμασία, ἐμεῖς νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦμε μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο. Αὐτὴ ἡ καλοσύνη, ἡ ἄδολη καὶ ἁγνὴ ἀγάπη θὰ διώξει ὁριστικὰ τὸν φθόνο ἀπὸ τὴν ψυχή μας.
Φθόνος. Ἕνα πάθος παράλογο καὶ καταστρεπτικό. Αὐτὸ ἔσπρωξε τὸν διάβολο νὰ βγάλει τοὺς πρωτοπλάστους ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὸ χειρότερο, μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Λυτρωτὴ μας Κύριο νὰ μᾶς ἐλευθερώνει καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος καὶ νὰ μᾶς χαρίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη πρὸς ὅλους!
Απόστολος: Γαλ. γ΄ 23 - δ΄ 5:
Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ ᾿Αβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ᾿ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ
1. «Υἱοὶ Θεοῦ»
Ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῆς ἁγίας, ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι, προτοῦ νὰ ἔλθει ἡ ἐποχὴ τῆς Χάριτος, ὅπου ἡ πίστη πλέον ἔχει κεντρικὴ σημασία γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Νόμος κρατοῦσε τοὺς Ἰουδαίους καλὰ κλεισμένους σὰν σὲ φρούριο. Δὲν εἶχε ἀκόμη ἀποκαλυφθεῖ τὸ μυστήριο τῆς πίστεως καὶ ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος τοὺς εἶχε δοθεῖ γιὰ νὰ τοὺς παιδαγωγεῖ, ὥστε νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Χριστὸ ὡς Σωτήρα κι ἔτσι νὰ βροῦν τὴ σωτηρία.
Τώρα ὅμως ποὺ ἦλθε ἡ ἐποχὴ τῆς Χάριτος κι ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκάλυψε τὴ σωτήρια πίστη, δὲν χρειάζεται πλέον νὰ εἴμαστε ὑπὸ τὴν ἐπιτήρηση καὶ τὴν παιδαγωγία τοῦ Νόμου. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μ’ ἐσᾶς, λέει στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Γαλατίας: «Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»· πλέον ὅλοι ἐσεῖς μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ γίνατε καὶ εἶστε «υἱοὶ Θεοῦ».
Εἶστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, διότι ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πιστεύοντας σ’ Αὐτὸν ὡς Σωτήρα, ντυθήκατε τὸν Χριστὸ καὶ ἑνωθήκατε μαζί Του.
Εἶναι συγκλονιστικὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου ὄχι μόνο γιὰ τοὺς Γαλάτες, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τους Χριστιανούς. Εἶστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, μᾶς λέει. Ἐφόσον εἴμαστε βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁμολογοῦμε πίστη καὶ ὑπακοὴ σ’ Αὐτόν, εἴμαστε κι ἐμεῖς κατὰ Χάριν «υἱοὶ Θεοῦ». Ἀλήθεια, συναισθανόμαστε αὐτὴ τὴ μεγάλη τιμή; Συνειδητοποιοῦμε τί σημαίνει νὰ καλοῦμε τὸν Θεὸ «Πατέρα» στὴν προσευχή μας καὶ νὰ Τοῦ ζητοῦμε ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη μὲ τὴν ἴδια ἁπλότητα ποὺ ἕνα παιδὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸν πατέρα του ὅ,τι χρειάζεται; Πολὺ περισσότερο μποροῦμε νὰ ἀναλογιστοῦμε πόσα ἀγαθὰ ὑπόσχεται ὁ Θεὸς Πατέρας νὰ μᾶς χαρίσει, ἐφόσον ὡς παιδιά Του εἴμαστε καὶ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του;
Ἀσφαλῶς αὐτὰ θὰ ἀναλογιζόταν κι ἡ ἁγία Βαρβάρα. Γι’ αὐτὸ καὶ προτίμησε νὰ μὴν ἀκολουθήσει τὸν κατὰ σάρκα πατέρα της, ποὺ τὴν ὁδηγοῦσε στὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, ἀλλὰ νὰ ἀγαπήσει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ Πατέρα καὶ νὰ γίνει Χριστιανή, ἀκόμη κι ἂν αὐτὸ ἐπρόκειτο νὰ κοστίσει τὴν ἴδια της τὴ ζωή. Δὲν φοβήθηκε ἡ Βαρβάρα, ἂς ἦταν γυναίκα καὶ μάλιστα μικρὴ στὴν ἡλικία. Διότι στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχει σημασία ἂν εἶσαι ἄνδρας ἢ γυναίκα, μικρὸς ἢ μεγάλος. Ὅλοι εἴμαστε ἴσοι κι ἔχουμε τὸν ἴδιο ὑψηλὸ προορισμό: νὰ γίνουμε Ἅγιοι. Αὐτὴ ἡ ἰσότητα ὑπογραμμίζεται καὶ στὴ συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς.
2. Ὀρθόδοξος φεμινισμὸς
Δὲν ὑπάρχουν πλέον διαφορὲς ἐθνικότητος, κοινωνικῆς τάξεως καὶ φύλου, λέει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος. Δὲν ὑπάρχει διαφορὰ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνα, δούλου καὶ ἐλεύθερου, δὲν ὑπάρχει διάκριση ὑπεροχῆς μεταξὺ ἄνδρα καὶ γυναίκας. Δὲν πλεονεκτοῦν οἱ ἄνδρες εἰς βάρος τῶν γυναικῶν. Εἴμαστε ἴσοι!
Λοιπόν, τονίζει ὁ Ἀπόστολος, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ εἶστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γίνατε ἕνας νέος ἄνθρωπος.
Ἐφόσον ἀνήκετε στὸ Χριστό, τότε διὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ εὐλογημένος κατὰ σάρκα ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, εἶστε κι ἐσεῖς ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, κι ἂς μὴν εἶστε Ἰουδαῖοι στὴν καταγωγὴ ἀλλὰ πρώην εἰδωλολάτρες· σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση, εἶστε κληρονόμοι τῆς ἴδιας εὐλογίας.
Καὶ κάτι ἀκόμα: Κάθε κληρονόμος, ὅσο εἶναι ἀνήλικος, δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν δοῦλο. Γιατί; Διότι, ἐνῶ εἶναι κύριος τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς, ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν κηδεμονεύουν καὶ διαχειρίζονται τὴν πατρική του περιουσία, μέχρι τὸν χρόνο ποὺ ὅρισε ὁ πατέρας.
Ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ὅταν ἤμασταν σὲ νηπιώδη πνευματικὴ κατάσταση, ἤμασταν ὑποδουλωμένοι στὴ στοιχειώδη θρησκευτικὴ γνώση τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀμάθεια.
Ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ χρόνος ποὺ εἶχε ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο τὸν Υἱό Του, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα καὶ ὑποτάχθηκε στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο, προκειμένου νὰ ἐξαγοράσει ἐκείνους ποὺ ἦταν ὑποδουλωμένοι στὰ δεσμὰ τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, γιὰ νὰ λάβουμε τὴν υἱοθεσία ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ.
Ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ ἀποστόλου Παύλου θὰ ὑπογραμμίσουμε ἕνα μόνο, πράγματι ἀνατρεπτικό: αὐτὸν ποὺ ἐξαγγέλλει τὴν ἰσότητα μεταξὺ τῶν δύο φύλων: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ». Δὲν εἶναι ἀσήμαντο νὰ τολμᾶ ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος νὰ ἀναδεικνύει τὴν ἀξία τῆς γυναίκας θεωρώντας την ἰσότιμη μὲ τὸν ἄνδρα, σὲ ἐποχὴ μάλιστα μὲ ἔντονες προκαταλήψεις ἐναντίον τῶν γυναικῶν. Σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλες θρησκεῖες ποὺ μέχρι καὶ σήμερα ὑποτιμοῦν τὴ γυναίκα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν τιμᾶ ἰδιαίτερα. Αὐτὸ φανερώνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν κορυφὴ τῆς ἁγιότητος βρίσκεται μία γυναίκα: Ἡ Πάναγνη Παρθένος Μαρία, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος!
Αὐτὸ φάνηκε καθαρὰ καὶ στὴ ζωὴ τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, ἡ ὁποία μὲ τὴ σταθερότητά της ἔδειξε ἀνδρεῖο φρόνημα κι ἔγινε πρότυπο ζωῆς γιὰ κάθε Χριστιανό.
Ἡ πραγματικὴ ἀξία τῆς γυναίκας δὲν φαίνεται ὅταν αὐτονομεῖται καὶ διεκδικεῖ τὸν ρόλο τοῦ ἄνδρα, ἀλλὰ ὅταν προοδεύει καὶ διακρίνεται στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἀνδρεία, στὴν ἁγνότητα, τήν ἀγάπη καὶ τὴ θυσία· στὴν ἁγιότητα. Τότε πράγματι μεγαλουργεῖ!