"Του Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας..."
Ευαγγέλιο-Απόστολος, σχολιασμός-Λόγος στη Γέννηση του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού (Αγ. Ιωάννη Χρυσοστόμου)
Ευαγγέλιο Ματθ. β΄ 1-12
Τοῦ ᾿Ιησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας ἐν ἡμέραις ῾Ηρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς ῾Ιεροσόλυμα λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ. ᾿Ακούσας δὲ ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα ῾Ιεροσόλυμα μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου· καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ ᾿Ιούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν ᾿Ιούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν ᾿Ισραήλ. Τότε ῾Ηρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος, καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν· καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς ῾Ηρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.
Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
«Ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα»
Μᾶς ἀξιώνει καὶ φέτος ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νὰ ἑορτάσουμε τὴν «Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν», τὰ Χριστούγεννα. Ἑορτὴ χαρᾶς καὶ πανηγύρεως! «Τὰ σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται»! Ὅλοι χαίρονται καὶ ἀγάλλονται γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ: οἱ ἄγγελοι, οἱ ποιμένες, οἱ Μάγοι...
Μάλιστα στὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, καθώς παρακολουθοῦμε τὸ ταξίδι τῶν Μάγων, συγκινούμαστε κι ἐμεῖς μὲ τὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασαν, ὅταν ἀντίκρισαν τὸν ἀστέρα ποὺ τοὺς ὁδήγησε τελικὰ στὸν προορισμό τους: στὸν νεογέννητο Βασιλέα Χριστό. Μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τὸ σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής: «Ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα».
Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν αὐτὴν τὴν ἔντονη ἐκδήλωση τῆς χαρᾶς τῶν Μάγων ἂς προσπαθήσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀνακαλύψουμε ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ τῶν Χριστουγέννων καὶ πῶς θὰ τὴ ζήσουμε πραγματικά.
1. Ἡ χαρὰ τῶν Χριστουγέννων
Πολλοὶ περιμένουν τὰ Χριστούγεννα ἁπλῶς γιὰ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴ ρουτίνα τῆς καθημερινότητας. Γι’ αὐτοὺς ἡ χαρὰ τῆς ἑορτῆς ἐξαντλεῖται στὰ ἐντυπωσιακὰ φῶτα καὶ τὰ πολύχρωμα στολίδια, στὰ δῶρα καὶ τὶς ἐπισκέψεις, σὲ βραδινὲς διασκεδάσεις καὶ ἄλλες παρόμοιες ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις.
Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὴ γνήσια χαρά. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ αἰσθανθεῖ ἀληθινὴ χαρά, μὲ τὸ νὰ ἐπιχειρήσει ἁπλῶς νὰ ξεχάσει γιὰ λίγες μέρες τὶς δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματά του. Διότι, ὅπως γράφει καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, κάποτε «θὰ σβήσουν τὰ φῶτα καὶ θὰ πάει ὁ καθένας στὸ σπίτι του καὶ αὐτὸς μόνος του θὰ μείνει στὸ σκοτάδι». Ὅταν δηλαδὴ τελειώσουν οἱ γιορτὲς κι ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέψει στὴν καθημερινὴ ρουτίνα, τότε θὰ αἰσθανθεῖ ἀπογοήτευση μπροστὰ στὴ σκληρὴ πραγματικότητα. Ποῦ βρίσκεται λοιπὸν ἡ ἀληθινὴ χαρὰ τῆς σημερινῆς ἑορτῆς;
Στὴν πραγματικότητα ἡ οὐσία τῆς χαρᾶς τῶν Χριστουγέννων εἶναι τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως, ὅπως τὸ ἐκφράζει ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς σ’ ἕναν ὕμνο τῆς ἑορτῆς: «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν‧ καὶ γὰρ ἐκ τῆς Παρθένου ἐτέχθη ὁ Κύριος». Ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ μᾶς ἐπισκέφθηκε ὁ Σωτήρας μας, ἡ ἀνατολὴ τῶν ἀνατολῶν, κι ἐμεῖς ποὺ κατοικούσαμε στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ στὴ σκιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου βρήκαμε τὴν ἀλήθεια‧ διότι ἀπὸ τὴν Παρθένο γεννήθηκε ὁ Κύριος.
2. Πῶς θὰ ζήσουμε τὴ χαρὰ τῶν Χριστουγέννων
Ἂν θέλουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς νὰ γευθοῦμε τὴ χαρὰ τῶν Χριστουγέννων, ἂς σπεύσουμε, ὅπως καὶ οἱ Μάγοι, γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὸν Κύριο.
Μᾶς περιμένει στὴν Ἐκκλησία του. Ἐδῶ ποὺ Τὸν λατρεύουμε. Ἐδῶ ποὺ ἀκοῦμε τὸν λόγο του καὶ κοινωνοῦμε τὸ ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ πανάγιο Αἷμα του. Ἐδῶ θὰ Τὸν προσκυνήσουμε καὶ θὰ Τοῦ προσφέρουμε ὡς δῶρο τὴν καρδιά μας γιὰ νὰ τὴν καθαρίσει, νὰ τὴ φωτίσει, νὰ τὴν ἀνακαινίσει.
Ἔπειτα ὁ νεογέννητος Χριστὸς μᾶς περιμένει καὶ στὰ πρόσωπα τῶν πτωχῶν καὶ ἀσθενῶν ἀδελφῶν μας. Τὶς ἡμέρες αὐτὲς εἶναι εὐκαιρία νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας στοὺς συνανθρώπους μας, ποὺ στεροῦνται τὰ ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ζήσουν, νὰ συμπαρασταθοῦμε στοὺς ἀδελφούς μας ποὺ δοκιμάζονται. Κι εἶναι τόσο πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη βοηθείας! Ἄνεργοι, πτωχοί, ἄστεγοι, ἀσθενεῖς, φυλακισμένοι καὶ τόσοι ἄλλοι... Κι ὅπως μᾶς βεβαίωσε ὁ Κύριος, κάθε βοήθεια ποὺ προσφέρουμε στοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, στὴν οὐσία τὴν προσφέρουμε στὸν Ἴδιο: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40).
Ἔτσι θὰ ζήσουμε ἀληθινὰ Χριστούγεννα! Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ θεία Λατρεία καὶ μὲ τὴν ὁλοπρόθυμη προσφορὰ ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας.
Τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ «ἀνατολὴ τῶν ἀνατολῶν»! Ἀνέτειλε ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ἔδιωξε τὸ πυκνὸ σκοτάδι τῆς κακίας καὶ τῆς ἁμαρτίας κι ἐμεῖς «εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν»! Βρήκαμε τὴν Ἀλήθεια, τὸ Φῶς, τὴ Ζωή! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς μᾶς προτρέπει: «Εὐφραίνεσθε Δίκαιοι, οὐρανοὶ ἀγαλλιᾶσθε, σκιρτήσατε τὰ ὄρη, Χριστοῦ γεννηθέντος...».
Ὅλος ὁ κόσμος σήμερα χαίρει καὶ πανηγυρίζει μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Μακάρι καὶ ἡ δική μας καρδιὰ νὰ λάβει μέρος σ’ αὐτὴ τὴν παγκόσμια χαρὰ καὶ ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς νὰ τῆς μεταδώσει θάρρος, δύναμη κι ἐλπίδα!
Απόστολος: Γαλ. δ΄4-7
Ἀδελφοί, ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν. Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ’ υἱός· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ.
ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ
1. Ἡ ἄπειρη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ
Χριστούγεννα! Καὶ ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ περιγράψει τὴ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη Γέννηση; Ποιὸς νοῦς μπορεῖ νὰ χωρέσει τὸ «ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον»; Ποιὰ καρδιὰ μπορεῖ νὰ μείνει ἀσυγκίνητη μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο της θεϊκῆς ἀγάπης;...
Φωτισμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος περικλείει σὲ λίγες λέξεις τὸ μέγα θαῦμα, ποὺ ἄνοιξε στὸν ἄνθρωπο τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας: «Σήμερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε...».
Αὐτὸ τὸ γεγονὸς περιγράφει καὶ ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος στὴ σημερινὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή. Γράφει:
«Ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν».
Ὁλόκληρος ὁ κόσμος ποὺ εἶχε βυθιστεῖ στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρίας, στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀνηθικότητος, περίμενε Αὐτὸν ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὸ φῶς τῆς Ἀλήθειας καὶ στὴ ζωὴ τῆς Ἁγιότητος. Ἀκόμη καὶ ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ στέναζε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πολλαπλῶν νομικῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ προσδοκοῦσε τὸν Μεσσία, τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτή, ποὺ εἶχαν ἐξαγγείλει οἱ θεόσταλτοι Προφῆτες.
Πέρασαν χιλιάδες χρόνια. Τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἦλθε. Ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἀπέστειλε στὸν κόσμο τὸν Υἱό Του, μὲ τρόπο μοναδικό, ποὺ φανέρωνε τὴν ἄπειρη συγκατάβασή Του. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα, τὴν Παρθένο Μαρία, καὶ ὑποτάχθηκε στὸ μωσαϊκὸ Νόμο, προκειμένου νὰ ἀπελευθερώσει ἐκείνους ποὺ ἦταν ἐγκλωβισμένοι σ’ αὐτόν, καθὼς ἦταν ἀδύνατο νὰ τηροῦν τὶς διατάξεις του μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα ὅλοι μποροῦμε νὰ λάβουμε τὴν υἱοθεσία ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ.
Μένει ἐκστατικὸς κανεὶς μπροστὰ στὸ πάνσοφο σχέδιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ «Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν», ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ἀπέστειλε σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀχάριστους καὶ ἀποστάτες ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους ὄχι κάποιον δοῦλο ἢ ἄγγελο, ἀλλὰ αὐτὸν τὸν Μονογενή Του Υἱό. Μὲ τρόπο ἀκατάληπτο καὶ μυστηριώδη, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. «Ὁ Πατὴρ εὐδόκησεν, ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο· καὶ ἡ Παρθένος ἔτεκε Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα» (Τροπάριο Αἴνων).
Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν εὐφραίνονται καὶ νὰ μὴν πανηγυρίζουν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ;... Ἂς ἑνώσουμε κι ἐμεῖς τὶς φωνές μας μὲ τοὺς ὕμνους τῶν ἀγγέλων κι ἂς δοξάσουμε τὸν πανάγαθο Θεό, ποὺ δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε, ἀλλὰ οἰκονόμησε τὴ σωτηρία μας μὲ τρόπο μοναδικό. Καὶ ὄχι μόνο μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὴν αἰώνια καταδίκη, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀνύψωσε σὲ ἀσύλληπτη τιμὴ καὶ δόξα. Αὐτὸ περιγράφει στὴ συνέχεια τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα.
2. Παιδιὰ τοῦ Θεοῦ
Γράφει ὁ θεοφώτιστος ἀπόστολος Παῦλος: Ἐσεῖς οἱ πιστοὶ δὲν εἶστε πλέον δοῦλοι, ἀλλὰ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδὴ εἶστε υἱοὶ τοῦ ἐπουρανίου Πατρός, γι’ αὐτὸ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς στὶς καρδιὲς σας τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ Του, τὸ Ὁποῖο σᾶς δίνει τὴν πληροφορία καὶ τὴν παρρησία νὰ ἀπευθύνεσθε στὸ Θεὸ μὲ τὴν ἱκετευτικὴ κραυγή: «Ἀββᾶ», δηλαδή, Πατέρα.
Ἄρα λοιπόν, ἐσὺ ποὺ πίστεψες στὸ Χριστό, δὲν εἶσαι πλέον δοῦλος, ἀλλὰ κατὰ χάριν υἱὸς τοῦ Θεοῦ. «Εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ». Δηλαδή, ἐφόσον εἶσαι υἱός, εἶσαι συγχρόνως καὶ κληρονόμος τοῦ Θεοῦ. Καὶ γίνεσαι κληρονόμος διαμέσου τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἀσύλληπτο καὶ μεγαλειῶδες τὸ προνόμιο ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ πανάγαθος Θεός, νὰ ὀνομαζόμαστε παιδιά Του! Πράγματι, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος, πλέον ἔγινε ὁ πρωτότοκος ἀδελφός μας κι ἔδωσε καὶ σ’ ἐμᾶς τὸ δικαίωμα νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ «Πατέρα». Ἐπιπλέον, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ ἐμπνέει στὶς καρδιές μας τὴ βεβαιότητα τῆς υἱοθεσίας, νὰ θερμαίνει τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα, νὰ μᾶς χαρίζει τὴν αἴσθηση τῆς πατρικῆς προστασίας, νὰ μᾶς παρακινεῖ σὲ προσευχὴ καὶ νὰ Τὸν καλοῦμε «Πατέρα», νὰ μᾶς ἐγγυᾶται τὴν κληρονομία τῆς Βασιλείας Του.
Χριστούγεννα! Κι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πλημμύρισε ὅλη τὴ γῆ! Ὁ Θεὸς Πατέρας ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά Του γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὰ παιδιά Του. Ἂς Τὸν δοξάζουμε διότι μᾶς χάρισε αὐτὴ τὴν ὕψιστη δωρεὰ τῆς υἱοθεσίας. Ἂς διώξουμε δὲ κάθε φόβο καὶ ἀνησυχία κι ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε. Ὁ Θεός μας δὲν εἶναι ἀπόμακρος καὶ ἀπροσπέλαστος, οὔτε κάποια ἀόριστη ἀνώτερη δύναμη· εἶναι ὁ δικός μας Πατέρας, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μᾶς πλουτίζει μὲ ἀνεκτίμητες εὐλογίες.
Λόγος στη Γέννηση του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού (Αγ. Ιωάννη Χρυσοστόμου)
Πρωτότυπο κείμενο
Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω· ποιμένες μου περιηχοῦσι τὰ ὦτα, οὐκ ἔρημον συρίζοντες μέλος, ἀλλ’ οὐράνιον ᾄδοντες ὕμνον. Ἄγγελοι ᾄδουσιν, ἀρχάγγελοι μέλπουσιν, ὑμνεῖ τὰ Χερουβὶμ, δοξολογεῖ τὰ Σεραφὶμ, πάντες ἑορτάζουσι Θεὸν ἐπὶ γῆς ὁρῶντες, καὶ ἄνθρωπον ἐν οὐρανοῖς· τὸν ἄνω κάτω δι’ οἰκονομίαν, καὶ τὸν κάτω ἄνω διὰ φιλανθρωπίαν. Σήμερον Βηθλεὲμ τὸν οὐρανὸν ἐμιμήσατο· ἀντὶ μὲν ἀστέρων ἀγγέλους ὑμνοῦντας δεξαμένη, ἀντὶ δὲ ἡλίου τὸν τῆς δικαιοσύνης ἀπεριγράπτως χωρήσασα. Καὶ μὴ ζήτει πῶς· ὅπου γὰρ βούλεται Θεὸς, νικᾶται φύσεως τάξις. Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν, ἔσωσε· σύνδρομα τὰ πάντα τῷ Θεῷ. Σήμερον ὁ ὢν τίκτεται, καὶ ὁ ὢν γίνεται ὅπερ οὐκ ἦν· ὢν γὰρ Θεὸς, γίνεται ἄνθρωπος, οὐκ ἐκστὰς τοῦ εἶναι Θεός. Οὐδὲ γὰρ κατ’ ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος, οὐδὲ πάλιν κατὰ προκοπὴν ἐξ ἀνθρώπου γέγονε Θεός· ἀλλὰ Λόγος ὢν, διὰ τὸ ἀπαθὲς σὰρξ ἐγένετο, ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως.
Πάντων οὖν σκιρτώντων, σκιρτῆσαι θέλω κἀγὼ, χορεῦσαι βούλομαι, πανηγυρίσαι θέλω· χορεύω δὲ, οὐ κιθάραν πλήττων, οὐ θυρσὸν κινῶν, οὐκ αὐλοὺς ἔχων, οὐ δᾷδας ἅπτων, ἀλλ’ ἀντὶ μουσικῶν ὀργάνων τὰ τοῦ Χριστοῦ σπάργανα φέρων. Αὐτὰ γάρ μοι ἐλπὶς, αὐτά μοι ζωὴ, αὐτά μοι σωτηρία, αὐτά μοι αὐλὸς, αὐτά μοι κιθάρα. ∆ιὸ καὶ αὐτὰ ἔρχομαι φέρων, ἵνα τῇ αὐτῶν δυνάμει ἰσχὺν λόγων λαβὼν μετ’ ἀγγέλων εἴπω· ∆όξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ· μετὰ δὲ ποιμένων, Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. Σήμερον ὁ γεννηθεὶς ἀῤῥήτως ἐκ Πατρὸς, ἐκ παρθένου τίκτεται, ἀφράστως δι’ ἐμέ. Ἀλλὰ τότε μὲν κατὰ φύσιν ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸ αἰώνων ἐγεννήθη, ὡς ὁ γεννήσας οἶδε· σήμερον δὲ πάλιν παρὰ φύσιν ἐτέχθη, ὡς ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπίσταται χάρις. Καὶ ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἀληθὴς, καὶ ἡ κάτω γέννησις ἀψευδὴς, καὶ ἀληθῶς Θεὸς ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθη, καὶ ἀληθῶς ἄνθρωπος ὁ αὐτὸς ἐκ παρθένου ἐτέχθη. Ἄνω μόνος ἐκ μόνου Μονογενὴς, κάτω μόνος ἐκ παρθένου μόνης Μονογενὴς ὁ αὐτός. Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῆς ἄνω γεννήσεως ἀσεβὲς ἐννοῆσαι μητέρα· οὕτω βλάσφημόν ἐστιν ὑπολαβεῖν καὶ ἐπὶ τῆς κάτω γεννήσεως πατέρα. Ὁ Πατὴρ ἀῤῥεύστως ἐγέννησε, καὶ ἡ παρθένος ἀφθόρως ἔτεκεν· οὔτε γὰρ ὁ Θεὸς ῥεῦσιν ὑπέμεινε γεννήσας· θεοπρεπῶς γὰρ ἐγέννησεν· οὔτε ἡ παρθένος φθορὰν ὑπέμεινε τεκοῦσα· πνευματικῶς γὰρ ἔτεκεν.
Ὥσπερ τεχνίτης εὑρὼν ὕλην χρησιμωτάτην, κάλλιστον ἀπεργάζεται σκεῦος· οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς εὑρὼν τῆς παρθένου ἅγιον καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν, ἔμψυχον ἑαυτῷ κατεκόσμησε ναὸν, ὃν ἐβουλήθη τρόπον πλάσας τὸν ἄνθρωπον ἐν τῇ παρθένῳ, καὶ ἐνδυσάμενος αὐτὸν, σήμερον προῆλθεν, οὐκ αἰδεσθεὶς τὸ δυσειδὲς τῆς φύσεως. Οὐδὲ γὰρ ὕβριν ἔφερεν αὐτῷ, φορέσαι τὸ ἴδιον ἔργον· καὶ τὸ πλάσμα δὲ μεγίστην ἐκαρποῦτο δόξαν, ἔνδυμα τοῦ τεχνίτου γινόμενον. Ὥσπερ γὰρ παρὰ τὴν πρώτην πλάσιν ἀδύνατον ἦν συνεστάναι τὸν ἄνθρωπον, πρὶν ἢ τὸν πηλὸν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐλθεῖν· οὕτω καὶ τὸ φθαρὲν σκεῦος ἀδύνατον μεταποιηθῆναι, εἰ μὴ γέγονεν ἔνδυμα τοῦ ποιήσαντος. Ἀλλὰ τί εἴπω, ἢ τί λαλήσω; Ἐκπλήττει γάρ με τὸ θαῦμα. Ὁ Παλαιὸς ἡμερῶν παιδίον γέγονεν, ὁ ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου καθήμενος ἐν φάτνῃ τίθεται, ὁ ἀναφὴς, καὶ ἁπλοῦς, καὶ ἀσύνθετος, καὶ ἀσώματος χερσὶν ἀνθρωπίναις ἑλίσσεται, ὁ τὰ τῆς ἁμαρτίας διασπῶν δεσμὰ σπαργάνοις ἐμπλέκεται, ἐπειδὴ τοῦτο θέλει. Θέλει γὰρ τὴν ἀτιμίαν ποιῆσαι τιμὴν, τὴν ἀδοξίαν ἐνδῦσαι δόξαν, τὸν τῆς ὕβρεως ὅρον, ἀρετῆς δεῖξαι τρόπον. Ὅθεν ὑπέρχεται τὸ ἐμὸν σῶμα, ἵνα ἐγὼ χωρήσω τὸν αὐτοῦ Λόγον· καὶ λαβὼν τὴν ἐμὴν σάρκα, δίδωσί μοι τὸ ἑαυτοῦ Πνεῦμα, ἵνα διδοὺς καὶ λαμβάνων θησαυρόν μοι ζωῆς ἐμπορεύσηται. Λαμβάνει μου τὴν σάρκα, ἵνα με ἁγιάσῃ· δίδωσί μοι τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ, ἵνα με διασώσῃ. Ἀλλὰ τί εἴπω, καὶ τί λαλήσω; Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει. Οὐκέτι λέγεται ὡς γενησόμενον, ἀλλὰ θαυμάζεται ὡς πεπραγμένον.
Απόδοση
Μυστήριο παράξενο και παράδοξο βλέπω. Ποιμένες ακούγονται στα αυτιά μου, όχι επειδή παίζουν ένα υπαίθριο σκοπό, αλλά επειδή τραγουδούν ουράνιο ύμνο. Άγγελοι τραγουδούν, Αρχάγγελοι μέλπουν, υμνούν τα Χερουβίμ, δοξολογούν τα Σεραφίμ, οι πάντες γιορτάζουν επειδή βλέπουν τον Θεό πάνω στην γή και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Τον (Θεό πού είναι) άνω (τώρα να είναι) κάτω από οικονομία και τον (άνθρωπο που είναι) κάτω (τώρα να είναι) άνω από φιλανθρωπία. Σήμερα η Βηθλεέμ τον ουρανό εμιμήθηκε. Επειδή αντί για αστέρια αγγέλους που υμνούν δέχθηκε και αντί για τον ήλιο τον Ήλιο της Δικαιοσύνης απεριγράπτως εχώρεσε. Και μην αναζητάς πως. Επειδή όπου θέλει ο Θεός νικιέται η τάξη της φύσεως. Επειδή θέλησε, το κατόρθωσε, κατήλθε, έσωσε. Όλα (τα κτίσματα) συντρέχουν με τον Θεό (τον Κτίστη). Σήμερα ο Ων τίκτεται και ο Ων γίνεται αυτό που δεν ήταν. Γιατί ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι Θεός. Επειδή δεν έγινε άνθρωπος με το να πάψει να είναι Θεός, αλλά ούτε πάλι με το να προκόψει από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ είναι ο (Θεός) Λόγος, έγινε σαρξ (δηλαδή και άνθρωπος) με απάθεια, χωρίς να μεταβληθεί η φύση Του (σημ: στο Ένα πρόσωπο του Χριστού αποδίδονται η Θεία και η ανθρώπινη φύση).
Επειδή λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, να σκιρτήσω θέλω κι εγώ, να χορεύσω επιθυμώ, να πανηγυρίσω θέλω. Αλλά χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλαδιά κισσού, χωρίς να κρατώ αυλούς, χωρίς να ανάβω λαμπάδες, αλλά αντί για μουσικά όργανα κρατώντας τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι’ αυτό κι έρχομαι κρατώντας αυτά, για να λάβω με την δύναμή τους ισχύ λόγων και να πω μαζί με τους Αγγέλους «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» και μαζί με τους ποιμένες «κι επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Σήμερα αυτός, που γεννήθηκε αρρήτως εκ του Πατρός, αφράστως τίκτεται από Παρθένο για μένα. Αλλά τότε γεννήθηκε κατά φύσιν από τον Πατέρα πριν τους αιώνες, καθώς ο Πατέρας γνωρίζει. Ενώ πάλι σήμερα παρά φύσιν ετέχθη καθώς γνωρίζει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και η άνω γέννησή του αληθής και η κάτω γέννηση αψευδής. Και αληθινά Θεός εκ Θεού εγεννήθη και αληθινά άνθρωπος ο Ίδιος εκ Παρθένου ετέχθη. Άνω μόνος εκ μόνου Μονογενής, κάτω μόνος εκ Παρθένου μόνης Μονογενής ο Ίδιος. Επειδή όπως ακριβώς (είναι) ασεβές να εννοήσουμε μητέρα για την άνω γέννηση έτσι (είναι) βλάσφημο να υπονοήσομε πατέρα για την κάτω γέννηση. Ο Πατέρας γέννησε απαθώς χωρίς να μειωθεί η Θεία Του φύση και η Παρθένος αφθόρως έτεκε. Επειδή ούτε ο Πατέρας έπαθε κάποια μείωση όταν γέννησε, επειδή θεοπρεπώς εγέννησε. Ούτε η Παρθένος έπαθε φθορά όταν έτεκε, επειδή πνευματικώς έτεκε.
Όπως ακριβώς ο τεχνίτης όταν βρει χρησιμότατο υλικό κατασκευάζει ωραιότατο σκεύος έτσι κι ο Χριστός όταν βρήκε της Παρθένου άγιο το σώμα και την ψυχή, κατεκόσμησε για τον εαυτόν Του έμψυχο ναό, με τρόπο που θέλησε έπλασε άνθρωπο μέσα στην Παρθένο και αφού ντύθηκε αυτόν (σημ: από την σύλληψή Του ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος), σήμερα έρχεται, χωρίς να ντραπεί την ασχήμια της (ανθρώπινης) φύσεως. Επειδή δεν θεωρούσε ύβρη για τον εαυτόν Τον να φορέσει το δικό του έργο. Και το πλάσμα απέκτησε μεγίστη δόξα επειδή έγινε ένδυμα του Τεχνίτη. Επειδή όπως ακριβώς κατά την πρώτη δημιουργία ήταν αδύνατον να κατασκευάσει τον άνθρωπο πριν έλθει ο πηλός στα χέρια Του, έτσι και το φθαρμένο σκεύος ήταν αδύνατον να μεταποιηθεί εάν δεν γινόταν ένδυμα του Δημιουργού. Αλλά τι να πω και τι να λαλήσω; Επειδή το θαύμα με εκπλήττει. Ο Παλαιός των ημερών Παιδί έγινε, Αυτός που κάθεται σε θρόνο υψηλό και ανυψωμένο τοποθετείται σε φάτνη, ο ανέγγιχτος, ο απλός κι ασύνθετος κι ασώματος με ανθρώπινα χέρια τυλίγεται, Αυτός που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας με σπάργανα εμπλέκεται, επειδή αυτό θέλει. Επειδή θέλει την ατιμία να την κάνει τιμή, την αδοξία να την ντύσει με δόξα, την ύβρη να κάνει αρετή. Γι’ αυτό και λαμβάνει το δικό μου σώμα για να χωρέσω εγώ τον δικό του Λόγο (σημ: με την Θεία Μετάληψη ο πιστός γίνεται ναός του Χριστού). Και επειδή έλαβε την δική μου σάρκα μου δίνει το δικό Του Πνεύμα. Έτσι ώστε δίνοντας και λαμβάνοντας να μου εμπορευθεί τον θησαυρό της ζωής. Μου λαμβάνει την σάρκα για να με αγιάσει. Μου δίνει το Πνεύμα για να με διασώσει. Αλλά τι να πω και τι να λαλήσω; «Να, η Παρθένος θα συλλάβει». Δεν λέγεται πια σαν κάτι που θα γίνει, αλλά θαυμάζεται σαν πεπραγμένο.
Διασκευασμένο απόσπασμα από το
«ΛΟΓΟ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» του Αγ. Ιωάννη Χρυσοστόμου