"Κριτήριο τῆς Ἀληθείας εἶναι, ἐάν τά λεγόμενα στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι»."
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΤΟΥ Α.Π.Θ.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΤΟΥ Α.Π.Θ.
Ἀντιαιρετικό Σεμινάριο
Ἱ. Μ. Γλυφάδας
Ἱ. Μ. Γλυφάδας
17-10-2016
Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ,
ΩΣ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ
ΩΣ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί Πατέρες, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Καταρχήν, θά προβῶ σέ κάποιες ἀπαραίτητες ἐννοιολογικές διευκρινίσεις. Καί, ἐπειδή οἱ λέξεις εἶναι φορεῖς νοημάτων, θά πρέπει νά διασαφηνίσω πρωτίστως τή σημασία τους. Ἡ λέξη «Συνοδικότητα» εἶναι οὐσιαστικοποιημένο ἐπίθετο, πού προκύπτει ἀπό τό οὐσιαστικό «Σύνοδος». Ἡ λέξη «Σύνοδος» εἶναι σύνθετη. Ἀποτελεῖται ἀπό τό συνθετικό «σύν», πού σημαίνει μαζί, καί τή λέξη «ὁδός», πού σημαίνει τόν δρόμο, τόν τρόπο δηλαδή ἀφίξεως σέ κάποιο τόπο ἤ σκοπό.
Στή Βιβλική γλώσσα ἡ λέξη «ὁδός» νοηματοδοτήθηκε κατά ἕνα μοναδικό τρόπο. Ὁ Χριστός ὀνόμασε τόν ἑαυτό Του ὡς Ὁδό, Ζωή καί Ἀλήθεια. Οἱ λέξεις Ὁδός, Ζωή καί Ἀλήθεια, πῆραν ὑποστατικό περιεχόμενο, τό περιεχόμενο τοῦ Δευτέρου Προσώπου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
Ἔτσι, ὁ Χριστός εἶναι ὄχι μόνον ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια καί ἡ Ὑποστατική Ζωή, ἀλλά καί ἡ Ὑποστατική Ὁδός, ὁ τρόπος δηλαδή πρόσβασης στήν ὄντως Ἀλήθεια καί Ζωή, πού εἶναι ὁ Ἴδιος.
Ἡ Ὑποστατική Ὁδός δέν εἶναι μιά ἀντικειμενοποιημένη πραγματικότητα, πού μπορεῖ νά τήν προσεγγίσει καί νά τήν ἐννοήσει κάποιος ἁπλῶς διανοητικά, ἀλλά εἶναι κυριολεκτικά μιά ζωντανή πραγματικότητα, ἡ ὁποία γνωρίζεται βιωματικά καί κατά μετοχή, μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ὁπωσδήποτε κάτω ἀπό πολύ συγκεκριμένες θεολογικές καί ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις, στίς ὁποῖες καί θά ἀναφερθοῦμε.
Ἐδῶ, ἁπλῶς, θά ὑπενθυμίσω τήν σχετική Βιβλική μαρτυρία. Ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος –πρίν τήν Πεντηκοστή- ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό νά τοῦ δείξει τόν Θεό Πατέρα καί ὁ Χριστός τοῦ ἀποκαλύπτει τόν τρόπο γνώσεως τοῦ Ἀνάρχου Πατρός. «Λέγει αὐτῷ ὁ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα, καί ἀρκεῖ ἡμῖν. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καί οὐκ ἔγνωκάς με Φίλιππε; Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακεν τόν Πατέρα· πῶς σύ λέγεις· δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα; Οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί ἐστίν;» (Ἰω. 14, 8-10). Ἤδη, λίγο νωρίτερα, ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε στούς μαθητές Του τήν νέα ἀσύλληπτη πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας. «Πορεύομαι», τούς εἶπε, «ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καί ἐάν πορευθῶ καί ἑτοιμάσω τόπον ὑμῖν, πάλιν ἔρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἑμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ καί ἡμεῖς ἦτε. Καί ὅπου ἐγώ ὑπάγω οἴδατε τήν ὁδόν. Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις·πῶς οἴδαμεν τήν ὁδόν; Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή·οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι’ ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ με, καί τόν Πατέρα μου ἄν ᾔδειτε. Ἀπ’ ἄρτι γινώσκετε αὐτόν καί ἑωράκατε» (Ἰω. 14, 2-7).
Ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε στόν Ἀπόστολο Φίλιππο, ὅτι ἔβλεπε μόνον ἐξωτερικά τόν Χριστό, ἀλλά χωρίς μετοχή στήν θεότητά Του. Γι’ αὐτό στό αἴτημα τοῦ Φιλίππου: «δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα», ὁ Χριστός ἀπαντᾶ χρησιμοποιώντας ἄλλο ρήμα: «οὐκ ἔγνωκάς με», τοῦ λέγει. Ἔτσι, στό διάλογο αὐτό ὁ Χριστός μᾶς πληροφορεῖ αὐθεντικά, ὅτι ἡ θεογνωσία δέν προκύπτει ἀπό τήν ἐξωτερική θέα τῶν αἰσθητῶν ὀφθαλμῶν, ἀλλά ἀπό τήν ἁγιοπνευματική-βιωματική γνώση, πού παρέχουν οἱ μεταμορφωμένες ἐν Χριστῷ αἰσθήσεις, στόν ὑπαρξιακό «τόπο» τοῦ Θεανθρώπινου, τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Αὐτόν τόν «τόπο» ἑτοίμασε ὁ Χριστός μέ τό σωτηριῶδες ἔργο τῆς Θείας Οἱκονομίας καί κατεξοχήν μέ τήν Πεντηκοστή, ἱδρύοντας θεσμικά τήν Ἐκκλησία Του. Ἐντασσόμενος ὁ πιστός καί παραμένοντας ἐνεργῶς στήν Ἐκκλησία, εἶναι σωματικά ὅπου καί ὁ Χριστός καί ὁ Θεός Πατέρας, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τόσο κατά τό ἱστορικό του παρόν, ὅσο καί στούς ἄληκτους αἰῶνες. Ἄλλωστε, παραμένοντας ἐνεργά στόν ὑπαρξιακό μας «τόπο», τήν Ἐκκλησία, βιώνουμε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τόν χρόνο μας ἐμβολισμένο στήν αἰώνια ζωή. Ἔτσι, ὁ προσωπικός, ἱστορικός χρόνος μας παίρνει τήν ἐσχατολογική διάστασή του καί γίνεται αἰώνιος.
Ἡ πρόσβαση στήν Ὑποστατική Ἀλήθεια καί Ζωή γίνεται μέ τόν Ἴδιο τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ καί ὡς ὑπαρξιακός-βιωματικός τρόπος πρόσβασης καί πρός τόν Θεό Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ὅπως εἴπαμε ἤδη νωρίτερα, Ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι’ ἐμοῦ» (Ἰω. 14,6). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή καί ἡ Ὁδός, πού ἑνώνει τόν πιστό μέ τόν Τριαδικό Θεό.
Ὁ κάθε πιστός, ὡς ὀργανικά ἐνταγμένος στό Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, βρίσκεται ὑπαρξιακά στό μυστηριακό σῶμα τῆς Ὑποστατικῆς Ὁδοῦ. Ἑπομένως, εἶναι καί καλεῖται νά εἶναι πάντοτε βιωματικά, ὡς «συν-οδικός» στήν Ἐκκησία. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο, θά πρέπει νά κατανοηθεῖ κάι ἡ ρήση τοῦ Χριστοῦ: «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Μθ. 18,20). Τό ἑρμηνευτικό «κλειδί» ἐδῶ εἶναι ἡ διά τῆς προσευχῆς ἀμετεώριστη παραμονή ὄντως στό Ὄνομα τῆς Ὑποστατικῆς Ὁδοῦ. Τοῦτο, πρακτικῶς, σημαίνει, ὅτι ὁ πιστός, παραμένοντας μυστηριακῶς καί βιωματικῶς στήν Ὑποστατική Ὁδό, ὀφείλει καί μπορεῖ -μέ τήν ἐνεργοποίηση τοῦ Ἁγίου Χρίσματός Του- νά ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» καί νά ζεῖ ἐν Χριστῷ, δηλαδή νά ζεῖ ὁ Χριστός «ἐν αὐτῷ», σύμφωνα μέ τήν πληροφόρηση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί ὁ Χριστός».
Ἐδῶ, θά ἦταν σκόπιμο νά μείνουμε λίγο ἀκόμη, γιά νά διευκρινίσουμε περισσότερο τήν Βιβλικά θεμελιωμένη θεολογική γνωσιολογία, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, γιά νά κατανοήσουμε βαθύτερα τόν ἐμπειρικό καί βιωματικό χαρακτῆρα τῆς θεογνωσίας, ἐπειδή φρονοῦμε, ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό θά προσεγγίσουμε καλύτερα τήν Συνοδικότητα, ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο ὁριοθετήσεως τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Καταρχήν, ἄς διαβάσουμε τό Βιβλικό χωρίο, τό ὁποῖο μᾶς πληροφορεῖ αὐθεντικά γιά τόν βιωματικό χαρακτῆρα τῆς θεογνωσίας, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἴδιος ὁΧριστός μᾶς καλεῖ στήν ἐμπειρική διαπίστωση τῆς ἀξιοπιστίας τῶν λόγων Του, καί στήν παροῦσα ζωή. «Δεῦτε πρός με», λέγει, «πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ(καί ὄχι ἀπό ἄλλον) ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Μθ. 11, 28-30).
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι τηρώντας τό θέλημά Του θά ἔρθει χαρισματικά μέσα μας καί θά Τόν γνωρίσουμε βιωματικά, ὡς πρᾶο καί ταπεινό, ἐπειδή μόνον ὅταν τηροῦμε τό θέλημά Του τόν ἀγαποῦμε ἀληθινά. Τότε, γινόμαστε μέτοχοι τῆς ἄκτιστης ζωῆς Του, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἰδιαίτερα γιά τήν πραότητα τῆς ἄκτιστης ἀγάπης Του καί τῆς ἄκτιστης ταπεινώσεώς Του.
Σέ ἄλλη συνάφεια τοῦ λόγου Του, ὁ Χριστός μᾶς μίλησε ἀπερίφραστα γι’ αὐτήν τήν χαρισματική Θεοφάνεια, γιά τήν πραγματική δηλαδή φανέρωσή Του ἐντός μας, ὑπό τήν σαφῆ, πάντοτε, προϋπόθεση τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν Του, ἡ ὁποία προϋπόθεση πιστοποιεῖ ἐμπειρικῶς τήν ἀγάπη μας πρός Αὐτόν. «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς», μᾶς λέει, «ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου, κἀγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἑμαυτόν» (Ἰω. 14,21).
Ἀπό τά παραπάνω εἶναι φανερό, ὅτι στήν Ἐκκλησία, ὄχι μόνον ὁ τρόπος πρόσβασης καί παραμονῆς στήν Ὁδό –πού εἶναι ὁ Χριστός- εἶναι ἐμπειρικός, ἀλλά καί ἡ θεογνωσία καί ἡ ἐξ αὐτῆς θεολογία, ὡς ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι κατεξοχήν ἐμπειρική-βιωματική, ἐπειδή τήν «πάσχουμε» ὑπαρξιακά, καί τήν οἰκειωνόμαστε χαρισματικά, ὡς γνώση ὑπέρ φύσιν, ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ αἴσθησιν, ἀλλά ἐν πάσῃ αἰσθήσει.
Ἄλλωστε, ἡ μάθηση καί ἡ γνώση στά ἀρχαῖα Ἑλληνικά καί στήν Βιβλική γλῶσσα δέν ἔχει τόν χαρακτῆρα τόσο τῆς ἁπλῆς πληροφόρησης, ὅσο κυρίως τόν χαρακτῆρα τῆς βιωματικῆς προσεγγίσεως καί μετοχῆς τοῦ περιεχομένου τῆς γνώσεως. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό τῆς βιωματικῆς γνώσεως, μᾶς λέει ὁ Χριστός: «γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν –πού εἶναι ὁ Ἴδιος- καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω. 8,32).
Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἄν ἡ γνώση –γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ Χριστός- δέν εἶναι βιωματική καί ἄν ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι πραγματική -Ὑποστατική, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς ἐλευθερώσει αὐτή ἡ γνώση ὑπαρξιακά ἀπό τόν κοσμοκράτορα τοῦ κόσμου τῆς πονηρίας διάβολο, ἀπό τήν ὑπαρξιακῶς βιούμενη ἁμαρτία, ἀλλά καί ἀπό τόν θάνατο, νοούμενο ὡς ὑπαρξιακή διάζευξη καί χωρισμό ἀπό τήν ὄντως Ὑποστατική Ζωή, τόν Χριστό.
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε βιωματικό καί ἀποδεικτικό χαρακτῆρα. Ἔτσι, τηρώντας τίς ἐντολές Του ἔχουμε καί τό τεκμήριο τῆς ἀξιοπιστίας Του, ἄμεσα. Γι’ αὐτό, μᾶς διαβεβαιώνει ἀδιάψευστα: «εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Ἡ χαρισματική κατάσταση τῆς «ἀναπαύσεως» μᾶς καταξιώνει ὡς «συνοδικούς» Του. Ἐπ’ αὐτοῦ, θά ἐπανέλθουμε ἀργότερα.
Ποιά σχέση ἔχουν ὅμως ὅλα τά παραπάνω μέ τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας;
Ἡ Συνοδικότητα ἀποτελεῖ τόν θεσμικό, ἀλλά καί ἁγιοπνευματικό ἐκεῖνο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁριοθετεῖται ἀδιαμφισβητήτως ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Συνοδικότητα, ὡς θεσμικός τρόπος ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει δογματικές προϋποθέσεις. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνάγονται στήν Ἁγιοτριαδική ζωή, στό ἐπίπεδο ὅμως τῆς θείας Οἰκονομίας, καί θεμελιώνονται κατεξοχήν στό Χριστολογικό δόγμα, ἀλλά καί κατ’ ἐπέκταση στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης ὡς μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν βιωματικό καί γι’ αὐτό προσδιοριστικό χαρακτῆρα, ἡ Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας κενώνεται ἀπό τό οὐσιαστικό περιεχόμενό της καί καταντᾶ ἕνας ἀνθρώπινος θεσμός, ὁπότε ἐκπίπτει ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα του.
Οἱ Ἁγιοτριαδικές προϋποθέσεις τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζονται μέ σαφήνεια στό ἐπίπεδο τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, ὁ Τριαδικός Θεός κατά τήν φανέρωσή Του στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία ἐμφανίζεται νά ἐνεργεῖ «συνοδικά». Ὅλα στή δημιουργία καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία γίνονται «συνοδικά», γίνονται πάντοτε «ἐκ Πατρός, δι’ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι μόνο ἡ οὐσία μία καί ἡ αὐτή, εἶναι μία καί ἡ ἐκ τῆς θείας οὐσίας ἐνέργεια, ἡ θέληση καί τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐμφανέστερα, ὅμως, τονίζεται στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν κοινή βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν». Ἀλλά καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι εὐδοκία τοῦ Πατρός, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, ὑπάρχει ἀπόλυτη ταυτότητα στήν βούληση, ἐνέργεια καί πράξη τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων, τά ὁποῖα λειτουργοῦν συνοδικά. Καί, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὀφείλουν καί μποροῦν -ἀφοῦ ἔχουν σέ κτιστό ἐπίπεδο, βεβαίως, τίς ὀντολογικές προδιαγραφές, ὡς πραγματικές καί χαρισματικές προϋποθέσεις- νά λειτουργοῦν συνοδικά, κατά τό πρότυπό τους.
Ἡ πρακτική ὅμως δυνατότητα γιά τήν συνοδική λειτουργία τῶν ἀνθρώπων θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου -τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος- κατά τήν ἐνανθρώπησή Του συνῆλθαν καί λειτούργησαν συνοδικά καί ἀκέραια οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη.
Ἡ παραπάνω δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε μέ κάθε ἀκρίβεια στούς δογματικούς Ὅρους-Ἀποφάσεις τῆς Δ΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Ὅρος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φυσικῶν θελήσεών Του, ἐξαρτωμένων φυσικῶς ἐκ τῶν δύο ἀκεραίων φύσεών Του.
Εἰδικότερα, γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -πού ἀφοροῦν ἄμεσα καί λειτουργικά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας- στόν Ὅρο τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σημειώνονται τά ἑξῆς, χαρακτηριστικῶς: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ‘‘ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως’’ (πρόκειται γιά τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν, ὡσαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο..., ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ. Α΄, 222-223).
Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκαν -ὅπως καί οἱ φύσεις Του- «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πρᾶγμα πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν ἰδιαιτερότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱ θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί ἐνῶ διατηροῦν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά του- δέν ἀντίκεινται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ἀναμαρτησίας καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἀποτελεῖ ὅμως καί τό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ἑρμηνείας τοῦ ἀλαθήτου τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό θά γίνει σαφέστερο ἀπ’ ὅσα θά ποῦμε παρακάτω.
Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί τῶν δύο θελήσεων στό Χριστό -ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών Του- θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη δύο ἐλευθεριῶν καί δύο θελημάτων στούς πιστούς -ἐξαιτίας τῆς πραγματικῆς καί χαρισματικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα Του. Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά διασαφηνίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά μας ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει, ὡς ἴδιο τῆς φύσεώς του, μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη -ἡ δεύτερη- θέληση καί ἐλευθερία του εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ ἐνεργό, χαρισματικῶς, μόνο ὑπό ὁρισμένες σαφεῖς προϋποθέσεις.
Μάλιστα, ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ παρέχει τό μέτρο καί τόν βαθμό, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη φυσική θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό, ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ θέληση καί ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρισματική θέληση καί ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση, λοιπόν, τῶν δύο φυσικῶν ἐλευθεριῶν στόν πιστό ἔχει χριστολογική θεμελίωση. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονε ὁ Κύριος». Μέ ἄλλα λόγια, ὅ,τι ἔγινε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φυσικῶς καί «καθ’ ὑπόστασιν», μπορεῖ νά γίνεται καί στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ χαρισματικῶς, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἀκριβῶς, εἶναι καί τό νόημα καί ὁ κατεξοχήν σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί μόνον ὅταν τό Χριστολογικό δόγμα «μεταφράζεται» βιωματικῶς στήν ζωή τῶν πιστῶν, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατή ἡ αὐθεντική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῶν Ἐπισκόπων -σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῶν Συνόδων (Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν)- ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τῆς αὐθεντικῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν ἡ Συνοδικότητα ἔχει τήν θεολογική ἀφετηρία της στόν Τριαδικό Θεό καί ἄν θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα -ὅπως τεκμηριωμένα ὑποστηρίξαμε-, φανερώνεται ὅμως ἱστορικά, ἐμπειρικά καί θεσμικά στόν τρόπο λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αὐτή συνέρχεται γιά νά λάβει ἀποφάσεις, πού ἀφοροῦν καίρια τήν ὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της.
Τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της- ἐγγυᾶται ἡ Ἴδια ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σ’ αὐτήν, ὅσο καί διά τῆς χαρισματικῆς λειτουργίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του στά μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του, καί εἰδικότερα στά θεσμικά μέλη Του, τούς Ἐπισκόπους, ὅταν αὐτοί συνέρχονται σέ Ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, συνιστοῦν τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις –τά ἐντελῶς δηλαδήἀναγκαῖα πνευματικῶς προαπαιτούμενα- γιά τήν Ὀρθόδοξη λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων.
Στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους -Τοπικές ἤ Πανορθόδοξες- οἱ Ἐπίσκοποι ἐκπροσωποῦν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆςἐπαρχίας τους ἰσοτίμως μέ ὅλους τούς ἄλλους Συνοδικούς Ἐπισκόπους καί Προκαθημένους, μηδέ τοῦ «Πρώτου» ἐξαιρουμένου. Σ’ αὐτές τίς Συνόδους, οἱ Ἐπίσκοποι -«ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»- ἀσκοῦν τήν ἀποστολική διακονία τους, κατά τήν ὁποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ποιητικά διατυπωμένο ἀκούσαμε ἐχθές στά Πασαπνοάρια τοῦ Ὄρθρου, ἀποφασίζουν ὅλοι μαζί μέ ἰσότιμη ψῆφο γιά θέματα δογματικά καί ποιμαντικά, πού ἀφοροῦν καίρια καί προσδιοριστικά τό «μυστήριο τῆς Θεολογίας» καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Συνόδων ὑπόκεινται στήν ἁγιοπνευματική κρίση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀνά τόν κόσμο Ἐκκλησίας. Ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νοοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί -κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί- οἱ ὁποῖοι, δυνάμει τοῦ Ἁγίου Χρίσματός τους, ἐπικυρώνουν ἤ καί ἀπορρίπτουν τίς δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Ἐπισκόπων, πού τούς ἐκπροσώπησαν, στήν περίπτωση πού αὐτοί δέν ἦσαν «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», διαχρονικῶς. Ἔτσι, ἡ δογματική συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀποτελεῖ τήν ἀνώτατη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία -Ἐκκλησία- ἐκφράζει θεσμικά καί ἀλαθήτως ἡ ὄντως Οἰκουμενική Σύνοδος, καί εὔλογα τότε αὐτή ἔχει δεσμευτικές ἀποφάσεις γιά τό σύνολο τῶν πιστῶν ὅλων τῶν ἐπιμέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ἐδῶ, ὅμως, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι καί ὁ Ὀρθόδοξος πιστός -κληρικός, μοναχός ἤ λαϊκός- δέν διασφαλίζεται ἀπό τήν ἐνδεχόμενη πλάνη μηχανιστικῶς, ἐπειδή ἔχει λάβει, ἁπλῶς, τό Ἅγιο Χρῖσμα καί ἐπειδή βρίσκεται σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. Ἀπό τήν πλάνη διασφαλίζεται ὁ πιστός, μόνον ὅταν ἔχει καί ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει ἔντονη ἀσκητική νήψη, ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καί ἀκατάκριτη μετοχή τῶν θεουργῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνεργό τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί τότε μόνον εἶναι σέ θέση νά ἀνακρίνει τήν πίστη τῶν ποιμένων του καί τότε μόνον ὀφείλει νά τούς ἀκολουθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἑρμηνευτικῶς λέγει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν..., ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7. Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ΄,1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Τά ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, θεολογικῶς, γιά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἦταν, νομίζω, πολύ σημαντικό νά τά ἀκούσουμε καί μέ τόν ἁπλό, ἀλλά μεστό πνευματικῶς καί φωτισμένο λόγο ἑνός χαρισματούχου καί ἐπισήμως, πλέον, ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, μέ γραμματικό ἐπίπεδο τῆς Στ΄Δημοτικοῦ, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργεῖ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ Πατριάρχης δέν εἶναι πάπας. Ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό -κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!- ὁ Πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.
Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνει ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕνα Ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλο γιά τό ἄλλο. Βλέπεις καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔτσι καί ἐδῶ, λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχει ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά Πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνεῖ, ἄν δέν ζητήσει νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ. Ἄν δέν συμφωνεῖ καί ὑπογράψει, χωρίς νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πεῖ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέει καί νά καταχωρίζει ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάει, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύει, γιά νά τά ἔχει καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).
Σέ ἄλλη συνάφεια ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε Ἐπισκόπου γιά νά κάνει ὅ,τι θέλει» (Ἰσαάκ Ἱερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ. 691).
Μετά τήν παράθεση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἄς ἐπανέλθουμε στήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τό Χριστό, ὁπότε ὡς Συν-Οδικοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, ἀπροϋπόθετα, καί κατά κόρον τόσο ἀπό τούς πιστούς ὅσο καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», καθώς ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ ὁ Ἐπίσκοπος νά ἀγνοεῖ τούς πρεσβυτέρους καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τά παραπάνω ἀποδεικνύονται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀποστολική Σύνοδο -ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκφράστηκε ἡ Συνοδική Ἀλήθεια «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ»: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν». Τό «ἡμῖν» δέν ἦταν ἁπλῶς μόνον οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά καί «οἱ σύν αὐτοῖς», δηλαδή οἱ Πρεσβύτεροι, «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ». Καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί ὁ ἁπλός λαός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται -χαρισματικῶς- στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἁγιοπνευματική ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶναι ἡ συμπυκνωμένη πνευματική ἐμπειρία μέσα στήν Ἐκκλησία, τό λειτουργοῦν δηλαδή μέσα μας Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο λάβαμε. Καί αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες διαφοροποιήσεις -θεσμικές ἤ προσωπικές- ἔχουν δευτερεύουσα σημασία. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅταν, λοιπόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνεργοποιημένη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού -ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ὅλες τίς ἐξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογματικά θέματα ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια, καθεαυτήν, εἶναι πλειοψηφική. Δηλαδή καί ἕνας ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ, ἔναντι τῶν ἑκατομμυρίων καί δισεκατομμυρίων ἄλλων ψήφων, πού εἶναι ἀντίθετες. Γιατί ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἄποψη. Εἶναι Ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό, καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν, ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, κατά περίπτωση.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι τό Ἴδιο τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό Ὁποῖο λειτουργεῖ καί ἐκφράζεται καί μέ μεμονωμένα ἅγια πρόσωπα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μέ τήν ἁγιότητά του καί τίς θεολογικότατες Ὁμιλίες του στήν ἁρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αὐτός ἀνέτρεψε κυριολετικά τό αἱρετικό κλίμα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικῶς τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά, αὐτό τό πρᾶγμα τό ἔδειξε χαρακτηριστικά ἡ Ἱστορία καί στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος -σημειωτέον- εἶχε μαζί του καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη τότε Δυτική Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξο Πάπα. Τό ἔδειξε ὅμως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Οἱ ἅγιοι ἤτανε μονάδες, ἔναντι τῆς κυριαρχίας τῆς πλειοψηφίας.
Ἀποδεικνύεται ἐδῶ, πώς ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος ἔδωσε τήν ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν δικαίωσε ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία σέ σχέση μέ ὅλους τούς ἄλλους, τόν Αὐτοκράτορα, τόν Πατριάρχη καί ὅλους ὅσοι συμμετεῖχαν, καί οἱ ὁποῖοι δέν ἐξέθεσαν τήν ἀλήθεια. Ἄρα, δέν εἶναι θέμα ἀριθμοῦ, ἀλλά θέμα Ἀληθείας ἤ μή Ἀληθείας. Αὐτό τό πρᾶγμα δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦμε, γιατί εἶναι ἡ ποιοτική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας, στήν πράξη. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τά πράγματα δέν λειτουργοῦν παπικά. Δέν εἶναι ὁ «Πρῶτος» ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως στόν Παπισμό, οὔτε φυσικά ὑπάρχει κάποιος ἐπιμέρους Προκαθήμενος ὡς πάπας, πού νά τοποθετηθεῖ πάνω ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄρα, κριτήριο στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι, ὅτι συνῆλθε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά μποροῦσε νά εἶναι θεωρητικά καί ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καί ἕνας, δύο, τρεῖς ἤ ἐλάχιστοι ἀπό αὐτούς νά λέγανε κάτι τό ἀντίθετο. Δέν σημαίνει, ὅτι ἐκεῖνο, πού θά πεῖ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων, ἀποτελεῖ ἐχέγγυο τῆς Ἀληθείας, καί ὅτι θά πρέπει ὁπωσδήποτε αὐτό νά τό ἀποδεχτεῖ τό πλήρωμα. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα στήν Ἐκκλησία. Κριτήριο τῆς Ἀληθείας εἶναι, ἐάν τά λεγόμενα στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις καί αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου» τῆς Κρήτης. Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός, παραμένοντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες καί ἀντιφατικές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου», μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων, ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί κατεξοχήν στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).
Πηγή: