Εκτενής βιογραφία-υμνολογία
Ἀντίστροφον σταύρωσιν Ἀνδρέας φέρει,
Φανεὶς ἀληθῶς οὐ σκιώδης ἀντίπους.
Σταυρὸν κακκεφαλῆς τριακοστῇ Ἀνδρέας ἔτλη.
Μέσα στη σεπτή χορεία των δώδεκα μαθητών του Ιησού Χριστού εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος υπό της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας στις 30 Νοεμβρίου Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, ο οποίος από άσημος και απλοϊκός ψαράς κατέστη «ἁλιεύς τῶν ἀνθρώπων» και αναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος του Ευαγγελίου του Χριστού και φλογερός Απόστολος του Γένους μας. Ο Άγιος Ανδρέας υπήρξε κατ’ εξοχήν Απόστολος των Ελλήνων, αφού ήρθε στον ελλαδικό χώρο για να κηρύξει τον σωτηριώδη λόγο του Θεού και να ιδρύσει Εκκλησίες. Έτσι μετά από μία καρποφόρα ιεραποστολική περιοδεία, κατέληξε στην Πάτρα, την οποία επορφύρωσε με το τίμιο αίμα του και καθαγίασε με τον ένδοξο σταυρικό του θάνατο για να πρεσβεύει αδιάλειπτα στον Πανάγαθο Θεό για τη σωτηρία και προστασία του πατραϊκού λαού, αλλά και σύμπαντος του Ελληνικού Γένους.
Μετά την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος άρχισε ο Απόστολος Ανδρέας την ιεραποστολική του περιοδεία σύμφωνα με την παραγγελία του Ιησού Χριστού: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη…». Σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση και τις διασωθείσες συναξαριακές πηγές ο Άγιος Ανδρέας κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στις χώρες παρά τη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), τη Σκυθία, τη Γοτθία, την Κριμαία και την Ιβηρία (σημερινή Γεωργία), καθώς και στην Καππαδοκία, τη Γαλατία και σε όλη σχεδόν τη δυτική Μικρά Ασία (Φρυγία, Μυσία, Βιθυνία). Σύμφωνα μάλιστα με το Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως ο Απόστολος Ανδρέας κήρυξε στη Σεβαστούπολη, την Αμισό (Σαμψούντα), την Τραπεζούντα, την Ηράκλεια, την Αμάστριδα, τη Σινώπη και το Βυζάντιο. Μάλιστα στην πόλη του Βύζαντα χειροτόνησε τον Στάχυ, ο οποίος ήταν ένας από τους εβδομήκοντα Αποστόλους, πρώτο επίσκοπο της πόλεως. Μ’ αυτόν τον τρόπο έγινε ο ιδρυτής της τοπικής Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία από τον 4ο αιώνα εξελίχθηκε στο πρώτο Πατριαρχείο της Ανατολής, ο δε επίσκοπός της κατέστη από τον 7ο αιώνα Οικουμενικός Πατριάρχης. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος είναι ο ιδρυτής και προστάτης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Μάλιστα η ετήσια εορτή της μνήμης του, στις 30 Νοεμβρίου, αποτελεί τη Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία και εορτάζεται με κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα στον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τη διάρκεια επίσης του καρποφόρου ιεραποστολικού του έργου εκχριστιάνισε τους αρχαίους λαούς Αλανούς, Αβασγούς, Ζηκχούς, Βοσπορινούς και Χερσονίτες, ενώ μέσω της Θράκης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας κατέληξε στην αχαϊκή γη και συγκεκριμένα στην πόλη των Πατρών, όπου και τελείωσε το αποστολικό του έργο.
Αξιομνημόνευτη υπήρξε η ιεραποστολική του δράση στη Σινώπη, πόλη της αρχαίας Παφλαγονίας στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, όπου βρήκε πλήθος Ελλήνων και Ιουδαίων, οι οποίοι μεταξύ τους ήταν διαιρεμένοι εξαιτίας των διαφορετικών θρησκειών. Ενδεικτικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι είχαν σε τέτοιο βαθμό «ἀνήμερον τό ἦθος καί τόν τρόπον βάρβαρον», ώστε τους αποκαλούσαν ανθρωποφάγους. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της ευεργετικής παρουσίας του Αποστόλου Ανδρέου στη Σινώπη, ο οποίος κατόρθωσε και θεμελίωσε στην πόλη τον χριστιανισμό, οι αποκαλούμενοι «ανθρωποφάγοι» συνέλαβαν τον Απόστολο Ματθία που συνόδευε τον Ανδρέα στις ιεραποστολικές του περιοδείες και αφού τον φυλάκισαν, σκόπευαν να τον θανατώσουν. Αλλά ο Απόστολος Ανδρέας τον απελευθέρωσε θαυματουργικά και αναχώρησε μαζί με τον Ματθία και με άλλους μαθητές για την Αμισό (τη σημερινή Σαμψούντα), πόλη στη νότια ακτή του Ευξείνου Πόντου με ονομαστό λιμάνι, όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός Ιουδαίου, ονόματι Δομετιανός. Στην Αμισό παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα και χάρη στο φλογερό του αποστολικό κήρυγμα και τα θαύματα που επιτέλεσε, ίδρυσε χριστιανική Εκκλησία και χειροτόνησε πρεσβυτέρους και διακόνους. Αλλά ο Πρωτόκλητος Ανδρέας ύστερα από μία πλούσια ιεραποστολική περιοδεία στην Τραπεζούντα, την Ιβηρία (σημερινή Γεωργία), την Έφεσο, τη Λαοδικεία της Φρυγίας, την Οδυσσούπολη της Μυσίας, όπου χειροτόνησε επίσκοπο τον Άππιο, τη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου χειροτόνησε επίσκοπο τον Δρακόντιο, τη Νικομήδεια, την Καλχηδόνα και την Αμάστριδα, όπου χειροτόνησε επίσκοπο τον Πάλμα, επισκέφθηκε για δεύτερη φορά τη Σινώπη. Μόλις όμως οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν την άφιξη του Αποστόλου Ανδρέου, ο οποίος είχε απελευθερώσει τον Ματθία, όρμησαν με βαναυσότητα εναντίον του και αφού τον συνέλαβαν, άρχισαν να σκέπτονται με πιο βασανιστικό τρόπο θα τον θανατώσουν. Τελικά αποφάσισαν να τον δέσουν από τον τράχηλο με σχοινί και να τον σύρουν στις πλατείες και τους δρόμους της πόλεως, όταν δε αποβιώσει, να τεμαχίσουν το σώμα του για να το φάνε. Ο Ανδρέας υποβλήθηκε στο φρικτό και απάνθρωπο αυτό μαρτύριο, αλλά παρόλο που ήταν εξαντλημένος, δεν πέθανε.
Έτσι οι βασανιστές του τον οδήγησαν στη φυλακή με δεμένα τα χέρια του πίσω, ενώ την επόμενη ημέρα τον υπέβαλαν εκ νέου στο ίδιο φρικτό βασανιστήριο. Το βράδυ εξαντλημένο τον οδήγησαν και πάλι στη φυλακή και το πρωί επανέλαβαν το ίδιο βασανιστήριο, ελπίζοντας ότι την άλλη ημέρα δεν θα είναι πλέον ζωντανός, διότι όπως χαρακτηριστικά έλεγαν: «ἠτόνησε καί αἱ σάρκες αὐτοῦ ἐδαπανήθησαν». Αλλά τη νύχτα εμφανίσθηκε ο Κύριος στη φυλακή και αφού άπλωσε το χέρι Του, είπε στον Ανδρέα: «Δός μοι τήν χεῖρά σου καί ἀνάστα ὑγιής». Και αμέσως ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου σηκώθηκε υγιής και ευχαρίστησε τον Κύριο που επιτάχυνε τη βοήθειά Του σ’ αυτόν. Ταυτόχρονα όμως ξέσπασε κατακλυσμός αλμυρών υδάτων, ο οποίος απείλησε ολόκληρη την πόλη, ενώ πολλοί ήταν αυτοί που έχασαν τη ζωή τους από πνιγμό. Μπροστά σ’ αυτή τη συμφορά οι κάτοικοι της Σινώπης αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στον Απόστολο Ανδρέα και να ζητήσουν τη βοήθεια του Θεού, τον Οποίο πιστεύει και επικαλείται. Τότε ο Ανδρέας τους λυπήθηκε και αφού ζήτησε τη βοήθεια του Κυρίου, ο κατακλυσμός σταμάτησε. Μ’ αυτόν τον τρόπο απελευθερώθηκε από τη φυλακή και αμέσως βρήκε την ευκαιρία να κηρύξει ελεύθερα και με ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο το Ευαγγέλιο του Χριστού στους κατοίκους της Σινώπης. Μάλιστα χειροτόνησε διακόνους και πρεσβυτέρους και κατόπιν αναχώρησε για την Αμισό και την Τραπεζούντα, όπου ίδρυσε τοπική Εκκλησία. Στη συνέχεια επισκέφθηκε τη Φούστα, τη Σεβαστούπολη, την περιοχή της Ζηκχίας και έφτασε στον Βόσπορο, όπου «κατέσπειρε τά θεῖα λόγια καί πολλούς πρός καρποφορίαν ἐπιτηδείους κατέστησεν». Αφού επισκέφθηκε στη συνέχεια τη Χερσώνα, επέστρεψε στη Σινώπη, όπου χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπο της πόλεως, ονόματι Φιλόλογο. Κατόπιν αναχώρησε για το Βυζάντιο, όπου ίδρυσε την τοπική Εκκλησία, χειροτονώντας επίσκοπο τον Στάχυ. Το γεγονός αυτό, όπως προαναφέρθηκε, τον κατέστησε ιδρυτή της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ στη συνέχεια μετέβη στην Ηράκλεια, πόλη της Ανατολικής Θράκης στα παράλια της Προποντίδος. Κατόπιν αναχώρησε για πόλεις και χωριά της Μακεδονίας, όπου κήρυττε, νουθετούσε, θεράπευε ασθενείς, χειροτονούσε ιερείς και καθοδηγούσε πνευματικά τους κατοίκους.
Μετά από αυτή την ευδόκιμη ιεραποστολική του περιοδεία και αφού πέρασε από τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, έφτασε στην Πελοπόννησο και αφίχθη στην Πάτρα, η οποία την εποχή εκείνη ήταν ειδωλολατρική πόλη. Μάλιστα φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Σωσσίου, ο οποίος κατοικούσε μόνιμα στην Πάτρα, αλλά έπασχε από μία ανίατη και θανατηφόρα ασθένεια. Ο Ανδρέας όμως επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού θεράπευσε τον Σωσσία διά επιθέσεως των χειρών του. Το επιτελεσθέν θαύμα διαδόθηκε ταχύτατα σε ολόκληρη την πόλη και το πληροφορήθηκε και ο ειδωλολάτρης ανθύπατος Λέσβιος, ο οποίος χαρακτήρισε τον Απόστολο του Χριστού «μάγο και απατεώνα». Μάλιστα αποφάσισε να τον συλλάβει και να τον θανατώσει. Όμως τη νύχτα και ενώ σχεδίαζε τη σύλληψη και εξόντωσή του, αρρώστησε βαριά και από την ασθένειά του παρέμεινε για πολλές ώρες άφωνος. Όταν συνήλθε λίγο, παρακάλεσε κλαίγοντας τους στρατιώτες του να αναζητήσουν τον Ανδρέα και να τον παρακαλέσουν να τον επισκεφθεί. Μόλις ήρθε ο Απόστολος του Χριστού, άρχισε ο ανθύπατος κλαίγοντας να τον παρακαλεί να δείξει το έλεός του σ’ έναν άνθρωπο που είναι πλανεμένος και αμαρτωλός. Τότε ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου συγκινημένος βαθύτατα επέθεσε το δεξί του χέρι στο σώμα του Λεσβίου και υψώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, παρακάλεσε τον Ιησού Χριστό να θεραπεύσει τον ασθενή σωματικά και ψυχικά και να τον καταστήσει σκεύος της εκλογής Του και άξιο μαθητή Του. Αμέσως με τη βοήθεια του θεηγόρου Αποστόλου σηκώθηκε ο Λέσβιος εντελώς υγιής. Το νέο αυτό θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία στην Πάτρα και πολλοί ήταν εκείνοι που έφερναν τους ασθενείς τους στον πνευματέμφορο Απόστολο, ο οποίος «ἐπιθείς τάς χεῖρας ἐφ’ ἑκάστῳ αὐτῶν παρευθύ πάντας ἰάσατο». Η πλούσια αυτή θαυματουργική δράση του Πρωτοκλήτου Αποστόλου σε συνδυασμό με το φλογερό του κήρυγμα και την αξιοθαύμαστη εντύπωση που δημιουργούσε με την αγιότητά του, προσέλκυε ολοένα και περισσότερους ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη και έτσι στην Πάτρα είχε δημιουργηθεί μία πολυάριθμη χριστιανική κοινότητα. Μεταξύ αυτών που ασπάσθηκαν τον χριστιανισμό ήταν και ο πρώην ειδωλολάτρης ανθύπατος Λέσβιος, πολλοί δε από τους μεταστραφέντες στη χριστιανική πίστη πρώην ειδωλολάτρες εισέβαλαν στους ειδωλολατρικούς ναούς και τους παρέδωσαν στη φωτιά, ενώ συνέτριψαν και τα ευρισκόμενα σ’ αυτούς ειδωλολατρικά αγάλματα. Μόλις όμως πληροφορήθηκε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας τη μεταστροφή πολλών ειδωλολατρών στον χριστιανισμό, μεταξύ δε αυτών και του ανθυπάτου Λεσβίου, έπαυσε, κατόπιν και εισηγήσεων από ιδιοτελείς συμβούλους, τον Λέσβιο από το αξίωμά του και τον αντικατέστησε με τον Αιγεάτη. Μάλιστα ο πρώην ανθύπατος άρχισε να ακολουθεί τον Απόστολο Ανδρέα στην πλούσια ιεραποστολική του δραστηριότητα στην περιοχή της Αχαΐας και κατέστη πιστός ακόλουθος και ένθερμος συνοδοιπόρος του.
Μετά τη διάσωση της συζύγου του Αιγεάτου ο ειδωλολάτρης ανθύπατος αναχώρησε για τη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του ήρθε στην Πάτρα ο αδελφός του, ο Στρατοκλής, τον οποίο συνόδευε ο έμπιστος υπηρέτης Αλκμάν. Οι δύο αυτοί άνδρες γνώρισαν τον Πρωτόκλητο Απόστολο, αλλά ξαφνικά ο Αλκμάν προσβλήθηκε από νευρική ασθένεια. Τότε ο Στρατοκλής καθ’ υπόδειξη της Μαξιμίλλας αναζήτησε τον Ανδρέα, ο οποίος πήγε στο πραιτώριο, όπου διέμενε ο Στρατοκλής. Όταν κατόρθωσε παρά την άρνηση των υπηρετών να μπει μέσα, επειδή φαινόταν άσημος και φτωχός άνθρωπος, βρήκε μάγους και ιατρούς να στέκονται απελπισμένοι πάνω από τον ασθενή χωρίς να μπορούν να προσφέρουν βοήθεια. Τότε ο Ανδρέας προσευχήθηκε ένθερμα στον Θεό να θεραπεύσει τον υπηρέτη Αλκμάν και αφού άπλωσε το χέρι του προς τον ασθενή, τον σήκωσε και έτσι αποκαταστάθηκε η υγεία του. Το νέο αυτό θαύμα εξαφάνισε κάθε δυσπιστία για τη νέα θρησκεία και αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρχικά η Μαξιμίλλα και η συγγενής της, η Ιφιδάμα, και κατόπιν ο Στρατοκλής και ο υπηρέτης του, ο Αλκμάν, αλλά και άλλοι από τη συνοδεία τους να λάβουν το χριστιανικό βάπτισμα και να αρχίσουν να ζουν μέσα στην πνευματική χαρά της χριστιανικής αγάπης και ενότητος.
Κατόπιν οδηγήθηκε ο Ανδρέας κατ’ εντολήν του ανθυπάτου στη φυλακή, εξαντλώντας μ’ αυτόν τον τρόπο και την τελευταία ελπίδα για τη μεταστροφή του Πρωτοκλήτου και της Μαξιμίλλας. Κατά τη διάρκεια όμως του εγκλεισμού του στη φυλακή πολλοί χριστιανοί, αλλά και θαυμαστές του είχαν την πρόθεση να βιοπραγήσουν εναντίον του Αιγεάτου, προκειμένου να απελευθερωθεί ο Ανδρέας. Εκείνος όμως τους απέτρεψε, λέγοντάς τους ότι ο Κύριος παραδόθηκε επιδεικνύοντας μακροθυμία και γι’ αυτό δεν πρέπει να εμποδίσουν και το δικό του μαρτύριο. Παράλληλα τους απηύθυνε λόγους πνευματικής οικοδομής, διδάσκοντάς τους ότι πρέπει με ανδρεία να αντιμετωπίσουν τις απειλές των ειδωλολατρών και με υπομονή να υπομείνουν τις θλίψεις της παρούσης ζωής, διότι αυτές είναι πρόσκαιρες. Άλλωστε μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να ζήσουν αιώνια μέσα στη Βασιλεία του Θεού. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της νύχτας ο Πρωτόκλητος Απόστολος τέλεσε στη φυλακή το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και αφού μετέδωσε στους παρόντες το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, χειροτόνησε τον Στρατοκλή επίσκοπο της πόλεως των Πατρών, ο οποίος κατόπιν χειροτόνησε ιερείς για την τοπική Εκκλησία. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος ίδρυσε την Εκκλησία των Πατρών, την οποία στη συνέχεια θεμελίωσε με τον σταυρικό του θάνατο. Έκτοτε η Εκκλησία αυτή φέρει τον τιμητικό και επίζηλο τίτλο της «Αποστολικής».
Ο Σταυρός και τμήμα της Αγίας κάρας του Αγίου (Άγιος Ανδρέας Πατρών)
Η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα (Καρυές Άγιον- Όρος)
Μετά την εκδημία του ογδοντάχρονου Αποστόλου Ανδρέου, η οποία έλαβε χώρα την 30ην Νοεμβρίου του 66μ.Χ. επί των ημερών του Ρωμαίου αυτοκράτορος Νέρωνος, η Μαξιμίλλα μαζί με τον επίσκοπο Στρατοκλή έλυσαν το σώμα του μακαρίου Πρωτοκλήτου και το ενταφίασαν με πολλή ευλάβεια και με τις πρέπουσες εκκλησιαστικές τιμές στον τάφο πλησίον του αιγιαλού, ο οποίος επιδεικνύεται μέχρι σήμερα στον περιώνυμο παλαιό Ιερό Ναό του Αγίου στην Πάτρα. Μετά τον ενταφιασμό του ιερού λειψάνου η Μαξιμίλλα έμεινε κλεισμένη σε σπίτι πλησίον του τάφου του Αγίου και δεν ήθελε καμία επικοινωνία με τον σύζυγό της. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τέτοια απόγνωση και ψυχική ανισορροπία στον Αιγεάτη, ώστε κάποια νύχτα ξέφυγε από την προσοχή όλων στο πραιτώριο, όπου διέμενε, και αφού έπεσε από μεγάλο ύψος «ἐν μέσῃ ἀγορᾷ τῆς πόλεως κυλιόμενος ἐξέπνευσε». Το σώμα του ενταφιάσθηκε από τον αδελφό του, τον Στρατοκλή, ο οποίος δεν θέλησε να λάβει τίποτα από την περιουσία του ειδωλολάτρη αδελφού του που φόνευσε τον Απόστολο του Κυρίου.
Το ιερό λείψανο του Αποστόλου Ανδρέου αποτέλεσε για πάρα πολλά χρόνια το ιερό θησαύρισμα για την πόλη της Πάτρας, αλλά και για ολόκληρη την αχαϊκή γη. Στην Πάτρα παρέμεινε μέχρι το 357μ.Χ., όταν με διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίου Β΄ (337-361), υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον δούκα Αρτέμιο, τον μετέπειτα ένδοξο μεγαλομάρτυρα του Χριστού, ο οποίος μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτη το 363μ.Χ. Το λείψανο τοποθετήθηκε στις 30 Μαρτίου του 357 εντός της Αγίας Τραπέζης του Ναού των Αγίων Αποστόλων. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές δεν διεκομίσθηκε ολόκληρο στην Κωνσταντινούπολη, δεδομένου ότι παραδόσεις ομιλούν περί μετακομιδής λειψάνων του Πρωτοκλήτου στη Σκωτία, το Αμάλφι της Ιταλίας και τη Ρωσία. Μάλιστα στη Σκωτία ο Απόστολος Ανδρέας τιμάται ως προστάτης άγιος, αφού σύμφωνα με την τοπική παράδοση άγγελος Κυρίου εμφανίσθηκε στον μοναχό (ή επίσκοπο) Ρέγουλο και επιβιβασθείς σε πλοίο με τα ιερά λείψανα του Αγίου προς άγνωστη κατεύθυνση, ναυάγησε στην πόλη Mucros της Σκωτίας, η οποία από το 518 μετονομάσθηκε σε Άγιος Ανδρέας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο χιαστός Σταυρός του Πρωτοκλήτου που έφερε η σημαία των Σκώτων διατηρήθηκε και στην επίσημη σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ο παλαιός ναός του Αγίου Ανδρεα Πατρών όπου βρίσκεται ο τάφος του Αγίου
Στον τόπο του ενδόξου μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου Αποστόλου ανεγέρθηκε προς τιμήν του μεταξύ των ετών 1836-1845 ευρύχωρος τρίκλιτος Ναός, ρυθμού βασιλικής, ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολιτικός Ναός των Πατρών κατά το διάστημα 1845-1856, αποτελεί δε αξιομνημόνευτο έργο του εκ Θεσσαλονίκης αρχιτέκτονα Λυσσάνδρου Καυταντζόγλου. Στον παλαιό αυτό Ναό του Αγίου Ανδρέου, ο οποίος κοσμείται με θαυμάσιο αγιογραφικό διάκοσμο και περίτεχνες φορητές εικόνες, βρίσκεται και ο τάφος του, αναμορφωμένος το 1872. Παρά την καλλιτεχνική αξία του παλαιού μετεπαναστατικού αυτού Ναού, ο ευσεβής λαός των Πατρών επιθυμούσε διακαώς την ανέγερση παραπλεύρως του παλαιού, ενός μεγαλύτερου και μεγαλοπρεπέστερου Ναού προς τιμήν του πολιούχου και προστάτου αγίου της πόλεως, ο οποίος θα ήταν αντάξιος του ονόματος του Πρωτοκλήτου και της προσφοράς του στην αχαϊκή γη, θα αποτελούσε δε το σέμνωμα και το ωράισμα της Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών. Γι’ αυτό και από το έτος 1900 εγκρίθηκε η ανέγερση νέου Ναού, ο οποίος θεμελιώθηκε την 1η Ιουνίου 1908 από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα. Το αρχικό σχέδιο του Ναού ήταν του Γάλλου αρχιτέκτονα Emile Robert, αλλά αργότερα διαρρυθμίστηκε από τον καθηγητή Αναστάσιο Ορλάνδο και τον ναοδόμο Γεώργιο Νομικό. Ο μεγαλοπρεπής και παμμεγέθης νέος Ιερός Ναός του πολιούχου των Πατρών, ο οποίος εγκαινιάσθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1974 υπό του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Σεραφείμ, αποτελεί μνημείο νεότερης εκκλησιαστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, εντυπωσιάζει δε τον φιλόθεο και φιλόκαλο επισκέπτη με τον όγκο και την επιβλητική αρχιτεκτονική του μορφή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους ναούς των Βαλκανίων, αφού το μήκος του ναού με τα προπύλαια ανέρχεται σε 59,80 μ., το πλάτος του είναι 51,80 μ. και το ύψος του κεντρικού τρούλου του ναού ανέρχεται σε 46μ., ο οποίος μάλιστα περιστοιχίζεται από δώδεκα άλλους χαμηλότερους τρούλους –κωδωνοστάσια που συμβολίζουν τον Ιησού Χριστό με τους 12 μαθητές Του. Ο νέος Ιερός Ναός του Αγίου Ανδρέου Πατρών, του οποίου η χωρητικότητα ξεπερνά τα 8.000 άτομα, αποτελεί ένα «καλλίτεχνον και καλλιμάρμαρον» μνημείο στον μαρτυρικό τόπο της Σταυρώσεως του Αγίου. Μάλιστα ο μεγαλοπρεπής αυτός Ναός είναι ορατός απ’ όλα τα σημεία της πολυάνθρωπης πλέον πόλεως του Πρωτοκλήτου για να θυμίζει στους κατοίκους και τους επισκέπτες την αδιάλειπτη παρουσία, προσφορά και προστασία του. Άλλωστε η ευεργετική ιεραποστολική δράση του Αποστόλου Ανδρέου στην Αχαΐα επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι από τους συνολικά 51 ενοριακούς ναούς επ’ ονόματι του Αγίου που υπάρχουν διάσπαρτοι σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, οι 16 βρίσκονται στην περιφέρεια του νομού Αχαΐας (επαρχίες Πατρών, Αιγιαλείας και Καλαβρύτων), με αξιομνημόνευτους τους ναούς στην Εγλυκάδα Πατρών, το Αίγιο και το Σκεπαστό Καλαβρύτων.
Σημαντική είναι η τιμή του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, τόσο με ενοριακούς ναούς επ’ ονόματί του (Κάτω Πατήσια, Άνω Πατήσια (Λαμπρινή), Πετράλωνα, Αγία Παρασκευή, Χαϊδάρι, Παιανία, Λαύριο, Σκάλα Ωρωπού, Σαλαμίνα) όσο και με ομώνυμα παρεκκλήσια (Αμπελόκηποι, Γηροκομείο Αθηνών, Πλατεία Αμερικής (οδός Λευκωσίας), Αρχιεπισκοπή Αθηνών (οδός Αγίας Φιλοθέης), Ν. Σμύρνη). Ο Άγιος Ανδρέας τιμάται επίσης ως πολιούχος άγιος στην κωμόπολη Αιγίνιο Πιερίας, ενώ στην Κεφαλληνία αξιομνημόνευτη είναι η ομώνυμη ιστορική Μονή στην περιοχή της Μηλαπιδιάς πλησίον του χωριού Περατάτα. Η περιώνυμη αυτή Μονή της Κεφαλληνίας ιδρύθηκε τη Βυζαντινή Εποχή και επανιδρύθηκε το 1579. Το 1639 ήρθε να μονάσει η διασωθείσα από ναυάγιο Ελληνορουμανίδα Πριγκίπισσα Ροζάνη, κόρη του Πρωτοσπαθάριου της Μολδοβλαχίας Ζώτου Τσιγαρά, η οποία εκάρη μοναχή με το όνομα Ρωμύλα και αφιέρωσε στη Μονή το ιερό λείψανο εκ του δεξιού ποδός (πέλμα) του Αποστόλου Ανδρέου, το οποίο είναι απεξαρθρωμένο από τον αστράγαλο και μάλιστα είναι εμφανής και η οπή από το καρφί της Σταυρώσεως του Αγίου. Χάρη στον ανεκτίμητο αυτό πνευματικό θησαυρό και στο ιδρυθέν το 1988 Εκκλησιαστικό Μουσείο η πανηγυρίζουσα κατ’ έτος στις 30 Νοεμβρίου και στην εορτή της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή Διακαινησίμου) Μονή του Αγίου Ανδρέου Μηλαπιδιάς αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ιερά προσκυνήματα της νήσου Κεφαλληνίας. Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας τιμάται επίσης ως φωτιστής και προστάτης άγιος της Ρουμανίας, αφού ήταν αυτός που εκχριστιάνισε τη χώρα, διέλαμψε δε σε μία σπηλιά που βρίσκεται κοντά στην πόλη Κωνστάντζα της νοτιοανατολικής Ρουμανίας, η οποία μέχρι σήμερα είναι τόπος ιερού προσκυνήματος. Μάλιστα το 1996 και το 2011 μεταφέρθηκε στη Ρουμανία προς ευλογία του λαού της η χαριτόβρυτος τιμία κάρα του Αγίου από την Πάτρα. Ιδιαίτερα λαοφιλής και τιμώμενος είναι ο Άγιος Ανδρέας και στην Κύπρο, όπου σύμφωνα με την τοπική παράδοση το πλοίο που τον μετέφερε από την Ιόππη στην Αντιόχεια, αγκυροβόλησε για τρεις ημέρες σε παρακείμενο λιμανάκι λόγω νηνεμίας. Η έλλειψη νερού ανάγκασε τον Απόστολο του Χριστού να γονατίσει μπροστά σ’ ένα κατάξερο βράχο και να προσευχηθεί στον Κύριο για να στείλει το πολύτιμο νερό. Αφού σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο, άρχισε να αναβλύζει άφθονο νερό που έτρεχε σαν Αγίασμα από βρύση κοντά στη θάλασσα. Το νερό αυτό θεράπευσε το τυφλό παιδί του καπετάνιου του καραβιού, ενώ επακολούθησαν και άλλα θαύματα. Η φωταυγής παρουσία του θεηγόρου Αποστόλου του Χριστού στον τόπο αυτό οδήγησε στο να ανεγερθεί στην Κύπρο η περίφημη Μονή του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, η οποία βρίσκεται στο ομώνυμο ακρωτήριο στην κατεχόμενη Καρπασία και αποτελεί μέχρι σήμερα παγκύπριο προσκύνημα. Ήδη από το 1103μ.Χ. έχουμε μαρτυρία για την ονομασία του λιμενίσκου που βρίσκεται κοντά στη Μονή και φέρει το όνομα του Αποστόλου Ανδρέου. Η ιστορία της Μονής γίνεται όμως ουσιαστικά γνωστή από το 1855, όταν ξεκίνησε η οικοδόμηση του νέου Ναού, ο οποίος εγκαινιάσθηκε στις 15 Αυγούστου 1867 επί των ημερών του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην καθιέρωση δύο ετησίων πανηγύρεων στη Μονή, στις 30 Νοεμβρίου και στις 15 Αυγούστου. Περιώνυμη είναι και η Ιερά Βατοπεδινή Σκήτη του Αγίου Ανδρέου στο Άγιον Όρος, γνωστή και ως «Σεράι» , η οποία βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τις Καρυές. Ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται από τον ογκώδη και μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1867 και εγκαινιάσθηκε το 1900, φυλάσσεται δε σ’ αυτόν ως πολύτιμος πνευματικός θησαυρός τμήμα του μετωπιαίου οστού του Αγίου. Πλούσια είναι και η υμνογραφία που έχει συνταχθεί προς τιμήν του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου από τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης τον Ιεροσολυμίτη και τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, οι οποίοι εξυμνούν την εξέχουσα θέση του Πρωτοκλήτου μαθητού του Κυρίου και τον σταυρικό του θάνατο που υπέστη για την αγάπη και τη διδασκαλία του Χριστού. Επίσης ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, αλλά και ο αοίδιμος Μητροπολίτης πρώην Πατρών Νικόδημος εποίησαν Παρακλητικό Κανόνα προς τιμήν του Αγίου. Επιπλέον ο εκ Κεφαλληνίας μακαριστός Ιερομόναχος Πολύκαρπος Κόμης εποίησε Εγκώμια στον Πρωτόκλητο Απόστολο του Χριστού, ενώ ο εκ Πατρών αείμνηστος δικηγόρος Ηλίας Μπογδανόπουλος συνέταξε Ακολουθία επί τη επανακομιδή της τιμίας κάρας του Αγίου.
Ο παναοίδιμος, πανεύφημος και θεηγόρος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος αναδείχθηκε φωτιστής των Εθνών και μύστης του Λόγου του Θεού, αλλά και άξιος μιμητής του Ιησού Χριστού, αφού αξιώθηκε να μαρτυρήσει με σταυρικό θάνατο, όπως Εκείνος. Είθε ο θεόπτης αυτός Απόστολος του Κυρίου και φωτοφόρος φωστήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας να πρεσβεύει και για τη δική μας πνευματική πορεία και προκοπή στη σημερινή υλιστική και τεχνοκρατική εποχή των πολλών και ποικίλων ελλειμμάτων.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
***ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ***
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.
Μεγαλυνάριον
Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.
Μεγαλυνάριον
Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.