2) Γιατί υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να τελεστεί Λειτουργία χωρίς την παρουσία έστω και ενός λαϊκού όταν και ο Αγιος Σπυρίδων λειτουργούσε μόνος του αλλά και ο π. Επιφάνιος Θεοδορώπουλος, από ότι έχω διαβάσει, αναφέρει ότι μπορεί να τελέσει ακόμη και μόνος του ο ιερέας Λειτουργία;
3) Η Λειτουργία γίνεται, όπως λένε, μόνο με σκοπό να κοινωνήσει ο πιστός ἤ και για άλλους λόγους (ενίσχυση Αγίων, νεκρών, ελαχιστοποίηση επιρροής από τον πονηρό, συγχώρεση αμαρτιών κ.τ.λ.);
4) Επιτρέπεται λαϊκοί και μάλιστα αφιερωμένοι (δεν μιλάμε για μικρά παιδάκια) να μπαινοβγαίνουν στο Ιερό;
Προφανῶς χρησιμοποιώντας τόν ὅρο «ἀδελφότητες» ἀναφέρεστε στίς «ἐκκλησιαστικές» ὀργανώσεις. Πρίν ἀπ’ ὅλα ὀφείλουμε νά σᾶς ὑπενθυμίσουμε, ἤ νά σᾶς γνωστοποιήσουμε, ὅτι οἱ ὁργανώσεις ἔχουν τίς ἀπαρχές τους στό Μακράκη καί δυστυχῶς, ὄχι κακοπροαίρετα, εἶναι παγιδευμένες πολλές φορές σέ θέσεις καί πρακτικές πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τους κανόνες ἀλλά καί τό γενικώτερο πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄς δοῦμε, λοιπόν, μία – μία τίς ἐρωτήσεις:
1) Ὁ ΞΔ΄ (64ος ) κανόνας τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει ρητῶς ὅτι «οὐ χρή δημοσίᾳ λαϊκόν, λόγον κινεῖν ἤ διδάσκειν» (1)δηλαδή, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος, «ἐμποδίζει ὁ παρών κανών, κανένας Λαϊκός νά μη διδάσκη ὡς διδάσκαλος παρρησίᾳ καί ἐπ’ Ἐκκλησίας, ἀλλά μᾶλλον αὐτός νά διδάσκεται ἀπό ἐκείνους πού ἔλαβον τό τῆς διδασκαλίας χάρισμα..» (2). Τό σημαντικό ὅμως δέν εἶναι τό ἄν ἀπαγορεύεται ἤ ὄχι, διότι οἱ κανόνες δέν εἶναι ἁπλές νομικές διατάξεις, ἀλλά τό γιατί ἀπαγορεύεται.
Ὁ ἴδιος, λοιπόν, κανόνας μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ἀπαγορεύεται νά διδάσκει ὁ λαϊκός διότι «καθώς εἰς τό ἕν σῶμα εὑρίσκονται διάφορα μέλη, ὡς λέγει ὁ Παῦλος, ἔτσι καί εἰς τήν μίαν Ἐκκλησίαν διάφοροι ἄνθρωποι εὑρίσκονται, κατά τήν τάξιν ὅπου ὁ Θεός εἰς τόν καθ’ ἕνα ἔδωκεν. Ὅθεν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ἑρμηνεύων τό λόγιον τοῦτο τοῦ Ἀποστόλου (Ὁμιλία Περί τῆς ἐν ταῖς διαλέξεσιν εὐταξίας) λέγει, ὅτι ἄλλος μέν εἶναι ἐν τῆ Ἐκκλησία αὐτί, ἄλλος γλῶσσα, ἄλλος χέρι, καί ἄλλος ἄλλο τι μέλος, καί οὔτε ὅλοι εἶναι γλῶσσα, ἤτοι διδάσκαλοι, οὔτε ὅλοι Ἀπόστολοι, οὔτε ὅλοι Προφῆται. Λοιπόν, ἄνθρωπε, ἐσύ πρόβατον ὤντας τί κάμνεις τόν ἑαυτόν σου ποιμένα, ποδάρι ὤντας τί γίνεσαι κεφαλή;». Βλέπουμε συνεπῶς ὅτι μέ τόν κανόνα αὐτό διαφυλάττεται ὅλη ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀφοῦ μάλιστα σέ Αὐτήν τό Δόγμα καί τό Ἦθος, τό βίωμα, ὄχι μόνο δέν εἶναι ἄσχετα ἀλλά συνδέονται ἄρρηκτα. Μέ τήν ἀπαγόρευση τοῦ κηρύγματος στούς λαϊκούς τονίζεται ἀφ’ ἑνός ἡ πίστη ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί τά μέλη της ἔχουν τό καθένα, ὅπως στό ἀνθρώπινο σῶμα, τήν ἰδιαίτερη λειτουργία τους καί ἀφ’ ἑτέρου ὅτι τό διδάσκειν δέν εἶναι ἀξίωμα ἤ ἐξουσία. Δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν κοσμική μόρφωση τῶν μελῶν καί ἑπομένως δέν εἶναι ὁ πιό μορφωμένος αὐτός πού πρέπει νά κηρύττει. Τό κηρύττειν εἶναι χάρισμα, ἰδιαίτερο χάρισμα, πού δίδεται, μέ τήν Χειροτονία, ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Στήν εὐχή τῆς χειροτονίας διαβάζουμε «…πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς ἵνα γένηται ἄξιος παρεστᾶναι ἀμέμπτως τῷ Θυσιαστηρίῷ σου καί κηρύσσειν τό Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας σου…» (3). Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἔδωσε τήν ἐντολή στούς ἁγίους Ἀποστόλους «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. ΚΗ 19,20).
Ἡ διδασκαλία λοιπόν εἶναι χάρισμα, καί τό κήρυγμα ὄχι ἁπλά λόγια γλυκανάλατα καί συγκινητικά ἀλλά ἡ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί τό πῶς αὐτή μπορεῖ νά βιωθεῖ στήν καθημερινότητα τῶν πιστῶν. Συνεπῶς, γιά νά γίνει ἡ ἀλλοίωση - ἡ μεταμόρφωση τῶν πιστῶν διά τοῦ κηρύγματος χρειάζεται ὁ Φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τόσο στόν κήρυκα, καί γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται ἡ καθαρή ζωή τοῦ ἱερέως, ὅσο καί στούς πιστούς πού θά ἀκούσουν, καί γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται ἡ Χειροτονία τοῦ κηρύττοντος. Ἔτσι θά μπορέσει νά γίνει ὁ ἱερεύς μεταδοτικός τῆς Χάριτος πού θά μεταδώσει μαζί μέ τά λόγια πού θά χρησιμοποιήσει. Ἐπειδή λοιπόν τό κήρυγμα εἶναι μυστηριακοῦ χαρακτῆρος, ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν μία, μέ τόν πιό πάνω κανόνα, ἀφορίζει γιά 40 ἡμέρες τούς λαϊκούς πού κηρύττουν καί ἀπό τήν ἄλλη «τιμωρεῖ» παιδαγωγικά τόν ἱερέα ἤ ἐπίσκοπο πού δέν κηρύττει συμφωνα μέ τόν ΝΗ΄ (58ο) κανόνα τῶν ἀγίων Ἀποστόλων, διότι ἀμελεῖ τοῦ χαρίσματός του.
Ἀφορίζει προσωρινῶς τόν λαϊκό πού κηρύττει γιά νά τοῦ δώσει τήν εὐκαιρία νά καταλάβει ὅτι προκαλεῖ δυσλειτουργία στό Σῶμα. Καί ὅπως κάθε δυσλειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἐπιφέρει σοβαρές ἀσθένειες, ἔτσι ἡ δυσλειτουργία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά προκαλέσει ἀκόμα καί τήν αἵρεση, τήν ὁλοκληρωτική νέκρωση δηλαδή τοῦ συγκεκριμένου μέλους καί τήν ἀποκοπή του ἀπό τό Σῶμα. Ὅταν προσπαθῶ νά ἑρμηνεύσω τήν Γραφή χωρίς τήν Χάρη στηριζόμενος στίς κοσμικές γνώσεις, στήν ὑπερηφάνεια μου, τότε τό πιθανώτερο εἶναι ὁ διάβολος νά βρεῖ εὐκαιρία γιά παρερμηνεῖες καί αἱρέσεις.
“2) Γιατί ὑποστηρίζουν ὅτι δέν μπορεῖ νά τελεστεῖ Λειτουργία χωρίς τήν παρουσία ἔστω καί ἑνός λαϊκοῦ ὅταν καί ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνλειτουργοῦσε μόνος του ἀλλά καί ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδορώπουλος, ἀπό ὅτι ἔχω διαβάσει, ἀναφέρει ὅτι μπορεῖ νά τελέσει ἀκόμη καί μόνοςτου ὁ ἱερέας Λειτουργία;”
Ἡ Ἐκκλησία μας, κατά παράδοσιν, ἔχει δεχθεῖ ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία δέν μπορεῖ νά τελεσθεῖ ἀπό ἕνος ἱερέως μόνου, χωρίς τήν παρουσία ἔστω καί ἑνός ἄλλου ἀνθρώπου. Αὐτό, φρονοῦμε γίνεται γιά δύο λόγους:
Γιά τόν πρακτικό λόγο ὅτι οἱ αἰτήσεις, προτροπές, παραγγελίες, ἐκφωνήσεις τοῦ ἱερέα ἀσφαλῶς πρέπει πρός κάποιον νά ἀπευθύνονται ἀλλά καί κάποιος νά ἀπαντᾶ ἐκ μέρους τοῦ λάοῦ. Δέν εἶναι λίγο ἄτοπο, δέν ξενίζει λίγο ἡ εἰκόνα ἑνός ἱερέως ὁ ὁποῖος θά βγαίνει στήν Ὡραία Πύλη καί θά λέει «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν» ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπευθυνόμενος στον ἑαυτό του; Τό γεγονός, ἀκριβῶς καί μόνο, ὅτι στή Θεία Λειτουργία περιλαμβάνονται οἱ προτροπές καί οἱ ἀπαντήσεις ἀποδεικνύει τό αὐτονόητο ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία ἐκ συστάσεως δέν τελεῖται ἀπό μόνον τόν ἱερέα.
Γιά τόν θεολογικό λόγο ὅτι ὁ Ἱερέας ἔχει λάβει τό χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης. Ὅπως ὅμως ἰσχύει γιά κάθε χάρισμα δέν τό ἔχει λάβει γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά νά τό ἀντιπροσφέρει στό Θεό καί στόν εὐλογημένο λαό Του, γιά νά δίδει στούς πιστούς τά μέσα πού θά τούς ὁδηγήσουν στή Θέωση. Αὐτό τό ἀποδεικνύει ἡ ἴδια εὐχή τῆς χειροτονίας πού ἀναφέραμε παραπάνω καί ἡ ὁποία κάμει λόγο γιά «ἀνακαινισμό τοῦ Λαοῦ».
Βέβαια τά παραπάνω δέν σημαίνουν σέ καμμία, μά σέ καμμία περίπτωση ὅτι ἡ παρουσία τῶν λαϊκῶν προσφέρει τό παραμικρό στήν Θεία Λειτουργία καί στήν μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων. Ὁ ἱερεύς ἐντελῶς μόνος Λειτουργεῖ καί μάλιστα, κατά τήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά συλλείτουργα ὅπου καί ἐκεῖ μόνον ὁ προεξάρχων, εἴτε ἐπίσκοπος, εἴτε ἱερεύς, «θύει» ἐνῷ οἱ ὑπόλοιποι συμπροσεύχονται καί συλλειτουργοῦν. Γιά τόν λόγο αὐτό, κατά τά τυπικά καί τήν τάξιν, ὅλες οἱ εὐχές λέγονται ἀπό τόν πρῶτο, ὅλες οἱ εὐλογίες δίδονται ἀπό τόν πρῶτο ἀλλά καί ἡ εὐχή τῆς προετοιμασίας, τοῦ καιροῦ ὅπως λέγεται, λέγεται σέ ἐνικό ἀριθμό ὅσοι καί ἄν συλλειτουργοῦν. Ἄλλά καί στά ἀρχιερατικά συλλείτουργα ἕνας μόνον ἀρχιερεύς παίρνει καιρό ἤ κατά τήν ἀρχιερατική Λειτουργία μόνον ὁ ἀρχιερεύς.
Αὐτό λέει καί ὁ π. Ἐπιφάνιος καί ὄχι ὅτι μπορεῖ ὁ ἱερέας νά λειτουργήσει μόνος. Λέει ὅτι ἡ παρουσία τῶν λαϊκῶν τίποτα δέν προσφέρει στήν μεταβολή καί ὅτι γιά τόν λόγο αὐτό ἄν «ἐξ ἀντικειμενικῶν συνθηκῶν» ὁ μοναδικός ἄνθρωπος πού συμπαρίσταται στή Θ. Λειτουργία φύγει, ὁ ἱερεύς ὀφείλει νά συνεχίσει τή Θ. Λειτουργία ἡ ὁποία θά εἶναι κατά πάντα ἔγκυρη. Ἄλλο, ὅμως, εἶναι τό ἀρχίζω τή λειτουργία μέ ἕναν ὁ ὁποῖος φεύγει καί ἄλλο τό ξεκινῶ τή λειτουργία μόνος. Πρέπει αὐτό τό σημεῖο νά τό προσέξουμε γιά νά μή φτάσουμε στό σημεῖο νά κάνουμε ὅπως οἱ παπικοί, στούς ὁποίους ὁ ἱερέας μπορεῖ μόνος του, μέσα σέ 15 περίπου λεπτά, νά λειτουργήσει, νά κοινωνήσει, νά τά μαζέψει καί νά φύγει. Ἐξ’ ἄλλου ὁ ἱερεύς μπορεῖ καί ὀφείλει νά ἔχει ἀπό πρίν προβλέψει γιά ψάλτη, ὅπως ὀφείλει νά ἔχει προβλέψει γιά πρόσφορο, γιά νάμα γιά ζεστό νερό, γιά λιβάνι κ.τ.λ. Τέλος σχετικῶς μέ τόν ἅγιο Σπυρίδωνα, ὁμολογοῦμε πώς δέν βρήκαμε τήν πληροφορία πού μᾶς δίνεται ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι ἐσφαλμένη, παρερμηνευμένη, νοθευμένη ἤ κάτι ἄλλο νά συμβαίνει. Ἀκόμα ὅμως καί ἄν εἶναι ἀληθής, ἡ γνώμη καί ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὑπέρκειται αὐτῆς. Ἐξ’ ἄλλου ὁ Χριστός μᾶς λέει ὅτι «ὅπου εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσω αὐτῶν» καί σ’αὐτό στηρίζεται ὁ ἱερεύς γιά νά μεσιτεύσει ὑπέρ τοῦ λαοῦ. Ὅπως βλέπουμε στήν εὐχή τοῦ τοῦ Γ΄ ἀντιφώνου «… ὁ καί δυσί καί τρισί, συμφωνοῦσιν ἐπί τῷ ὀνοματί σου, τάς αἰτήσεις παρέχειν ἐπαγγειλάμενος, αὐτός καί νῦν τῶν δούλων σου τά αἰτήματα πλήρωσον…». Αὐτός ὅμως σημαίνει καί ἡ λέξη Ἐκκλησία. Δύο ἄνθρωποι μποροῦν καί δείχνουν τήν συνάντηση καί ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ ὅλου Σώματος, ἕνας ὅμως πῶς;
“3) Ἡ Λειτουργία γίνεται, ὅπως λένε, μόνο μέ σκοπό νά κοινωνήσει ὁ πιστός ἤ καί γιά ἄλλους λόγους (ἐνίσχυση Ἁγίων, νεκρῶν, ἐλαχιστοποίηση ἐπιρροῆς ἀπό τόν πονηρό, συγχώρεση ἁμαρτιών κ.τ.λ.);”
Εἶναι νομίζουμε αὐτονόητο τό γεγονός ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται πρωτίστως γιά νά κοινωνήσουμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι τελεῖται μόνο γι αὐτό. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὅταν δέν ἔχουμε κάποιον πού σίγουρα θά κοινωνήσει δέν θά τελεσθεῖ Θ. Λειτουργία, ἤ ὅτι θά κοινωνήσουμε ἀπροετοίμαστοι δῆθεν γιά νά «μή μπεῖ ὁ Χριστός μέσα, μετά τό <Μετά φόβου> παραμελημένος», ὅπως συνηθίζουν νά κηρύττουν μερικοί. Ὁ Χριστός δέν προσβάλλεται ἄν δέν κοινωνήσει κανείς, ἀλλά ἄν κανείς κοινωνήσει ἀπροετοίμαστος γιατί τότε αὐτός εἶναι ἔνοχος τοῦ Αἵματός Του, ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Μάλιστα, κατά τόν Ἀπόστολος Παῦλο πολλοί πέθαναν κοινωνώντας ἀναξίως. Τό συγκεκριμένο χωρίο τό διαβάζει ἡ Ἐκκλησία τή Μ. Πέμπτη ὅταν ὅλοι, τρέχουν νά κοινωνήσουν «γιά τό καλό» ἐντελῶς ἀπροετοίμαστοι καί χωρίς συναίσθηση γιά τό τί κάνουν.
Ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργία, λοιπον, γίνεται «ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου». Μεγάλη ὠφέλεια ἀπολαμβάνουν ὅσοι μνημονεύονται στήν προσκομιδή τῆς Θείας Λειτουργίας καί γιά τό λόγο αὐτό εἴθισται γιά τούς νεκρούς νά γίνονται ὄχι ἁπλές Λειτουργίες ἀλλά Σαρανταλείτουργα. Πολλά θαύματα ἔχουμε πού ἀποδεικνύουν τήν ἀξία τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων στήν Ἁγία Πρόθεση, ὅπως ἐμφάνιση τῶν ἀνθρώπων πού μνημονεύτηκαν, ζώντων καί νεκρῶν, καί συμμετοχή τους στή Θ. Λειτουργία, ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτου πού πιστευόταν γιά νεκρός ἐπειδή τό ὄνομά του μνημονεύοταν, γνήσια ὁράματα ἀνθρώπων πού ἀναπαύτηκαν μετά ἀπό σαρανταλείτουργο κ.α. Ἐξάλλου ἡ Θ. Λειτουργία γίνεται καί προς τιμήν τῶν ἁγίων οἱ ὁποίοι «…ὡς συνηγωνισμένοι μέ τόν Χριστόν, ἀπολαμβάνουσι μέ τοῦτο τό φρικτόν μυστήριον, μέ τήν κοινωνία δῆλα δή τῆς σωτηριώδους θυσίας, μεγαλειτέραν δόξαν καί ἀνάβασιν, καί μᾶς εἰρηνεύουσι μέ αὐτόν, καί μᾶς ἑνώνουσι καί μάλιστα ὅσον πλέον ἡμεῖς τους μνημονεύομεν» (4), ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.
Τέλος ὁ ἱερεύς, ὡς μεσίτης, μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων, μπροστά στόν σωματικῶς παρόντα Χριστόν, καί πλήρης ἁγίου Πνεύματος ὁ ἴδιος («κατάπεμψον τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς, καί ἐπί τά προκείμενα Δῶρα ταῦτα καί ποίησον τόν μέν Ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου, τό δέ ἐν τῷ Ποτηρίω τούτῳ, τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου») εὔχεται μυστικῶς πρός τόν Θεόν Πατέρα γιά ὅλους καί γιά ὅλα σύντομα μέν καί περιληπτικά στήν Θ. Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, ἀναλυτικά δε στήν Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου ἐνῶ καί ἐκφώνως προσκαλεῖ τόν λαό νά ζητήσει, τήν Φοβερή αὐτή ὥρα, ὅλα ὅσα χρειάζονται γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπό τίς προτροπές τῶν Πληρωτικῶν. Ὑπάρχει ἡ παραμικρή πιθανότητα μέσα σέ αὐτήν τήν κατάσταση Χάριτος, πού εἶναι ἡ ἴδια ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νά μή δοθοῦν ὅλα αὐτά τά αἰτήματα; Ἀσφαλῶς ὄχι.
Νά λοιπόν ὁ λόγος τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπως ὑπάρχει στις εὐχές τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: ἡ ὠφέλεια καί εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας, τῶν μοναστῶν καί ὁσίων, τῶν προσφερόντων τά δῶρα, αὐτῶν πού ἐλεοῦν καί τρέφουν τους πτωχούς («χάρισαι αὐτοῖς ἀντί τῶν ἐπιγείων τά ἐπουράνια»), τῶν ἀρχόντων («ἵνα ἐν τη γαλήνῃ αὐτῶν «ἥρεμον καί ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καί σεμνότητι»), τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων ὥστε νά διατηρηθοῦν, τῶν πονηρῶν ὥστε νά ἀλλάξουν, , ἡ αὐτάρκεια τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἡ ἑνότητα τῶν συζύγων, ἡ ὠφέλεια τῶν νηπίων («ἔκθρεψον»), τῶν νέων («παιδαγώγησον»), τῶν γερόντων («περικράτησον»), ἡ παραμυθία τῶν ὀλιγοψύχων, ἡ ἐπιστροφή τῶν πεπλανημένων, ἡ ἀπαλλαγή τῶν δαιμονισμένων, ἡ προστασία τῶν ταξιδευόντων μέ κάθε μέσο, τῶν χηρῶν, τῶν ὀρφανῶν τοῦ κάθε ἀνθρώπου πού βρίσκεται σέ ὁποιαδήποτε ἀνάγκη καθώς, ὅπως εἴπαμε, καί ἡ περαιτέρω «ἀνάβασις» τῶν ἁγίων ἀπό «Δόξαν εἰς Δόξαν». Ἡ Θεία Λειτουργία συγκρατεῖ τά σύμπαντα καί παρέχει τρομερή ὠφέλεια σέ ὅλον τόν κόσμο.
“4) Ἐπιτρέπεται λαϊκοί καί μάλιστα ἀφιερωμένοι (δέν μιλᾶμε γιά μικρά παιδάκια) νά μπαινοβγαίνουν στό Ἱερό ;”
Ὁ ΞΘ΄ (69ος) κανόνας τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου ὁρίζει ξεκάθαρα ὅτι στό Ἱερό Βῆμα εἰσέρχονται μόνον οἱ κληρικοί καί κανέναςἄλλος, ἐκτός ἀπό τους μοναχούς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι «δέν ἔχουν κανένα ἔγκλημα, διά τήν σεμνότητα τοῦ μοναχικοῦ σχήματος» καί οἱμοναχές στά γυναικεῖα μοναστήρια, γιά τήν ἔλλειψη ἀνδρῶν, γιά νά τό καθαρίζουν καί νά ἀνάβουν τά κανδήλια. Ὁ ἅγιοςΝικόδημος, μάλιστα, ἀπευθυνόμενος πρός τούς ἱερεῖς τους προτρέπει «ἄς παρακινηθοῦν οἱ ἱερεῖς καί πνευματικοί νά ἀποκόψουν τήνπαράνομον συνήθειαν, ὁποῦ ἐπικρατεῖ εἰς πολλούς τόπους, τό νά εἰσέρχονται, λέγω, λαϊκοί μέσα εἰς τό ἅγιον βῆμα, ἥτις μήδιακρίνουσα ἱερεῖς ἀπό λαϊκούς, κάμνει νά πίπτουν οἱ λαϊκοί ὑποκάτω εἰς τήν ποινήν τοῦ βασιλέως Ἄχαζ, ὅστις λαϊκός ὤν, τά τῶνἱερωμένων ἔργα ἐπιχειρῆσαι ἐτόλμησε۠ τρόπον γάρ τινα καί αὐτοί τά τῶν ἱερέων οἰκειοποιοῦνται, εἰς τόν διορισμένον τόπον τῶνἱερέων εἰσερχόμενοι» (5).
Ὅλα, ὅμως, τά παραπάνω «παραστρατήματα» τῶν ὀργανώσεων ἔχουν τήν βάση τους στήν καινοφανή ἄποψη ὅτι ὑπάρχει ἡ εἰδική καί ἡ «γενική ἱερωσύνη», πάνω στήν ὁποία στηρίζουν καί ἄλλες καινοτομίες ὅπως τή συμψαλμωδία, τή κατάργηση τοῦ τέμπλου, τή κατάργηση τῶν μυστικῶν εὐχῶν, καί ἄλλα φαιδρά πού ἐφαρμόζουν ἤ ζητοῦν νά ἐφαρμοσθοῦν σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἄποψη βέβαια αὐτή περί «γενικῆς ἱερωσύνης» εἶναι προτεσταντίζουσα καί ὄχι Ὀρθόδοξος.
Ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἔχει δώσει στό συγκεκριμένο ζήτημα πολλές καίριες ἀπαντήσεις καί ἔχει ξεκαθαρίσει τό θέμα. Λέει, λοιπόν, ὁ π. Ἐπιφάνιος ὅτι ἡ «γενική ἱερωσύνη» ὑφίσταται καθ’ ὅσον ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι μετέχουν τοῦ τριπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Κυρίου δηλαδή τοῦ Προφητικοῦ, Βασιλικοῦ, καί Ἱερατικοῦ. Ἀναρωτιέται ὅμως ποιόν διδάσκουν, σέ ποιόν βασιλεύουν καί γιά ποιόν ἱερουργοῦν, ἀφοῦ ὅλοι ἔχουν καί τά τρία αὐτά ἀξιώματα. Σ’ αὐτό ἀπαντᾶ ξεκάθαρα ὅτι «οἱ μέν πιστοί (λαϊκοί) εἶνε βασιλεῖς ἐφ’ ἑαυτῶν, εἶνε ἱερεῖς διά τήν θυσίαν ἑαυτῶν, εἶνε διδάσκαλοι προς ἑαυτούς τό δε ἱερατεῖον, πλήν αὐτῶν τῶν δικαιωμάτων ἅμα καί καθηκόντων, ἅτινα ἔλαβεν ἐκ τοῦ Βαπτίσματος, ἔχει καί ἄλλα ἄλλης φύσεως δικαιώματα ἅμα καί καθήκοντα: πρῶτον, νά διοικῇ τους πιστούς δεύτερον, νά θύῃ καί δι’ ἑαυτό καί διά τούς πιστούς οὐχί τά ἴδια σώματα, ἀλλά τό Σῶμα τό Κυριακόν, τόν Ἀμνόν τοῦ Θεοῦ ( καί γενικώτερον νά τελῇ τά ἱερά Μυστήρια) καί τρίτον, νά διδάσκῃ τους πιστούς τόν λόγον τῆς ἀληθείας» (6). Φυσικά ὁ π. Ἐπιφάνιος φέρει πλῆθος ἁγιοπατερικῶν χωρίων πού στηρίζουν τήν ἄποψη αὐτή, τά ὁποία δέν ἀναφέρουμε διότι ἤδη μακρηγορήσαμε. Ἐκεῖνο ὅμως πού θέλουμε νά ὑπογραμμίσουμε εἶναι τό γεγονός ὅτι τό δόγμα τῆς «γενικῆς ἱερωσύνης» εἶναι καθαρῶς προτεστάντικο καί ἀλλοιώνει τήν Πίστη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ χρειάζεται τήν διάκριση τῶν χαρισμάτων. Ἡ ὁλοκληρωτική, μάλιστα, ἀποδοχή τοῦ συγκεκριμένου δόγματος θά καταστήσει ἄχρηστα τά μυστήρια ἤ συμβολικά, ἄχρηστους τούς ἱερεῖς ἤ «ἐπιτίμους» ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει στούς Προτεστάντες. Συμπερασματικά : Ἡ ἀλλοίωση τοῦ δόγματος φέρνει τήν ἀλλοίωση τοῦ βιώματος καί ἀντίστροφα ἡ ἀλλοίωση τοῦ βιώματος γεννᾶ τήν αἵρεση.
Ἐντύπωση πάντως μᾶς κάνει καί τό γεγονός ὅτι οἱ ὁμάδες αὐτές ἔχουν καί τους δικούς τους Ναούς. Μοιάζουν νά μήν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία. Ἄν νοιώθουν ὅτι πραγματικά ἀνήκουν σ’ Αὐτήν, τότε γιατί δέν μετέχουν στήν λειτουργική ζωή τῶν ἐνοριῶν τους ἀλλά αἰσθάνονται ὡς ἰδιαίτερη κάστα καί αὐτονομοῦνται; Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί πρῶτο κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἐνορία ὅπως τῆς κοινωνίας ἡ οἰκογένεια. Ὁτιδήποτε ζεῖ καί ἐνεργεῖ ὄχι μέσα ἀλλά παράλληλα ἤ καί πολλές φορές ἀντίθετα στήν ἐνορία θέλει μεγάλη, πολύ μεγάλη προσοχή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Πηδάλιον Αγίου Νικοδήμου σελ. 277
(3) «Ευχολόγιον τό Μέγα» ἐκδόσεις Αστέρος σελ.165
(4) «Συμεών Θεσσαλονικης τά ἄπαντα» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, σελ. 119
(5) Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου «Ἄρθρα Μελέται Ἐπιστολαι»τόμος Α, Ἀθήνα 1986, σελ. 82
(5) Πηδάλιον σελ. 281, ὑποσημ. 1
(6) Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου «Ἄρθρα Μελέται Ἐπιστολαι»τόμος Α, Ἀθήνα 1986, σελ. 82