«Ἀπὸ τὴν Αἰτωλοακαρνανία ἕνας φτωχὸς δάσκαλος μὲ δέκα παιδιά, ὅταν ἄκουσε
τὸν ἐπιθεωρητή του νὰ βλασφημᾶ το Θεό, ἐξεράγη καὶ τον πέταξε ἔξω ἀπὸ τὴν τάξη. Τὴν ἱερὴ αὐτὴ ἀγανάκτησή του, τὴν πλήρωσε μὲ διωγμό. Ὁ ἐπιθεωρητής, ὡς ἐξουσία ἔχων, ἔκανε κακή ἔκθεση καὶ ἀπέλυσε τὸν δάσκαλο ἀπὸ τὴν θέση του. Και ὁ Μακρυγιάννης ὅταν εἶδε ἕναν εὐρωπαῖο νὰ γελᾶ εἰρωνικά, ποὺ ἔκανε τὸν σταυρό του, τὸν ἔδιωξε ἀπό τὸ σπίτι του.
τὸν ἐπιθεωρητή του νὰ βλασφημᾶ το Θεό, ἐξεράγη καὶ τον πέταξε ἔξω ἀπὸ τὴν τάξη. Τὴν ἱερὴ αὐτὴ ἀγανάκτησή του, τὴν πλήρωσε μὲ διωγμό. Ὁ ἐπιθεωρητής, ὡς ἐξουσία ἔχων, ἔκανε κακή ἔκθεση καὶ ἀπέλυσε τὸν δάσκαλο ἀπὸ τὴν θέση του. Και ὁ Μακρυγιάννης ὅταν εἶδε ἕναν εὐρωπαῖο νὰ γελᾶ εἰρωνικά, ποὺ ἔκανε τὸν σταυρό του, τὸν ἔδιωξε ἀπό τὸ σπίτι του.
Ἐκείνους ποὺ θὰ καταδιώξουν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως δὲν θὰ ’νε οὔτε παπάδες, οὔτε δεσποτάδες, γιατὶ αὐτοὶ θὰ τὰ ’χουν πάντοτε καλά μαζί τους, βολεμένα μὲ τὸ κράτος. Ἂν τοὺς ποῦνε νὰ φορέσουν και κόκκινα ράσα, θὰ τὰ φορέσουν…
Τὰ ξέρουν οἱ διῶκτες, ἔξυπνοι εἶνε, τετραπέρατοι εἶνε, ἡ ρίζα εἶνε οἱ θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι. Τὸ γνωρίζουν καλὰ καὶ χτυποῦνε δυνατὰ τὰ καρποφόρα δέντρα, τὰ δέντρα τὰ ἄκαρπα δὲν τὰ χτυποῦνε.
Καὶ ἐδῶ (στὴ Φλώρινα) ποὺ ὑψώνεται ἡ σημαία τοῦ Χριστοῦ θὰ τὴν καταλάβουν καὶ τότε θὰ πᾶμε στὴν Ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν, στὴν Ἐκκλησία τῆς διασπορᾶς καὶ θὰ ἀντιγράψουμε, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, τὰ ἡρωϊκὰ παραδείγματα τῆς Φαβιόλας καὶ τῶν ὅλων ἐκείνων προσώπων, ποὺ δακρύζουμε ὅταν τὰ διαβάζουμε, τὰ ὁποία δὲν εἶνε μῦθος, ἀλλὰ μιὰ πραγματικότης καὶ ὡχρὰ ἀπόδοσις τῆς φοβερᾶς ἐκείνης καταστάσεως. Ἐκεῖ πᾶμε, σ’ αὐτὲς τὶς μέρες ὁδηγούμεθα…
Πρέπει νὰ ἐξετάζουμε τὸν ἑαυτό μας, ἄν εἴμεθα πιστοί. Καὶ ἂν πιστεύουμε, νὰ δείξουμε τὴν πίστι μας με τὰ ἔργα μας.
Ἂν πάρουμε κόσκινο καὶ κοσκινίσουμε τὸν ἑαυτό μας, θὰ τον βροῦμε σκάρτο, «μανή, θεκέλ, φάρες»(Δανιηλ. 5, 25), ἐζυγίσθης, ἐμετρήθης καὶ εὑρέθης ἐλλειπής. Εἴμεθα πολὺ πίσω ὅλοι, στὸ στόμα ἔχουμε τὸ Χριστὸ καὶ στὴν καρδιὰ τὸ διάβολο. Θὰ μᾶς δοκιμάσῃ ὁ Θεός.
Καὶ αὐτὸ ποὺ συνέβει σὲ μᾶς, μιὰ ἀρχὴ εἶνε, «πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα». Καὶ θὰ ρθῃ ὥρα κατὰ τὴν ὁποίαν – καὶ τὸ Χριστὸ τὸν ἐγκαταλείψανε καὶ ἄπαντες ἔφυγαν. Ποῦ ’νε ὁ Πέτρος; Ποῦ ’νε ὁ Ἰωάννης; Φύγανε, καὶ ἕνας νέος ἀπὸ τὸ φόβο του ἄφησε τὸ σεντόνι καὶ ἔφυγε γυμνός.
Χρειάζεται προετοιμασία. Ἔχουμε;
Εἴδατε, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Ζητοῦσε ὡς χάρη ἀπὸ τὸ Θεό· «Ἀξίωσε με Κύριε νὰ χύσω τὸ αἷμα μου γιὰ σένα, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα Σου γιὰ μένα». Εἶχε πόθο μαρτυρίου. Νὰ καλλιεργοῦμε αὐτὸν τὸν πόθο καὶ ἐμεῖς.
*Σὲ στελέχη των Κατασκηνώσεων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φλωρίνης στὶς 24-8-1975 (ἀπομαγνητοφωνημένο)