Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Από Ραβίνος Ορθόδοξος

Παύλου Φωτίου Τέως Ραβίνου της Ισραηλινής κοινότητος Άρτης
ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΜΟΥ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ


Από το έτος 1930 περίπου διάβαζα την Αγίαν Γραφήν εις την Εβραϊκήν γλώσσαν, όσον και εις την Ελληνικήν. Αφού όμως πέρασε καιρός και εν τω μεταξύ ανέλαβον και ως επίτροπος της Συναγωγής μας είχα την ευκαιρία να διαβάζω περισσότερον αυτής και να κατανοώ και περισσότερα. Εκεί πάντος που εδυσκολευόμην ήτο το πρόσωπον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις το σημείον αυτό συναντούσα δυσκολίαν να διακρίνω εις τους προφήτας, τους ψαλμούς και την πεντάτευχον τον Μεσσίαν Ιησούν.

Πάντως πέρασαν αρκετά χρόνια, όπου τέλος ήλθε η τελευταία μας καταστροφή παρά των Γερμανών και αφού επήγα όμηρος εις την Γερμανίαν και επέστρεψα, ως φαίνεται είδεν ο Θεός την προσπάθειά μου εις την έρευναν των Αγίων Γραφών και εξαπέστειλεν και εις σε μένα το Πνεύμα του το Άγιον του συνιέναι τας Γραφάς. Και κατά το έτος 1952 μίαν των ημερών αυτού απεφάσισα να γίνω ως νήπιον εις τας φρένας μη παραδεχόμενος πλέον τας ψευδείς παραδόσεις των πατέρων υμών, και εδέχθην τον Ιησούν ως τον Μεσσίαν και Λυτρωτήν ανθρωπότητος ολοκλήρου και εμού, ως τον διέκρινα πλέον εις την Αγίαν Γραφήν, προερχόμενον εκ της οικογενείας του Δαυίδ και της ρίζης Ιεσσαί. (Α’ Βασ. 16, 2).

Εννόησα δε αυτό μόλις απέρριψα τας βλασφήμους παραδώσεις των πατέρων μας, δια των οποίων βλασθημούν την Θεομήτορα ως μίαν κοινήν γυναίκα (μη γένοιτο Κυριε!) ως και τον Σωτήρα μας Χριστόν ως νόθον, και διαστρέφοντα, δήθεν, τον Μωσαϊκόν Νόμον και τον τότε λαόν του Ισραήλ. Όταν λέγω απέρριψα τον Ραββινικόν αυτόν Νόμον, ως συνέταξαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι ως άλλοι Άνναι και Καϊάφαι, και όλας τας συκοφαντίας κατ’ Αυτού ως ψευδείς και αντιθέτους των Αγίων Γραφών, τότε είδα φως και διέκρινα τον Ιησούν εις την Παλαιάν Διαθήκην.

Πάντως θα παραθέσω κατά σειράν εις την συνέχειαν τας περικοπάς της Αγίας Γραφής που με διεφώτισαν εις ανεύρεσιν του Μεσσίου Ιησού.

ΤΡΙΑΣ Ο ΘΕΟΣ

1) 
Το πρώτον εδάφιον της Γενέσεως του πρώτου κεφαλαίου όπου λέγει «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Αυτό εις την Εβραϊκήν το διαβάζουμε εμείς «Μπερεσύθ μπαρα έλωημ» δηλαδή εις την αρχήν έπλασεν ο Θεός. Η λέξις όμως «ελωήμ» είναι εις τον πληθυντικόν αριθμόν και εξηγείται «Θεοί». Δεν γράφει «ελόα» ούτε «ελ» που είναι εις τον ενικόν αριθμόν ως ακούομεν τον Ιησούν εις την προσευχήν του εις τον Σταυρόν λέγοντα «Ήλι ήλι, λαμά σαβαχθανί» (Ματθ. ΚΖ’ 46) τουτ’ έστι, «Θεέ μου, Θεέ μου ινατί με εγκατέλιπες;» Ακούομεν και βλέπομεν ο Χριστός το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος να φωνάζει προς τον Πατέρα Του. (Σημείωση ΟΟΔΕ: Στο σημείο αυτό βέβαια, ο αφηγούμενος δεν γνώριζε ότι ο πληθυντικός στη Γένεση όσον αφορά το όνομα του Θεού είναι πληθυντικός μεγαλειότητας, άσχετος με την τριαδικότητα. Αλλά ως αρχή τον έβαλε να ψάξει, έστω και αν ήταν λάθος το σκεπτικό του).

2) 
Το 26ον εδάφιον του ίδιου κεφαλαίου της Γενέσεως όπου λέγει «Ναασέ αδάμ μπετσαλμενού» δηλαδή «Ποιήσομεν άνθρωπον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εις αυτήν την περίπτωσιν διέκρινα την ύπαρξη δευτέρου προσώπου του υιού, προς τον οποίο ομιλεί ο Πατήρ του Σωτήρους Χριστού, την οποία πολύ σωστά έχει διατυπώσει το Σύμβολον της Πίστεως το «Πιστεύω» η Α’ Οικουμενική Σύνοδος εις το δεύτερον αυτής άρθρον δια των εξής: «..Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Εις το εδάφιον αυτό λοιπόν διέκρινα ότι οι χριστιανοί έχουν δίκαιον και ημείς πλάνην. Διότι ποίον ωμίλησεν ο Θεός πρωτού να πλάσει τον Αδάμ, εάν ο Χριστός ο Λόγος του Θεού, δεν υπήρχεν ως υποστηρίζουν;


Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΣΣΙΑΣ

3) 
Το 40ον κεφάλαιον της Γενέσεως στίχος 8-10 όπου αναφέρεται η Γενεαλογία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, από την φυλήν του Ιούδα του υιού Ιακώβ. Εις τους τρεις αυτούς στίχους παρουσιάζετε η Αγία Τριας και εις τον 10ον στίχον, αναφέρεται σαφώς περί του Ιησού έχων ούτω «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη τα αποκείμενα αυτώ και αυτός προσδοκία των εθνών».

Αυτό κατά τους 70 μεταφραστάς. Εις το εβραϊκόν διαβάζω ούτω: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού εωσού έλθει ο ΣΗΛΩ και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών».

Ποίος λοπόν είναι ο Σηλώ; Ασφαλώς ο απεσταλμένος Χριστός που εις Αυτόν πρέπει να υπακούσουν όλοι οι λαοί, ως άλλωστε το βεβαιώνει αυτό ο Μωϋσής εις το Δευτερονόμιον γράφων ούτω: «Προφήτην εκ μέσου σου θέλει αναστήσει εις σε κύριος ο Κύριος ο Θεός σου εκ των αδελφόν σου, ως εμέ, αυτού θέλετε ακούει» (κεφ. ιη’ 15) και πιο κάτω, επαναλαμβάνει και προσθέτει «Προφήτην εν μέσω των αδελφών αυτών θέλω αναστήσει εις αυτούς, ως σε, και θέλω βάλει τους λόγους μου εις το στόμα αυτού, και θέλει λαλεί προς αυτούς πάντα όσα εγώ προστάζω εις αυτόν» (εδαφ. 18).

Πώς λοιπόν να μην πιστέψω εις αυτόν τον (Προφήτην) που έδωσε ο Θεός, τον Ιησούν, όστις την προφητείαν ταυτήν καθ’ ο ουδέν έπραξεν ή ελάλησεν Αυτός, ειμί ο Πατήρ δι’ αυτού, ως διαβάζουμεν εις τον Ιωάννην (ιδ’ 8-11), «Λέγει αυτώ Φίλιππος, Κύριε, δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν. Λέγει αυτώ ο Ιησούς, τοσούτον χρόνον μεθ, υμών ειμί, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιπε; Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα, και πώς συ λέγεις δείξον ημίν τον πατέρα; ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστί; τα ρήματα ά εγώ λαλώ ημίν, απ’ εμαυτού ου λαλώ, ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πιστεύετέ μοι ότι εγώ τω πατρί και ο πατήρ εν έμοί».

Και αλλού εδιάβασα ότι είπε: «Εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα, αλλ’ ο πέμψας με πατήρ αυτός μοι εντολήν έδωκε τι ειπώ και τι λαλήσω… ά ουν λαλώ εγώ, καθώς είρηκέ μοι ο Πατήρ, ούτω λαλώ» (Ιωάννης ιβ’ 49-50)

Και διαβάζω ακόμη εις το Δευτερονόμιον: «Και ο άνθρωπος όστις δεν υπακούση εις τους λόγους μου, τους οποίους αυτός θέλει λαλήσει εν τω ονοματί μου, εγώ θέλω εκζητήσει τούτο παρ’ αυτού» (εδάφιον 19) και διακρίνω εις τα λόγια αυτά τον Θεόν Πατέρα όπου θα ομιλήση δια του Ιησού και πιστεύω απολύτως εις αυτό, διότι βλέπω τα λόγια αυτά του Μωϋσέως τα επραγματοποίησεν όλα ο Ιησούς, όπως διαβάζω εις την Κ. Διαθήκην (το Ευαγγέλιον).

Αυτά άλλωστε που γράφει ο Μωϋσής εις το Δευτερονόμιον τα εζήτησαν οι Ισραηλίται εις το όρος Σινά καθ’ ήν ημέραν εδόθη εις αυτούς ο Νόμος, ειπόντες μετά λιποθυμίαν των να στείλη ο Θεός προφήτην να τους διδάσκη καθ’ εκάστην, πράγμα που έγινεν δια του Ιησού Χρηστού, Όστις εδίδασκεν καθημερινώς εις τας συναγωγάς (βλέπε Ματθ. δ’ 23, Μάρκος α’39, Λουκάς δ’ 44, Ιωάννης ι’η 20) και από νεανικής ακόμη ηλικίας εις τον Ναόν του Σολομώντος (βλέπε Ιωάν. Β’ 41-52) επραγματοποίησεν την Γραφήν αυτήν. Αλλ’ αυτοί ού κατενόησαν τας Γραφάς και εζήτησαν τον δια Σταυρού θάνατόν Του, όπερ και έγινεν επί Ποντίου Πιλάτου και Άννα και Καϊάφα αρχιερέων.

4) 
Το έβδομον κεφάλαιον του Ησαϊου, στίχος 14, και που ομιλεί ο Προφήτης δια την ενσάρκωσιν του Θείου Λόγου, λέγων: «Θέλει στήσει Κύριος σημείον (θαύμα) ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσιν το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Όταν λοιπόν διάβασα αυτό, είδα το θαύμα της ενσάρκου οικονομίας. Πιστοποίησα την πραγματοποίησην των λόγων του Παύλου: «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον, Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμ. γ’ 16) ως και των του Αγγέλου λεχθέντων εις τον Μνήστορα Ιωσήφ, όταν διενοήθη λάθρα απολύσαι την Μαριάμ: «Το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματος έστιν Αγίου» και πάλι το: «Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος, «Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ» του Ησαϊου, «ό εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός» (Ματθαίος α’ 22-23).

Όταν λοιπόν εδιάβασα, τόσον τον Ησαΐα, όσον και τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, είδα ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο προφητευθείς και επ’ εσχάτων των ημερών σαρκωθείς και γεννηθείς Λόγος του Θεού και επίστευσα εις Αυτόν.

Ακόμη με εβοήθησε εις το να πιστέψω, ότι πράγματι ο Χριστός είναι Μεσσίας, η συμπεριφορά τουΘεοδόχου Συμεών, όστις εις ηλικίαν περίπου 240 ετών, διότι ως ερμηνευτής της Βίβλου (εις εκ των 72 ερμηνευτών ) επί Πτολεμαίου και απιστήσας αναφορικώς με την πραγματοποίηση αυτού του εδαφίου του Ησαϊου (Γ’ 14) είχε υπόσχεσιν από τον Θεόν ότι δεν θα αποθάνει εάν δεν ιδή πραγματοποιούμενον τούτο: «Και ίδου εις άνθρωπος εν Ιερουσαλήμ (γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς) ώ όνομα Συμεών, και ο άνθρωπος ούτος δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ, και Πνεύμα ήν Άγιον επ’ αυτού και ήν αυτό κεχρησμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ιδή τον Χριστόν Κυρίου». Και πράγματι, ήλθεν έν τω Πνεύματι εις το Ιερόν όταν εγεννήθη ο Χριστός και τον έφεραν οι γονείς του κατά τον Νόμον (Λεϋτικόν ΙΒ’2-8 Έξοδος ΙΓ’ 2-12) δια τον καθαρισμόν και εδέχθη εις τας αγκάλας του τον Χριστόν και είπεν: «Νυν απολυείς τους δούλους σου, δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού του Ισραήλ». (Λουκάς Β’ 22-32).

Αυτό δι’ εμέ ήτο μέγα βοήθημα και σας το τονίζω διότι, εάν ο Χριστός ήτο νόθος υιός, ως υποστιρίζει το Ταλμούδ (Ραββινικός νόμος), πώς ο Συμεών τον εδέχθη μία και ο Νόμος λέγει ότι δεν επιτρέπεται νόθος υιός να εισέλθη εις τον Ναόν μέχρι δεκάτης γενεάς; Προσοχή λοιπόν διότι είναι πλάνη αυτό και βλασφημία.

5) 
Ο 2ος ψαλμός όστις αναφέρει την αποστασίαν των ανθρώπων εναντίον του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. «Διατί (λέγει) εφρύαξαν τα έθνη και οι λαοί εμελέτησαν μάταια; Παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του ΧΡΙΣΤΟΥ αυτού, λέγοντες: Ας διασπάσουμε τους δεσμούς αυτών και ας απορίψουμε αφ’ ημών τας αλύσεις αυτών». (Ψαλ. Β’ 1-3).

 Τα οποία επραγματοποιήθησαν εναντίον του Ιησού εκ μέρους των πατέρων μας, των Γραμματέων των Φαρισαίων και του Πιλάτου του τότε κυβερνήτου και κατακτητού των Ιεροσολύμων, οίτινες συμβούλιον εποίησαν και εστάυρωσαν αυτόν, ως ακούομεν κατά την Μ. εβδομάδα εις την υμνολογίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και πράγματι τον εσταύρωσαν, ίνα απαλλαγώσιν εξ Αυτού. Αλλά η υπόθεσις του Χριστού δεν ήτο μέχρι του Σταυρού, όπου έβλεπαν αυτοί, άλλα πέραν αυτού. Δι’ αυτό ο ψαλμωδός συνεχίζων λέγει: «Υιός μου είσαι συ, εγώ σημερόν σε εγέννησα ζήτησον παρ εμού, και εγώ σου δώσω τα έθνη κληρονομία σου και ιδιοκτησίαν σου τα πέρατα της γης» (Ψαλ. Β’ 7-8).

Δηλαδή μετά την ανάστασίν Του το όνομά του θα γίνει πιστευτόν εις όλον τον κόσμον, κατά το «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθαίου κη’ 18). Ώστε με βάσιν αυτά δεν ήτο δυνατόν να μην πιστεύσω ότι ο Χριστός ήτο Μεσσίας.

6) 
Η σταυρική θυσία του Ιησού, η οποία σταυρική θυσία υπάρχει εις τον προφήτην Ησαΐα εις το ΝΓ’ κεφάλαιον.

Διότι τις θα δυνηθή να αμφισβητήση ότι ο Χριστός ο φερόμενος ως άκακον αρνίον ενώπιον του Πιλάτου, των Γραμματέων και Φαρισαίων αμίλητος, και ενώπιον των αρχόντων δια τας αμαρτίας ημών, και που εσταυρώθη μεταξύ των κακούργων δεν είναι ο αμνός του Θεού.

7) 
Μία προσευχή του Χριστού που έκαμε επί του Σταυρού και που έχει γραφεί 1000 χρόνια προ Χριστού δια του Δαυϊδ εις τον 22ον ψαλμόν ως εξής: «Θεέ μου, δια τι με εγκατέλιπες» (Ψαλ. ΚΒ’ 1) και (Ματθ. κη’ 46) και εν συνέχεια μια άλλη λεπτομέρεια που γράφεται εις τον ίδιον ψαλμόν «ετρύπησαν τας χείρας μου και τους πόδας μου» (στίχος 6) και που διαβάζομεν ότι έλαβε χώραν εις τον Ιησούν (βλ. Ματθ. κζ’ 35).

 Και ακόμη το «Διεμερίσθησαν τα ιμάτιά μου εις εαυτούς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (στίχος 18) βλέπε και (Λουκάς κγ’34) όπου αυτά έγιναν όλα εις το πρόσωπον του Χριστού. Πώς να μη πιστέψω ότι είναι Μεσσίας;

Και ένα ακόμη που έχει σχέσιν με την αμοιβήν του Θεού προς τον Υιόν που το λέγει και το κάμνει. Δηλαδή εις αντίκρυσμα όλων αυτών που θα σου κάνουν εγώ θα σε αναστήσω. «
Διότι δεν θέλεις εγκαταλείψη την ψυχήν μου εν τω άδη, ουδέ θέλεις αφήσει τον Όσιόν σου να ίδη διαφθοράν» (Ψαλμ. 16,10) και εν συνέχεια πιστεύω εις την ανάστασιν του Ιησού, διότι και πάλιν διαβάζω εις τον Ψαλμόν το: «Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου έως αν θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (ψαλ. ΡΘ’ 1).

Πώς λοιπόν να πιστέψω τα ψεύδη των Ραββίνων ότι δήθεν εκλάπη ο Ιησούς και ουχί ανέστη, αφού ο Δαυϊδ προφητεύει, τόσον την ανάστασιν όσον και την ανάληψιν Αυτού;

Ακόμη, πώς να μη πιστέψω εις την ανάληψιν του Ιησού αλλά εις την κλοπήν Αυτού, αφού και μετά την ανάστασιν Αυτού ευρέθησαν τα οθόνια και το σουδάριον τα οποία ήσαν κολλημένα εις το σώμα Του, με ειδικόν μείγμα κολλητικόν ως εσυνήθιζον οι τότε να ενταφιάζουν; Πώς να μη παραδεχθώ λοιπόν την ανάστασιν, αφού ως Παντοδύναμος Θεός άφησε τον Τάφον κενόν και τας αποδείξεις της αναστάσεώς Του;

Τον επίστευσα λοιπόν ως γεννηθέντα, σταυρωθέντα, αναστάντα, αναληφθέντα εις τους ουρανούς και ότι θα έλθει πάλιν κρίναι ζώντας και νεκρούς και αλοίμονον σε εκείνους που δεν τον εδέχθησαν.

Έν ακόμη σοβαρόν ζήτημα που εβοήθησεν εις την επιστροφήν μου εις Χριστόν, είναι το χρήμα. Το χρήμα το οποίον διέθεσαν και διαθέτουν ακόμη οι εχθροί του Χριστού, δια να μη διαδοθή η έλευσίς Του, η σταυρωσίς Του, η ανάστασίς Του, αρχής γενομένης από τα 
τριάκοντα αργύρια που έδωσαν εις τον Ιούδα, ως είχε προφητεύσει ο Προφήτης Ζαχαρίας και τα οποία θα διετίθεντο δια την αγορά του αγρού του κεραμέως, διότι ήτο αξίας αθώου αίματος το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι σήμερον ως νεκροταφείον των ξένων, Ζαχ. ια’ 12-13.

Αλλ’ επίσης χρήματα εδόθησαν εις τους στρατιώτας ίνα καλύψουν την ανάστασιν και διαδόσουν οι στρατιώται ότι εκλάπη υπό των Μαθητών και ουχί ανέστη. Το χρήμα λοιπόν είναι αυτό που εξαγοράζει συνειδήσεις. Αυτό που κλείνει μάτια σοφών και διαστρεβώνει γνώμας συνετών, ως διαβάζουμεν εις την Πεντάτευχον.

Πόσοι και πόσαι σήμερον δεν δωροδοκούνται ίνα κρύψουν την ύπαρξιν του Σωτήρος, και εν τούτοις Μεσσίας Χριστός ήλθε.

Μας επληροφόρησαν αι μυροφόρες. Μας το εβεβαίωσεν η Σαμαρείτις, ήτις συνεζήτησε μαζί Του, και το επεκύρωσεν ο εκ γενετής τυφλός, ο παράλυτος και τόσοι άλλοι.



«Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς τον αγαπητό φίλο Ζαφείριο Κελεμενίδη, εκπαιδευτικό πληροφορικής, από την Ορεστιάδα, ο οποίος μου έστειλε αυτή την αποκαλυπτική ομολογία».