«Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, αινείτε ουρανοὶ Θεού την δόξαν» (μεγαλυν. θ´ ᾠδ.)
† Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου
Σήμερα, αγαπητοί μου, είνε μεγάλη ημέρα
Ἑορτάζεται ὄχι μόνο στὸ ἐσωτερικὸ ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε κοινότητα τοῦ ἐξωτερικοῦ. Εἶνε διπλῆ ἑορτή, θρησκευτικὴ καὶ ἐθνική.
Ἂς δοῦμε πρῶτα τὸ ἱστορικὸ τῆς θρησκευτικῆς ἑορτῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ βάθρο καὶ τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς.
* * *
Εἶνε γνωστό, ὅτι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος διαιρεῖται σὲ δύο περιόδους, στὴν πρὸ Χριστοῦ καὶ στὴ μετὰ Χριστόν.
Ἡ πρὸ Χριστοῦ ἀνθρωπότης ―παρ᾿ ὅλα τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος― θρησκευτικῶς κατέρρεε. ῎Εννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δὲν ὑπῆρχε. Εἰδωλολατρία ἦταν ἡ ἐπίσημος θρησκεία τῶν λαῶν. Λάτρευαν τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα, τοὺς κομῆτες, τὸ πῦρ, τὰ δέντρα, τοὺς ποταμούς, ἀλλὰ καὶ τὰ πλέον ἀσήμαντα πράγματα· λάτρευαν ἀκόμα καὶ τὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιοὺς καὶ τὶς γάτες! Ἔγιναν ἀνασκαφὲς στὴν Κάτω Αἴγυπτο κ’ ἐκεῖ ἀνεκάλυψαν ἕνα νεκροταφεῖο, στὸ ὁποῖο βρέθηκαν, μέσα σὲ χρυσᾶ παρακαλῶ φέρετρα, σκελετοὶ ἀπὸ γάτες ποὺ λάτρευαν! Παντοῦ εἴδωλα.
Κατέρρεε ἀκόμα ἡ ἀνθρωπότης ἠθικῶς. Μέχρι σημείου, ὥστε ἡ πορνεία νὰ τελῆται δημοσίως ὑπὸ μορφὴν λατρείας τῆς ᾿Αφροδίτης, τῆς αἰσχρᾶς εἰδωλικῆς θεότητος.
Κατέρρεε τέλος καὶ κοινωνικῶς. Τὰ δύο τρίτα τοῦ Κλεινοῦ Ἄστεως ἦταν δοῦλοι καὶ μόνο τὸ ἓν τρίτον ἦταν ἐλεύθεροι. Καὶ οἱ δοῦλοι δὲν εἶχαν κανένα δικαίωμα· τοὺς μετεχειρίζοντο χειρότερα ἀπὸ τὰ ζῷα.
Κατέρρεε ἡ ἀνθρωπότης! ῞Οπως γράφουν οἱ ἱστορικοί, ἦταν στὸ χεῖλος τῆς καταστροφῆς.
῎Επρεπε νὰ σωθῇ. Πῶς νὰ σωθῇ; ῾Ο Θεός, ὁ πάνσοφος καὶ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος, ποὺ δημιούργησε ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸν ὡραῖο κόσμο καὶ ἔπλασε ἀπὸ χῶμα τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα (αὐτοῦ) καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26), ὁ Θεὸς εἶχε τὸ σχέδιό του ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Σχέδιο σοφὸ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Σχέδιο ποὺ ἐπραγματοποιεῖτο σταδιακῶς, γιὰ νὰ φθάσῃ ἡ ἀνθρωπότης προοδευτικῶς στὴν ἡμέρα τῆς λυτρώσεως.
Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ ἀρχαίου κόσμου φωτεινὰ πνεύματα, θεόπνευστοι προφῆται καὶ ἄλλοι μεγάλοι ἄνδρες, ἔρριχναν μέσα στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας φωτοβολίδες καὶ παρηγοροῦσαν τοὺς ἀνθρώπους λέγοντας· Θὰ ἔρθῃ μιὰ μέρα, ποὺ ὁ Θεὸς θὰ στείλῃ κάποιον «κηδόμενος ὑμῶν», φροντίζοντας γιὰ σᾶς, ὅπως εἶπε ὁ Σωκράτης.
Καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἦρθε καὶ ἄρχισε νὰ πραγματοποιῆται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἀνέτειλε ἡ αὐγή. ῞Οπως ἡ ἡμέρα ἔχει αὐγή, προοίμιο, ἔτσι στοὺς οἴκους τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου αὐγὴ ὀνομάζεται ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Αὐτὴ εἶνε ἡ «αὐγὴ (τῆς) μυστικῆς ἡμέρας» (Ἀκάθ. ὕμν. Ι β΄), τὸ ἄστρο ποὺ ἐμήνυε «τὸν μέγαν Ἥλιον» (θ΄ ᾠδὴ κανόνος, 2ο τρ.), τὸν Χριστό.
῾Η Παναγία γεννήθηκε στὴ Ναζαρὲτ ἀπὸ πτωχὴ οἰκογένεια. Ἦταν μιὰ κόρη ἄσημη καὶ ἄγνωστη. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἄλλες γυναῖκες ἀκούοντο· βασίλισσες, πριγκίπισσες, πλούσιες, ἔξοχες σὲ κάλλος, σοφὲς καὶ ἐπιστήμονες. Τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου Μαρίας ἦταν ἄγνωστο. ᾿Αλλ’ ὅπως πολλὲς φορὲς διαμάντια μένουν κρυμμένα μέσα σὲ ἀκαθαρσίες, ἔτσι καὶ μέσα στὴν κοπριὰ τοῦ τότε κόσμου ἦταν κρυμμένο αὐτὸ τὸ διαμάντι, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Καμμιά γυναίκα δὲν ἦταν τόσο ταπεινή, ἁγνή, ἀμόλυντος, ὑπάκουος ὅπως ἡ Παναγία μας.
Καθὼς ἐργαζόταν στὸν οἶκο της, δέχθηκε ἐπίσκεψι οὐρανίου ἀρχαγγέλου. «῎Αγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε» (Ἀκάθ. ὕμν. Α οἶκ.). Ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριὴλ τῆς μετέδωσε μήνυμα, τὸ ἀνώτερο ἀπὸ κάθε μήνυμα ποὺ μπορεῖ ν’ ἀκουσθῇ ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως. Τὸ μήνυμα αὐτό, ποὺ ὁ κόσμος δὲν αἰσθάνθηκε δυστυχῶς ἀκόμα στὸ βάθος του, εἶνε ὅτι θὰ γεννηθῇ ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τῆς εἶπε.
Ταραγμένη ἡ Παναγία ρώτησε· Μὰ πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;». Καὶ ὁ ἀρχάγγελος ἀπήντησε· «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λουκ. 1,35).
Μὴ ρωτᾷς τὸ «πῶς». Τὸ «πῶς» εἶνε ἄγνωστο καὶ σὲ τόσες ἄλλες περιπτώσεις. Ἡ ἐκ παρθένου γέννησις τοῦ Σωτῆρος εἶνε ἀσφαλῶς μυστήριο· μήπως ὅμως εἶνε τὸ μόνο; Εἶνε τὸ μέγα μυστήριο μέσα σ’ ἕνα πλῆθος ἄλλων μυστηρίων. Θὰ μποροῦσα ν’ ἀπαριθμήσω ἑκατὸ μυστήρια, ποὺ παρατηροῦνται στὸν φυσικὸ κόσμο. Ποιός μπορεῖ νὰ τὰ ἐξηγήσῃ αὐτά;
Ὅποιος λοιπὸν δυσπιστεῖ στὸ θαῦμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἂς μᾶς λύσῃ ἕνα ἀπὸ τὰ ἄλλα «ἁπλᾶ» ζητήματα· πῶς λ.χ. λειτουργεῖ ἡ ῥίζα τῶν φυτῶν; Ὅλες οἱ ῥίζες εἶνε μέσα στὸ ἴδιο χῶμα κι ὅλες ῥουφοῦν τὸ ἴδιο νερό. Πῶς ὅμως τὸ νερὸ ἐδῶ γίνεται λάδι, ἐκεῖ ἀμύγδαλο, ἐκεῖ κρασί, κ.τ.λ.; Πῶς; Τί μυστήριο κρύβει μιὰ ῥίζα! Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, μιὰ ῥίζα δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν. ῏Ω Θεέ μου, πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι; Αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω, τὸ γράφει ἕνας διάσημος φυσικός.
Λῦστε λοιπόν, κύριοι, αὐτὰ τὰ μυστήρια, ἀπ’ τὰ ὁποῖα εἶνε γεμᾶτο τὸ ὑλικὸ σύμπαν, καὶ μετὰ νὰ ἔχετε τὴν τόλμη νὰ ζητᾶτε λύσι τῶν μυστηρίων τοῦ οὐρανίου κόσμου.
Δυστυχῶς σήμερα δὲν ὑπάρχουν κεραῖες. ῾Ο ἄνθρωπος ἔχει πέντε αἰσθήσεις. Ἀλλ’ ὅπως εἶπε ἕνας φιλόσοφος, τὶς αἰσθήσεις αὐτὲς τὶς ἔχει καὶ τὸ ζῷο· καὶ ἀκοὴ ἔχει τὸ ζῷο, καὶ ὅρασι, καὶ ἁφή…. Δὲν ὑπερτερεῖ ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτά. Μερικὰ μάλιστα ζῷα ἔχουν αἰσθήσεις τελειότερες ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ποῦ ὑπερέχει ὁ ἄνθρωπος; ῎Εχει μία ἕκτη αἴσθησι – κι ὅταν δὲν τὴν ἔχῃ εἶνε ζῷον, κτῆνος. Ποιά εἶνε ἡ ἕκτη αἴσθησι; Εἶνε ἡ πίστις. Αὐτὴ λοιπὸν εἶνε ἡ κεραία, μὲ τὴν ὁποία συλλαμβάνουμε τὰ νοήματα τοῦ οὐρανίου μεταφυσικοῦ κόσμου, ποὺ εἶνε ὑπαρκτὸς περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι εἶνε ὑπαρκτὸς ὁ φυσικὸς κόσμος.
Καὶ ἡ Παναγία κατεπλάγη βεβαίως. ᾿Αλλὰ δείχνοντας πίστι στὰ λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου, ὑπετάγη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ γεννήσῃ τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
* * *
Τὸ ἕνα «Χαῖρε», λοιπόν, ἀκούστηκε τότε στὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας (Λουκ. 1,28). Σήμερα ὅμως ἑορτάζουμε κ’ ἕνα ἄλλο «Χαῖρε», ποὺ ἀκούστηκε τὸ 1821 σ’ ἕνα τόπο, ποὺ γιὰ μᾶς εἶνε ἡ Ναζαρὲτ τῆς ῾Ελλάδος· εἶνε ἡ μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας στὰ Καλάβρυτα.
Τί ἦταν τότε ἡ ῾Ελλάς; Σβησμένη ἀπὸ τὸν κόσμο. ῾Ο ὑπουργὸς τῆς Αὐστρίας ἅπλωνε τὰ χέρια του στὸ χάρτη τῆς Εὐρώπης καὶ ἔλεγε· Ποῦ εἶνε ἡ ῾Ελλάς;… Εἶχε διαγραφῆ· ἦταν μιὰ ἐπαρχία τῆς ἀπεράντου Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Ἕλλην δὲν εἶχε δικαιώματα. Γκιαούρη τὸν ἔλεγαν περιφρονητικῶς. ᾿Απὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Μωάμεθ ξεῤῥίζωσε ἀπὸ τὸν τροῦλλο τῆς ῾Αγίας Σοφίας τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ ἀνήρτησε τὴν ἡμισέληνο, ἄρχισε ἡ σκοτεινὴ περίοδος τῆς σκλαβιᾶς. Τετρακόσα χρόνια, νύχτα ἀπέραντος! Ποιός παρηγοροῦσε τότε τὸ γένος; Ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦμε, καὶ οἱ πέτρες θὰ τὸ φωνάξουν· ἡ ᾿Εκκλησία! Μὲ κάθε μέσο καὶ ἰδίως μὲ τὰ σχολεῖα καλλιεργοῦσε συνεχῶς τὸν πόθο τῆς λυτρώσεως.
Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, τότε ἐκεῖ στὴν Ἁγία Λαύρα ἐμφανίσθηκε ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ. ῎Αγγελος; ῎Ανθρωπος ἦταν, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. ᾿Αλλὰ εἶνε στιγμὲς ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὑψώνεται καὶ γίνεται ἄγγελος (ὅπως εἶπε ὁ Μιαούλης, «Ἀπὸ μένα ἐξαρτᾶται νὰ γίνω ἢ διάβολος ἢ ἄγγελος»).
Τὴν ὥρα λοιπὸν ἐκείνη καὶ αὐτὸς ἦταν ἄγγελος. Καθὼς κρατοῦσε τὴν ποιμαντικὴ ῥάβδο καὶ ἐκφωνοῦσε πύρινο λόγο μὲ δάκρυα στὰ μάτια, δὲν ἦταν πλέον ἄνθρωπος· ἦταν ἄγγελος, ἄλλος «ἄγγελος πρωτοστάτης», ποὺ εἶπε στὴν πατρίδα· «Χαῖρε, ῾Ελλάς, σὺ εἶσαι εὐλογημένη». Ποιός ἦταν αὐτός; Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός. Αὐτὸς ἔῤῥιξε τὸ σύνθημα, «᾿Ελευθερία ἢ θάνατος».
***
Δύο ἐπετείους λοιπὸν ἑορτάζουμε σήμερα· μία θρησκευτική, τῆς ὁποίας τὸ ἱστορικὸ σᾶς ἐξέθεσα, καὶ μία ἐθνική. Καὶ τὶς δύο ἐμεῖς οἱ ῞Ελληνες τὶς ἑορτάζουμε μαζί. Σὲ ἄλλους λαοὺς ἡ ἐθνικὴ ἱστορία δὲν ἔχει καμμιά δουλειὰ μὲ τὴ θρησκεία. Ἐδῶ πατρίδα καὶ πίστι εἶνε ἑνωμένα ὅπως τὸ κρέας μὲ τὸ νύχι ἢ καλύτερα ὅπως τὸ σῶμα μὲ τὴν ψυχή· ἡ ψυχὴ τοῦ ἔθνους μας εἶνε ἡ ἁγία μας θρησκεία.
Ὅσοι λοιπὸν ἔχουν αἰσθήματα ἑλληνικὰ καὶ χριστιανικά, ὅσοι πιστεύουν στὴν πατρίδα καὶ στὴν πίστι τῶν πατέρων μας, σήμερα ἑορτάζουν, πανηγυρίζουν καὶ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὰ δυό.
Πρῶτον, διότι ἔστειλε στὸν κόσμο τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, Σωτῆρα ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος.
Καὶ δεύτερον, διότι τέτοια ἁγία ἡμέρα ἄρχισε ὁ ἀγὼν τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς πατρίδος μας. Ἂς ψάλουμε λοιπὸν κ’ ἐμεῖς·
«Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 25-3-84)