Η περίπτωση της έκκρισης σπέρματος που μπορεί να συμβεί σε κάποιον την προηγούμενη νύκτα πριν να μεταλάβει⠁πως αντιμετωπίζουν το γεγονός αυτό οι Ιεροί Κανόνες (Κανονικό Δίκαιο)
Εισαγωγικά
Η Θεία Ευχαριστία, δεν είναι μόνο ένα από τα επτά Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, το οποίο τελείται κατά τη Θεία Λειτουργία, αλλά είναι και το σπουδαιότερο, ιερότερο και φοβερότερο, καθώς δεν αποτελεί μια απλή ανάμνηση ούτε μια φανταστική αναπαράσταση της θυσίας του Χριστού, αλλά μια πραγματική θυσία. Δεν πρόκειται ασφαλώς για μια νέα θυσία του Κυρίου, αφού αυτή συντελέστηκε άπαξ δια παντός, πρόκειται όμως για ένα Μυστήριο κατά το οποίο το Πάθος του Κυρίου καθίσταται παρόν, με όλες εκείνες τις φοβερές στιγμές για τις οποίες, εκτός άλλων, ψάλλει η Εκκλησία: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Για τον άνθρωπο που πιστεύει στον Χριστό, δεν υπάρχει τίποτε που να του προξενεί μεγαλύτερο δέος από «τα άγια και σωτήρια φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού».
Ο ίδιος ο Κύριος μας διαβεβαίωσε ότι ο άρτος και ο οίνος που λαμβάνουμε κατά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι το ίδιο το Σώμα και το Αίμα Του. Αν αυτό το γεγονός το κρατήσουμε στη σκέψη μας και συνειδητοποιήσουμε έστω και στο ελάχιστο τι υπάρχει μέσα στο Άγιο Ποτήριο, τότε κατανοούμε πολύ καλά όσα μας λέει ο Απόστολος Παύλος για να επιστήσει την προσοχή μας: «Οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον, και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε άχρις ου άν έλθη. Ώστε ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως του Κυριου ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου. Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω» (Α΄ Κορ. 11,26-28).
Από τη στιγμή λοιπόν που ο ίδιος ο Χριστός, Σώμα και Αίμα, θα κατοικήσει μέσα μας, είναι αυτονόητο ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να τον φιλοξενήσουμε στην καρδιά μας κρατώντας την καθαρή και φροντισμένη όπως ο Χριστός δίδαξε: «Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη […] να μαζεύετε θησαυρούς στον ουρανό» (Ματθ. 6,19-20).
Οι Άγιοι Πατέρες δίδαξαν ότι η εμμονή στις γήινες ηδονές μας κρατά μακριά από τις ουράνιες και για το λόγο αυτό είναι αδύνατο να συνυπάρξουν. Έτσι, «δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν» για να μην «εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως».
Βεβαίως, επειδή οι Πατέρες ούτε πλατωνιστές ήταν ούτε ηθικιστές, δίδαξαν σαφώς ότι: «Ουκ εκ του σώματος η κακία, αλλ’ εκ της ψυχής» (Ιωάννης Δαμασκηνός, «Κατά Μανιχαίων διάλογος», PG 94,1533C).
Και: «Το σώμα ουχ αμαρτάνει καθ' εαυτό, αλλά δια του σώματος η ψυχή» (Κύριλλος Ιεροσολύμων, «Περί σώματος», PG 33, 485Α).
Κατά συνέπεια, και στην περίπτωση της έκκρισης σπέρματος που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο (που μπορεί να συμβεί σε κάποιον την προηγούμενη νύκτα πριν να μεταλάβει), γνώμονας δεν είναι το φαινόμενο δηλ. το εξωτερικό γεγονός, αλλά κατά πόσο η ψυχή μας έχει αφεθεί στα γήινα με αποτέλεσμα να μην είναι το κατά δύναμη φροντισμένη, λίγο πριν από το φοβερό αυτό γεγονός της φιλοξενίας του ίδιου του Σώματος και Αίματος του Κυρίου μέσα μας.
Επ’αυτού θα δούμε πως το αντιμετωπίζουν αυτό το γεγονός οι Ιεροί Κανόνες.
Ακολουθεί το κείμενο του κάθε κανόνα, έπειτα η ερμηνεία του Κανόνα που δίνουν οι Κανονολόγοι, και τέλος τα δικά μας σχόλια κατανόησης με μπλέ γράμματα βασισμένα σε μια σύντομη περίληψη των όσων αναφέρουν οι Κανονολόγοι στις ερμηνείες τους.
1. Kανών δ' του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας.
- Περί των ονειρωξάντων ότι, ει ευσυνείδητοι, μεταλαμβανέτωσαν. Οι δε εν απροαιρέτω νυκτερινή ρύσει γενόμενοι, και ούτοι τω ιδίω συνειδότι κατακολουθείτωσαν· και εαυτούς, είτε διακρίνονται περί τούτου, είτε μη, σκοπείτωσαν. Ως γαρ επί των βρωμάτων ο διακρινόμενος, φησίν, εάν φάγη, κατακέκριται, ούτω και εν τούτοις ευσυνείδητος έστω και ευπαρρησίαστος, κατά το ίδιον ενθύμιον, πας ο προσιών τω Θεώ· Ταύτα, συ μεν τιμών ημάς, ου γαρ αγνοών αγαπητέ, τα πύσματα ημίν προσήγαγες, ομόφρονας ημάς, ώσπερ ουν εσμέν, και ομοψήφους σεαυτώ παρασκευάζων. ᾽Εγώ δε, ουχ ως διδάσκαλος, αλλ' ως μετά πάσης απλότητος προσήκον ημάς αλλήλοις διαλέγεσθαι, εις κοινόν την διάνοιαν εμαυτού εξέθηκα· ην επικρίνας και συ, συνετώτατέ μου υιέ, ο,τι αν σοι φανή δίκαιον και βέλτιον, ει και ούτως έχειν δοκιμάζοις, περί αυτών αντιγράψεις. Έρρωσθαί σε, αγαπητέ μου υιέ, εν ειρήνη λειτουργούντα τω Κυρίω εύχομαι.
Βαλσαμών, ερμηνεία στον δ' Κανόνα του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας.
Ερωτηθείς ο Πατήρ ει οφείλουσι των αγιασμάτων μετέχειν οι εν ρύσει σπέρματος απροαιρέτως γινόμενοι, έφησεν ως οι τούτο παθόντες, το συνοικείον συνειδός κριτήν εχέτωσαν ‧ ώστε ει μεν μη τινος εμπαθείας προυποκειμένης, συνέβη αυτοίς τούτο, αυτομάτως της φύσεως εκκρινάσης ως περίττωμα την εκροήν, ουκ εμποδισθήσονται των αγιασμάτων μεταλαβείν. Ει δε τισι προυπήρξεν εξ εμπαθούς λογισμού επιθυμία, και ταύτη επηκολούθησαν εκροή, η εξ’ ακρασίας βρωμάτων και πόσεως συνέβη τούτο, οι τοιούτοι ουκ εισί καθαροί ‧ ου δια την ρύσιν του σπέρματος (ου γαρ ακάθαρτον τούτο, επεί μηδέ η σαρξ εξ’ ης εκείνο περίττωμα), αλλά δια το πονηρόν ενθύμιον όπερ εμόλυνε την διάνοιαν.Ο γουν τοιούτος, ουκ ευσυνείδητος, καν’τεύθεν ουδ’ ευπαρρησίαστος εις το προσελθείν τω Θεώ. Επάγει δε και την χρήσιν εκ του μεγάλου Παύλου γράψαντος περί των ειδωλοθύτων, ότι ο διακρινόμενος, εάν φάγη, κατακέκριται. Περί δε της του σπέρματος ρύσεως, ζήτει και του μεγάλου Αθανασίου επιστολήν προς Αμμούν μονάζοντα. PG 138,471D- 473B.
Ζωναράς, ερμηνεία στον δ' Κανόνα του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας.
Και ταύτα προς ερώτησιν ο Πατήρ αποκρίνεται. Ερωτηθείς γαρ ει δει τους εν ρύσει σπέρματος γενομένους απροαιρέτως, των αγιασμάτων μετέχειν, έφη, ότι, Οι τούτο παθόντες, τω οικείω συνειδότι κατακολουθείτωσαν‧ ήγουν το συνειδός εχέτωσαν του πράγματος δικαστήν, την οικείαν δηλονότι διάνοιαν. Ώστε ει μη τινος εμπαθείας προυποκειμένης συμβέβηκεν αυτομάτως η της γονής εκροή, της φύσεως αυτήν ως περίττωμα εκκρινάσης‧ η ει μη εκ παροινίας και εξ αδδηφαγίας εγένετο, ουκ εμποδισθήσονται ο τούτο παθών τω αγίω προσελθείν θυσιαστηρίω‧ ει δε τις προυπήρξεν εμπαθής λογισμός, και ούτος εμφιλοχωρήσας τη διανοία αυτού, φαντασίαν επήνεγκε νυκτερινήν, και ταύτη επηκολούθησεν η της γονής εκροή, και εξ’ ακρασίας βρωμάτων και πόσεως συνέβη‧ ο τοιούτος ου καθαρός εστιν, ου δια την ρύσιν του σπέρματος (ου γαρ ακάθαρτον τούτο, επεί μην ουδέ η σαρξ ης εκείνο περίττωμα), αλλά δια το πονηρόν ενθύμιον, όπερ εμόλυνε την διάνοιαν.Ο γουν τοιούτος ουκ ευσυνείδητος, καντεύθεν ουδ’ ευπαρρησίαστος δια το ίδιον ενθύμιον. Πως ουν προσελεύσεται τω Θεώ διακρινόμενος; Επάγει δε και την χρήσιν εκ του μεγάλου Παύλου γράψαντος περί των ειδωλοθύτων, ότι ο διακρινόμενος, εάν φάγη, κατακέκριται. Περί δε της του σπέρματος ρύσεως, και ο μέγας Αθανασιος πλατέως έγραψεν προς Αμμούν μονάζοντα. PG 138,471D- 473C
Σχόλια: Ερωτηθείς ο Άγιος εάν οφείλουν να μετέχουν στη θεία κοινωνία όσοι απροαιρέτως έτυχε να τους έχει συμβεί έκκριση σπέρματος, είπε πως όσοι το έπαθαν αυτό ας βάλουν ως κριτή τη συνείδησή τους. Εάν αυτή η έκκριση έχει συμβεί εντελώς φυσικά και αβίαστα χωρίς να προηγήθηκε κάποια εμπαθής φαντασίωση ή δεν έχει προκληθεί από τον παθόντα, τότε αφού αυτή αποτελεί φυσική έκκριση από μόνη της δεν εμποδίζεται ο Χριστιανός να μεταλάβει αυτομάτως της φύσεως εκκρινάσης ως περίττωμα την εκροήν, ουκ εμποδισθήσονται των αγιασμάτων μεταλαβείν. Εάν όμως προυπήρξε εμπαθής επιθυμία εξαιτίας κάποιου λογισμού, τότε δεν πρέπει να κοινωνήσει. Εάν πάλι προήλθε εξαιτίας της πολυφαγίας, της πολυποσίας, τότε δεν πρέπει να κοινωνήσει.
Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η ρύση σπέρματος δεν θεωρείται αυτή καθεαυτή ακάθαρτη, αλλά επειδή η έκκριση αυτή συνοδεύεται από πονηρό λογισμό ή φαντασία και έχει προκληθεί από εμάς, γι αυτό το λόγο εμείς έχουμε μολυνθεί δια του πειρασμού αυτού και έτσι δεν πρέπει να κοινωνήσουμε. Η απαγόρευση εκ της θείας κοινωνίας ερείδεται στο γεγονός ότι μετά από αυτή την βραδινή ή ημερινή ονείρωξη που έχουμε υποστεί δεν είμαστε ευπαρρησίαστοι απέναντι στο Θεό. Τέλος ο Κανονολόγος μας παραπέμπει στην επιστολή του Μ. Αθανασίου προς τον Αμμούν τον μονάζοντα.
Ο δεύτερος Κανονολόγος μας, συμπυκώνει τα όσα έχει πει ο πρώτος περί της κρίσεως της συνειδήσεώς μας για το αν συνέβη εξαιτίας μας για έναν από τους παραπάνω λόγους η ρύση σπέρματος ή εντελώς φυσικά. Παραθέτει κι αυτός ένα ερώτημα το οποίο πρέπει να μας απασχολήσει οπωσδήποτε πριν τη θεία κοινωνία: Ο γουν τοιούτος ουκ ευσυνείδητος, καντεύθεν ουδ’ ευπαρρησίαστος δια το ίδιον ενθύμιον. Πως ουν προσελεύσεται τω Θεώ διακρινόμενος;
Και ου δυο ερμηνευτές προλαμβάνουν τις οποίες αιρετικές απόψεις περί ακαθάρτων (ου γαρ ακάθαρτον τούτο, επεί μην ουδέ η σαρξ ης εκείνο περίττωμα) και διακρίνουν το απροαίρετο από το εξ’ακρασίας προκλητο.
Η όλη βάση δίνεται στο ότι μολύνθηκε η διάνοια του Χριστιανού την ώρα που κοιμόταν με το να συναινέσει στην εμπαθή σκέψη του νου με απότοκο την προκληθείσα ροή σπέρματος.
Σε όλα αυτά ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
τονίζει ότι δεν είμαστε εντελώς σίγουροι να διακρίνουμε στον εαυτό μας τα αίτια της ροής. Η δυσκολία διακρίσεως των αιτίων της ροής και του μολυσμού κατ’επέκταση είναι πολλές φορές ανυπέρβατη.Για το λόγο αυτό προτείνει μια πιο ασφαλεστερη οδό, την αποχή από τη θεία κοινωνία για μια μέρα επειδή δεν είμαστε σίγουροι και δεν μπορούμε να διακρίνουμε αν προκλήθηκε εξ’αιτίας εμπαθούς λογισμού ή εντελώς φυσικά.Δεν μπορούμε να εξιχνιάσουμε αν προήλθε εντελώς φυσικά που σ’αυτή την περίπτωση επιτρέπεται η θεία κοινωνία, ή αν προήλθε εξ’αιτίας κάποιας εμπαθούς συναινέσεώς μας εν ώρα ύπνου.Με λίγα λόγια δεν κοινωνούμε επειδή δεν μπορούμε να διακρίνουμε εάν στον εαυτό μας η έκκριση σπέρματος που συνέβη ήταν εντελώς φυσική ή προκλήθηκε από εμάς εξαιτίας κάποιου εμπαθούς λογισμού ή φαντασίας κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Τέλος θα παραθέσουμε τα όσα λέγει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σχετικά: Δεν δύναμαι εδώ να κρύψω με την σιωπήν την μεγάλην πανουργίαν όπου μεταχειρίζεται ο διάβολος εις το πάθος τούτο του ενυπνιασμού, την οποίαν αναφέρει ο σοφός εκείνος Νείλος εις μίαν του επιστολήν. Τοσαύτην γαρ σπουδήν, λέγει, ο μιαρός (ο διάβολος) έχει εις το να μολύνει τον ταλαίπωρον άνθρωπον με τον εμπαθή ενυπνιασμόν, ώστε οπού δεν ευχαριστιέται να παθαίνη ταύτην ο άνθρωπος κοιμώμενος, αλλά αφ’ ου ο κατάρατος κίνηση το πάθος εις τον άνθρωπον με την φαντασίαν τινών προσώπων, και μάλιστα εκείνων όπου εφθάσαμεν να λάβωμεν προσπάθειαν, και αφ’ ου ήδη η φύσις ετοιμασθή, τότε εξυπνίζει τον άνθρωπον, δια να αισθανθή ζωντανότερα, έξυπνος ων, την ακάθαρτον εκείνην ηδονήν και να την ενθυμάται καλήτερα”. Πηδάλιον, σελ. 550-551, υποσημ.1.
2. Επιστολή του Αγίου Αθνανασίου, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, προς Αμμούν μονάζοντα, περί της αβουλήτου φυσικής εκκρίσεως.
- Πάντα μεν καλά και καθαρά τα του Θεού ποιήματα, ουδέν γαρ άχρηστον η ακάθαρτον ο του Θεού πεποίηκε λόγος· Χριστού γαρ ευωδία εσμέν εν τοις σωζομένοις, κατά τον απόστολον. Επειδή δε ποικίλα και πολύτροπα τα του διαβόλου βέλη και τους ακεραιοτέρους την γνώμην παρασκευάζει ταράττεσθαι, κωλύει τε της συνήθους γυμνασίας τους αδελφούς, υποσπείρων αυτοίς λογισμούς ακαθαρσίας και μολυσμού, φέρε δια βραχέων και την του πονηρού πλάνην απελάσωμεν, τη του Σωτήρος ημών χάριτι, και την των απλουστέρων γνώμην στηρίξωμεν. Πάντα μεν καθαρά τοις καθαροίς, των δε ακαθάρτων και η συνείδησις και τα πάντα μεμόλυνται. Άγαμαι δε του διαβόλου το σόφισμα, ότι περ φθορά και λύμη υπάρχων, λογισμούς υποβάλλει το δοκείν μεν καθαρότητος, έστι δε το γινόμενον ενέδρα μάλλον η δοκιμασία. Ίνα γαρ, ως προείπον, απασχολήση τους ασκητάς της εθίμου και σωτηριώδους μελέτης και δόξη κρατείν κατά τούτο, τοιαύτα κινεί βομβύκια, άτινα φέρει μεν ουδέν τω βίω χρήσιμον, κενάς δε ζητήσεις και φλυαρίας, ας δει παραιτείσθαι. Τι γαρ, ειπέ μοι, ω αγαπητέ και ευλαβέστατε, έχει αμάρτημα η ακάθαρτον φυσική τις εκκρισις;
- Ως ει τις εθέλοι ποιείσθαι έγκλημα και τας δια ρινών εκπεμπομένας μύξας και τα δια του στόματος πτύσματα. Έτι δε και τούτων έχομεν λέγειν πλείονα, τας δια γαστέρων εκκρίσεις, άπερ τω ζώω προς το ζην αναγκαία καθέστηκεν. Έτι τε, ει των του Θεού χειρών έργον πιστεύομεν είναι τον άνθρωπον, κατά τας θείας Γραφάς, πως ηδύνατο εκ καθαράς δυνάμεως έργον τι γενέσθαι μεμολυσμένον; Και ει γένος του Θεού υπάρχομεν, κατά τας θείας των Αποστόλων Πράξεις, ουδέν έχομεν εν εαυτοίς ακάθαρτον. Τότε γαρ μόνον μεμολύσμεθα, ότε δη την δυσωδεστάτην αμαρτίαν εργαζόμεθα. Ότε δε φυσική τις αβουλήτως έκκρισις γίνεται, τότε τη της φύσεως ανάγκη μετά των άλλων, ως προείπομεν, και τούτο υπομένομεν. Αλλ ἐπειδή περ οι θέλοντες αντιλέγειν μόνον τοις ορθώς λεγομένοις, μάλλον δε παρά Θεού πεποιημένοις, παραφέρουσι και ρητόν ευαγγελικόν, ως ότι ου τα εισερχόμενα κοινοί τον άνθρωπον, αλλά τα εξερχόμενα, αναγκαίως αυτών και ταύτην την αλογίαν, ου γαρ αν είποιμεν ζήτησιν, ελέγξωμεν
- Πρώτον μεν γαρ και τας Γραφάς, κατά τας ιδίας αμαθίας, αστήρικτοι όντες, βιάζονται. Έχει δε το θείον ούτω λόγιον· Τινών γαρ πάλιν τούτοις ομοίως ενδοιαστώς εχόντων περί βρωμάτων, αυτός ο Κύριος λύων αυτών την άγνοιαν, ήγουν την απάτην δημοσιεύων, φησί, μη τα εισερχόμενα κοινούν τον άνθρωπον, αλλά τα εξερχόμενα. Είτα επάγει και πόθεν εξερχόμενα; Και φησί τα από της καρδίας, εκεί γαρ είναι τους πονηρούς θησαυρούς των βεβήλων λογισμών και των άλλων αμαρτημάτων γινώσκει. Συντομώτερον δε ο απόστολος αυτό δεδιδαγμένος, φησί· Βρώμα ημάς ου παρίστησι τω Θεώ. Φαίη δ ἄν τις και νυν ευλόγως, φυσική τις έκκρισις ημάς ου παρίστησι προς τιμωρίαν. Τάχα δε και παίδες ιατρών, ίνα καν εκ των έωθεν δυσωπηθώσιν, υπέρ τούτου απολογήσονται, ότι τω ζώω δέδονταί τινες αναγκαίαι διέξοδοι προς το το περιττόν αποπέμπειν των εν εκάστω των εν ημίν μελών τρεφομένων χυμών, οίον κεφαλής περιττώματα, τρίχες, και από κεφαλής υδατώδη πεμπόμενα, και γαστρός διαχωρήματα. Και τοίνυν των σπερματικών πόρων εκείνο περίττωμα.
- Ποία τοίνυν εστί προς Θεού, ω πρεσβύτα θεοφιλέστατε, αμαρτία, αυτού του πλάσαντος το ζώον Δεσπότου θελήσαντος και ποιήσαντος ταύτα τα μέλη, τοιαύτας έχειν διεξόδους; Επειδή δε δει προλαμβάνειν τα των πονηρών εναντιώματα, είποιεν γαρ αν, ουκούν ουκ έστιν αμαρτία ουδέ η αληθής χρήσις, ει τα όργανα παρά του δημιουργού διαπέπλασται, προς τούτο ερωτηματικώς αυτούς παύσωμεν, φάσκοντες· Ποίαν λέγεις χρήσιν; την έννομον, ην ο Θεός επέτρεψε, λέγων· Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην; ην ο απόστολος απεδέξατο, ειπών· Τίμιος ο γάμος και η κοίτη αμίαντος; η την δημώδη μεν, λαθραίως δε και μοιχικώς επιτελουμένην; Επεί και των άλλων των εν τω βίω γινομένων ευρήσομεν τας διαφοράς κατά τι γινομένας· οίον φονεύειν ουκ έξεστιν, αλλ ἐν πολέμω αναιρείν τους αντιπάλους, και έννομον και επαίνου άξιον. Ούτω γουν και τιμών μεγάλων οι κατά πόλεμον αριστεύσαντες αξιούνται και στήλαι τούτων εγείρονται, κηρύττουσαι τα κατορθώματα. Ώστε το αυτό, κατά τι μεν και κατά καιρόν, ουκ έξεστι, κατά τι δε και ευκαίρως, αφίεταί τε και συγκεχώρηται. Ο αυτός ουν λόγος και περί της μίξεως. Μακάριος ος εν νεότητι ζυγόν έχων ελεύθερον, τη φύσει προς παιδοποιΐαν κέχρηνται· ει δε προς ασέλγειαν, πόρνους και μοιχούς, η παρά τω Αποστόλω τιμωρία εκδέξεται. Δύο γαρ ουσών οδών εν τω βίω περί τούτων, μιας μεν μετριωτέρας και βιωματικής, του γάμου λέγω, της δε ετέρας, αγγελικής και ανυπερβλήτου, της παρθενίας. Ει μεν τις την κοσμικήν, ήτοι τον γάμον έλοιτο, μέμψιν μεν ουκ έχει, τοσαύτα δε χαρίσματα ου λήψεται· λήψεται γαρ, επείπερ φέρει και αυτός καρπόν, τον τριάκοντα. Ει δε την αγνήν τις και υπερκόσμιον ασπάσοιτο, ει και τραχεία παρά την πρώτην και δυσκατόρθωτος η οδός, όμως έχει χαρίσματα θαυμασιώτερα, τον γαρ τέλειον καρπόν, την εκατοντάδα εβλάστησεν. Ώστε τα ακάθαρτα αυτών και πονηρά ζητήματα, λύσεις ιδίας έσχηκε και παρά των θείων Γραφών πάλαι προλυθείσας.
- Υποστήριζε τοίνυν, ω πάτερ, τας υπό σαυτόν αγέλας εκ των αποστολικών παρακαλών, εκ των ευαγγελικών ψυχαγωγών, εκ των ψαλμών συμβουλεύων· Ζήσόν με, λέγων, κατά το λόγιόν σου· λόγιον δε αυτού το εκ καθαράς καρδίας λατρεύειν αυτώ. Τούτο γαρ ειδώς ο αυτός προφήτης, ώσπερ εαυτό μεταφράζων, λέγει· Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός; ίνα μη ρυπώδεις λογισμοί με ταράξωσι. Πάλιν Δαβίδ· Και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με, ίνα, καν ποτε λογισμοί με θορυβήτωσαν, ισχυρά τις δύναμις παρά σου στηρίξη με, ώσπερ κρηπίς τυγχάνουσα. Αυτός τοίνυν ταύτα και τα τοιαύτα συμβουλεύων, λέγε προς τους βράδιον τη αληθεία πειθομένους· Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και θαρρών Κυρίω ότι πείσεις αποσχέσθαι της τοιαύτης κακίας, ψάλλε· Και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. Γένοιτο δε τους μεν κακοήθως ζητούντας, παύσασθαι της τοιαύτης ματαιοπονίας, τους δε δι ευσέβειαν ενδοιαστώς έχοντας, Πνεύματι ηγεμονικώ κρατυνθήναι. Όσοι δε βεβαίως την αλήθειαν επίστασθε, αρραγή ταύτην κατέχετε και ασάλευτον, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, μεθ οὗ τω Πατρί δόξα και κράτος, συν αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.
Βαλσαμών, ερμηνεία στην επιστολή του Μ. Αθανασίου προς Αμμούν Μονάζοντα.
Την επιστολήν ταύτην διαλαμβάνουσαν μη είναι ακάθαρτον την φυσικήν έκκρισιν του σπέρματος την από νόσου δηλαδή γινομένην η από φαντασίας νυκτερινήν απροαιρέτου και απαθούς, υπερφυέστατος εκείνος Ζωναράς σοφώς και υπερδεξίως, και ως ουκ αν τις κρειττόνως, ερμήνευσε ‧ και δια τούτο περιττόν ημίν έδοξε γράψαι τι περί ταύτης.Συναγαγόντες δε λέγομεν ως η φυσική εκροή του σπέρματος ει μεν εξ’ απροαιρέτου φαντασίας νυκτερινής και άνευ προυποκειμένης εμπαθούς επιθυμίας γένηται, απροκριμάτιστος εστί παντάπασι, καθώς και η προς τον Βασιλείδην επιστολήν του αγίου Διονυσίου διαλαμβάνει, ήτις κατεστρώθη όπισθεν. Ει δε εμπαθεία τις προηγήσατο εκ πονηράς επιθυμίας ίσως και συγκαταθέσεως, ακάθαρτός εστι, και ο ταύτην υποστάς των αγιασμάτων εμποδισθήσεται, και κατά το δοκούν τω ψυχικώ αυτού ιατρείω, θεραπευθήσεται. Τριών γαρ όντων τρόπων δι ων παρά του Σατανά πολεμούμεθα, προσβολής, συγκαταθεσεως, και αποτελέσματος, ει μεν από μόνης προσβολής φαντασία γένηται νυκτερινή, μετριώτερον επιτιμηθώμεν‧ ει δε συν τη προσβολή γέγονε και συγκατάθεσις ημερινή, και ούτω παρηκολούθησε και φαντασία νυκτερινή, και εκκρίσεως αποτέλεσμα, επί πλέον κολασθησόμεθα, κατά το γράμμα το ιερόν το λέγον‧ Ο επιθυμήσας γυναίκα εν τη καρδία αυτού, ήδη εμοίχευσεν αυτήν. Η δε από νοσού νεφριτικής γινομένη εκροή του σπέρματος, οία εστίν η των γονορροιών και της λιθάσεως, πάντη εστίν ακατέγκλητος. Καν γαρ από του Μωσαϊκου νόμου οι γονορροείς ακάθαρτοι ελογίζοντο, αλλ καθ’έτερον τρόπον όσον τον ημέτερον νόμον καθαροί λογίζονται.Ότι και οι λέπραν νοσήσαντες, παρά μεν τω παλαιών νόμω ως ακάθαρτοι απεπέμποντο‧ μεθ‘ ημών δε και εκκλησιάζουσι και συνεύχονται, από της νόσου μηδέν εμποδιζόμενοι, αλλά μάλλον και οικειούμενοι. PG 138,552ΑD.
Ζωναράς, ερμηνεία στην επιστολή του Μ. Αθανασίου προς Αμμούν Μονάζοντα. Ερωτηθείς ο μέγας ούτος Πατήρ περί της φυσικής εκκρίσεως, της γονής, ει ακάθαρτός εστιν, απεκρίθη προς το ερώτημα ότι ουδέν των παρά Θεού γενομένων ακάθαρτον. Ότι δε υποσπείρει, ήγουν υποβάλλει λογισμούς ο πονηρός, και ταράσσει του ακεραιοτέρους την γνώμην, ήτοι τους απλουστέρους ‧ φέρε δι’ ολίγων λόγων απελάσωμεν εν Θεώ την του πονηρού πλάνην, αντί του τω Θεώ θαρρούντες, και την γνώμην των απλουστέρων στηρίξωμεν. Άρχεται ουν του λόγου, χρήσιν παράγων εκ της Τίτον επιστολής του αγίου Παύλου, και φησιν ότι πάντα καθαρά τοις καθαροίς, των δε ακαθάρτων και η συνείδησις μεμόλυνται.Ταύτα δε ο μακάριος Παύλος περί της εν βρώμασιν Ιουδαϊκής λέγει παρατηρήσεως, ότι των υπό Θεού κτισθέντων, ουδέν ακάθαρτον κατά την εαυτού φύσιν‧ ουδέν δε τοις μεμιασμένοις καθαρόν, αλλά μεμίανται αυτών ο νους και η συνείδησις‧ μεμίανται δε τη αμαρτία και τω λογίζεσθαι τα μη πρέποντα. Δια τούτων ουν των λόγων προκατασκευάσας ο μέγας Αθανάσιος την οικείαν γραφήν επάγει‧ Άγαμαι δε, ότι θαυμάζω, του διαβόλου το σόφισμα, την απάτην δηλαδή, ότι φθορά ων και λύμη ενθυμίζει λογισμούς δοκούντας είναι καθαρότητος.Το δε παρ’ εκείνου γινόμενον ενέδρα εστίν, ήγουν κρυφία επιβουλή, αλλ’ ουχί δοκιμασία. Ίνα γαρ απαγάγη τους ασκητάς της εθίμου, τουτέστι της συνήθους και ωφελίμου φροντίδος, και δόξη νικάν αυτούς ‧ κατά τούτο (δια τούτο) τοιαύτα κινεί βομβύκια, ήτοι φόβητρα, βόμβους μόνον εμπιούντα. Τι γαρ, φησίν, έχει αμάρτημα ή ακάθαρτον η φυσική έκκρισις; ώσπερ εάν τις αιτιάται τους ανθρώπους και δια τας άλλας εκκρίσεις, οίον δια τας μύξας και τα πτύσματα, και όσα δια γαστέρων εκρίνονται, ήγουν εκβάλλονται και κενούνται, άτινα εκκρινόμενα ωφελούσι προς την ζωήν.Επιχειρεί δε και ετέρωθεν. Ει γαρ πιστεύομέν, φησι, των χείρων του Θεού ποίημα είναι τον άνθρωπον, πως εστι δυνατόν εκ του Θεού ακάθαρτόν τι γενέσθαι και μεμολυσμένον; Και ει γένος Θεού υπάρχομεν κατά τας των θείων αποστόλων Πράξεις, ουδέν έχομεν εν αυτοίς ακάθαρτον. Εν γαρ τη βίβλω των Πράξεων ιστόρηται ο μέγας Παύλος τοις Αθηναίοις διαλεγόμενος, και προς τοις άλλοις και ταύτα λέγων περί Θεού ‧ Εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα, και εσμεν, ως και τινες των καθ’ ημάς ποιητών ειρήκασι ‧ Του γαρ γένος εσμέν.Τούτο δε τω Αράτω είρηται περί του Διός ‧ ο δε Απόστολος εις τον όντως Θεόν το νόημα ηχμαλώτισε.Τούτω τοίνυν εις κατασκευήν του οικείου λόγου ο μέγας εχρήσατο Αθανάσιος ‧ ως ει γένος Θεού εσμεν, ως εν ταις Πράξεσι είρηται, ουδέν έχομεν μεμολυσμένον ή μιαρόν. Τότε γαρ μεμολύσμεθα, ότε αμαρτάνομεν ‧ η δε φυσική έκκρισις, γινομένη εξ’ ανάγκης της φύσεως, ου μιαίνει.Ως τινών δε αντιλεγόντων και παραγόντων ρητά ευαγγελικά τα λέγοντα, Ου τα εισερχόμενα κοινοί τον άνθρωπον, αλλά τα εξερχόμενα‧ ίσταται και προς τούτο δεικνύς μη καλώς νοούμενα τα ρητά παρά των αντιλεγόντων‧ και φησι ότι περί βρωμάτων ενδοιάστως εχόντων τινών ήτοι δειλιώντων, αμφιβαλλόντων, ως μολυνόντων τους χρωμένους αυτοίς, λύων αυτών την άγνοιαν ο Κύριός φησι μη τα εισερχόμενα κοινούν, ήγουν μιαίνειν, μολύνειν, αλλά τα εξερχόμενα, τα από καρδίας δηλαδή προιόντα ‧ και ο Απόστολος δε φησι Βρώμα ημάς ου παρίστησι τω Θεώ. Τούτοις τον οικείον λόγον κρατύνας ο μέγας ούτος Πατήρ, επάγει‧ Είποι δ’ αν τις και νυν ευλόγως‧ Φυσική τις έκκρισις ημάς ου παρίστησι προς τιμωρίαν.Και ιατροί δε, φησί, περί τούτου απολογήσονται ότι η φύσις ως περίττωμα διώκει το σπέρμα.Τω γαρ ζώω δέδονται πόροι, ίνα δια τούτων έκαστον μέλος αποπέμπη το περιττόν.Της μεν ουν κεφαλής, φησί, περιττώματα είσιν αι τρίχες, και τα δια ρινών και στόματος υγρά, και γαστρός διαχωρήματα, ή και όλου του σώματος ‧ των δε σπερματικών πόρων περίττωμα το σπέρμα. Ποίον ουν εστι, φησίν, αμαρτία κενουμένου του σπέρματος τούτου, ως ο Θεός ο πλάσας τον άνθρωπον ηθέλησε, και ωκονόμησεν; Ίνα δε μη τις προς ταύτα αντιθήσει ότι, Επεί ο λέγεις ουκ εστιν αμαρτία η του σπέρματος εκροή ως φυσικώς γενομένη, ουδέ η αληθής χρήσις, ήγουν η μίξις λογισθήσεται αμαρτία‧ ότι τα όργανα τα προς αυτήν ενεργούντα, παρά του Θεού επλάσθησαν‧ ερωτά τον αντιλέγοντα δήθεν ‧ Ποίαν λέγεις χρήσιν ; την έννομον, ή την κρυφίως και μοιχικώς γενομένην; την γαρ έννομον ο Θεός επέτρεψεν ειπών‧ Αυξάνεσθε και πληθυύνεστε, και ο μέγας Παύλος εκκεχώρηκε λέγων‧ Τίμιος ο γάμος και η κοίτη αμίαντος ‧ η δε άλλη χρήσις κεκώλυται… Το δε εν ακαθαρσία όντα τιναν εγγείζειν τοις αγίοις, και τα λοιπά.Ουκ αν δε τις είποι ακαθαρσίαν ονομάσαι, τον μέγαν Βασίλειον την σπερματικήν έκκρισιν απαθώς γινομενην.Τούτο γαρ διαβολή της σαρκός‧ ο δε εν πλείοσι λόγοις εφιλοσόφησεν, ως ου κακόν το σώμα, ουδέ κακίας άρχη, καθώς έδοξέ τισιν….Αλλά πάντως ακαθαρσίαν ο μέγας Βασίλειος ου την σπερματικήν ωνόμασεν έκκρισιν, αλλά την πονηράν επιθυμίαν‧ ης ηγουμένης, και η κατά διάνοια αμαρτία τελείται δια συγκαταθέσεως.Και ούτως γίνεται φαντασία καθ’ ύπνους και του σπέρματος εκροή. Φυσικόν γαρ τούτο‧ διο και ανέγκλητον‧ ουδέ τις οίμαι την φυσικήν ρεύσιν δι’ όλου φεύξεται, ει μη τις είη λίαν ηλίθιος. PG 138,552D - 560D.
Σχόλιο: Η επιστολή αυτή όπως γράφει ο Κανονολόγος δεν εκλαμβάνει τη φυσική ρύση σπέρματος ως κάτι το ακάθαρτο. Λέγοντας φυσική εννοεί αυτή που δεν προκλήθηκε εξ’αιτίας μας αλλά συνέβη με εντελώς φυσικό τρόπο.Με τρεις τρόπους πολεμούμεθα από τον Σατανά, δια της προσβολής, της οποίας ακολουθεί η συγκατάθεση, και τέλος δια του αποτελέσματος (έκκριση).Εάν συνέβη μόνον η νυκτερινή φαντασία χωρίς τη συγκατάθεσή μας τότε θα επιτιμηθούμε λιγότερο. Εάν συνέβη φαντασία και στη συνέχεια έχοντας τη συγκατάθεσή μας με απότοκο το αποτέλεσμα δηλ. την έκκριση σπέρματος, τότε θα επιτιμηθούμε περισσότερο.Η όλη βάση αφορά το ρητό του Κύριου Ο επιθυμήσας γυναίκα εν τη καρδία αυτού, ήδη εμοίχευσεν αυτήν. Η έκκριση όμως εξ’αιτίας κάποιας νόσου είναι εντελώς ανέγκλητος.Στο σημείο αυτό παραθέτει ότι στην Π.Δ οι λεπροί θεωρούνταν ακάθαρτοι και δεν μπορούσαν να προσφέρουν κάποια θυσία ενώ τώρα εκκλησιάζονται μαζί μας χωρίς να εμποδίζονται διόλου. Ομοίως και οι γονορρειοίς εθεωρούντο ακάθαρτοι αλλά σήμερα ,δηλ. την εποχή του Κανονολόγου και εξής αυτά δεν ισχύουν πλέον.
Ο δεύτερος Κανονολόγος μας λέγει πως ρωτήθηκε ο Μ.Αθανάσιος εάν είναι ακάθαρτη η φυσική έκκριση του ανθρώπινου σπέρματος και απάντησε πως τίποτε από όσα δημιουργήθηκαν από το Θεό δεν είναι ακάθαρτο.Ο πονηρός υποσπείρει δηλ. υποβάλλει εμπαθείς λογισμούς και ταράσσει τους απλούς τη γνώμη ανθρώπους.Για το λόγο αυτό θέλοντας να βοηθήσει επί του θέματος αρχίζει από την επιστολή του Απ.Παύλου προς τον Τίτο. Εκεί σημειώνει πως πάντα είναι καθαρά για τους καθαρούς ενώ των ακαθάρτων η συνείδηση μολύνεται και τίποτα απολύτως δεν είναι καθαρό για αυτούς. Τίποτα δεν είναι ακάθαρτο από τη φύση του, από όσα έπλασε ο Θεός.
Μια από τις μεθοδείες του διαβόλου με σκοπό να απαγάγει τους Ασκητές από την άσκησή τους, είναι και τα διάφορα φόβητρα τα οποία προσπαθεί να τους εμφυσήσει. Ρωτάει με απορία ο Μ.Αθανάσιος: τι αμάρτημα ή ακάθαρτο έχει η φυσική έκκριση του σπέρματος; Θεωρεί πως δεν πρέπει να μέμφεται κάποιος τους ανθρώπους για τις εκκρίσεις τους διότι δεν είναι μόνον η έκκριση του σπέρματος αλλά και οι άλλες εκκρίσεις της μύτης και τα πτύσματα.Εάν πιστεύουμε πως είμαστε πλασμένοι εκ Θεού και πως είναι δυνατόν να πλάσει ο Θεός κάτι μεμολυσμένο και ακάθαρτο;
Όπως ο Παύλος είπε στους Αθηναίους ότι εμείς ζούμε εν Αυτώ, για τον Θεό των Χριστιανών, τα ίδια ακριβώς έλεγε και ο Άρατος ο ποιητής για τον Δία: Του γαρ γένος εσμέν.
Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Μ.Αθανάσιος στην επιστολή του ισχυριζόμενος πως, εάν είμαστε γένος του Θεού όπως είπε στις Πράξεις ο Παύλος τότε δεν έχουμε τίποτα μολυσμένο και μιαρό.Τότε η μόλυνση επέρχεται όταν αμαρτάνουμε , η δε φυσική έκκριση του σπέρματος δεν μας μιαίνει. Δυστυχώς όμως πολλοί που ισχυρίζονται εσφαλμένα ότι μας μιαίνουν τα όσα εξέρχονται από τον άνθρωπο δεν αντιλαμβάνονται ορθώς τα ευαγγελικά λεγόμενα Ου τα εισερχόμενα κοινοί τον άνθρωπον, αλλά τα εξερχόμενα, αλλά φοβούνται και δειλιάζουν να φάγουν. Εξ’ αιτίας της στάσεως τους αυτή ο Κύριος είπε ότι δεν μολύνουν τον άνθρωπο αυτά που εισέρχονται αλλά αυτά που εξέρχονται, τα προϊόντα της καρδιάς μας, γι’αυτό και ο Παύλος είπε Βρώμα ημάς ου παρίστησι τω Θεώ. Θα μπορούσε κάποιος εδώ να πει πως η φυσική έκκριση δεν είναι για τιμωρία μας.Και οι ιατροί λέγουν πως η φύση μας ως περίττωμα διώχνει το σπέρμα ως φυσική έκκριση.Αναλόγως προς τις εκκρίσεις ή τα περιτωματα εδόθησαν οι διάφοροι πόροι και έτσι κάθε μέλος αποπέμπει το περιττό.Ποιά είναι λοιπόν η αμαρτία όταν ο οργανισμός μας αποβάλλει το σπέρμα αφού ο Θεός που τον έπλασε έτσι θέλησε να γίνεται; Πάλι εδώ κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αφού λέγεις ότι είναι άνευ αμαρτίας η φυσική έκκριση – αποβολή του σπέρματος, τότε και η αληθής χρήση του,η μίξη των ανθρώπων δηλαδή, δεν είναι αμαρτία.Εδώ πρέπει να ερωτηθεί ο αντιλεγόμενος τι εννοεί όταν λέει χρήση του σπέρματος, την έννομον, ή την κρυφίως και μοιχικώς γενομένην; .Την έννομη χρήση ο Θεός την προσέταξε όταν είπε Αυξάνεσθε και πληθύνεστε, αλλά και ο μέγας Παύλος λέγων‧ Τίμιος ο γάμος και η κοίτη αμίαντος ‧ η δε άλλη χρήσις κεκώλυται…
Συνεπώς κάνει λάθος οποίος ισχυρισθεί ότι ο μέγας Βασίλειος ονόμασε ως ακαθαρσία την φυσική έκκριση του σπέρματος αυτή που γίνεται απαθώς. Η μη φυσική έκκριση γίνεται όταν κατά τη διάρκεια του ύπνου φαντασθούμε κάτι εμπαθές και μετά από τη συναίνεσή μας προκληθεί η ρύση του σπέρματος. Από την άλλη η φυσική ρύση σπέρματος είναι ένα εντελώς φυσικό φαινόμενο στον άνθρωπο που κανένας δεν μπορεί να αποφύγει εκτός αν είναι ηλίθιος: Φυσικόν γαρ τούτο ‧ διο και ανέγκλητον ουδέ τις οίμαι την φυσικήν ρεύσιν δι’ όλου φεύξεται, ει μη τις είη λίαν ηλίθιος.
- Περί ονειρασθέντος λαϊκού, ει συγχωρείται μεταλαβείν. Εάν ονειρασθείς ο λαϊκός ερωτήση κληρικόν, ει οφείλει επιτρέψαι αυτώ κοινωνήσαι η ου;
Απόκρισις. Ει μεν υπόκειται επιθυμία γυναικός, ουκ οφείλει, ει δε ο σατανάς πειράζει αυτόν, ίνα δια της προφάσεως ταύτης αλλοτριώται της κοινωνίας των θείων μυστηρίων, οφείλει κοινωνήσαι, επεί ου παύσεται ο πειράζων κατ ἐκεῖνον τον καιρόν, ότε οφείλει κοινωνείν, εκτιθέμενος αυτώ.
Βαλσαμών, επεξήγηση στην 12η Απόκριση του Τιμοθέου Αλεξανδρείας.
Περί των εν ονείροις φανταζομένων, οις και σπέρματος ίσως γίνεται εκροή, φησίν ο Πατήρ ούτος, ότι ει μεν προ τούτου προσέβαλλε τω ονειρασθεντι επιθυμίας γυναικός λογισμός, και ενέμεινεν ο νους επί τη επιθυμία, και ενεφιλοχώρησε ταύτη, καντεύθεν η φαντασία, επήλθε η ρύσις του σπέρματος ‧ ουκ οφείλει μεταλαβείν. Και εικότως ‧ η γαρ συγκατάθεσις εμόλυνε τον λογισμόν του ονειρασθέντος. Και πως μετά τούτου λογισμού προσελεύσεται τοις Αγίοις; Ει δε ουδέν τοιούτον προηγήσατο, του διαβόλου, φησίν, εστί πείρα, ίνα ούτως αποξένωται αυτόν της θείας κοινωνίας ‧ και δει αυτόν κοινωνείν. Ει γαρ ίδη ο Πονηρός ούτω κατορθούμενον το μη μετέχειν των αγιασμάτων, ου παύσεται επιβουλεύων τω ανθρώπω, οσάκις αν γνω αυτόν μεταλαβείν. PG 138, 897C -900Α.
Ματθαίος Βλαστάρης. Λόγιος ιερομόναχος και συγγραφέας. Μικρογραφία από χειρόγραφο του 15ου αι. (Αγιον Ορος, Μονή Βατοπεδίου)
4. Ματθαίος Βλάσταρης, Σύνταγμα κατά στοιχείον, Κ΄, κη΄, Πότε κοινωνεί ο ονειρασθείς...
- Το εν ακαθαρσία όντα τινά εγγίζειν τοις αγίοις , και εκ της Παλαιάς Διαθήκης φοβερόν διδασκόμεθα το κρίμα ‧ ει δε πλείον του ιερού ώδε, φοβερώτερον δηλονότι παιδεύσει ημάς ο Απόστολος, ειπών Ο εσθίων και πινών αναξίως κρίμα εσθίει και πίνει. Ακαθαρσίαν δε ωνόμασεν ο άγιος, ου την σπερματικήν έκκρισιν, ην ουκ αν τις, οίμαι, δια τέλους εκφεύξεται, ει μήπου δεινώς ηλίθιος είη, αλλά την πονηράν επιθυμίαν, (περί ης ο Κύριος έφησεν, Ο εμβλέψας γυναικί, και τα εξής), ης ηγουμένης, η τε κατά διάνοιαν αμαρτία δια συγκαταθέσεως τελείται, και η καθ’ ύπνους έπεται φαντασία, και η ρύσις του σπέρματος. PG 144,1380B-1831A
Σχόλια: Ο πρώτος Κανονολόγος μας λέγει πως ο Τιμόθεος Αλεξανδρείας ομιλεί περί της ροής του σπέρματος κατά τη διάρκεια που φανταζόμαστε κάποια γυναίκα στο όνειρό μας.Ο νους κατά τη διάρκεια του ύπνου συναίνεσε στον πονηρό αυτό λογισμό, στην πονηρή επιθυμία με απότοκο τη ρύση του σπέρματος. Σε αυτή την περίπτωση δεν πρέπει να κοινωνήσει αυτός που το έπαθε αυτό.Ο λόγος είναι ότι η συγκατάθεση μόλυνε τη διάνοια του ονειρασθέντος και έτσι δεν θα μπορέσει να προσέλθει με καθαρή τη διάνοια στη Θεία Μετάληψη.Εάν όμως τίποτε από όλα αυτά δεν προηγήθηκε αλλά το όλο γεγονός ανάγεται στον διάβολο ο οποίος το έκανε με σκοπό να αποξενώσει τον άνθρωπο από τη Θεία κοινωνία τότε δεν πρέπει να του γίνει το χατήρι και ο πιστός θα προσέλθει κανονικά να κοινωνήσει.Η θέση αυτή έχει να κάνει με την εμμονή του διαβόλου να κρατήσει κάποιον μακριά από τη Θεία κοινωνία και εφόσον δει ο διάβολος ότι ο πιστός απείχε από τη Θεία κοινωνία εξαιτίας της έκκρισης που του προκάλεσε ο ίδιος (διάβολος) τότε θα συνεχίσει να το προκαλεί πολλές φορές αυτό στον πιστό με στόχο την απομάκρυνση του από τα Τίμια Δώρα.Εις απάντηση αυτού του εφευρήματος του διαβόλου ο πιστός πρέπει να κοινωνεί διότι αν σταματήσει να το κάνει τότε όλο και περισσότερο θα τον πειράζει ο διάβολος αφού θα έχει δει ότι η μεθοδεία του έπιασε.
Ο δεύτερος Κανονολόγος μας λέει πως εάν ήταν σοβαρό αμάρτημα το να αγγίζει κάποιος ο όποιος τελεί εν ακαθαρσία το Άγιο Θυσιαστήριο πόσο πιο πολύ σοβαροτερο είναι το να αγγίζει τώρα κάποιος εν ακαθαρσία το Θυσιαστήριο της Κ.Δ και να συμμετάσχει Ο εσθίων και πινών αναξίως κρίμα εσθίει και πίνει. Και εδώ μας σημειώνει πως ακαθαρσία δεν ονόμασε ο Απόστολος την σπερματική έκκριση αλλά την πονηρή επιθυμία αλλά την πονηράν επιθυμίαν, (περί ης ο Κύριος έφησεν, Ο εμβλέψας γυναικί, και τα εξής).
Τη φυσική σπερματική έκκριση την απροαίρετη κανένας δεν μπορεί να την αποφύγει εκτός αν είναι ηλίθιος , ου την σπερματικήν έκκρισιν, ην ουκ αν τις, οίμαι, δια τέλους εκφεύξεται, ει μήπου δεινώς ηλίθιος είη.
5. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΖΩΝΑΡΑ.
- Λόγος προς τους την φυσικήν της γονής εκροήν μίασμα ηγουμένους… Πολλοί των ακριβέστερον τάχα μετιέναι δοκούντων την μοναχικήν πολιτείαν, και ρεπόντων οίον προς το πνευματικώτερον, ως μίασμά τι την φυσικήν της γονής νομίζουσι εκκροήν.Και ου μόνον ότε μετά τινος φαντασίας συμβή, αλλ’ οπινήκα και φαντασίας χωρίς και τοσούτον αυτοίς ο τούτο παθών μεμίανθαι νενόμισται, ως μη μόνον της των αγιασμάτων είργειν αυτόν μεταλήψεως, αλλ’ ήδη τινές και προσψαύειν αυτόν εικόνος θείας απείργουσι… Ο δε γε θεοφόρος Τιμόθεος προς τον ερωτήσαντα, ει ο ονειρασθεις οφείλει κοινωνήσαι, η ου, τοιαύτην απόκρισιν δέδωκεν ‧ Ει μεν υπόκειται επιθυμία γυναικός, ουκ οφείλει ‧ ει δε Σατανάς πειράζει αυτόν, ίνα δια της προφάσεως ταύτης αλλοτρίωται των θείων μυστηρίων, οφείλει κοινωνήσαι, επεί ου παύσεται ο επηρεάζων, κατ’ εκείνον τον καιρόν, ότε οφείλει κοινωνήσαι, επιτιθέμενος αυτώ… Τότε γαρ μόνον μεμολύσμεθα, ότε την ασεβεστάτην αμαρτίαν εργαζόμεθα.Όταν δε φυσική τις αβουλήτως έκκρισις γίνεται, τότε τη της φύσεως ανάγκη μετά των άλλων και τούτο υπομένομεν.….Ου τους λόγους και οι μεγάλοι Πατέρες και εις άκρον ελαληκότες της τε θύραθεν σοφίας, και της θείας και ημετέρας, οι της οικουμένης φωστήρές τε και διδάσκαλοι, υφ ων η καθ’ ημάς εστήρικται πίστις, ως όρους και αξιώματα ήγηνται… Όπερ, ως είρηται, της των Μανιχαίων αιρέσεως ‧ ης οι Βογόμιλοι συμμετέχωσιν ‧ οις και τι πλέον εισήκται και ασεβέστερον. Εν ταις καθ’ ύπνους φαντασίας αυτούς δαίμονας ληρούσιν ασελγαίνειν εις τα σώματα τα ανθρώπινα, ή ποιούντας εις τους την φαντασίαν υφισταμένους, ή πάσχοντας υπ’ αυτών. PG 119, 1012A – 1031B.
Σχόλια: Τα ίδια σχεδόν επαναλαμβάνει ο Κανονολόγος μας και εδώ, με τη μόνη διαφορά ότι ανάμεσα σε αυτά μας παραδίδει κάποια στοιχεία περί των Αιρέσεων.
Κάποιοι οι οποίοι θαύμαζαν τη μοναχική πολιτεία και είχαν κάποια ροπή προς τα πνευματικότερα θεωρούσαν ως μίασμα την εκροή του σπέρματος είτε αυτή προήλθε με φυσικό τρόπο η με εμπάθεια και φαντασία γυναικός. Και στις δυο περιπτώσεις καταδίκαζαν ως μίασμα τη ροή σπέρματος και ισχυρίζονταν ότι δεν έπρεπε καν να ακουμπά ο μιασμένος τις εικόνες.
Πιο κάτω μας αναφέρει τη σχετική απόκριση του Τιμοθέου όπου ο πειρασθείς υπό του Σατανά δεν πρέπει να μην κοινωνήσει επειδή ο τελευταίος δεν θα σταματήσει να τον πειράζει πότε τον πιστό όταν δει ότι η μέθοδός του πιάνει.
Επισημαίνει για μια ακόμη φορά ότι όταν εργαζόμεθα την αμαρτία τότε μολυνόμαστε. Τότε γαρ μόνον μεμολύσμεθα, ότε την ασεβεστάτην αμαρτίαν εργαζόμεθα. Όταν δε φυσική τις αβουλήτως έκκρισις γίνεται, τότε τη της φύσεως ανάγκη μετά των άλλων και τούτο υπομένομεν.
Επικαλείται και τους άλλους Πατέρες που προαναφέραμε οι οποίοι είναι της Οικουμένης διδάσκαλοι και κατείχαν και τη θύραθεν σοφία. Οι Μανιχαίοι οι γνωστοί αιρετικοί, αλλά και οι Βογόμιλοι που συμμετέχουν στην Αίρεση τους, έβλεπαν στον ύπνο τους ότι οι δαίμονες ασελγούσαν πάνω στα ανθρώπινα σώματα.
Όπως είδαμε μέσα από τις πηγές η έκκριση σπέρματος δεν είναι κάτι το κακό όταν το ίδιο το σώμα μας την προκαλεί χωρίς εμείς να έχουμε κάποια συμμετοχή σε αυτό. Από την άλλη, όλες οι φαντασίες μας που προέρχονται από τα όσα έχουμε δει την ημέρα, κυρίως γυναικείες μορφές που καθήλωσαν το βλέμμα μας, μας καθιστούν υποψήφιους στον ύπνο μας να δεχθούμε την ονείρωξη με απότοκο το να προκληθεί έκκριση σπέρματος με δική μας υπαιτιότητα.
Σε κάθε περίπτωση, η Εκκλησία μας προβλέπει και θεραπεύει αναλόγως. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει κάποιος να εκλάβει το άρθρο αυτό ως οδηγό του για το αν αύριο θα κοινωνήσει ή όχι. Το θέμα αυτό είναι παρά πολύ σοβαρό και πρέπει ο καθένας μας να απευθύνεται στον Πνευματικό του, γιατί αυτός είναι που γνωρίζει προσωπικά τις ιδιαιτερότητες μας και μπορεί να μας καθοδηγήσει με ευθύνη, γιατί ο κάθε άνθρωπος αποτελεί ξεχωριστό πρόσωπο.