Ο ρόλος του παιχνιδιού στη σωματική, πνευματική, ψυχική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, είναι τεράστιος. Κι αυτό γιατί με το παιχνίδι το παιδί:
Μαθαίνει νά ἐργάζεται, νά συνεργάζεται, νά συγκεντρώνει τήν προσοχή του, νά ἐπιμένει μέχρι νά ἐπιτύχει τό σκοπό του ἤ τό στόχο του, νά ἀγωνίζεται, νά συναγωνίζεται, ἀλλά καί νά ἀνταγωνίζεται, νά προσπαθεῖ, νά μάχεται καί νά μοχθεῖ, νά πειθαρχεῖ, νά εἶναι ὑπεύθυνο, ν’ ἀναγνωρίζει τά δικαιώματα τῶν συμπαιχτῶν του, νά συμμετέχει στίς ἀπό κοινοῦ δραστηριότητες, νά ἐπικοινωνεῖ, νά δημιουργεῖ φιλικές σχέσεις, ἀλληλοσεβασμό καί ἀμοιβαία ἐκτίμηση, νά συγκεντρώνει τήν προσοχή του, νά ξεκουράζεται, νά χαίρεται καί νά ψυχαγωγεῖται, νά εἶναι τίμιο καί δίκαιο.
Καλλιεργεῖ τή νοημοσύνη, τήν κρίση, τήν ἀντίληψη, τή μνήμη, τή φαντασία, τήν παρατηρητικότητα.
Ἀποκτᾶ ἐμπειρίες, ἡ κάθε ἐμπειρία ὅταν ἐπαναληφθεῖ καί ἐπιβεβαιωθεῖ, γίνεται γνώση, ἀπαραίτητη πιά στή ζωή ἀκόμη καί σέ κάθε του βῆμα!
Στήν ἀρχή, μάλιστα, μέ τό παίξιμο- μπουσούλισμα τά βρέφη δοκιμάζουν τό σῶμα καί τίς δυνάμεις τους.
Μέ τά ἀντικείμενα πού παίζουν ἀργότερα, πειραματίζονται στό νά δημιουργοῦν. Μέ τό παίξιμο τῶν ρόλων δέ, μιμοῦνται κι ἐπεξεργάζονται γεγονότα, πρόσωπα, καταστάσεις, τρόπους συμπεριφορᾶς.
Γίνεται πιό ἐπιδέξιο, ἐργατικό, κινητικό, δραστήριο, δημιουργικό.
Ἀσκεῖ καί ἀναπτύσσει καλύτερα καί σαφῶς πιό ἀποτελεσματικά τό σῶμα του καί ἐκφράζει τά συναισθήματα, ἀκόμη δέ καί τίς ἐνδόμυχες σκέψεις του.
Ἐκτονώνει τήν ἐνεργητικότητά του, πράγμα πολύ σημαντικό ἐπίσης. Κατά τούς ψυχολόγους ὁ περιορισμός τῆς ἐνεργητικότητας τοῦ παιδιοῦ, μπορεῖ νά τό μεταβάλλει σέ νευρικό καί ἐπιθετικό!
Μάλιστα, τό παιδί μέσα ἀπ’ τό παιχνίδι κατορθώνει νά ἐκπληρώνει τίς προσωπικές του ἐπιθυμίες, νά ἱκανοποιεῖ τίς ὁρμές του καί νά ἀντιμετωπίζει τίς τραυματικές ἤ ἄλλες δυσάρεστες ἐμπειρίες του.
Ἀναπτύσσει τήν ὁμιλία του, ἡ ὁποία γίνεται κυρίως κατά τήν ἐπαφή του μέ τά ἄλλα παιδιά, στήν προσπάθειά του νά ἐπικοινωνήσει, ἀλλά καί νά παίξει εὐχάριστα, νά διασκεδάσει, νά νικήσει.
Ἐκφράζεται, τέλος, ὡς προσωπικότητα, ἀφοῦ στό παιχνίδι ἀποκαλύπτει τόν χαρακτήρα του, ἀλλά καί τόν διαμορφώνει μέσα ἀπ’ αὐτό.
Μάλιστα ὅλοι οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες τῆς ἀγωγῆς ἀναφέρουν πώς τό παιχνίδι εἶναι τό ὀξυγόνο γιά τό παιδί, τό ξεκουράζει καί τό ψυχαγωγεῖ περισσότερο ἀπό τήν ἀπόλυτη ἀνάπαυση, ἐνισχύει τήν ὑγεία του καί τό καθιστᾶ εὔθυμο καί ζωηρό.
Ἐπιπλέον τονίζουν πώς «παιδιά πού δέν παίξανε ἀρκετά στή ζωή τους, πού δέν χόρτασαν ποτέ παιχνίδι, γίνονται ἐκεῖνοι οἱ θλιβεροί καί μόνιμοι θλιμένοι ἐνήλικοι, πού δυσκολεύονται νά δημιουργήσουν φίλους.
Ἡ προειδοποίηση στό σημεῖο αὐτό εἶναι «ΠΡΟΣΟΧΗ! Παιδιά πού δέν παίζουν ἀρκετά, γίνονται ἀντικοινωνικά ἄτομα».
Ἡ ἔλλειψη τοῦ παιχνιδιοῦ συγκαταλέγεται στά αἴτια πολλῶν συναισθηματικῶν διαταραχῶν καί εὐθύ νεται γιά τίς δυσκολίες προσαρμογῆς στό σχολικό περιβάλλον καί τίς μαθησιακές δυσχέρειες.
Ἀκόμη καί ἡ μείωση τῆς δραστηριότητας τοῦ παιδιοῦ μέσα ἀπ’ τό παιχνίδι σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς, μπορεῖ νά προκαλέσει διάφορες παθολογικές καταστάσεις στή συμπεριφορά του, ὅπως:
Ἐκνευρισμό, ἀδυναμία αὐτοσυγκέντρωσης, ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος γιά τή ζωή, κατάθλιψη, ἀρνητισμό, διαταραχές στό λόγο καί τήν ἀντίληψη, ἀδυναμία μάθησης, ἐπιθετικότητα, καταστροφικές τάσεις κ.λπ.
Τά παιδιά πού δέν παίζουν εἶναι κατά κανόνα μελαγχολικά, γκρινιάρικα, δύστροπα, ἀρνητικά, κουραστικά καί συχνά ἄρρωστα.
Σωστά, λοιπόν, εἶπαν πώς τό παιχνίδι γιά τό παιδί εἶναι «μεγάλο σχολεῖο», «ἄριστη τροφή», «τό καλύτερο φάρμακο».
Γιατί ἀσφαλῶς τό παιχνίδι, εἶναι τό κυριώτερο μέσο αὐτοαγωγῆς καί αὐτοδιδασκαλίας του.
( Ἀπό τό βιβλίο: «Πίσω ἀπ’ τή βιτρίνα», ἐκδόσεις «Φωτοδότες»).