Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Οικονομικός ολοκληρωτισμός. Μία θεολογική προσέγγιση

Αποτέλεσμα εικόνας για ἀθανάσιοσ ἀναστασίου
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου, Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
Ὁμιλία στήν ἡμερίδα μέ θέμα: «Κατάργηση μετρητῶν, τέλος τῆς ἐλευθερίας. Ὁδεύοντας πρός τόν ὁλοκληρωτισμό» Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Πειραιᾶς 24-6-2017

Εἰσαγωγικά

Στήν ἀποψινή μας εἰσήγηση θά ἑστιάσουμε ἐπιλεκτικά σέ κάποιες συγκεκριμένες πτυχές τοῦ ὅλου θέματος, οἱ ὁποῖες ἅπτονται τῆς θεολογικῆς πλευρᾶς του. Συγκεκριμένα θά ἀναφερθοῦμε:

1. Στό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καί στήν θεολογική διάσταση τῆς ἐλευθερίας του, πού πλήττεται βάναυσα ἀπό τόν ἠλεκτρονικό καί οἰκονομικό ὁλοκληρωτισμό πού τείνει νά ἐπιβληθεῖ.

2.  Στήν ἐσχατολογική διάσταση τοῦ θέματος: τήν σύγχρονη, δηλαδή, ἀποστασία∙ τό μυστήριο τῆς ἀνομίας καί πῶς ἐνεργεῖται στήν ἐποχή μας∙ τά προδρομικά σημεῖα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου.

3. Στήν ἀντιμετώπιση τῶν διάφορων συγχρόνων πρακτικῶν ζητημάτων πού καθημερινά ἀνακύπτουν.

4. Στήν μετάνοια καί τήν προσευχή ὡς τά πλέον δραστικά ἀντίδοτα-φάρμακα στήν ἀνομία καί τήν ἀποστασία καί ὡς τά μόνα ἀποτελεσματικά μέσα γιά τήν ἀποτροπή ὅλων τῶν ἐπερχόμενων δεινῶν.

1. Αὐτεξούσιο - ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου
Αποτέλεσμα εικόνας για «Κατάργηση μετρητῶν, τέλος τῆς ἐλευθερίας. Ὁδεύοντας πρός τόν ὁλοκληρωτισμό» Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Πειραιᾶς 24-6-2017
Ὁ Θε­ός ἔ­πλα­σε τόν ἄν­θρω­πο «κα­τ’ εἰ­κό­να καί κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σίν» Του, γι’ αὐ­τό καί τοῦ δώ­ρη­σε ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­γα­θά, πού μαζί μέ τήν λογική, τόν διακρίνει ἀπό τά ἄλογα ζῶα, τό ἀ­γα­θό τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, δηλαδή τό αὐτεξούσιο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης χαρακτηρίζει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου ὡς, κατά χάριν, ἰσόθεο τιμή στόν θεοειδή ἄνθρωπο[1].
Τό αὐ­τε­ξού­σιο τοῦ ἀν­θρώ­που καί ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­σή του στίς ἐ­πι­λο­γές καί τίς πρά­ξεις του τόν κα­θι­στᾶ κύ­ριο κρι­τή τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών του καί ὑ­πεύ­θυ­νο τῆς σω­τη­ρί­ας του. Τό­σο πο­λύ, μά­λι­στα, σέ­βε­ται ὁ Θε­ός τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, πού, ὅ­πως μᾶς ἀ­να­φέ­ρει τό πα­τε­ρι­κό λό­γιο, «ὁ ἄ­νευ σοῦ πλά­σας σε (Θε­ός) οὐ δύ­να­ται ἄ­νευ σοῦ σῶ­σαί σε»· δη­λα­δή ὁ Θε­ός, πού χω­ρίς τήν δι­κή σου συμ­με­το­χή σέ ἔ­πλα­σε, δέν μπο­ρεῖ, χω­ρίς τήν δι­κή σου συμ­με­το­χή, νά σέ σώ­σει. Τό αὐτεξούσιο, ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως δηλαδή, εἶναι πραγματικά μοναδική καί μεγαλειώδης δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα νά κάνει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα τίς ἐπιλογές του καί νά φθάνει ἀκόμη στό σημεῖο νά Τόν ὑβρίζει καί νά Τόν ἀρνεῖται.
Καί ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει γιά τό ἴδιο θέμα: «Ἀλλά γιατί δέν ἔχουμε στήν φύση μας τήν ἀναμαρτησία, ὥστε καί ὅταν ἀκόμη θέλουμε, νά μήν ὑπάρχει σέ μᾶς ἡ ἁμαρτία; Γιατί κι ἐσύ τούς δούλους σου δέν τούς θεωρεῖς φίλους, ὅταν τούς κρατᾶς δέσμιους, ἀλλά ὅταν τούς δεῖς ἑκούσια νά ἐκτελοῦν τά καθήκοντα σέ σένα. Καί στόν Θεό λοιπόν δέν ἀρέσει ὅ,τι γίνεται ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά αὐτό πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀρετή. Ἡ δέ ἀρετή ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἐλεύθερη βούληση καί ὄχι μέ τήν ἀναγκαιότητα. Ἡ ἐλεύθερη βούληση ἔχει ἐξαρτηθεῖ ἀπό τά “ἐφ’ ἡμῖν”. Τό “ἐφ’ ἡμῖν” ὅμως εἶναι τό αὐτεξούσιο»[2].
Κανείς, λοιπόν, δέν ἐπιτρέπεται νά ἐπιβάλει στόν ἄνθρωπο τήν θέλησή του ἤ νά τόν ἐξαναγκάσει σέ ὁποιαδήποτε ἐπιλογή, ἀφοῦ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν τό ἐπιτρέπει αὐτό στόν ἑαυτό Του. Μᾶς λέει καί πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «Αὐτόν πού ἔχει δημιουργηθεῖ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ καί στόν ὁποῖο ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό ἡ ἐξουσία νά εἶναι ἄρχοντας ὅλης τῆς γῆς καί ὅλων ὅσων ὑπάρχουν ἐπάνω στήν γῆ, ποιός μπορεῖ νά τόν ἀπεμπολήσει, πές, καί ποιός νά τόν ἐξαγοράσει; Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό, μᾶλλον δέ οὔτε αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γιατί τά χαρίσματα, καθώς λένε, εἶναι ἀμετάκλητα», «ἀμεταμέλητα γάρ, φησί, τά χαρίσματα».[3]
Ἐνῶ, λοιπόν, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν ἐπιβάλλει κάποιον ἐξαναγκασμό στόν ἄνθρωπο, σεβόμενος τήν ἐλευθερία, πού ὁ  Ἴδιος τοῦ δώρησε, τό συγκεντρωτικό ἠλεκτρονικό σύστημα ἐλέγχου -δαιμονικῆς ἐμπνεύσεως καί σχεδιασμοῦ- ἔρχεται νά «ὑπερβεῖ» ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν Θεό! Ἐπιχειρεῖ, λοιπόν -ἀφοῦ δέν μπορεῖ ἀναγκαστικά νά ἐπιβληθεῖ- νά ἐλέγξει, νά χειραγωγήσει καί νά κατευθύνει τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Κινεῖται, δηλαδή, ἀρνητικά πρός τόν Θεό, στούς ἀντίποδες τοῦ θελήματός Του.
Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δημιουργώντας ὁ Θεός αὐτεξούσιο τόν ἄνθρωπο στέρησε τήν δυνατότητα στόν πονηρό νά ἀσκεῖ βία ἐπάνω του. Μόνο μέ πειθώ ἤ δόλο μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ὁ διάβολος τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν κάνει κοινωνό τῆς ἀποστασίας του[4]. Σύμφωνα, ἄλλωστε, καί μέ τό πατερικό λόγιο, ὁ Διάβολος ἔχει δικαίωμα μόνο «νά πείθει καί νά πειράζει», ὄχι νά ἐξαναγκάζει καί νά ἐπιβάλει μέ τήν βία.
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ φαλκίδευση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ποδηγέτηση καί ἡ ἐπιχείρηση ἐξαναγκασμοῦ του εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου πού προσπαθεῖ μέ πονηρία καί δόλο, ἀλλά καί μέ ψυχολογική βία νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο δέσμιο ἑνός ἀνελεύθερου καί, ἐν τέλει, ἀντίθεου συστήματος.
Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ κάθε ἀπόφαση, ἐπιλογή καί ἐνέργειά του πού τόν χαρακτηρίζει. Μέ­σα, ὅμως, στόν σύγ­χρο­νο ἠ­λε­κτρο­νι­κό ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμό, πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται, ὁ ἀν­θρώ­πι­νος πα­ρά­γον­τας ἐκ­μη­δε­νί­ζε­ται, ὁ ἄν­θρω­πος χά­νει τήν ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α του, κα­θώς τό σύ­στη­μα ἀ­να­γνω­ρί­ζει μό­νον ἀ­ριθ­μούς καί στοι­χεῖ­α. Παύ­ου­με, δη­λα­δή, γιά τό σύστημα νά εἴ­μα­στε προ­σω­πι­κό­τη­τες μέ ἐ­λεύ­θε­ρη βού­λη­ση καί ἐπιλογές καί γι­νό­μα­στε ἀν­τι­κεί­με­να πλη­ρο­φο­ρι­ῶν καί συλ­λο­γῆς δε­δο­μέ­νων. Ὁ ἄνθρωπος καταντᾶ ἕνα ἐργαλεῖο στόν μηχανισμό τοῦ συστήματος, ἕνας ἀριθμός, μία ἁπλή μονάδα παραγωγῆς, χωρίς προσωπικότητα. Ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ἀπό τό σύστημα μο­νο­με­ρῶς, μό­νο ὡς πρός τήν ὑ­λι­κή του δι­ά­στα­ση, καί παραθεωρεῖται κά­θε πνευ­μα­τι­κό στοι­χεῖ­ο πού τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει. Στήν οὐ­σί­α, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἕ­νας ἰ­δι­ό­τυ­πος μο­νο­φυ­σι­τι­σμός, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος δέν ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ὡς ψυ­χο­σω­μα­τι­κή ἑ­νό­τη­τα, ὡς δι­φυ­ής ὀν­τό­τη­τα ψυ­χῆς καί σώ­μα­τος, ἀλ­λά ὑ­πο­τι­μᾶ­ται καί ὑ­πο­βαθ­μί­ζε­ται.
Αὐ­τό πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται εἶ­ναι νά συν­θλι­βεῖ ὁ ἄνθρωπος, νά συν­θλι­βεῖ καί νά ἐ­ξου­δε­τε­ρω­θεῖ ἡ ἀ­θά­να­τη ψυ­χή του. Αὐ­τό πού ἐ­πι­θυ­μοῦν οἱ ἐμπνευστές τοῦ συστήματος εἶ­ναι νά δη­μι­ουρ­γή­σουν με­ταλ­λαγ­μέ­νους ἀν­θρώ­πους, ἄ­ψυ­χους, ἀ­πνευ­μά­τι­στους καί ἀ­νερ­μά­τι­στους, χω­ρίς πνο­ή, χω­ρίς θέ­λη­ση, χωρίς σκοπό, χωρίς Χριστό καί ἐλπίδα, χωρίς Οὐράνια Πατρίδα. Νά δη­μι­ουρ­γή­σουν ἀν­θρώ­πους πού θά λει­τουρ­γοῦν ὡς μα­ρι­ο­νέ­τες, ὡς ἄ­ψυ­χες μο­νά­δες πα­ρα­γω­γῆς, ὡς οἰκονομικά ἀναλώσιμα μεγέθη.
Γι’ αὐτό καί τά ζητήματα τῆς οἰκονομίας εἶναι τά μόνα, πού προβάλλονται συνεχῶς καί μονομερῶς στά ΜΜΕ. Κατευθύνουν, ἔτσι, μεθοδευμένα καί καθοδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ μία καθαρά ὑλιστική ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς, ἀναβιβάζοντας τόν οἰκονομικό παράγοντα ὡς κυρίαρχο καί πρωτεῦον ζήτημα.

2. Ἡ ἐσχατολογική διάσταση τοῦ θέματος - Ἡ σύγχρονη ἀποστασία
Αποτέλεσμα εικόνας για Ἡ σύγχρονη ἀποστασία
Tό ἀντίθεο αὐτό σύστημα ἠλεκτρονικοῦ καί οἰκονομικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, πού οἰκοδομεῖται μέσῳ τοῦ ἠλεκτρονικοῦ φακελλώματος, τῶν ποικίλων ἠλεκτρονικῶν καρτῶν, τῶν ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων, τῶν ἠλεκτρονικῶν συναλλαγῶν, τοῦ πλαστικοῦ χρήματος, τῆς ἀχρήματης κοινωνίας καί τόσων ἄλλων μεθόδων, ἀποτελεῖ τμῆμα, ἀλλά καί φορέα τῆς σύγχρονης ἀποστασίας. Εἶναι σημεῖο τῆς ἀνομίας πού ἐνεργεῖται καί τῆς ἁμαρτίας, πού γνωρίζει μία ἀσυνήθιστα μεγάλη ἔξαρση καί ἔνταση στίς μέρες μας.
Τό ἱ­ε­ρό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως μᾶς προ­ει­δο­ποι­εῖ σα­φῶς γιά τό πνεῦ­μα ἀλ­λοί­ω­σης καί δι­ά­βρω­σης πού θά προ­η­γη­θεῖ τῆς ἐ­λεύ­σε­ως τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου καί πού θά λει­τουρ­γή­σει προ­δρο­μι­κά στήν κυ­ρι­αρ­χί­α του. Ὁ Ἀν­τί­χρι­στος, δη­λα­δή, δέν θά ἐμ­φα­νι­σθεῖ καί δέν θά ἑ­δραι­ώ­σει τήν παγ­κό­σμια κυ­ρι­αρ­χί­α του ἐν­τε­λῶς ξαφ­νι­κά ἀ­να­τρέ­πον­τας ἄρ­δην τήν πο­ρεί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Ἀν­τί­θε­τα, θά στη­ρι­χθεῖ σέ μί­α δι­α­μορ­φω­μέ­νη ἀ­πό πο­λύ νω­ρί­τε­ρα κα­τά­στα­ση, στήν ὁ­ποί­α θά ἔ­χουν ἐ­θι­σθεῖ οἱ ἄν­θρω­ποι. Κι αὐτό γιατί γιά πά­ρα πο­λύ με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα θά ἔχουν συνηθίσει νά ζοῦν καί νά δρα­στη­ρι­ο­ποι­οῦνται μέ βά­ση τίς πρα­κτι­κές ἑ­νός συγ­κε­κρι­μέ­νου ἀν­τί­θε­ου, ἀντίχριστου καί ἀντιευαγγελικοῦ τρό­που ζω­ῆς, πού θά φαν­τά­ζει πλέ­ον μο­νό­δρο­μος γιά τόν κα­θέ­να.
Πρόκειται γιά τό μυστήριο τῆς ἀνομίας, πού ἐνεργεῖται μέσα στήν ἱστορία μέ φορεῖς τούς ἑκάστοτε προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου. «Ἀν­τί­χρι­στοι πολ­λοί γε­γό­να­σι»[5], σύμφωνα μέ τό ἱερό Εὐ­αγ­γέ­λιο. «Ὁ ἀντίχριστος ἔχει τούς προδρόμους του», μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄπειροι: αὐτοί ἄρχισαν νά ἐμφανίζωνται ἀκόμη ἀπό τίς πρῶτες μέρες τοῦ Χριστιανισμοῦ, στό πρόσωπο τῶν διαφόρων εἰδῶν χριστοπολεμίων, χριστομισούντων καί χριστοδιωκτῶν (Α΄ Ἰω. 2,18) καί συνεχίζουν νά ὑπάρχουν σέ ὅλη τήν ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ. Καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός αὐτῶν τῶν ἀντιχρίστων προδρόμων; νά ἐκδιώξουν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, νά καταστρέψουν τό ἔργο Του, νά διαλύσουν τήν Ἐκκλησία Του, καί μέ αὐτό νά “ἀδυνατίσουν” ἤ νά καταστήσουν ἀδύνατη τήν διάθεση τῶν ἀνθρώπων γιά σωτηρία, μέ τήν βοήθεια τοῦ Μοναδικοῦ Σωτῆρα τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Πραγματικά, αὐτοί ἕνα ἐπιθυμοῦν καί γιά ἕνα ἐργάζονται: νά “ἐξαφανίσουν”, ἄν εἶναι δυνατόν, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό “ἀπό προσώπου τῆς γῆς”»[6].
Αὐτό εἶναι καί στίς μέρες μας τό ἔργο ὅλων τῶν ἀντίθεων δυνάμεων, τῶν προδρομικῶν τοῦ Ἀντιχρίστου, πού μέ τήν ἐκ­κο­σμί­κευ­ση καί τήν προ­σκόλ­λη­ση, τήν ἐ­ξάρ­τη­ση καί τήν ὑ­πο­δού­λω­ση τῶν πι­στῶν στήν ἄκρατη εὐ­δαι­μο­νί­α τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν καί τῆς πληθώρας τῶν τε­χνι­κῶν καί τε­χνο­λο­γι­κῶν ἀ­νέ­σε­ων, τούς ὁ­δη­γοῦν μα­κριά ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του, ἐ­ξαρ­τη­μέ­νους, ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀ­πό τό δαι­μο­νι­κό πνεῦ­μα τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου, τό πνεῦ­μα κα­τάρ­ρευ­σης καί σή­ψης πού ἐπικρατεῖ παντοῦ. Ἡ ἐ­ξά­πλω­ση τῶν αἱ­ρέ­σε­ων καί τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς, ἡ δι­α­βρω­τι­κή ἐ­πέ­κτα­ση τῆς πανθρησκείας, τοῦ συγκρητισμοῦ καί τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἐ­νι­σχύ­ουν τό πνεῦ­μα σύγ­χυ­σης καί πλά­νης, παραχωρώντας ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἔ­δα­φος στόν Δι­ά­βο­λο.
Ἡ κα­θο­λι­κή ἀ­πα­ξί­ω­ση τῶν πα­ρα­δό­σε­ων, ἡ ἐ­πι­χεί­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς καί ἐ­θνο­λο­γι­κῆς μας με­ταλ­λά­ξε­ως, ἡ ἐ­πι­βο­λή τῆς πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας καί τοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ, ἡ ἀ­πο­χρι­στι­α­νο­ποί­η­ση τοῦ κρά­τους καί τῆς κοι­νω­νί­ας μας, ἡ πρωτοφανής νο­μι­μο­ποί­η­ση τῶν ἠ­θι­κῶν πα­ρε­κτρο­πῶν, ἡ ὑποβάθμιση καί ἀλλοίωση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἡ σχεδιαζόμενη συνταγματική ἀναθεώρηση μέ σκοπό τόν ἐξοβελισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν κοινωνία καί τήν πατρίδα μας καί ἡ θέσπιση μιᾶς σειρᾶς ἄλλων ἀντίχριστων καί ἀντιευαγγελικῶν νόμων, εἶ­ναι ὅ­λα ὅ­σα ἔχουν ἐπιλεγεῖ, ὥ­στε νά ἀμ­βλυν­θοῦν οἱ συ­νει­δή­σεις καί νά καμ­φθοῦν οἱ πνευ­μα­τι­κές ἀν­τι­στά­σεις καί τά ἀν­τι­σώ­μα­τα τοῦ λα­οῦ μας.
Ὅπως παρατηρεῖ καί πάλι ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «ἡ ὁλόπλευρη ἐνέργεια τοῦ ἀντιχρίστου καί ὅλων τῶν προδρόμων του, στό ἀνθρώπινο γένος, ἔχει ἕνα σκοπό: νά διακηρύξει παντοῦ ὅτι ὅλοι οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ, ὅλοι οἱ νόμοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι κακοί καί ἐπικίνδυνοι, ὅτι εἶναι θανατηφόροι γιά τούς ἀνθρώπους, γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Γι’ αὐτό καί ὅλοι αὐτοί οἱ νόμοι, πρέπει νά ἀπορριφθοῦν καί νά ἀντικατασταθοῦν μέ ἄλλους νόμους, ἀντίθετου περιεχομένου καί ἀντίθετης σκέψεως! Ὁ Χριστός νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό τόν ἀντίχριστο καί ὅλοι Του οἱ κανόνες καί οἱ νόμοι, νά ἀντικατασταθοῦν ἀπό τούς κανόνες καί τούς νόμους τοῦ ἀντιχρίστου!»[7].
Καί συνεχίζει σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «Καί ἐνεργεῖ ἔτσι ἡ ἀνομία, μέ ἕνα καί μοναδικό σκοπό: νά παρεμποδίσει τήν σωτηρία, νά κάνει ἀδύνατη τήν σωτηρία σέ ὅσο τό δυνατό μεγαλύτερο ἀριθμό ἀνθρώπων, νά ἀπομακρύνει τούς «πλείστους τῶν ἀνθρώπων» ἀπό τόν Μοναδικό Σωτήρα τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Τό «τεράστιο μυστήριο τῆς ἀνομίας», δραστηριοποιεῖται καί ἀπεργάζεται τήν ἀνθρώπινη ἀπώλεια, διαμέσου ὄλων τῶν ἀνθρωπίνων κακιῶν καί ἀνομιῶν, διαμέσου ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτιῶν. «Ὡραιοποιεῖ» καί «μασκαρεύει» τήν κάθε ἁμαρτία, τό κάθε κακό, τήν περιβάλλει «μέ τό κατ’ ἐπίφασιν μυστήριο», γιά νά προκαλέσει τήν ὅσο γίνεται μεγαλύτερη περιέργεια τοῦ ἀνθρώπινου νοός καί νά ἐξασφαλίσει στήν συνέχεια τήν ἀπώλεια καί τήν καταστροφή»[8].
Σέ αὐτό στοχεύει καί ἡ σύγχρονη ἀν­τί­θε­η καί ἑ­ω­σφο­ρι­κή παγ­κό­σμια κο­σμο­κρα­το­ρί­α πού ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἀλ­λοι­ώ­σει καί νά ἐ­ξο­βε­λί­σει κά­θε τί χρι­στι­α­νι­κό καί ἀ­λη­θι­νό ἀ­πό τήν ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­πων, καθοδηγώντας τους σταδιακά καί μεθοδευμένα στήν πλήρη ἀποστασία καί στήν ἀπώλεια.
«Ἐ­ξέλ­θε­τε ἐξ αὐ­τῆς ὁ λα­ός μου, ἵ­να μή συγ­κοι­νω­νή­ση­τε ταῖς ἁ­μαρ­τί­αις αὐ­τῆς, καί ἵ­να ἐκ τῶν πλη­γῶν αὐ­τῆς μή λά­βη­τε»[9]. Ἠ φω­νή τοῦ Θε­οῦ μᾶς κα­λεῖ σέ ἀποφασιστική καί γενναία ἀν­τί­στα­ση. Μᾶς κα­λεῖ νά ἀρ­νη­θοῦ­με νά «συγ­κοι­νω­νή­σου­με» μέ τό δαι­μο­νι­κό πνεῦ­μα τῆς «νο­η­τῆς Βα­βυ­λῶ­νος», τῆς σύγ­χρο­νης, δη­λα­δή, ἀ­πο­στα­σί­ας.
Ὅσο ἡ ἄρνηση μας αὐτή, νά συσχηματισθοῦμε, δηλαδή, μέ τήν δαιμονική ἀνομία καί τήν ἀποστασία, εἶναι ἀποφασιστική καί ἔμπρακτη, τόσο ἀνατρέπεται τό σχέδιο τοῦ διαβόλου καί ἀπωθεῖται χρονικά ἡ ἐπικράτηση τοῦ πνεύματος τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀντίχριστος, ἄλλωστε, ὡς ἱστορικό πρόσωπο, θά ἔρθει ὅταν θά ἔχει ἐκλείψει ἡ πνευματική ἀντίσταση τῆς πλειονότητας τῶν πιστῶν∙ ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἐπιθυμοῦν καί θά εὔχονται τήν ἔλευσή του. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαν-τσιανίνωφ γιά τό πῶς οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀνομίας καί τῆς ἀποστασίας θά ἀποζητοῦν τόν Ἀντίχριστο:
«Ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀντιχρίστου θά τούς γίνη ἀναγκαιότητα, γιατί τά συναισθήματα θά συμπίπτουν. Θά διψοῦν γι’ αὐτόν, ὅπως διψοῦν σέ στιγμές βαθειᾶς θλίψης γιά ποτά, πού διαφορετικά τά θεωροῦν αὐτοκτονία. Θά τόν ἐπικαλοῦνται. Ἡ ἱκεσία σ’ αὐτόν, νά ἔλθη, θά ἀντηχῆ σέ κοινές συνάξεις. Θά ἐκφράζη ἐπίμονα τήν ἀξίωση νά ἔλθη ἐπί τέλους ἡ μεγαλοφυΐα τῶν μεγαλοφυϊῶν, πού θά μπορέση νά ἀνεβάση τήν τεχνική ἀνάπτυξη στήν ἀνώτατη δυνατή βαθμίδα της καί νά φέρη στή γῆ τέτοια εὐπραγία, ὥστε ὁ οὐρανός καί ὁ παράδεισος νά καταντήσουν πράγματα περιττά! Ὁ ἀντίχριστος θά εἶναι ἀπόλυτα εὐθυγραμμισμένος μέ τήν γενική ἠθική καί πνευματική κατεύθυνση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του»[10].

3. Σημεῖα τῶν καιρῶν μας: ἡ ἀπειλή οἰκονομικοῦ ἀποκλεισμοῦ
Αποτέλεσμα εικόνας για «Κατάργηση μετρητῶν, τέλος τῆς ἐλευθερίας. Ὁδεύοντας πρός τόν ὁλοκληρωτισμό» Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Πειραιᾶς 24-6-2017
Ὁ με­γά­λος ἅ­γιος τῶν ἡ­με­ρῶν μας, ὁ Ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος ὁ ἁ­γι­ο­ρεί­της εἶ­χε συν­δέ­σει, ὅπως εἶναι σέ ὅλους γνωστό, τόν σύγχρονο ἠ­λε­κτρο­νι­κό ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμό μέ τά ἔ­σχα­τα τῆς ἱ­στο­ρί­ας καί τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου. Ἔ­γρα­φε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί προ­φη­τι­κά σέ ἰ­δι­ό­χει­ρο ση­μεί­ω­μά του, ὥ­στε νά μήν ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται ἀ­πό κα­νέ­ναν ἡ ἀ­ξι­ο­πι­στί­α του: «...Πί­σω λοι­πόν ἀ­πό τό τέ­λει­ο σύ­στη­μα "κάρ­τας ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σε­ως" ἀ­σφά­λειας κομ­πι­οῦ­τερ, κρύ­βε­ται ἡ παγ­κό­σμια δι­κτα­το­ρί­α, ἡ σκλα­βιά τοῦ ἀν­τί­χρι­στου... Με­τά λοι­πόν ἀ­πό τήν κάρ­τα, καί τήν ταυ­τό­τη­τα, "τό φα­κέ­λω­μα" γιά νά προ­χω­ρή­σουν πο­νη­ρά στό σφρά­γι­σμα, θά λέ­νε συ­νέ­χεια στήν τη­λε­ό­ρα­ση, ὅ­τι πῆ­ρε κά­ποι­ος τήν κάρ­τα τοῦ δεῖ­να, καί τοῦ σή­κω­σε τά χρή­μα­τα ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά θά δι­α­φη­μί­ζουν τό "τέ­λει­ο σύ­στη­μα" τό σφρά­γι­σμα στό χέ­ρι ἤ στό μέ­τω­πο μέ ἀ­κτῖ­νες λέ­ϊζερ, πού δέν θά δι­α­κρί­νε­ται ἐ­ξω­τε­ρι­κά, μέ τό 666 τό ὄ­νο­μα τοῦ ἀν­τί­χρι­στου»[11].
Ὁ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κός καί ἐ­σχα­το­λο­γι­κός αὐ­τός χα­ρα­κτή­ρας τῶν ἡ­με­ρῶν μας ἐ­νι­σχύ­ε­ται καί ἀ­πό κά­ποι­α κυ­ρί­αρ­χα δε­δο­μέ­να καί κα­τα­στά­σεις πού γιά πρώ­τη φο­ρά ἐκ­δη­λώ­νον­ται, καί μά­λι­στα σέ τό­σο ἔν­το­νη μορ­φή, μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α καί τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν εὐ­θεί­α ἀ­να­φο­ρά στά γε­γο­νό­τα τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως.
Τά ση­μεῖ­α αὐτά εἶ­ναι α) ἡ ὁ­λο­έ­να αὐ­ξα­νό­με­νη χρή­ση τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ 666, τοῦ δυ­σώ­νυ­μου ἀ­ριθ­μοῦ τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου, στά ἠ­λε­κτρο­νι­κά συ­στή­μα­τα ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σε­ως καί στήν δι­ε­θνή δι­α­κί­νη­ση προ­ϊ­όν­των, πλη­ρο­φο­ρι­ῶν, δε­δο­μέ­νων καί ὑ­πη­ρε­σι­ῶν, κά­τι πού γιά πρώ­τη φο­ρά γί­νε­ται τό­σο συ­στη­μα­τι­κά μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α· β) ἡ στο­χευ­μέ­νη δη­μι­ουρ­γί­α καί αὐ­ξα­νό­με­νη ἐ­νί­σχυ­ση καί ἑ­δραί­ω­ση ἑ­νός παγ­κό­σμιου συγ­κεν­τρω­τι­κοῦ συ­στή­μα­τος ἐ­ξου­σί­ας· καί γ) ὁ ἐ­πα­πει­λού­με­νος οἰ­κο­νο­μι­κός ἀ­πο­κλει­σμός ὅ­σων ἀρ­νοῦν­ται νά προ­σχω­ρή­σουν στό σύ­στη­μα αὐ­τό.
Δέν θά πρέπει νά περνᾶ ἀπαρατήρητο ὅ­τι στό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἤ ὄ­χι οἰ­κο­νο­μι­κῶν συ­ναλ­λα­γῶν, «ἵ­να μή τις δύ­νη­ται ἀ­γο­ρά­σαι ἢ πω­λῆ­σαι...»[12], συν­δέ­ε­ται ἄ­με­σα καί ἀ­πο­κλει­στι­κά μέ τήν προ­σκύ­νη­ση τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου καί τήν ἄρ­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Δέν εἶ­ναι κα­θό­λου τυ­χαῖ­ο, λοι­πόν, ὅ­τι ὁ Χρι­στός μας συ­ναρ­τᾶ τήν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως πρός Αὐ­τόν μέ τό θέ­μα τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς καί βι­ο­λο­γι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ως καί ἐπιβιώσεως τοῦ πι­στοῦ.
Στίς με­θό­δους καί τίς πρα­κτι­κές συ­νή­θει­ες τῆς ἀ­χρή­μα­της κοι­νω­νί­ας θά πρέ­πει νά ἀντισταθοῦμε, στό μέτρο πού ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἔχει τήν δυνατότητα. Νά ἀ­πο­φεύ­γου­με, ὅσο μποροῦμε περισσότερο, καί νά εἴμαστε ἐπιφυλακτικοί καί φειδωλοί στήν χρή­ση τῶν ποι­κί­λων ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν καρ­τῶν καί τῶν ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν συ­ναλ­λα­γῶν καί νά τίς χρησιμοποιοῦμε μόνο ὅταν εἶναι ἀπόλυτα ἀπαραίτητες γιά τήν ἐπιβίωσή μας καί ὄχι γιά τήν ἄνεση, τήν πολυτέλεια καί τήν διευκόλυνσή μας. Αὐτό, βεβαίως, ἀπαιτεῖ θυσίες σέ μιά περίοδο μάλιστα πολύ σκληρή καί ἐπώδυνη οἰκονομικά γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους. Ἄν ὑποβληθοῦμε σέ αὐτές τίς θυσίες, ὁ καθένας μας ἀναλόγως μέ τίς ἀντοχές του, τότε εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτές δέν θά εἶναι μάταιες (εἴτε σχετίζονται μέ ταλαιπωρίες ἐξυπηρετήσεως, εἴτε μέ οἰκονομικές ἐπιβαρύνσεις), ἀλλά ὅτι ὁ Κύριός μας θά τίς ἀναγνωρίσει ὡς ὁμολογία καί θά μᾶς ἀνταμείψει ἀναλόγως.
Ἡ ἐκτεταμένη χρήση τοῦ πλαστικοῦ χρήματος καί ἡ καθολική ἐπιβολή του εἶναι τό προγεφύρωμα γιά νά μᾶς ὁδηγήσουν καί στήν ἠλεκτρονική κάρτα γιά ὅλες τίς χρήσεις, εἴτε αὐτή λέγεται ἠλεκτρονική ταυτότητα εἴτε κάρτα τοῦ πολίτη ἤ ὅπως ἀλλιῶς. Πρόκειται γιά τήν λεγόμενη κάρτα «ὅλα σέ ἕνα», μία κάρτα, δηλαδή πού θά χρησιμοποιεῖται παντοῦ, στίς ἀγοροπωλησίες, στήν ὑγεία, στήν ἐφορεία, πού θά εἶναι ἡ ταυτότητά μας, τό διαβατήριό μας, πού ὁ ἀριθμός της θά συγχωνεύσει καί θά ἀντικαταστήσει ὅλους τούς ἀτομικούς ἀριθμούς πού διαθέτουμε σέ κάθε ὑπηρεσία, τόν ἀριθμό ταυτότητος, τόν ΑΦΜ, τόν ΑΜΚΑ, τόν ἀριθμό δημοτολογίου κ.λπ. Αὐτή ἡ ἠλεκτρονική κάρτα γιά ὅλες τίς χρήσεις, ἡ κάρτα «ὅλα σέ ἕνα», εἴτε θά ἐμπεριέχει τόν ἀριθμό 666 εἶτε ὄχι, ἄν καί πανθομολογεῖται ὅτι θά τόν περιέχει, θά πρέπει νά ἀποτελεῖ γιά μᾶς τήν κόκκινη γραμμή. Σέ αὐτή τήν κάρτα θά πρέπει νά ἀντιδράσουμε σθεναρά καί ἀνυποχώρητα καί νά ἀρνηθοῦμε τήν παραλαβή της.
Ἡ ἄρ­νη­σή μας, ὅμως, αὐ­τή δέν πρέπει νά ἔ­χει τόν χα­ρα­κτή­ρα πα­θη­τι­κῆς ἀ­πο­δο­χῆς τε­τε­λε­σμέ­νων γε­γο­νό­των. Ἀν­τί­θε­τα θά πρέ­πει νά λά­βει τήν μορ­φή ἐ­νερ­γη­τι­κῆς καί μα­χη­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ο­ποι­ή­σε­ως, μέσῳ τῆς ἐνημερώσεως καί τῶν ποικίλων παρεμβάσεων, ὅπου ἀπαιτεῖται.
Θά πρέ­πει νά ἀν­τι­λη­φθοῦ­με καί νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­τι οἱ σχε­δια­σμοί τῆς Νέ­ας Τά­ξης Πραγ­μά­των ἀ­να­τρέ­πον­ται μέ μα­ζι­κή, δυ­να­μι­κή, συν­το­νι­σμέ­νη καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κή ἀν­τί­στα­ση. Ἀ­να­τρέ­πον­ται μέ ἀ­φύ­πνι­ση καί ἐ­γρή­γορ­ση, μέ ὁ­μο­λο­για­κό καί μαρ­τυ­ρι­κό φρό­νη­μα. Ἀ­να­τρέ­πον­ται μέ ἀ­γώ­να, μέ κό­πους, μέ θυ­σί­ες, μέ στε­ρή­σεις, μέ ἀν­τί­δρα­ση καί μέ ἀν­τί­στα­ση. Καί κυ­ρί­ως ἀ­να­τρέ­πον­ται μέ ἔν­το­νη καί ἔμ­πο­νη προ­σευ­χή, εἰ­λι­κρι­νή καί καρ­δια­κή ὑπαρξιακή με­τά­νοι­α.

4. Ἡ μεγαλύτερη ἀντίδραση: ἡ μετάνοια καί ἡ προσευχή
Αποτέλεσμα εικόνας για μετάνοια καί ἡ προσευχή
Αὐτό πού εἶναι τό πλέον ἐπιτακτικό καί ἀπαραίτητο γιά τήν ἀντιμετώπιση αὐ­τῆς τῆς τό­σο τρα­γι­κῆς καί ὀ­δυ­νη­ρῆς καταστάσεως καί γιά τήν ἀποτροπή καί τήν χρονική ἀπώθηση ὅλων τῶν ἐπερχόμενων δεινῶν εἶ­ναι ὁ ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμός καί ἡ ἀ­νά­νη­ψή μας∙ εἶναι ἡ ὑ­παρ­ξια­κή με­τά­νοι­ά μας, ὥ­στε νά ἑλ­κύ­σου­με τήν χά­ρη καί τό ἔλεος τοῦ Θε­οῦ.
Μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφή τοῦ νοός μας ἀπό τήν ἀπιστία, ἀπό τήν ἀποστασία καί ἀπό τήν αἰχμαλωσία μας στήν ἁμαρτία, στήν εἰς Χριστόν πίστη καί στήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐπιταγῶν. Εἶναι ἡ εἰλικρινής ἔνδακρυς, διηνεκής καρδιακή συντριβή γιά τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ γονυπετής καθ’ ἡμέραν ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους.
Ἡ αὐθεντική καί εὐάρεστη στόν Θεό μετάνοια, ὅπως τοῦ τελώνου, τῆς πόρνης τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ ληστοῦ, τοῦ Μωϋσέως τοῦ Αἰθίοπος καί τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική ἀλλαγή βίου, ἡ ἀπάρνηση τῶν ἐπιγείων ἡδονῶν καί ἡ στροφή πρός τά οὐράνια καί ἀεί διαμένοντα. Ἡ ἔπαρση, ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ ἀλαζονεία ἐμποδίζουν τήν σωστική δύναμη τῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι καί δωρεά –χάρισμα τοῦ Θεοῦ- στήν ταπεινή, καλοπροαίρετη καί ἐλεήμονα ψυχή. Ἄς ἐπιζητοῦμε συνεχῶς καί μέ πόθο αὐτή τήν μεγίστη δωρεά καί ἄς παρακαλοῦμε θερμά καί ἱκετευτικά τόν Πανάγαθο Θεό μας νά μᾶς τήν δωρήσει.
Ἡ ἀποστασία μας καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό εἶναι ἡ αἰτία καί τῶν παρόντων καί τῶν ἐπερχόμενων δεινῶν. Εἶναι ἀπόλυτη καί ἄμεση ἀνάγκη νά ἀναλογιστοῦμε καί νά ἀναγνωρίσουμε ταπεινά ὁ καθένας μας τά λάθη μας καί τήν ἁμαρτωλότητά μας.
Ἔλεγε πολύ χαρακτηριστικά ὁ μακαριστός Γέροντας Μωϋσῆς Ἁγιορείτης: «Πῶς θά μετανοήσει κανείς; Πῶς θ’ ἀρχίσει; Χρειάζεται νά ξαποστάσει κατ’ ἀρχάς, νά ξελαχανιάσει ἀπό τό καθημερινό τρεχαλητό, τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς, νά στραφεῖ πρός τά μέσα του, νά κινηθεῖ ἀπό τή συνεχῆ ἑτεροπαρατήρηση στήν αὐτοπαρατήρηση, ἀπό τό κουτσομπολιό τῶν πάντων στή συνομιλία μέ τόν ἄγνωστο ἑαυτό του. Νά σκύψει λίγο μέσα του, νά σκάψει ἐντός του, νά δεῖ τίς δυνάμεις, τίς δυνατότητες, τά ὅρια, τίς ἀντοχές, τά δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἐπιείκεια καί κατανόηση τῶν ἄλλων. Νά βροῦμε τά ποσοστά τῆς προσωπικῆς μας εὐθύνης. Νά μή τά ρίχνουμε εὔκολα καί γρήγορα πάντα μόνο στούς ἄλλους. Ἁπλά καί εἰλικρινά, τίμια καί δίκαια πρέπει καί ἀξίζει νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἐαυτός μας, πού συνηθίζει νά ξεγλυστράει σάν χέλι, νά παραδεχθεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του. Νά θελήσει γενναία, ἡρωικά καί παλληκαρίσια ν’ ἀναχωρήσει ἀνεπίστροφα ἀπό τήν ἁμαρτία. Νά μήν ἐπωάζει πιά μνῆμες καί φιλεπίστροφους λογισμούς στά πρότερα, τ’ ἄχαρα, τ’ ἁμαρτωλά, τ’ ἀνέντιμα τῆς προηγούμενης ζωῆς»[13]. Ἄς βάλουμε, λοιπόν, ἀρχή μετανοίας καί ἀρχή ἱκετευτικῆς προσευχῆς.
Ἡ ἀποφασιστική καί ἔμπρακτη μετάνοια μας, λοιπόν, εἶναι αὐτή πού μπορεῖ νά ἀποτρέψει καί νά ἀπωθήσει χρονικά καί τά παρόντα καί τά ἐπερχόμενα δεινά. Αὐτό μᾶς τό βεβαιώνει ἡ βιβλική καί ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, πού μᾶς παραδίδει τόσες καί τόσες περιπτώσεις πού ἡ δικαιολογημένη ὀργή τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μέ τήν ἀποστασία μας προκαλοῦμε, κάμφθηκε μπροστά στήν εἰλικρινή, ἔμπρακτη καί ἔμπονη μετάνοια καί προσευχή.
Κλασικό παράδειγμα καί ὑπόδειγμα γιά ὅλους μας, ἡ ἰσχυρή καί ἀποφασιστική μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν, πού ἔκανε τόν ἴδιο τόν Θεό νά «μετανοήσει» καί νά δείξει τό ἔλεός Του καί τήν φιλανθρωπία Του ἀποτρέποντας τά δεινά πού εἶχαν καθορισθεῖ καί προαναγγελθεῖ γιά τούς Νινευΐτες. «Ἴδωμεν τόν Θεόν διά φιλανθρωπίαν ψευδόμενον...», ἀναφωνεῖ μέ θαυμασμό καί ἔκπληξη ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Μετενόησαν Νινευΐται καί μετενόησεν ὁ Θεός. Ἔσχισεν ἡ μετάνοια τῆς ἀπωλείας τό πρόσταγμα... Ὤ πάντα δυναμένης μετανοίας! Ἐπί γῆς τελεῖται καί τά ἐν οὐρανοῖς ἀναστρέφει»[14].
Κάτι ἀνάλογο συνέβη καί στήν περίπτωση τοῦ Ἀχαάβ, τήν μετάνοια τοῦ ὁποίου μᾶς προβάλλει σέ μιά γλαφυρή ὁμιλία του ὁ Ἄγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Ὁ Ἀχαάβ, ὁ βασιλιάς τῆς Σαμάρειας, ὑπῆρξε ὑπερβολικά παράνομος, εἰδωλολάτρης, προφητοκτόνος, ἀσεβής καί ἄδικος. Ὅταν ὅμως μέ τή βασίλισσα Ἰεζάβελ σκότωσε τόν Ναβουθαί καί ἦρθε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τόν ἀπείλησε, ἀμέσως ἔδειξε μετάνοια. Ξέσκισε τή βασιλική ἐνδυμασία καί φόρεσε τόν πένθιμο σάκκο. Τί εἶπε τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεός στόν Ἠλία; “Βλέπεις τή μετάνοια τοῦ Ἀχαάβ; Δέν θά τόν τιμωρήσω!” (πρβλ. Γ' Βασ. 20:29). Συγχωρεῖ ὁ φιλάνθρωπος Θεός τόν Ἀχαάβ, μολονότι ἔμελλε ἐκεῖνος νά συνεχίσει τίς ἁμαρτίες του. Ὁ Κύριος, βέβαια, δέν ἀγνοοῦσε τό μέλλον του, ἀλλά τώρα, στόν καιρό τῆς μετάνοιας, τοῦ χαρίζει τήν ἀνάλογη συγχώρηση. Εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ δίκαιου δικαστῆ νά ἀνταποκρίνεται κατάλληλα σέ κάθε περίσταση πού παρουσιάζεται»[15].
Καί συνεχίζει ὁ Ἅγιος Κύριλλος:   «Ὑπερβολικά ἁμαρτωλόςὑπῆρξε καί ὁ Μανασσῆς. Πρόσταξε καί πριόνισαν τόν [προφήτη] Ἠσαΐα. Μολύνθηκε μέ τήν εἰδωλολατρία. Πλημμύρισε τήνἹερουσαλήμ μέ αἵματα ἀθώων. Ὅταν ὅμως ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτοςστή Βαβυλώνα καί δοκίμασε τήν τιμωρία, ἔσπευσε νά θεραπευθεῖ μέτή μετάνοια. Λέει ἡ Γραφή: «Ταπεινώθηκε βαθιά ὁ Μανασσῆςἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων του καί ζήτησε τό ἔλεός Του. ὉΚύριος ἄκουσε τή θερμή του προσευχή, τόν ἐπανέφερε στήνἹερουσαλήμ καί τοῦ ξαναχάρισε τό θρόνο του» (Β' Παραλ. 33:12-13). Ἄν σώθηκε μέ τή μετάνοια αὐτός πού πριόνισε τόν προφήτη,ἐσύ, πού ἀσφαλῶς δέν ἁμάρτησες τόσο φρικτά, δέν θά σωθεῖς;Πρόσεξε, νά μήν ἀμφιβάλλεις γιά τή δύναμη τῆς μετάνοιας»[16].
Ἄς ἐπιδείξουμε καί ἐμεῖς αὐτή τήν ἔμπρακτη, ὁλόκαρδη, σωστική καί ἀνατρεπτική μετάνοια, γιά νά μήν ἰσχύσει καί γιά μᾶς ἡ διαπίστωση τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, πού μᾶς λέγει: «Ἄν τώρα παραβάλουμε τή μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν μέ τή δική μας, αὐτή μοιάζει μέ ὄνειρο καί σκιά, πού φεύγει καί χάνεται γρήγορα. Ποιός ἀπό μᾶς προσευχήθηκε ἔτσι; Ποιός παρακάλεσε μέ τέτοιο τρόπο; Ποιός ταπεινώθηκε τόσο ἀφάνταστα ἐνώπιόν του Θεοῦ; Ποιός ἔβγαλε ἀπό πάνω του τίς φανερές καί κρυφές του πράξεις; Ποιός, στό ἄκουσμα μιᾶς ἁπλῆς φωνῆς, μετανόησε τόσο πολύ γιά τίς ἁμαρτίες του, ποῦ ἔνιωσε τήν καρδιά του νά ραγίζει ἀπό τήν πολλή συντριβή; Ποιός ἄκουσε ἕνα λόγο καί θόλωσε ὁ νοῦς του; Ποιός ἄκουσε μίαν ἀπειλή καί στερέωσε μέσα του τή μνήμη τοῦ θανάτου; Ποιός ἀντικρυσε μέ τή μετάνοια μπροστά του τόν φιλάνθρωπο Θεό;»[17].
Θά πρέπει νά δώσουμε μεγάλη βαρύτητα στό ζήτημα τῆς μετανοίας, καθώς ἡ μεγάλη ἀπειλή τοῦ Χριστοῦ γιά μιά Ἐκκλησία, γιά ἕνα λαό, γιά ἕνα ἔθνος, πού μένει ἀμετανόητο, εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη τῆς Χάριτός Του καί ἡ παράδοση στήν αἵρεση ἤ ὁ ξερριζωμός καί ἡ μετατόπιση τοῦ πληθυσμοῦ, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τό Ἱερό Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως.
Στό δεύτερο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, γράφει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ:
«Καὶ τῷ ἀγγέλῳ (=τῷ Ἐπισκόπῳ) τῆς ἐν Ἐφέσῳ Ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ κρατῶν τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας, ὁ περιπατῶν ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν τῶν χρυσῶν· οἶδα σου τὰ ἔργα καὶ τὸν κόπον σου καὶ τὴν ὑπομονήν... Ἀλλά ἔχω κατά σοῦ, ὅτι τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκας· μνημόνευε, οὖν, πόθεν πέπτωκας, καὶ μετανόησον καὶ τὰ πρῶτα ἔργα ποίησον· εἰ δέ μὴ ἔρχομαί σοι ταχὺ καὶ κινήσω τὴν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐάν μὴ μετανοήσῃς»[18].
Προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας,
ἔτι καί ἔτι κλίναντες τά γόνατα καί τίς καρδιές μας κατενώπιον τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, ἄς ἱκετεύσουμε μέ κραταιά ἐλπίδα καί ἀταλάντευτη ἐμ­πι­στο­σύ­νη τόν γλυ­κύ­τα­το Κύ­ριό μας καί Σω­τή­ρα μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό: «Μακρόθυμε καί ἀνεξίκακε Κύριε, Σοῦ δεόμεθα καὶ Σὲ ἱκετεύομεν, μὴ κινήσῃς τὴν λυχνίαν Σου ἐκ τοῦ μαρτυρικοῦ τόπου τῆς πατρίδος ἡμῶν. Ἐνίσχυσον τὸν χριστώνυμον λαόν Σου φυλάττειν καὶ ὑπηρετεῖν τὴν ἁγίαν ἡμῶν πίστιν εἰς τὴν Ἀΐδιον καὶ Ζωοποιὸν Τριάδα, δυνάμει τοῦ Ζωοποιοῦ Σου Σταυροῦ, καὶ ἱκεσίαις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς ἀκαταμαχήτου ἡμῶν προστασίας καὶ ἐλπίδος».

Ἀδελφοί,
Σχετική εικόνα
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός δέν θά νικήσει μόνον στό τέλος τοῦ κόσμου θριαμβευτικά, ἔνδοξα, ὁριστικά καί αἰώνια. Νικᾶ καί σήμερα καί κάθε μέρα και παντοτεινά τό κακό, ἐφ΄ ὅσον μιά πύρινη καί ἐκ ταπεινῆς καρδίας προσευχή ἀνεβαίνει στό θρόνο τοῦ Ὑψίστου.
Παραμένοντας ἐν μετανοίᾳ, εἴμαστε μόνιμα μέ τόν Αἰώνιο Νικητή, τόν Χριστό μας. Δοξασμένο τό Ἅγιο Ὄνομά Του.

…………………………………………………………………………….
[1] Βλ. σχ. Ἁγίου Γρη­γο­ρίου Νύσ­σης, Εἰς τοὺς κοι­μη­θέν­τας, G.N.O. IX.1, σ. 54.1-10, ΕΠΕ 10, Πατερικές ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1990, σελ. 182-183: «Ἐ­πει­δὴ γὰρ θε­ο­ει­δὴς ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­γέ­νε­το καὶ μα­κά­ριος τῷ αὐ­τε­ξου­σί­ῳ τε­τι­μη­μέ­νος (τὸ γὰρ αὐ­το­κρα­τές τε καὶ ἀ­δέ­σπο­τον ἴ­διόν ἐ­στι τῆς θεί­ας μα­κα­ρι­ό­τη­τος)…εἰ γὰρ ἑ­κου­σί­ως τὴν ἀν­θρω­πί­νην φύ­σιν κα­τὰ τὴν αὐ­τε­ξού­σιον κί­νη­σιν ἐ­πί τι τῶν οὐ δε­όν­των ὁρ­μή­σα­σαν βια­ίως τε καὶ κα­τη­ναγ­κα­σμέ­νως τῶν ἀ­ρε­σάν­των ἀ­πέ­στη­σεν, ἀ­φαί­ρε­σις ἂν ἦν τοῦ προ­έ­χον­τος ἀ­γα­θοῦ τὸ γι­νό­με­νον καὶ τῆς ἰ­σο­θέ­ου τι­μῆς ἀ­πο­στέ­ρη­σις (ἰ­σό­θε­ον γὰρ ἔ­στι τὸ αὐ­τε­ξού­σιον)­». Δηλαδή: Ἐπειδή δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τόν Θεό καί μακάριος, τιμημένος μέ τό αὐτεξούσιο (γιατί ἡ αὐτεξουσιότητα καί ἡ ἐλευθερία εἶναι ἰδιότητες τῆς θείας μακαριότητας)... Ἄν δηλαδή ἀποσποῦσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν βία καί τόν καταναγκασμό ἀπό ὅ,τι τῆς ἄρεσε, ὅταν εἶχε ὁρμήσει σύμφωνα μέ τήν αὐτεξούσια κίνησή της σέ πράγματα ἀνεπίτρεπτα, τό γεγονός θά ἦταν ἀφαίρεση τοῦ ἐξαίρετου ἀγαθοῦ καί ἀποστέρηση τῆς ἰσόθεης τιμῆς (γιατί τό αὐτεξούσιο εἶναι ἰσόθεο).
[2] Μεγάλου Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, ΕΠΕ 7, Πατερικές ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1973, σελ. 110, PG 31, 345Β: «Ἀλλά διά τί οὐκ ἐν τῇ κατασκευῇ τό ἀναμάρτητον ἔσχομεν, φησίν, ὥστε μηδέ βουλομένοις ἡμῖν ὑπάρχειν τό ἁμαρτάνειν; Ὅτι καί σύ τούς οἰκέτας, οὐχ ὅταν δεσμίους ἔχῃς, εὔνους ὑπολαμβάνεις, ἀλλ΄ ὅταν ἑκουσίως ἴδῃς ἀποπληροῦντάς σοι τά καθήκοντα. Καί Θεῷ τοίνυν οὐ τό ἠναγκασμένον φίλον ἀλλά τό ἐξ ἀρετῆς κατορθούμενον. Ἀρετή δέ ἐκ προαιρέσεως καί οὐκ ἐξ ἀνάγκης γίνεται. Προαίρεσις δέ τῶν ἐφ΄ ἡμῖν ἤρτηται. Τό δέ ἐφ΄ ἡμῖν ἐστι τό αὐτεξούσιον». Μέ τόν ὅρο «τά ἐφ΄ ἡμῖν» σημαίνονται τά πράγματα πού ἐξαρτῶνται ἀπό τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ὁρολογία εἶναι τῆς στωϊκῆς φιλοσοφίας.
[3] Γρηγορίου Νύσσης, Είς Ἐκκλησιαστήν 4, PG 44, 665ΑΒ: Τόν καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ ὄντα καί πάσης ἄρχοντα τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἐπί τῆς γῆς τήν ἐξουσίαν παρά Θεοῦ κληρωσάμενον τίς ὁ ἀπεμπολών, εἰπέ, τίς ὁ ὠνούμενος; Μόνου Θεοῦ τό δυνηθῆναι τοῦτο, μᾶλλον δέ οὐδέ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀμεταμέλητα γάρ, φησί, τά χαρίσματα.
[4] Βλ. Κεφάλαια φυσικά κ.λπ. 44, PG 150, 1152 D.
[5] Α΄ Ἰ­ω. 2, 18
[6] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἑρμηνεία τῆς Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀπ. Παύλου, ἐκδ. Παμμακεδονικῆς Ἕνωσης Μακεδονικοῦ ἀγώνα Ἑλλάδας-Αὐστραλίας, σελ. 72
[7] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὅ.π., σελ. 79-80
[8] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὅ.π., σελ. 74
[9] Ἀ­ποκ. 18,4
[10] Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Θαύματα καί σημεῖα, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως
[11] «Ση­μεῖ­α τῶν και­ρῶν 666», ἰ­δι­ό­χει­ρο ση­μεί­ω­μα Ἁ­γί­ου Πα­ϊ­σί­ου ἀ­πό τό βι­βλί­ο «ὁ Γέ­ρων Πα­ΐ­σιος» τοῦ ἱ­ε­ρομ. Χρι­στο­δού­λου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1994, σελ. 185-192
[12] Ἀποκ. 13,17
[13] https://www.pemptousia.gr/2012/02/i-alithini-metania/
[14] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν μετάνοιαν τῶν Νινευϊτῶν, ΕΠΕ 8Α, 510-520
[15] Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Ἡ Μετάνοια, Ἀπό τή σειρά τῶν φυλλαδίων «Ἡ φωνή τῶν Πατέρων», ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, http://www.orthodoxfathers.com/logos/Metanoia
[16] Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ὅ.π.
[17]  Ὁσ. Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Ἰωνᾶς καί Νινευῖτες, Ἀπό τή σειρά τῶν φυλλαδίων «Ἡ φωνή τῶν Πατέρων», ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, http://aktines.blogspot.gr/2015/09/blog-post_62.html
[18] Ἀποκ. Β΄, 5