Όλα είναι έτοιμα για την «μάχη των μαχών» που όχι μόνο θα επιδιώξει να βάλει τέλος στο ISIS τουλάχιστον ως «κρατική οντότητα» αλλά θα σφραγίσει και τις ισορροπίες και τον νέο χάρτη στην κρίσιμη αυτή περιοχή της Μέσης Ανατολής
Τις επόμενες ημέρες ξεκινά η μεγάλη επιχείρηση για την ανακατάληψη της Ράκκα στην βόρειο Συρία που αποτελεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια την «πρωτεύουσα» του Ισλαμικού κράτους και των τζιχαντιστών που τροφοδοτούν από εκεί την παγκόσμια τρομοκρατία όχι μόνο με πληροφορίες τεχνογνωσία και εξοπλισμό, αλλά και με «ιδέες» στρατολογώντας μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μαχητές και «μοναχικούς λύκους» σε όλο τον κόσμο, μπολιάζοντας παντού αυτόν τον σπόρο του μίσους κατά της ανθρωπότητας.
Η μάχη της Ράκκα δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, καθώς πέραν των σημαντικών στρατιωτικής φύσης προκλήσεων, η επιχείρηση σχεδιάζεται σε ένα ιδιαίτερα περίπλοκο περιβάλλον και εμπλέκονται οι δυο μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις, οι ΗΠΑ και η Ρωσία, γειτονικές και περιφερειακές δυνάμεις, Τουρκία, Ιράκ, Ιράν, Ισραήλ και άλλες δυνάμεις όπως οι ουνιτικές χώρες του Κόλπου και η σιϊτική Χεζμπολάχ του Λιβάνου…
Όμως πλέον η μεγάλη σύγκρουση αφορά τον ρόλο που θα έχουν στην κρίσιμη αυτή επιχείρηση οι κούρδοι της Συρίας, που έχουν αποδειχθεί από τις πιο αξιόπιστες στρατιωτικά μονάδες έναντι των Τζιχαντιστών. Γιατί ο ενισχυμένος ρόλος των Κούρδων, τους βάζει στο παιγνίδι της διαμόρφωσης του νέου χάρτη της Μέσης Ανατολής, σε μια ιστορική «ρεβάνς» των Συνθηκών Σάικς-Πικό (1916), που άφησαν ανεκπλήρωτο το αίτημα για εθνική ολοκλήρωση του Κουρδικού Έθνους.
Η Τουρκία έτσι ξαφνικά βρίσκεται μπροστά σε ένα δραματικό αδιέξοδο: γνωρίζει ότι δεν μπορεί να έχει ενεργό ρόλο στην Συρία χωρίς την στήριξη αν όχι και των δυο, τουλάχιστον της μιας υπερδύναμης. Όμως είναι αδύνατον να διεκδικήσει ρόλο έχοντας έρθει σε αντίθεση και με την Μόσχα και την Ουάσιγκτον.
Για την Τουρκία ο μαξιμαλιστικός στόχος της γρήγορης εξόντωσης του ISIS,της εκπαραθύρωσης του Άσαντ, της επιβολής μιας νεκρής ζώνης μέχρι και 50 χιλιομέτρων στο έδαφος της Συρίας, από την οποία είναι προφανές ότι ποτέ δεν θα αποχωρούσε, αποτελεί πολύ μακρινό παρελθόν.
Τώρα πλέον η προσπάθεια της Τουρκίας περιορίζεται στην διαχείριση της ζημιάς που έχει προκληθεί με την αναβάθμιση των κουρδών του YPG.
Μια προσπάθεια όμως που με δεδομένο τον εκτροχιασμό του Τ. Ερντογάν οδηγεί σε διαρκή αντιπαράθεση και κίνδυνο ρήξης των σχέσεων με τις ΗΠΑ και σε σκληρές «αψιμαχίες» με την Ρωσία.
Η Μόσχα η οποία συνεργάσθηκε με τους Κούρδους, όταν αυτοί προκειμένου να αποφύγουν την επίθεση των τουρκικών δυνάμεων παρέδωσαν την στρατηγικής σημασίας πόλη Μανμπίζ στον έλεγχο των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων, δέχθηκε με οργή την ξαφνική απόφαση της Τουρκίας να επιβάλλει εμπάργκο στα ρωσικά σιτηρά, κίνηση που ερμηνεύθηκε ως αντίποινα για την συνεργασία των ρωσικών δυνάμεων με τους Κούρδους. Αυτά τα «αντίποινα» εξόργισαν ακόμη περισσότερο την Μόσχα η οποία απέρριψε (κατ αρχήν τουλάχιστον) την απαίτηση της Τουρκίας να κλείσει τα γραφεία που διατηρούν στην Ρωσία το ΡΚΚ, και το YPG.
Η Ρωσία έχοντας βάλει για τα καλά πόδι στην Συρία και έχοντας πετύχει την αποδοχή από όλους της διατήρησης του προέδρου Άσαντ τουλάχιστον για ένα σημαντικό διάστημα, έχει θέσει την Τουρκία σε σχέση εξάρτησης από τις ρωσικές επιλογές, ελέγχει τις παρεμβάσεις του Ιράν, έχει ανοικτό δίαυλο με το Ισραήλ και έχει αποκαταστήσει ένα modus vivendi με τους Αμερικάνους. Και φυσικά οι Ρώσοι έχουν άριστες σχέσεις με τους Κούρδους του YPG. Εξάλλου η διάψευση της Μόσχας στην είδηση που μετέδωσε το Ρόιτερ ότι ετοιμάζεται ρωσική βάση στην Βόρειο Συρία που θα εκπαιδεύονται και κούρδοι μαχητές, ήταν χλιαρή και σε συνδυασμό με την είδηση ότι οι Κούρδοι σε μια μεγάλη επιστράτευση θα κινητοποιήσουν συνολικά δύναμη 100.000 ανδρών και γυναικών, έχει σημάνει συναγερμό στην Άγκυρα.
Η μεγάλη εμπλοκή όμως αφορά τις ΗΠΑ. Όλο το αμερικανικό επιτελείο, από τον Αρχηγό Γενικού Επιτελείου, στρατηγό J. Dunford μέχρι τον διοικητή της CENTCOM στρατηγό J. Votel και τον στρατηγό S. Townsend, διοικητή της CJT-OIR (Combined Joint Task Force for Operation Inherent Resolve) υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιχείρηση για την κατάληψη της Ράκκα χωρίς την συμμετοχή των Κούρδων.
Και στην περίπτωση της Συρίας και της Ράκκα ισχύει το δόγμα ότι δεν αρκεί η αεροπορική ισχύς για μια στρατιωτική επιτυχία, εάν δεν υπάρξουν boots on the ground.
Η αμερικανική κυβέρνηση αλλά και το επιτελείο είναι εντελώς απρόθυμοι να προσφέρουν μεγάλο αριθμό στρατιωτών για μια τέτοια δύσκολη επικίνδυνη και χρονοβόρα επιχείρηση.
Ήδη οι Αμερικανοί έχουν αναπτύξει στην βόρειο Συρία μια δύναμη σχεδόν 1000 ανδρών, 400 Marines και 500 SEALs οι οποίοι επιχειρούν μαζί με τις δυνάμεις της SDF που αποτελείται κυρός από Κούρδους μαχητές. Υπάρχουν ήδη προτάσεις για ανάπτυξη ακόμη 2000 ανδρών, με τρόπο που η αμερικανική δύναμη θα παραμένει θεωρητικά δύναμη συνδρομής και τεχνικών συμβουλών.
Η επιδίωξη να μην εμφανισθούν οι ΗΠΑ ως δύναμη εισβολής, ενισχύει την επιλογή της υποστήριξης μιας καθαρά συριακής δύναμης όπως είναι το SDF (και οι Κούρδοι της Συρίας) η οποία δρα και έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων στον αγώνα εναντίον του ISIS. Συγχρόνως απαλλάσσει την Ουάσιγκτον από δεσμεύσεις για αποστολή και παραμονή για μεγάλο διάστημα σημαντικών αμερικανικών δυνάμεων υπό την μορφή του «στρατού κατοχής» όπως τον αντιλαμβάνονται ακόμη και μετριοπαθείς μουσουλμάνοι.
Την Τετάρτη οι δυνάμεις της SDF με την υποστήριξη των Αμερικάνων και με την κάλυψη αμερικανικών ελικοπτέρων, των πυρών του πυροβολικού 155mm των πεζοναυτών και πυκνών αεροπορικών βομβαρδισμών από τα αμερικανικά μαχητικά προσέγγισαν και κατέλαβαν σημαντικό μέρος του στρατηγικής σημασίας φράγματος Tabqa του Τίγρη. Το φράγμα βρίσκεται σε απόσταση 25 μιλίων από την Ράκκα και τροφοδοτεί με ρεύμα και νερό όλη την περιοχή.
Οι Κούρδοι μάλιστα εξέδωσαν χθες ανακοίνωση μέσω του εκπροσώπου τους στον Λίβανο, καλωσορίζοντας τις κυβερνητικές δυνάμεις του προέδρου Άσαντ στην μάχη για την ανακατάληψη και του φράγματος αλλά και της Ράκκα. Με την επισήμανση ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις είναι αυτές που έχουν δικαίωμα σε σχέση με άλλες δυνάμεις (σ.σ. της Τουρκίας) να εμπλακούν σε αυτού του είδους τις επιχειρήσεις.
Για την Τουρκία έτσι, το συριακό παιγνίδι παίρνει άσχημη τροπή.
Μέσω ανωτέρων αξιωματούχων, του υπουργού εξωτερικών και του αναπληρωτή πρωθυπουργού, διεμήνυσε ότι δεν πρόκειται να συμβάλουν οι τουρκικές δυνάμεις στην επιχείρηση της Ράκκα εάν κληθούν να συμμετάσχουν οι Κούρδοι. Αλλά αυτός ο εκβιασμός έχει ήδη ξεπερασθεί στην πράξη. Και έτσι αναζητά άλλους τρόπους παράβασης η Άγκυρα. Σιωπηρά και κυρίως μέσω διαρροών και δημοσιευμάτων η Τουρκία συνδέει την στάση των συμμάχων της στην Συρία με την λειτουργία της βάσης του Ιντσιρλίκ.
Όμως γνωρίζει ότι κάθε κίνηση που θα υπονόμευε την ομαλή λειτουργία του Ιντσιρλίκ θα σημάνει μια άνευ προηγουμένου σύγκρουση με την Ουάσιγκτον αλλά και το ΝΑΤΟ, την οποία ούτε και αυτός ο αχαλίνωτος Ερντογάν μπορεί να αντέξει.
Η Τουρκία έτσι κινδυνεύει να βρεθεί εκτός παιγνιδιού στην πιο κρίσιμη στιγμή της συριακής κρίσης. Γιατί πλέον είναι σαφές ότι κανείς δεν επιθυμεί και δεν είναι διατεθειμένος να επιτρέψει την επέκταση της επιρροής η της κυριαρχίας της Τουρκίας στο συριακό έδαφος. Αντιθέτως ο «περιζήτητος σύμμαχος» οι κούρδοι του YPG ισχυροποιούν την θέση τους διατηρούν άριστες σχέσεις με την Μόσχα, την Ουάσιγκτον, έχουν διαύλους με την Τεχεράνη και πλέον συζητούν με τον Άσαντ.
Και είναι δεδομένο ότι στην επόμενη ημέρα, όποτε αυτή έρθει για την Συρία, που πάντως δεν θα είναι μακριά μετά την κατάληψη της Ράκκα, οι Κούρδοι θα διεκδικήσουν μερίδιο εξουσίας. Και τότε η Τουρκία στην καλύτερη περίπτωση θα βρεθεί μπροστά σε ένα εξαιρετικά δυσάρεστο τετελεσμένο: ένα ενοποιημένο αυτόνομο κουρδικό καντόνι στο βόρειο τμήμα μιας ομόσπονδης Συρίας. Ένα καντόνι που θα ελέγχεται πλήρως από το YPD την κουρδική παράταξη που συνδέεται ευθέως με τον θανάσιμο εχθρό του Ερντογάν και του τουρκικού καθεστώτος, το ΡΚΚ.
Αυτό θα αποτελέσει μια σημαντική στρατηγικής σημασίας ήττα για την Άγκυρα και προσωπικά για τον Ταγίπ Ερντογάν, καθώς θα αποτελέσει, μετά την ενίσχυση της αυτονομίας του Ιρακινού Κουρδιστάν ένα ακόμη σημαντικό βήμα για την εθνική ολοκλήρωση του κουρδικού Έθνους πυροδοτώντας τον αλυτρωτισμό για το μεγάλο μέρος του κουρδικού Έθνους που παραμένει ακόμη εντός των συνόρων του τουρκικού κράτους.
Ν.Μ.