Ήταν ημέρες Μεγάλης Σαρακοστής, όταν ο Γέροντας είδε από μακρυά έναν κλέφτη, που παραβίαζε την πόρτα του κελιού του...
Ήταν ο ίδιος που τον είχε κλέψει και πέρυσι...
Μέριασε ο Γέροντας, και κρύφτηκε στην μάντρα, ώσπου ο κλέφτης να τελειώσει το έργο του...
Οταν τα διηγήθηκε στον υποτακτικό του, εκείνος οργισμένος τον ρώτησε:
-Γιατί γέροντα δεν με φώναζες να τον πιάσουμε ;
Ο ίδιος μας έκλεψε και πέρσι και μένει αμετανόητος!
"Πού ξέρεις παιδί μου; του απάντησε ο Γέροντας..''
''Ίσως φέτος μετανοήσει..."
-"Κι αν το ξανακάνει;.." Ξέσπασε ο υποταχτικός.
"Ε, τότε πρέπει παιδί μου να τρέξω... για να του ανοίξω και να του τα δώσω εγώ, για να μην ξανακλέψει... και κολάσει για τρίτη φορά την ψυχή του..."
Έσκυψε ο υποταχτικός του φίλησε το χέρι, κι έφυγε πνιγμένος στα δάκρυα...