«Στο καλό, γεροχειμώνα! Στο καλό».
Μ’ ανοιξιάτικα λουλούδια, μυρωμένα, δροσερά·
Μέ παιγνίδια, μὲ τραγούδια, μὲ φωνὲς καὶ μὲ χαρά,
τὸ λευκόμαλλο χειμῶνα ἄς τὸν διώξωμε καὶ πάλι.
Κι ὁ καθένας ἄς τοῦ ψάλλη:
«Στὸ καλό, γεροχειμῶνα! Στὸ καλό».
Οἱ ἀγροὶ ὅλοι φοροῦνε καταπράσινη στολὴ
καὶ στοὺς κήπους, ποὺ ἀνθοῦνε, κελαδεῖ κάθε πουλί.
Ὅλ’ ἡ φύση λουλουδίζει καὶ φωνάζουν τὰ παιδιὰ
μὲ χαρούμενη καρδιά:
«Στὸ καλὸ γεροχειμῶνα! Στὸ καλό».
Κι ὅταν θὰ γυρίσης πάλι. ἄν καὶ γέρος, θὰ χαρῆς!
γιατὶ ἴσως πιὸ μεγάλη τὴν ᾽Ελλάδα μας θὰ βρῆς!
Τώρα ὅμως, κὺρ χειμῶνα, σύρε, σύρε στὴ δουλειά σου,
γιατὶ πέρασε ἡ σειρά σου.
«Στὸ καλό. γεροχειμῶνα! Στὸ καλό».