«Τι σημαίνει για μας σήμερα το ’21;»
Του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου
Τα Ψαρρά δεν είναι νησί του Αιγαίου, είναι βωμός του Ελληνισμού
Ἕνας βωμός στήν ὁλόμαυρη ράχη τοῦ ὁποίου ἔχει τό καταφύγιό της ἡ Ἐλευθερία, μνημονεύοντας τά λαμπρά παλικάρια καί στολίζοντας τά μαλλιά τους μέ στέφανα δόξης.
Ἕνας βωμός στήν ὁλόμαυρη ράχη τοῦ ὁποίου ἔχει τό καταφύγιό της ἡ Ἐλευθερία, μνημονεύοντας τά λαμπρά παλικάρια καί στολίζοντας τά μαλλιά τους μέ στέφανα δόξης.
Μέγας ἱεράρχης ἐδῶ εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος Κανάρης, ὁ Ψαρριανός πού συμπύκνωσε σέ μία μόνο γραμμή ὅλη τήν πεμπτουσία τῆς ψυχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος μέσα στούς αἰῶνες, ὅταν ἀπάντησε στούς εὔλογους φόβους καί στά ὄνειρα γιά τό μέλλον τοῦ μονολογώντας ἥσυχα «βρέ Κωνσταντή, ἔτσι κι ἀλλιῶς θά πεθάνεις!», καί κάνοντας τό σταυρό του ὅρμησε νά κατακάψει τήν τουρκική παρουσία στό Αἰγαῖο.
Ἐπιτρέψτε μου κι ἐμένα νά εὐχαριστήσω τόν Θεό πού μου ἔκανε τή χάρη νά ἔλθω στά ἁγιασμένα τοῦτα χώματα, νά τιμήσω τόν Κανάρη, τούς ἄλλους πυρπολητές τῶν Ψαρρῶν, κι ὅλους τους προπάτορές σας, πού μέ τή θυσία τους, μέ τόν ἀφανισμό τους, ἔδωσαν στήν Ἑλλάδα τό στεφάνι τῆς Λευτεριᾶς. Καί παρακαλῶ πολύ νά μείνουμε ὅλοι ὄρθιοι ἐπί ἕνα λεπτό, καταθέτοντας στή μνήμη τους ὡς μαρτυρία ἀφάτου τιμῆς τή σιωπή μας.
Ἄπειρος εἶναι ὁ ἀριθμός τῶν Ἑλλήνων πού ἔχουν μιλήσει μέ τό ἴδιο θέμα. Καθηγητές ὅλων τῶν βαθμίδων, λόγιοι, πολιτικοί, ἄρχοντες τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, ἔχουν μιλήσει γιά τό ΄21. Καί συνήθως, μᾶς λέγουν πόσο μέγας ὑπῆρξεν ὁ ἀγών, πόσο σπουδαῖος ὁ λαός μας, πόσο ὅλα ἔγιναν ἄψογα.
Μιλώντας γιά τό ΄21 θέλουμε νά μένουμε προσκολλημένοι στόν ἔπαινο, καί ἀρνούμεθα νά στρέψουμε τό βλέμμα στήν προβληματική. Κλείνουμε τά μάτια καί τ΄ αὐτιά μας μπροστά σέ ὅ,τι θά μποροῦσε νά εἶναι ὄχι θριαμβολογία ἀλλά ἔλεγχος. Νομίζουμε πώς ἀρκοῦν στούς ἥρωες τά μεγάλα μας λόγια καί τά στεφάνια πού καταθέτουμε. Δέν θέλουμε νά νιώσουμε ὅτι ἡ μόνη τιμή πρός τούς ἥρωες, ἡ μόνη ἀναγνώριση τή θυσίας τους, εἶναι ὄχι μόνον ἡ μνήμη μας ἀλλά κυρίως ἡ πράξη μας.
Αἰσθάνομαι ὅμως ὅτι ἐδῶ στά Ψαρρά, τόπον ἱερόν ὅπου ἀρχίζω τίς ὁμιλίες μου εἰς τιμήν τοῦ Ἀγώνα, θά πρέπει ὅλους νά μᾶς καλέσω σέ μίαν ἄσκηση αὐτογνωσίας.
Θέλω νά τολμήσουμε ἐδῶ, μαζί, νά δοῦμε τήν ἀδιαφορία μας γιά τό ΄21. Πόσοι, ἀλήθεια, ἀπό τούς σημερινούς Ἕλληνες συγκινούμεθα μέ τή θύμησή του; Πόσοι κατανοοῦμε τό μήνυμά του καί πόσοι νιώθουμε ὅτι ἡ ζωή μᾶς πρέπει νάναι σύμφωνη μέ τό πνεῦμα του;
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀδιαφορία, ὑπάρχει καί ἡ ἄγνοια. Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι τά Ἑλληνόπουλα σήμερα στά σχολεῖα τούς ἐλάχιστα μαθαίνουν γιά τό ΄21, ἐλάχιστα ἔχουν συναίσθηση πόσο αἷμα καί πόσο βαθύ πόνο ἔχει μέσα του αὐτό τό σύμβολο πού λέγεται σημαία, καί πού πολύ συχνά ἀντιμετωπίζεται σάν ἕνα κοινό πανί. Πολλές φορές ἀποκτοῦμε τήν ἐντύπωση ὅτι καί σέ ξένη χώρα νά ζοῦσαν τά παιδιά μας, περίπου τά ἴδια θά μάθαιναν. Καί τά ξένα παιδιά, ἄλλωστε, πού πηγαίνουν στό σχολεῖο μέ τά Ἑλληνόπουλα, δέν αἰσθάνονται πώς αὐτά δέν μετέχουν αὐτῆς τῆς κληρονομιᾶς.
Ἔχουμε μάθει νά ρίχνουμε σέ τρίτους τίς εὐθύνες, νά λέμε ὅτι φταίει τό ὑπουργεῖο Παιδείας γι’ αὐτό, ἤ ὅτι φταῖνε οἱ δάσκαλοι. Κι ὅμως, ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ὑπεύθυνοι, ἐμεῖς ἔχουμε δημιουργήσει αὐτή τήν ἀποξένωση ἀπό τά ἱερά καί τά ὅσια του Γένους, δικοί μας εἶναι οἱ δάσκαλοι, δικό μας καί τό ὑπουργεῖο.
Ἐμεῖς βλέπουμε ἀπαθεῖς καί μέ ψευδοκατανόηση τήν πλήρη διάλυση τῆς οἰκογένειάς μας –πῶς νά μᾶς ξυπνήσει ἀπό τό λήθαργο ἡ Τζαβέλαινα; Ἐμεῖς ἔχουμε ἀφεθεῖ νά πέσουμε μέσα στή γλυκειά δίνη τοῦ καταναλωτισμοῦ – τί θάχαν νά μᾶς ποῦν γιά τήν τηλεόρασή μας οἱ μπουρλοτιέρηδες; Ἐμεῖς ζητᾶμε ἀπό τά σχολειά νά μή τά κουράζουν τά παιδιά μας – θά τά ἐξοντώνουμε λοιπόν στήν κούραση τά παιδιά μιλώντας τους γιά πατρίδα καί ἀνδρεία;
Ἔχουμε φτιάξει μία κοινωνία πού μοιάζει θερμοκήπιο τοῦ κακοῦ. Κάθε σκηνοθετίσκος μπορεῖ νά γελοιοποιεῖ ἀπό τήν τηλεόραση τήν ἀγάπη στήν πατρίδα καί τήν πίστη στόν Θεό, κι ἐμεῖς τά βλέπουμε αὐτά ξαπλωμένοι στίς ἄνετες πολυθρόνες μας καί γελᾶμε. Διασκεδάζουμε βλέποντας νά γελοιοποιοῦνται οἱ ἥρωες, νά ἐξευτελίζονται αὐτοί πού πλήρωσαν μέ αἷμα καί φρίκη τό δικαίωμά μας νά καθόμαστε μπροστά σέ τηλεόραση. Χωρίς καμιά συναίσθηση ντροπῆς καί εὐθύνης, χάσκουμε ἠλιθίως βλέποντας τόν ἐσκεμμένο καί ἀσταμάτητο διασυρμό τῆς πατρίδας καί τῆς πίστης.
Ἔχουμε φτιάξει μία παιδεία ὅπου ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα θεωρεῖται φασισμός, καί ἡ προσευχή τῶν μαθητῶν εἶναι πέντε τελετουργικές φράσεις χωρίς νόημα. Ἔχουμε ἀναθέσει τήν παιδαγωγία τοῦ παιδιοῦ στήν τηλεόραση. Κι ἐκείνη βέβαια μᾶς πληρώνει, διδάσκοντας τό παιδί μας ὅτι οἱ μόνες ἀληθινές ἀρετές εἶναι τό κυνήγι τοῦ χρήματος, τό κυνήγι τῆς σάρκας, καί τό κυνήγι τῆς πρόσκαιρης λάμψης.
Ἄς μου ἐπιτραπεῖ νά μνημονεύσω τόν Γεώργιο Πολίτη.
Δέν σᾶς κακίζω πού δέν θυμάστε αὐτό τό μικρό ναυτάκι στό πλοῖο τοῦ Μιαούλη. Ἦταν ἡ αἰγυπτιακή ἁρμάδα μαζεμένη στή Μεθώνη καί πῆγε ὁ Μιαούλης νά τήν καταστρέψει. Εἶχε μαζί του δυό σπουδαίους μπουρλοτιέρηδες, τόν Πιπίνο καί τόν Ραφαλιά. Μά κανείς τους δέν τόλμησε νά μπεῖ μέσα στό λιμάνι καί νά κολλήσει τό πυρπολικό του στά πλοῖα τοῦ Μπραΐμ πασᾶ. Ὁ Μιαούλης παρακάλεσε, ἱκέτεψε, ἀπείλησε, ἀλλά τούλεγαν οἱ μπουρλοτιέρηδες πώς ἀδύνατο ἦταν νά πετύχει. Ὁ Μιαούλης ἔμεινε μόνος νά περπατᾶ πάνω κάτω στήν κουβέρτα τοῦ πλοίου του. Τότε, τό μικρό ναυτάκι, ὁ Γιῶργος Πολίτης, παρουσιάζεται μπρός του καί τοῦ λέει:
– Δῶσε μου τό μπουρλότο τοῦ Ραφαλιᾶ, θά πάω ἐγώ.
– Τ’ εἶσαι σύ ρέ; Βρυχᾶται ὁ Μιαούλης. Εἶσαι καλύτερος καπετάνιος καί ξέρεις τή δουλειά;
– Ὄχι, μά τί ἔχει νά κάνει; ἀπαντᾶ σεμνά τό ναυτάκι. Μία φορά, θά γίνει ἡ δουλειά. Δίνω ὑποσκεσι.
– Νιώθεις ποῦ θά πᾶς μπρέ; ρωτᾶ ὁ ναύαρχος. Θά πᾶς νά σκοτωθεῖς!
– Ὅ,τι πεῖ ὁ Θεός, ναύαρχε. Ἐκεῖνος ὅ,τι πεῖ.
Αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ μικροῦ. Καί πῆρε τό μπουρλότο. Τό μικρό ναυτάκι, δεκαοχτώ χρονῶν, μπῆκε μέσα στό λιμάνι. Τόν ἀκολούθησαν ἀμέσως οἱ ἄλλοι, γιατί ντράπηκαν πού νιούτσικο παλικάρι πήγαινε μόνο τοῦ στά σαγόνια τοῦ θανάτου. Κι ἔγινε ἔτσι τό θαῦμα τῆς καταστροφῆς τοῦ φοβεροῦ αἰγυπτιακοῦ στόλου.
Θέλω νά βάλετε τό χέρι στήν καρδιά, καί νά ρωτήσετε ὅλους τους Ἕλληνες: ποιά τηλεόραση θά χυτεύσει τήν ψυχή τοῦ μικροῦ ναύτη, τοῦ Γιώργου Πολίτη; Ἀπό ποιό σχολειό θά βγεῖ αὐτό τό παιδί σήμερα;
Νά σᾶς φέρω ἕνα πιό κοντινό παράδειγμα. Εἶπε γέροντας πιά ὁ Κανάρης σέ κάποιους ξένους πού τόν ἐπισκέφθηκαν νά τόν τιμήσουν: «Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού ἐπέτρεψε σ΄ ἕνα μικρό ναύτη ἑνός ἑλληνικοῦ νησιοῦ ἀπό τά πιό μικρά, νά κάνει γιά τήν πατρίδα του κάτι».
Αὐτά τά λόγια, τά χωρίς καμιά καύχηση, καμιά ξιπασιά, εἶπε ὁ γέροντας. Κι ἀναρωτιέμαι, ὄχι πόσο ἦθος πρέπει νάχει ἐκεῖνος γιά νά μιλήσει ἔτσι, ἀλλά ποιά ποιότητα πρέπει νάχει ἡ κοινωνία γιά νά μπορέσει νά ἀκούσει αὐτό τό λόγο. Ἀναρωτιέμαι ἄν καταλαβαίνουμε ὅλοι, ὅτι αὐτά τά λόγια, αὐτό τό ἦθος τοῦ Κανάρη, εἶναι ἕνα ἀκόμη μπουρλότο ἐνάντια ὄχι πιά σέ τούρκικα καράβια, ἀλλά στόν ἀθεϊσμό καί τήν ἀρνησιπατρία τῆς ἐποχῆς μας.
Ἐρχόμενος στά Ψαρρά, στό νησί τῆς ὑπέρτατης θυσίας, θά ἤθελα νά φέρω αὐτόν τόν προβληματισμό μέσα στίς ψυχές τοῦ λαοῦ μας: δέν τιμοῦμε ἀληθινά τό ΄21 καί τούς ἀγωνιστές, δέν σεβόμεθα τίς θυσίες τῶν μυρηκάζοντας μέ τήν εὐκαιρία ἐπετείων λόγια θαυμασμοῦ.
Δέν τιμοῦμε τόν Θεό κουνώντας τήν κεφαλή μας καί ἀναγνωρίζοντας ὅτι ναί, βέβαια, ὑπάρχει, λές καί τοῦ κάνουμε τή χάρη νά τοῦ ἐπιτρέψουμε νά ὑπάρχει. Δέν τιμοῦμε τόν Κύριό μας θαυμάζοντες τήν ἀγαθότητά του καί συνεχίζοντες τίς ἁμαρτίες μας. Ἔτσι καί τούς ἥρωες, δέν τούς τιμοῦμε πράγματι παρά μόνον ἄν μποροῦμε νά σταθοῦμε ἐμπρός τους μέ ταπεινοφροσύνη, ζητώντας ἀπό τόν Θεό νά μᾶς ἐπιτρέψει νά ἔχουμε πάντοτε στήν καρδιά μας τό φωτεινό παράδειγμά τους.
Θά ἤθελα ὁ ἑορτασμός τοῦ ΄21 πού ἀποφάσισε ἡ Ἐκκλησία μας, νά μᾶς ὁδηγήσει ὄχι σέ νέες ὁμιλίες μέ παλιό περιεχόμενο, ὄχι σέ μεγαλαυχίες, ἀλλά σέ μίαν ἐπανεξέταση τῆς πορείας μας. Νά δοῦμε μέσα στήν ψυχή μας καί στήν οἰκογένειά μας τί λάθος ἔχουμε κάνει, καί πώς θά πρέπει νά τό διορθώσουμε.
Αὐτό θάναι τό μόνο ἀληθινό στεφάνι μυρτιᾶς πού μποροῦμε πράγματι νά καταθέσουμε στή μνήμη τῶν ἀγωνιστῶν.