«Επὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» (Λκ. 5,5).
Ευαγγέλιο-Απόστολος, σχολιασμός
Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ε’ 1-11
1 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. 3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Η θαυμαστή αλιεία
Ο σκοπός του θαύματος
Ο Κύριος περιδιαβαίνει την ακρογιαλιά της Γαλιλαίας και τα πλήθη τρέχουν με πόθο κοντά του. Και καθώς βλέπει δυο μικρά πλοία αραγμένα στη λίμνη, μπαίνει σ’ ένα από αυτά· είναι το πλοίο του Σίμωνα. Και τον παρακαλεί να το σύρει λίγο πιο μέσα στη λίμνη για να διδάξει τα πλήθη μέσα από το πλοίο αυτό. Όταν τελείωσε τη διδασκαλία του ο Κύριος, λέει στον Σίμωνα: Φέρε πάλι το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίχτυα σας. Ο Σίμων όμως με έκπληξη του αποκρίνεται: Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τα δίχτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Αφού όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ. Και το θαύμα που ακολούθησε ήταν εντυπωσιακό. Το δίχτυ τους γέμισε τόσο πολλά ψάρια, ώστε άρχισε να σχίζεται. Οι ψαράδες τότε φώναξαν αμέσως τους συνεταίρους τους που ήταν στο άλλο πλοίο, να βοηθήσουν να σύρουν το δίχτυ επάνω. Αλλά τα ψάρια ήταν τόσο πολλά, ώστε τα δυο πλοία κινδύνευαν να βυθισθούν.
Τι νόημα όμως είχε αυτό το τόσο εντυπωσιακό θαύμα; Και γιατί ο Κύριος πριν το επιτελέσει ζήτησε από τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτυα τους και μάλιστα σε ακατάλληλη ώρα; Διότι ο Κύριος μέσα από το θαύμα αυτό ήθελε να διδάξει πολύ μεγάλες αλήθειες στους ψαράδες της Γαλιλαίας, τους οποίους σε λίγο θα καλούσε να γίνουν αλιείς ανθρώπων και να σαγηνεύουν στα πνευματικά τους δίχτυα όλη την οικουμένη. Αυτό το θαύμα ήταν τύπος της πνευματικής αλιείας τους. Και έπρεπε να χαραχθεί βαθιά στην ψυχή τους. Έπρεπε να το θυμούνται πολύ καλά οι Απόστολοι του Κυρίου όταν αργότερα στο τιτάνιο έργο τους θα συναντούσαν δυσκολίες και απογοητεύσεις. Να θυμούνται και να συναισθάνονται ότι στην πνευματική τους διακονία χωρίς τον Κύριο δεν θα μπορούσαν τίποτε να επιτύχουν, ενώ με τη δική του δύναμη θα μπορούσαν να κάνουν τα πάντα. Άδεια τα δίχτυα χωρίς την ευλογία του. Γεμάτα όταν τα ευλογούσε ο Χριστός.
Έπρεπε ακόμη να καταλάβουν οι μαθητές μέσα από το θαύμα αυτό ότι για να έχουν καρποφορία στο έργο τους θα έπρεπε να έχουν τυφλή υπακοή στα προστάγματα του Κυρίου. Ακόμη και σ’ αυτά που δεν κατανοούσε η περιορισμένη τους λογική. Και να μην υπολογίζουν κόπο και θυσίες. Αυτοί να δίνουν το χρόνο τους, τον κόπο τους και τη ζωή τους στην υπηρεσία του Κυρίου, για να τα μεταχειρισθεί όπως Αυτός ήθελε· έχοντας τη βεβαιότητα ότι ο Κύριος θα επιβραβεύει τη θυσία τους, την πρόθυμη υπακοή τους, την αδιάσειστη πίστη τους στη δύναμή του.
Συναίσθηση αμαρτωλότητος
Όταν είδε ο Πέτρος το πρωτοφανές αυτό και ανέλπιστο πλήθος των ψαριών, έπεσε στα γόνατα του Χριστού και είπε: Βγες από το πλοίο μου και φύγε από μένα, Κύριε, διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και δεν είμαι άξιος να Σ’ έχω στο πλοίο μου. Ο Κύριος όμως τον καθησύχασε και του είπε: Μη φοβάσαι. Από τώρα θα σαγηνεύεις ανθρώπους, τους οποίους με το κήρυγμά σου θα οδηγείς στη σωτηρία. Κατόπιν αφού όλοι μαζί οι ψαράδες επανέφεραν τα πλοία στη στεριά, άφησαν τα πάντα και Τον ακολούθησαν.
Η στάση όμως του αποστόλου Πέτρου μας δημιουργεί κάποιον προβληματισμό. Γιατί αντί να πανηγυρίσει για το μεγαλειώδες θαύμα, παρακάλεσε τον Κύριο να φύγει από το πλοίο του; Αυτός που από τα παιδικά του χρόνια περίμενε τον Μεσσία, τώρα Του ζητά να φύγει από τη ζωή του; Ασφαλώς το αίτημα του Πέτρου δεν εκφράζει μια διάθεση αρνήσεως και αποδιώξεως του Χριστού. Αντίθετα. Ο άδολος αυτός ψαράς της Γαλιλαίας ένιωσε την ώρα εκείνη ένα φοβερό συγκλονισμό στην ψυχή του. Κατάλαβε μέσα στην ευλογία του θαύματος ότι δεν έχει μπροστά του έναν απλό άνθρωπο, αλλά ένα μοναδικό διδάσκαλο που έχει θεία δύναμη. Και αισθανόμενος το μεγαλείο του δεν αντέχει να ατενίσει το θεϊκό του πρόσωπο, αλλά πέφτει συντετριμμένος και Τον προσκυνά. Διότι αισθάνεται τον εαυτό του ανάξιο της παρουσίας του. Αισθάνεται του Χριστού την αγιότητα και τη δική του μικρότητα και αμαρτωλότητα.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σε κάθε πνευματικό άνθρωπο κάθε φορά που αισθάνεται ιδιαιτέρως έκδηλη την ευλογία του Θεού στη ζωή του. Είναι ένα βίωμα που το νιώθουμε οι πιστοί καθώς βρισκόμαστε σε μία ιερή ώρα της λατρείας ή σε στιγμές που αισθανόμαστε τον Θεό ολοζώντανο στη ζωή μας, και αφυπνίζεται η συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας. Μας συνέχει τότε ο φόβος του Θεού. Τρέμουμε, φοβόμαστε την παρουσία του Θεού, αλλά ταυτόχρονα και την ποθούμε και τη λαχταρούμε. Πώς να πλησιάσουμε τον πάναγνο Κύριο οι ρυπαροί και ανάξιοι; Αισθανόμαστε πόσο αμαρτωλοί είμαστε και ότι δεν αξίζουμε των ευλογιών του Κυρίου. Αυτό όμως που δεν καταλαβαίνουμε ίσως είναι ότι όσο περισσότερο αναγνωρίζουμε την αμαρτωλότητά μας, τόσο περισσότερο ελκύουμε το έλεος και την αγάπη του Κυρίου. Γι’ αυτό ας στεκόμαστε με δέος και φόβο ενώπιόν του και ας Τον παρακαλούμε ταπεινά και ολοκάρδια να μη φύγει ποτέ από κοντά μας λόγω της μεγάλης αμαρτωλότητός μας, αλλά να μένει πάντοτε στη ζωή μας και να την γεμίζει με τις ευλογίες του.
***Απόστολος***
Α΄ Λουκᾶ: ΙΔ΄ Κυριακῆς: Β΄ Κορ. α΄ 21 - β΄ 4
Ἀδελφοί, ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε. Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.
Χαρά και λύπη
1. Αἰτία χαρᾶς
Δὲν ἔζησε μόνο εὐχάριστες στιγμὲς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ καὶ δυσάρεστες. Ἡ ἱεραποστολική του διακονία τὸν γέμιζε μὲ πολλὴ χαρά, κάποτε ὅμως παρουσιάζονταν καὶ ἀφορμὲς μεγάλης λύπης. Οἱ συχνὲς ἐναλλαγὲς αὐτῶν τῶν ἔντονων συναισθημάτων ἀποτυπώνονται καὶ στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή.
Ὁ Ἀπόστολος γράφει πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου ὑπογραμμίζοντας ἀρχικὰ τὸ αἴσθημα ἀσφαλείας καὶ βεβαιότητας, ποὺ συνέχει κάθε πιστὸ Χριστιανό:
Ἀδελφοί μου, λέγει, αὐτὸς ποὺ δίνει καὶ σὲ μᾶς καὶ σὲ σᾶς τὴ βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ μᾶς στηρίζει, ὥστε νὰ μένουμε πιστοὶ στὸ Χριστό, καὶ μᾶς ἔχρισε μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶναι ποὺ μᾶς ἔκαμε καὶ ἐπίσημα δικούς Του, καθὼς μᾶς σφράγισε κι ἔβαλε μέσα στὶς καρδιές μας «τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος».
Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στὸ θέμα τῆς μεταβάσεώς μου στὴν πόλη σας, ὁ καρδιογνώστης Κύριος, ποὺ βλέπει τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, εἶναι μάρτυρας: Σᾶς λυπήθηκα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἦλθα ἀκόμη κοντά σας· διότι, ἂν ἐρχόμουν, θὰ ἔπρεπε νὰ σᾶς ἐπιπλήξω αὐστηρὰ γιὰ τὶς παρεκτροπὲς ποὺ συνέβησαν.
Τὸ ὅτι κάποτε εἶμαι αὐστηρὸς μαζί σας δὲν σημαίνει ὅτι σᾶς ἐξουσιάζω ὡς δούλους. Ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι δὲν θέλουμε νὰ σᾶς κρατοῦμε ἀναγκαστικὰ στὴν ὀρθὴ πίστη. Δὲν σᾶς θεωροῦμε δούλους μας ἀλλὰ συνεργάτες: «συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν»· θέλουμε νὰ συνεργαζόμαστε μαζί σας γιὰ νὰ αὐξάνει ἡ χαρά σας. Διότι ἔχετε στερεωθεῖ καλὰ στὴν πίστη.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: Νὰ εἴμαστε στερεωμένοι στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Νὰ ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι πιστεύουμε στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ δεχόμαστε μὲ εὐγνωμοσύνη τὶς ἀνεξάντλητες δωρεὲς ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ ἄπειρη ἀγάπη Του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο πραγματικὰ χαρούμενο κι εὐτυχισμένο: ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Αὐτὴ τὴν κοινωνία μπορεῖ νὰ προγευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ βαπτίζεται Χριστιανὸς καὶ λαμβάνει τὸ ἅγιο Χρίσμα, ἀπολαμβάνει αὐτὴ τὴν κοινωνία. Κι ὅσο ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ μὲ καρδιὰ καθαρὴ καὶ φρόνημα ταπεινό, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ μεταδίδει φωτισμό, ἐνίσχυση, δύναμη, ζωή. Αὐτὰ τὰ θεϊκὰ δῶρα εἶναι ὁ «ἀρραβὼν τοῦ Πνεύματος», ἡ ἐγγύηση δηλαδὴ γιὰ τὰ ἀσυγκρίτως ἀνώτερα ἀγαθὰ ποὺ πρόκειται νὰ ἀπολαύσει ὁ πιστὸς στὴν αἰωνιότητα. Διότι ἐκεῖ πλέον θὰ ἀτενίζει τὸ ὑπέρλαμπρο καὶ ἀνέσπερο φῶς, θὰ ἀπολαμβάνει αἰώνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, θὰ μετέχει στὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή.
Πῶς νὰ μὴ χαίρεται λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξιώνεται τόσων μεγάλων δωρεῶν; Πῶς νὰ μὴν εἶναι εὐτυχισμένος ὁ Χριστιανὸς ποὺ βαδίζει σταθερὰ μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ;
Αὐτὴ τὴ χαρὰ ἤθελε νὰ μοιράζεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τοὺς ἀδελφούς του: Νὰ τοὺς βλέπει σταθεροὺς στὴν πίστη καὶ νὰ χαίρονται ὅλοι μαζὶ τὴν πνευματική τους πρόοδο. Δυστυχῶς ὅμως, κάποτε τὴ χαρὰ τὴν ἐπισκίαζε ἡ λύπη. Αὐτὸ συνέβαινε, ὅταν κάποιοι Χριστιανοὶ παρεκτρέπονταν, γεγονὸς ποὺ στενοχωροῦσε τὸν ἅγιο Ἀπόστολο. Αὐτὸ ἐξηγεῖ στὴ συνέχεια:
2. Λύπη σωτήρια
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔμαθα γιὰ τὶς παρεκτροπὲς κάποιων ἀπὸ σᾶς, σκέφθηκα ὅτι θὰ ἦταν καλύτερο νὰ μὴν ἔλθω κοντά σας, γιατὶ αὐτὸ θὰ προκαλοῦσε λύπη σὲ ὅλους: καὶ σὲ μένα ποὺ θὰ ἔβλεπα αὐτὴ τὴν ἄσχημη κατάσταση καὶ σὲ σᾶς ποὺ θὰ δεχόσασταν τὶς αὐστηρὲς ἐπιπλήξεις μου. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει διαφορετικά. Ἐσεῖς μπορεῖ βέβαια νὰ λυπεῖσθε μὲ τὶς παρατηρήσεις μου, ἐγὼ ὅμως δὲν μπορῶ ἀλλιῶς νὰ ἀναπαυθῶ καὶ νὰ αἰσθανθῶ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, παρὰ μόνο ὅταν λυπηθεῖ πραγματικὰ αὐτὸς ποὺ ἁμάρτησε καὶ ὁδηγηθεῖ ἔτσι στὴ μετάνοια.
Αὐτὸ ἀκριβῶς σᾶς ἔγραψα σὲ προηγούμενη ἐπιστολή μου, γιὰ νὰ διορθώσετε στὸ μεταξὺ τὶς ἀταξίες, ὥστε, ὅταν ἔλθω στὴν Κόρινθο, νὰ τὰ βρῶ ὅλα ἐντάξει καὶ νὰ μὴ νιώσω λύπη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε νὰ μοῦ δώσουν χαρά. Ἄλλωστε αὐτὸ θὰ λυποῦσε κι ἐσᾶς. Ἐνῶ ἀντίθετα, εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρὰ ὅλων σας.
Καὶ μὴ νομίσετε ὅτι γιὰ τοὺς ἐλέγχους ποὺ σᾶς ἔγραψα στὴν ἐπιστολή μου ἐκείνη, ἐγὼ δὲν ἔνιωσα λύπη. Σᾶς ἔγραψα μὲ πολλὴ θλίψη καὶ συνοχὴ καρδίας καὶ μὲ δάκρυα πολλά, ὄχι γιὰ νὰ λυπηθεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσετε τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη ποὺ ἔχω γιὰ σᾶς.
Εἶναι συγκινητικοὶ οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου. Αὐτὸς ὁ ἐνθουσιώδης διάκονος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ φλογερὸς κήρυκας τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, ὁμολογεῖ ὅτι πέρασε μεγάλη θλίψη καὶ στενοχώρια. Ὄχι γιὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστη ὁ ἴδιος, οὔτε γιὰ τὶς ἀδικίες καὶ συκοφαντίες εἰς βάρος του, ἀλλὰ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι κινδύνευε ἡ σωτηρία τῶν ἀδελφῶν του. Αὐτὸ θεωροῦσε ὡς τὴ μεγαλύτερη αἰτία θλίψεως: τὸ νὰ χάσει κάποιος τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ἂς τὸ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς αὐτό, ὥστε νὰ μὴ θεωροῦμε τίποτε περισσότερο δυσάρεστο ἀπὸ τὸ νὰ γίνουμε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακὸ ἀπὸ τὸ νὰ χάσουμε τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Ἂς μετανοήσουμε λοιπὸν εἰλικρινά. Ἂς λυπηθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, διότι αὐτὴ εἶναι λύπη σωτήρια.