Καμία άλλη κατηγορία ανθρώπων δεν άκουσε από τον Ιησού Χριστό εκείνα τα φοβερά “ουαί” που διαβάζουμε στο 23ο κεφάλαιο του Ματθαίου, παρά οι υποκριτές, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι και διαμέσου αυτών οι φορείς της υποκρισίας σε κάθε εποχή.
Τους παρομοίασε με τους τάφους οι οποίοι είναι εξωτερικά όμορφοι και περιποιημένοι ενώ εσωτερικά είναι γεμάτοι από ακαθαρσίες (Ματθ.23,27), και αυτό διότι αν και ήταν θρησκευόμενοι, εντούτοις αποδεικνύονταν διχασμένες προσωπικότητες επιτελώντας απλώς τα θρησκευτικά τους καθήκοντα χωρίς να έχουν ειλικρινή σχέση με τον Θεό, σχέση η οποία αποδεικνύεται μέσα από την καθαρότητα της καρδιάς και το έλεος προς το συνάνθρωπο. Αυτοί οι λόγοι του Ιησού είναι ένα ισχυρότατο ράπισμα στη δική μας αυτοδικαίωση, στην ηθική μας αυταρέσκεια, στον κοινωνικό καθωσπρεπισμό μας, στην υποκριτική μας ευπρέπεια, στην άνευ ουσίας τήρηση ηθικών και κοινωνικών κανόνων, στη συμβατική κοινωνική και θρησκευτική συμπεριφορά μας, στην καθημερινή μας ηθοποιία στην εργασία, την οικογένειά μας και στις μεταξύ μας κοινωνικές σχέσεις.
Τους παρομοίασε με τους τάφους οι οποίοι είναι εξωτερικά όμορφοι και περιποιημένοι ενώ εσωτερικά είναι γεμάτοι από ακαθαρσίες (Ματθ.23,27), και αυτό διότι αν και ήταν θρησκευόμενοι, εντούτοις αποδεικνύονταν διχασμένες προσωπικότητες επιτελώντας απλώς τα θρησκευτικά τους καθήκοντα χωρίς να έχουν ειλικρινή σχέση με τον Θεό, σχέση η οποία αποδεικνύεται μέσα από την καθαρότητα της καρδιάς και το έλεος προς το συνάνθρωπο. Αυτοί οι λόγοι του Ιησού είναι ένα ισχυρότατο ράπισμα στη δική μας αυτοδικαίωση, στην ηθική μας αυταρέσκεια, στον κοινωνικό καθωσπρεπισμό μας, στην υποκριτική μας ευπρέπεια, στην άνευ ουσίας τήρηση ηθικών και κοινωνικών κανόνων, στη συμβατική κοινωνική και θρησκευτική συμπεριφορά μας, στην καθημερινή μας ηθοποιία στην εργασία, την οικογένειά μας και στις μεταξύ μας κοινωνικές σχέσεις.
Υποκρισία είναι η προσποίηση στην καθημερινή μας ζωή. Είναι η απόκρυψη των αληθινών αισθημάτων και σκέψεων, είναι μια διανοητική κατάσταση που βρίσκεται στον αντίποδα της ειλικρίνειας και της γνησιότητας, μια συνεχόμενη διάθεση αυτοπροβολής. Στερούμενη ριζικά το στοιχείο της αυθεντικότητας κάθε πράξη της προέρχεται από φαύλα κίνητρα. Ως μεταμφιεσμένη έκφραση συναισθημάτων θα την ονομάζαμε ως τέχνη του χυδαίου στις διανθρώπινες σχέσεις διότι “υποκρισία είναι η προσποίηση της φιλίας ή εχθρότητας πού ενεργεί με το προσωπείο της συμπάθειας, ή φθόνος πού μιμείται τα χαρακτηριστικά της αγάπης ή βίος πού δείχνει να στολίζεται από ψεύτικη και όχι πραγματική αρετή”(άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Θα τολμούσαμε να πούμε ότι ο υποκριτής είναι χειρότερος από τα άλογα ζώα τα οποία αγνοούν την υποκρισία διότι το ζώο δεν φέρεται φιλικά στα θύματα που σκοπεύει να φάει έως ότου τα φάει, ενώ αντίθετα ο υποκριτής παρουσιάζεται αρχικά φιλικός στους ανθρώπους που σκοπεύει να εκμεταλλευτεί και να αδικήσει. “Κρύβει την υποκρισία κάτω από πλαστή αγάπη εκείνος που επαινεί με το στόμα του, αλλά εξουθενώνει με την καρδιά του”, μας λέγει ο όσιος Θαλάσσιος ο Λίβυος.
Υποκρισία είναι η διατήρηση μιας εξωτερικά καλής εικόνας του εαυτού μας προς τους άλλους, χωρίς ταυτόχρονα να φροντίζουμε ώστε και εσωτερικά να είμαστε αυτός ο καλός άνθρωπος που θέλει να φαίνεται ότι είναι. Υποκρίνομαι όταν λέω κάτι αλλά κατά βάθος πιστεύω κάτι άλλο, όταν φανερώνω ένα πρόσωπο, ή καλύτερα ένα προσωπείο αλλά κατά βάθος είμαι κάποιος άλλος. Υποκρισία είναι το να μιλάω με διπλή γλώσσα ή όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: “ὑπόκρισίς ἐστιν ἕτερον ἔχειν καί ἕτερον ποιεῖν ”. Οι αρχαίοι έλληνες χρησιμοποιούσαν τα προσωπεία, τις μάσκες στο θέατρο και τις τραγωδίες για να παραστήσουν και να υποδυθούν κάποιο άλλο πρόσωπο από αυτόν που ήταν. Και αν σε αυτήν την περίπτωση δεν ήταν απλά θεμιτό αλλά και επιβεβλημένο για τη διεξαγωγή της παράστασης και την παρουσίαση της επί σκηνής τέχνη τους, στην ηθική, θρησκευτική και κοινωνική ζωή είναι ανεπίτρεπτο και απαράδεκτο. Δυστυχώς όμως, όπως οι ηθοποιοί των αρχαίων τραγωδιών κατά τον ίδιο τρόπο φορούμε και εμείς το προσωπείο της υποκρισίας για να υποδυθούμε κάποιον άλλον «εαυτό» από αυτόν που είμαστε επιδιώκοντας καταξίωση μόνο ενώπιον των ανθρώπων και όχι ενώπιον του Θεού. Ζώντας εντός αυτής της εικονικής πραγματικότητας, στον πυθμένα του ψεύδους, εξαπατούμε τους άλλους και τον ίδιο μας τον εαυτό.
Η υποκρισία είναι μητέρα και αιτία του ψεύδους θα μας υπενθυμίσει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Πράγματι, ο πρώτος διδάσκαλος της υποκρισίας ήταν και είναι ο κατεξοχήν ψεύτης της ιστορίας, ο διάβολος ο οποίος φορώντας το προσωπείο του φρόνιμου όφη, (Γεν. 3,1), με ψεύδη εξαπάτησε τον άνθρωπο οδηγώντας τον στην παρακοή και την πτώση. Εφεξής, ο άνθρωπος της πτώσης περιχαρακωμένος γύρω από τα κυκλώπεια τείχη της υπερπροβολής, της δαιμονικής ματαιοδοξίας και του ναρκισσισμού αποξενώνεται από το «είναι» και προσηλώνεται αποκλειστικά στο «φαίνεσθαι». Το «είναι», αποτελεί την εσώτατη φύση του εαυτού μας, αντιπροσωπεύει το πραγματικό και το αληθινό, αυτό που είμαστε στην πραγματικότητα και το οποίο τις περισσότερες φορές προσπαθούμε επιμελώς να το αποκρύβουμε ή να το αγνοούμε. Το «φαίνεσθαι» είναι το προσωπείο, το οποίο χρησιμοποιούμε για να επικοινωνήσουμε για να γίνουμε αρεστοί στο κοινωνικό σύνολο. Αντιπροσωπεύει το ψεύτικο και αληθοφανές, την εικόνα που θέλουμε να δείχνουμε ανεξάρτητα από το τι είμαστε στην πραγματικότητα. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος αγνοώντας θελημένα ή αθέλητα το πραγματικό του «είναι», έχοντας αδυναμία να κατακτήσει το «γνώθι σαυτόν», προσπαθεί να ντύσει την προσωπικότητά του ή καλύτερα το προσωπείο του, αυτό το «φαίνεσθαι», με ανύπαρκτες αρετές και με φανταστικές ικανότητες, καλύπτοντας ταυτόχρονα τα ελαττώματα του με τη μάσκα της υποκρισίας. Κατά συνέπεια η όλη βιωτή του διακρίνεται από ασυνείδητες και συνειδητές αντιφάσεις και ανακολουθίες. Είναι ακριβώς αυτή η ζύμη των Φαρισαίων για την οποία ομίλησε ο Κύριος: “προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν ὑπόκρισις” (Λουκ. 12,1).
Αυτή η ζύμη των Φαρισαίων, η υποκρισία, ως στάση και τρόπος ζωής, έχει υποσκάψει όλα τα θεμέλια της ανθρώπινης ζωής. Από τη σκηνή του θεάτρου, στη σκηνή της καθημερινής ζωής η υποκρισία κυριαρχεί. Κυρίαρχη θέση στην κοινωνία-θέατρο κατέχουν άνθρωποι που ξεγελούν τους διπλανούς τους και πολύ συχνά και τον ίδιο τον εαυτό τους υπηρετώντας μια κοινωνική ψευτοηθική η οποία αποδεικνύεται στην ασυνέπεια λόγων και πράξεων του σύγχρονου ανθρώπου. Έτσι, ο άνθρωπος αυτής της υποκριτικής ηθικής συνεχώς υπερασπίζεται τα δικαιώματα του παιδιού, και καλά πράττει, αλλά είναι έτοιμος να τα στερήσει από ένα αγέννητο βρέφος υπερασπιζόμενος τις αμβλώσεις.
Βγάζει πύρινους λόγους υπέρ των εργασιακών δικαιωμάτων και ταυτόχρονα τα αποστερεί από αυτούς που εργάζονται στην επιχείρηση του, αγωνίζεται για την δημοκρατία και ταυτόχρονα νομοθετεί ερήμην του λαού, κάνει διαδηλώσεις εναντίον της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος αλλά δεν είναι διαθέσιμος να στερηθεί τις απολαύσεις του όταν πρόκειται να το προστατέψει, υπερασπίζεται τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά δίνει χώρο στο δυτικό κόσμο σε θρησκευτικές ιδεολογίες οι οποίες τα καταπατούν, αγωνίζεται υπέρ της ειρήνης και ταυτόχρονα είναι έτοιμος να αναλάβει πολεμική δράση σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη, αγωνίζεται για την ελευθερία ενώ ταυτόχρονα ανέχεται τη δουλεία ανθρώπων σε ορισμένες γωνιές του πλανήτη.
Επιδιδόμαστε σε καλές πράξεις και φιλανθρωπίες για να εξασφαλίσουμε τον έπαινο και την κολακεία των ανθρώπων και όχι γιατί εκφράζουμε τα πραγματικά αισθήματα της καρδιάς μας. Αν και διακηρύσσουμε διάφορες ανθρωπιστικές αξίες πολύ συχνά δεν καταφέρνουμε να τις εφαρμόσουμε στον τρόπο συμπεριφοράς μας όντας πνευματικά ανέντιμοι. Είμαστε υποκριτές και παίζουμε θέατρο, όταν παρουσιαζόμαστε ότι ενδιαφερόμαστε για τους άλλους και ότι θυσιαζόμαστε γι’ αυτούς, ενώ επιδιώκουμε την εκμετάλλευση κάθε κατάστασης. Είμαστε υποκριτές και παίζουμε θέατρο, όταν προσποιούμαστε ότι ενδιαφερόμαστε για την δικαιοσύνη και την ισότητα, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε οι πιο άδικοι και οι μεγαλύτεροι τύραννοι στους γύρω μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ανθρωπιστικές ιδέες δεν έχουν αξία, διότι η αξία μιας ιδέας δεν έχει καμιά σχέση με την ειλικρίνεια του ανθρώπου που την εκφράζει. Οι ανθρωπιστικές αξίες πράγματι έχουν αξία, αλλά απλά ο σύγχρονος άνθρωπος είναι μια χειραγωγούμενη μαριονέτα μιας καλοσκηνοθετημένης θεατρικής παράστασης όπου σκηνοθέτης είναι τα διάφορα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.
Για τον Μέγα Βασίλειο ο υποκριτής μέσα στην καθημερινή και κοινωνική ζωή είναι ένας πρωταγωνιστής, ένας ηθοποιός στην τραγωδία και το θέατρο της ματαιότητας. Αναφέρει χαρακτηριστικά: “υποκριτής είναι αυτός πού στο θέατρο υποδύεται διαφορετικό πρόσωπο. Έτσι και σε τούτη τη ζωή πολλοί ενεργούν όπως οι θεατρίνοι. Άλλα έχουν μέσα στην καρδιά τους και άλλα δείχνουν εξωτερικά προς τους ανθρώπους”. Ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής μάς λέγει ότι αν κάποιος σε επαινεί υποκριτικά, περίμενε κάποια ώρα και κατηγορία από τον ίδιο. Είναι αυτές οι “προσωπίδες συμπεριφοράς” ανθρώπων που θέλουν να σε πείσουν ότι σ’ αγαπάνε πολύ μόνο με μια απλή γνωριμία και χωρίς κάποιο προφανή λόγο, που κλαίνε διαβάζοντας τα φαντασιολογήματα των ποιητών, αλλά τα αληθινά βάσανα των ανθρώπων τα παρακολουθούν με αδιαφορία, όπως μας επισημαίνει ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης.
Η συμπεριφορά του σύγχρονου ανθρώπου δεν κατευθύνεται από ενδόμυχες, ψυχολογικές διαθέσεις ή ηθικές και πνευματικές προοπτικές, αλλά προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των άλλων. Υποκύπτει στον καθωσπρεπισμό, όσο και αν αυτό του κοστίζει σε αυθεντικότητα, σκέπτεται, επικοινωνεί, ντύνεται και καταναλώνει όπως ο κοινωνικός περίγυρος επιβάλλει να το κάνει. Η κοινωνική αποδοχή και καταξίωση ανάγονται σε βασικό κριτήριο αξιολόγησης της συμπεριφοράς διότι έχουμε γαλουχηθεί να μας θαυμάζουν, να μας δίνουν συγχαρητήρια για τα όποια επιτεύγματα μας, να μας κολακεύουν. Αλλοιώνεται μέσα η εικόνα μας και φτιάχνουμε ένα τέλειο προσωπείο για να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο που μας θέλει τέλειους.
Ο κοινωνικός ρόλος, με αυτόν τον τρόπο, υποκαθιστά το προσωπικό ήθος. Μας διδάσκει ο όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: “όσο προχωρεί η κοσμική ευγένεια, τόσο χάνεται η απλότητα, η χαρά και το φυσικό ανθρώπινο χαμόγελο”. Βέβαια, συχνά χρειάζεται να κάνουμε κάποιες τυπικές ενέργειες, όπως το να καλημερίσουμε, να χαμογελάσουμε, ή να καλέσουμε κάποιον στο σπίτι μας, χωρίς κατά βάθος να το επιθυμούμε την ώρα που τα κάνουμε. Αυτά όμως, κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, μπορεί να μην συνιστούν υποκρισία, αν κίνητρό μας είναι να πολεμήσουμε άλλα πάθη όπως αυτό της μνησικακίας και της εχθρότητας. Μας προτρέπει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: “Αν δε μπορείς, μολονότι πάλεψες πολύ, να διαλύσεις τη μνησικακία, δείξε στον εχθρό σου, έστω με λόγια, ότι μετενόησες. Έτσι θα ντραπείς την παρατεινομένη υποκρισία σου, και θα τον αγαπήσεις ολοκληρωτικά, κεντώμενος και καιόμενος σαν με πυρ από τις τύψεις της συνειδήσεως”. Αυτή λοιπόν η «υποκριτική» μας στάση ίσως γίνει αφορμή να ξυπνήσουμε την εσωτερική καλή μας διάθεση και να καταφέρουμε πράγματι να είμαστε καλοί, ευγενείς, διαπνεόμενοι από αγάπη προς τους συνανθρώπους μας. Κατά συνέπεια βασικό κριτήριο για αν ορίσουμε μια πράξη ως υποκριτική ή απλά ευγενική είναι τι είδους κίνητρα, ιδιοτελή ή ανιδιοτελή αντίστοιχα, τη διαποτίζουν.
Αν η υποκρισία στη συμπεριφορά και στις σχέσεις των ανθρώπων είναι αποκρουστικό και κοινωνικά απαράδεκτο φαινόμενο, στα πλαίσια της χριστιανικής ζωής που διδάσκει το Ευαγγέλιο, αποτελεί σοβαρή πνευματική ασθένεια διότι η υποκρισία όταν καταλάβει την ψυχή του χριστιανού αλλοιώνει το φρόνημά του. Θύρα της υποκρισίας θα ονομάσει την υπερηφάνεια ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και ο όσιος Θαλάσσιος ο Λίβυος θα τονίσει ότι ιδίωμα της κενοδοξίας είναι η υποκρισία και το ψεύδος και αυτό διότι η επίδειξη, η μέριμνα για την εξωτερική εικόνα οδηγεί στην υποκρισία. Η κενοδοξία, δηλαδή η επιζήτηση του θαυμασμού των άλλων, όντας πρόδρομος της υπερηφάνειας, τρεφόμενη από την έκφραση της θετικής γνώμης των άλλων, αποζητά συνεχώς την επιβεβαίωση, την κολακεία, τον έπαινο, αναζητεί τα μεγαλεία, διακατέχεται από πνεύμα υψηλοφροσύνης και όταν εισπράξει τα ποθούμενα δίνει βήμα στην υπερηφάνεια. Αυτή η σοβαρή πνευματική ασθένεια μαθαίνεται διότι από μικρά παιδιά μαθαίνουμε να μειώνουμε τους άλλους για να αποδείξουμε στους γονείς και τους δασκάλους ότι είμαστε οι καλύτεροι. Κατακρίνουμε τους άλλους για να φανερώσουμε τον καθωσπρεπισμό μας διότι αν ο άλλος δεν είναι αμαρτωλός πως θα ξεχωρίσω εγώ που διακρίνομαι για την εξωτερική μου ευσέβεια; Μεγαλώνουμε ηλικιακά και αυξάνοντας το προσωπείο μας μικραίνουμε πνευματικά. Υποκρινόμενοι τους ευσεβείς επιδιώκουμε να επιδειχθούμε, να εντυπωσιάσουμε τους άλλους, να τους κάνουμε να μας προσέξουν, να σχηματίσουν καλή γνώμη για μας, να μας επαινέσουν. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί γνήσια ευσέβεια, ειλικρινής χριστιανική ζωή διότι δεν πηγάζει από την αγάπη προς τον Θεό αλλά από τη φιλαυτία μας, δηλαδή την παθολογική αγάπη για τον εαυτό μας.
Καύσιμη ύλη για τη φωτιά είναι τα ξερά ξύλα και για την υποκρισία είναι η κενοδοξία. Αυτή η ασθένεια της ψυχής, η κενοδοξία που παράγει την υποκρισία, αντιλαμβάνεται την παρουσία των άλλων και έχει μια περίεργη «μεταμορφωτική» δύναμη διότι είναι ικανή, όταν είναι παρόντες οι άλλοι να κάνει τους ράθυμους στην προσευχή «αδιαλείπτως προσευχομένους», τους φιλάργυρους αυτομάτως τους μεταποιεί σε ελεήμονες, τον ασεβή τον μεταλλάσσει σε ευσεβή, τον δύστροπο σε προσηνή και γλυκύτατο, τους οξύθυμους τους μεταμφιέζει σε πράους, τον σκληρόκαρδο σε φιλεύσπλαχνο, τον γαστρίμαργο σε νηστευτή, τον οκνηρό σε πρόθυμο εργάτη της αρετής και στους υπερήφανους τοποθετεί το προσωπείο της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας οι οποίοι είναι έτοιμοι να ομολογήσουν τα μικρά τους ελαττώματα μόνο και μόνο για να πείσουν ότι δεν έχουν μεγάλα. Όλα αυτά συμβαίνουν μέχρι να απομακρυνθούν οι παρόντες και όπως ο ηθοποιοί αφαιρούν το προσωπείο μετά το τέλος της παράστασης κατά τον ίδιο τρόπο ο υποκριτής αφαιρεί αυτόν τον επίπλαστο «εαυτό» διότι η υποκρισία είναι μια διπλή ζωή, είναι μια κατάσταση όπου το σώμα, οι εξωτερικές δηλαδή εκδηλώσεις, ευρίσκεται σε αντίθεση με την ψυχή, όπως λέγει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Βέβαια το απόγειο της υποκρισίας είναι όταν ο άνθρωπος παύει να αντιλαμβάνεται την απάτη του, αυτός που ψεύδεται με ειλικρίνεια, όντας ηθοποιός στο θέατρο της ζωής του! Όμως η αχίλλειος πτέρνα ενός υποκριτή είναι ότι υποτιμά την νοημοσύνη των ανθρώπων με τους οποίους συνδιαλέγεται. Με την πάροδο του χρόνου, ψέμα στο ψέμα, ο υποκριτής έχει φθάσει σ’ ένα αδιέξοδο, τα υποτιθέμενα χαρίσματα είναι χωρίς αντίκρισμα και τελικά ο κενόδοξος αιχμαλωτίζεται στο δίχτυ που ο ίδιος απλώνει για τους άλλους διότι είναι ευκολότερο να προσποιείσαι ότι είσαι αυτό που δεν είσαι, από το να κρύψεις αυτό που πραγματικά είσαι. Πέφτοντας το προσωπείο που φορούμε αποκαλύπτεται πόσο διαφορετικοί είμαστε από αυτό που φαινόμαστε και πόσο προσποιητή είναι η συμπεριφορά που δείχνουμε προς τους άλλους. Γι’ αυτό το λόγο ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μάς επισημαίνει ότι “η κενοδοξία πολλές φορές αντί για τιμή προξένησε ατιμία”.
Υποκρισία στην εν γένει θρησκευτική ζωή έχουμε όταν τα ασήμαντα παίρνουν πρωτεύουσα θέση και παραθεωρούνται οι βασικές διατάξεις της αγάπης όπως ακριβώς έπρατταν οι Φαρισαίοι οι οποίοι έδιναν έμφαση στην τυπολατρία, ενώ ήταν διεφθαρμένοι, φιλάργυροι, εγωιστές, άπληστοι και ισχυρίζονταν ότι ο Ιησούς ήθελε να καταργήσει τον Μωσαϊκό νόμο. Εγκλωβισμένοι στην επιφάνεια της πνευματικής ζωής με την εύκολη τήρηση των δευτερευουσών διατάξεων δημιουργείται το προσωπείο της εξωτερικής ευσέβειας «προς το θεαθήναι» και έτσι “παρουσιάζεται δυσαρμονία μεταξύ της ψεύτικης εξωτερικής θρησκευτικής επιφάνειας και του πραγματικού εσωτερικού βάθους του ανθρώπου” (Ι. Καραβιδόπουλος).
Η θρησκευτική υποκρισία ενδιαφέρεται για μία επιδερμική ηθική για τους τρόπους εξωτερικής συμπεριφοράς και όχι για το ζήλο της μετανοίας. Εγκλωβιζόμαστε σε τύπους και σε σχήματα, αγνοώντας την ουσία, αρκούμαστε σε ηθικολογίες αγνοώντας την καρδιακή επικοινωνία με το Θεό. Ακόμη και οι καλές μας πράξεις δηλώνουν ιδιοτέλεια, τρόπος να καλύψουμε την μειονεξία μας και όχι την υπαρκτική αλλοίωση του «είναι» μας μέσα από μια προοπτική υπαρξιακής αναμορφώσεως και τελειώσεως η οποία συντελείται με την επαφή μας με τον ζώντα Θεό. Προσπαθούμε να αλλάξουμε εξωτερικά και η αρρωστημένη μας θρησκευτικότητα μάς επιβάλλει να διασφαλίζουμε την προσωπική μας αξία αλλά όχι τη σχέση μας με το Θεό. Η στείρα τυπολατρία μάς εμποδίζει να νιώσουμε τη δροσερή αύρα του Θεού. Ερμηνεύουμε το θέλημα του Θεού επιφανειακά, κρατώντας τον τύπο και τηρώντας το γράμμα του νόμου και όχι βιώνοντας την ουσία της Χριστιανικής πίστης. Η επικέντρωση σε θέματα τυπολατρείας και όχι ουσίας, “της ρηχότητος και όχι του βάθους, της επιφάνειας και όχι του πνεύματος δημιουργεί μία κατάσταση νοσηρή”(μοναχός Μωυσής Αγιορείτης).
Ο ηθικισμός των διαφόρων αιρετικών είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα υποκρισίας. Η υποκρισία μολύνει ακόμη και τις ενάρετες πράξεις και ο άγιος Ιωάννης ο Κλίμακος, χρησιμοποιεί ένα χαριτωμένο περιστατικό, για να αναλύσει αυτήν την κάλπικη πλευρά της πνευματικής ζωής που πολλές φορές καλλιεργούμε οι πιστοί. Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Μερικές φορές, καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές, αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, και έναν βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπεπλεγμένες μαζί τους”. Είναι ακριβώς αυτή η «αλαζονεία της αρετής» που εντοπίζεται σε πολλούς θρησκευόμενους. Αντίθετα, όταν η εργασία των αρετών γίνεται με επίγνωση και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, έξω από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, οδηγεί τον άνθρωπο στην προκοπή της ταπείνωσης και της απάθειας(άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός).
Αν αποφασίσουμε να μάθουμε την αλήθεια τόσο για τον εαυτό μας όσο και για τους άλλους, αν αποφασίσουμε να σταματήσουμε να χτίζουμε ένα φανταστικό «εγώ» το οποίο το προβάλλουμε στον κοινωνικό μας περίγυρο, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να είμαστε αυθεντικοί και ειλικρινείς. Η ειλικρίνεια είναι αποστροφή της προσποίησης. Η προσποίηση καταστρέφει την ενότητα της προσωπικότητάς μας καθώς μάς κάνει άλλο να φαινόμαστε εξωτερικά και άλλο να είμαστε πραγματικά, διαστρέφει την ουσία της πνευματικής ζωής διότι ευχαριστεί τη φιλαυτία, τη φιλοδοξία και τη φιλαρέσκεια.
Όσο περισσότερο ο άνθρωπος αγαπάει τον εαυτό του, τόσο περισσότερο γίνεται εξαρτημένος από την γνώμη των γύρω ανθρώπων. Όμως ο Χριστός μάς διδάσκει να αποποιούμαστε το ψεύδος, τον εγωισμό και όλους αυτούς τους εξωτερικούς τύπους της καλής και αυτοδικαιωτικής συμπεριφοράς. Και ενώ οι παραλείψεις, οι αδυναμίες συγχωρούνται, δεν συγχωρείται όμως η υποκρισία. Αν αποφασίσεις, λοιπόν, να ζήσεις έντιμα και αυθεντικά πρέπει να εξετάζεις διαρκώς τις ανακολουθίες σου και να τις αντιμετωπίζεις με ειλικρίνεια και χωρίς δικαιολογίες. Η θεραπεία της υποκρισίας αναδύεται μέσα από την αυτογνωσία που οδηγεί στη μετάνοια η οποία ισοδυναμεί με μια υπαρξιακή αλλαγή.
Καλείσαι να ξεκινήσεις μια πορεία αυτογνωσίας, να κατανοήσεις δηλαδή εν αισθήσει καρδίας την αληθινή φύση της πνευματικής σου ασθένειας διότι αυτός που δεν είδε το εσωτερικό του σκοτάδι δεν ψάχνει για το φως.
Καλούμαστε να απηυδήσουμε από τα δήθεν κατορθώματα του εαυτού μας, ώστε εν πορεία μετανοίας να εσωτερικεύσουμε την προσπάθεια καλλιέργειας του έσω ανθρώπου. Μάθε να φροντίζεις ώστε η καλοσύνη, η ευγένεια, να γίνουν καταστάσεις εσωτερικές του ψυχικού σου κόσμου, και όχι ψεύτικα προσωπεία που φορούμε για να κάνουμε καλή εντύπωση στους άλλους.
Καλούμαστε να διαρρήξουμε το προσωπείο της αρετής για να αναδυθεί το αυθεντικό μας πρόσωπο διότι ο “Θεός παρακολουθεί την καρδιά μας και ελέγχει το περιεχόμενό της”, όπως μας νουθετεί ο όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης. Για να κατορθωθεί αυτό, πρέπει πρώτα να αντιληφθείς ότι η αξία της ζωής σου κρίνεται, όχι από τις ποικίλες γνώμες άλλων ανθρώπων για το άτομό σου, αλλά από την εσωτερική μαρτυρία της συνείδησής σου. Ελευθερώσου απ’ όλες εφήμερες δεσμεύσεις και ψευδαισθήσεις του παρόντος κόσμου ώστε να κατανοήσεις ότι δεν έχεις ανάγκη να συμβιβασθείς με αυτές ώστε να επιτύχεις αποδοχή και έπαινο.
Αγκάλιασε το μεγαλείο της έσχατης απλότητας. Να είσαι ειλικρινής και ευθύς σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής σου. Αυτό προϋποθέτει κόπο, αγώνα και άσκηση, διότι αν και από καιρό σε καιρό ξεπηδά από μέσα μας κάτι γνήσιο, ωστόσο, ο αληθινός εαυτός μας βγαίνει στην επιφάνεια μόνο μέσα από τις οδύνες της πνευματικής και σωματικής ασκήσεως. Είναι ακριβώς αυτός ο ανελέητος διαρκής αγώνας που διαδραματίζεται μέσα στα εσώψυχα του ανθρώπου ανάμεσα στην ειλικρινή προσωπικότητα και στην ψεύτικη και υποκριτική στάση.
Πρέπει λοιπόν να στοχεύεις στην εσωτερική σου καλλιέργεια και όχι απλά να προσποιείσαι πως συμπαθείς αυτούς που προσποιούνται ότι σε συμπαθούν διότι ο πνευματικός άνθρωπος δεν είναι ο «καθώς πρέπει» άνθρωπος αλλά καθώς ο Θεός θέλει. Απαλλαγμένοι από την ιδιοτέλεια και τους ιδεοψυχαναγμασμούς της συμβατικότητας καλούμαστε να καλλιεργούμε τις αρετές όχι για να γίνουμε αρεστοί στους γύρω μας αλλά για να υπηρετούμε την αγάπη και μόνο προς το Θεό και τους συνανθρώπους μας.
Ας φύγωμε λοιπόν μακρυά από τον κρημνό της υποκρισίας και την προσποιητή συμπεριφορά. Να αφήσουμε το Θεό να ξεχυθεί, να πλημμυρίσει την ύπαρξη μας. Να θεραπεύσουμε με την άσκηση και την τήρηση των εντολών τη φιλαυτία μας ώστε να πορευθούμε προς τη φιλαδελφία και από εκεί στη φιλοθεΐα ώστε να γινόμαστε αρεστοί ενώπιον του Θεού και όχι ενώπιον των ανθρώπων.
Αν γίνουμε αρεστοί ενώπιον του Θεού είναι βέβαιο ότι θα γίνουμε και αρεστοί ενώπιον των ανθρώπων διότι ο ενάρετος παρομοιάζεται με πόλη χτισμένη επάνω σε όρος και όπως μάς διαβεβαίωσε ο Κύριος μας “οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη ” (Ματθ.5,14).
Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ