Αγιογράφος: ο καταγινόμενος με την ιστόρηση ιερών εικόνων και γενικά την αγιογραφία.
Αμπελικός: ο επιμελούμενος τον αμπελώνα.
Αντιπρόσωπος: ο εκπρόσωπος της Μονής στην Ιερά Κοινότητα.
Αρσανάρης: ο υπεύθυνος για τον αρσανά, λιμενίσκο γενικά της Μονής.
Αρχειοφύλαξ: ο υπεύθυνος του αρχείου.
Αρχοντάρης: ο αρμόδιος για το αρχονταρίκι και τη φιλοξενία των επισκεπτών και προσκυνητών.
Βαγενάρης: ο υπεύθυνος του βαγεναριού (κρασαριού).
Βδομαδιάρης: ο ιερομόναχος που εφημερεύει τη βδομάδα.
Βηματάρης: ο επιμελούμενος το ιερό βήμα του καθολικού με τα ιερά λείψανα, σκεύη, άμφια κλπ.
Βιβλιοδέτης: ο μοναχός που δένει βιβλία.
Βιβλιοφύλαξ: ο βιβλιοθηκάριος.
Βορδονάρης: ο ημιονηγός, επιμελείται και τον σταύλο και τη χορταποθήκη.
Βυρσοδέψης: ο μοναχός που κατεργάζεται τα δέρματα.
Γηροκόμος: ο μοναχός που περιποιείται τους γέροντες μοναχούς στο γηροκομείο.
Γιδάρης: ο μοναχός που φροντίζει τα γίδια στο μετόχι.
Γραμματικός: ο επιμελούμενος τη γραμματεία, αλληλογραφία κλπ της Μονής.
Δευτερεύων: ο αναπληρωτής του διαβαστή.
Διαβαστής: ο αναγνώστης στην τράπεζα.
Δοχειάρης: ο υπεύθυνος του δοχειού (αποθήκης τροφίμων).
Εκκλησιαστικός: ο αρμόδιος για το ναό.
Επιστάτης: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνεται από τα 15 μοναστήρια που δικαιούνται κάθε 5 χρόνια συμμετοχή στην Επιστασία.
Επιστημονάρχης: ο επόπτης των διαφόρων διακονημάτων.
Εσοδιαστής: ο μοναχός που φέρνει τη σοδειά από το μετόχι.
Ηγούμενος: ο αρχιμανδρίτης, ο πνευματικός ηγέτης του μοναστηριού ιερομόναχος, ο πατέρας όλων των μοναχών.
Ηγουμενιάρης: ο εντεταλμένος με τη φροντίδα του ηγουμένου.
Ιεροψάλτης: καλλίφωνος μοναχός που ψέλνει στο δεξιό ή αριστερό αναλόγιο.
Καϊκτζής: ο καπετάνιος του καϊκιού της μονής.
Κανονάρχης: ο μοναχός που κανοναρχεί τους ψάλτες.
Κεχαγιάς: ο μοναχός που φροντίζει στο μετόχι τα πρόβατα.
Κηροπλάστης: ο μοναχός που κατασκευάζει τα κεριά.
Κοιμητηριάρης: ο υπεύθυνος για το κοιμητήριο και οστεοφυλάκιο της μονής.
Κολλυβάς: καλλιτέχνης μοναχός που φτιάχνει τα κόλλυβα των πανηγύρεων.
Κονακτζής: ο επιμελούμενος το Αντιπροσωπείο (κονάκι) της μονής στις Καρυές, όπου διαμένει ο αντιπρόσωπος της μονής στην Ιερά Κοινότητα.
Κουρτζής: ο υπεύθυνος για το δάσος της μονής.
Κωδωνοκρούστης: ο μοναχός που κρούει τις καμπάνες.
Μάγειρος: ο μοναχός που ετοιμάζει το φαγητό για την τράπεζα.
Μαραγκός: ο ξυλουργός της μονής.
Μάγκιπος: ο φούρναρης.
Μυλωνάς: ο υπεύθυνος του μύλου
Νοσοκόμος: ο μοναχός που φροντίζει τους ασθενείς στο νοσοκομείο της μονής.
Ξενοδόχος: βλ. αρχοντάρης.
Οδηγός: οδηγεί τα τροχοφόρα (αυτοκίνητα) της μονής.
Οικονόμος: ο υπεύθυνος για τους εργάτες και τις γενικές εργασίες της μονής, εκτελεί και χρέη δοχειάρη. Στη Μεγίστη Λαύρα ο οικονόμος λέγεται παραοικονόμος, γιατί Οικονόμισσα θεωρείται η Παναγία.
Περβολάρης: ο κηπουρός.
Πνευματικός: ο εξομολόγος.
Πορτάρης: ο φύλακας του πυλώνα της μονής.
Προβατάρης: βλ. κεχαγιάς.
Προσμονάριος: διακονητής σε θαυματουργή εικόνα.
Προσφοριάρης: ο μοναχός που παρασκευάζει τα πρόσφορα.
Πρώτος: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνει μια από τις 5 μονές που δικαιούνται για πρωτεπιστάτη, κάθε 5 χρόνια όταν έχει σειρά το μοναστήρι.
Ράφτης: ο μοναχός που ράβει τα ζωστικά, τα άμφια κλπ των αδελφών.
Σκευοφύλαξ: ο υπεύθυνος για το σκευοφυλάκιο (κειμηλαρχείο) της μονής.
Ταυριάρης: ο μοναχός που φροντίζει τα βόδια.
Ταχυδρόμος: ο μοναχός που μεταφέρει την αλληλογραφία.
Τζαγκάρης: κατασκευάζει τις παντούφλες και τα υποδήματα των μοναχών.
Τραπεζάρης: ο διακονητής της τράπεζας.
Τσέλιγκας: ο βοσκός του ποιμνίου.
Τυπικάρης: ο αρμόδιος για το τυπικό και επιμελούμενος το τυπικαριό.
Φαρμακοποιός: παρασκευαστής φαρμάκων και αλοιφών από βότανα (σήμερα ο υπεύθυνος του φαρμακείου).
Χαλκάς: κατασκευάζει τα χαλκωμένα σκεύη.
Χατλάρης: βλ. βορδονάρης.
Ψαράς: αλιεύει ψάρια για διατροφή των αδελφών τις επίσημες ημέρες.
Ωρειάριος: ο υπεύθυνος για το ωρειό (αποθήκη σιταριού).