Ὑπόσχεση τῆς Παναγίας
Ὁ Γέροντας εἶδε στὸν ὕπνο του ὅτι θὰ πήγαινε μακρινὸ ταξίδι καὶ ἑτοίμαζε τὰ χαρτιά του. Ἦταν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι καὶ ὅτι ἑτοίμαζαν καὶ αὐτοὶ τὰ δικά τους. Παρουσιάστηκε τότε μιὰ ὡραία, μεγαλοπρεπὴς γυναίκα, ντυμένη στὰ χρυσά. Τοῦ πῆρε τὰ χαρτιά, τὰ ἔβαλε στὸν κόρφο της καὶ τοῦ εἶπε ὅτι αὐτὴ θὰ τὰ τακτοποιήσει, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν εἶναι καιρὸς νὰ φύγη, εἶναι νωρίς. Προηγουμένως ὁ Γέροντας εἶχε προσευχηθῆ: «Παναγιά μου, τὸ διαβατήριο καὶ τὰ χαρτιά μου δὲν εἶναι ἕτοιμα», μὲ συναίσθηση ὅτι εἶναι ἀνέτοιμος νὰ ἀναχωρήση γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Ὅταν ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν Γεθσημανή, μὲ ἔκπληξη ποὺ διαπίστωσαν καὶ οἱ συνοδοί του, ἀντίκρυσε στὸ πρόσωπο τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς Ἱεροσολυμίτισσας τὴν «Κυρία» ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ὄνειρό του. Ἔτσι συνειδητοποίησε ὅτι Αὐτὴ ποὺ τοῦ παρουσιάστηκε ἦταν ἡ Παναγία καὶ τὸ μεγάλο ταξίδι ἦταν ἡ ἀναχώρηση ἀπ’ αὐτὴ τὴν ζωή, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν ἦταν ἡ ὥρα.
Εὐλογίες ἀπὸ τὴν Παναγία
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἦταν Δεκαπενταύγουστος. Ὕστερα ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία μὲ ἔστειλε ὁ Γέροντας γιὰ μιὰ ἐργασία. Ἤμουν ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ τὴν προηγούμενη ἀγρυπνία, καὶ μετὰ τὴν θεία Λειτουργία δὲν ἔφαγα, γιατὶ δὲν μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας. Ἔφθασα στὴν Ἰβήρων καὶ περίμενα τὸ «μοτόρι» (καραβάκι). Ἐνῷ θὰ ἐρχόταν τὸ μεσημέρι, ἔφθασε τὸ βράδυ καὶ ἀκόμα νὰ φανῆ. Ἤμουν τελείως ἐξαντλημένος. Λέω νὰ κάνω ἕνα κομποσχοίνι στὴν Παναγία κάτι νὰ μοῦ οἰκονομήση. Ἀλλὰ μετὰ λέω στὸν ἑαυτό μου: «Βρὲ χαμέ-νε, γιὰ τέτοια μικροπράγματα θὰ ἐνοχλεῖς τὴν Παναγία;». Δὲν πρόλαβα νὰ τελειώσω καὶ ἔρχεται ἕνας ἀδελφὸς ἀπὸ μέσα. Μοῦ δίνει ἕνα δεματάκι καὶ λέει: «Νά, ἀδελφέ, γιὰ τὴν χάρι τῆς Κυρίας Θεοτόκου». Τὸ ἄνοιξα. Εἶχε μέσα μισὸ ψωμάκι, σύκα καὶ σταφύλια. Μόλις κρατήθηκα ἀπὸ τὰ κλάματα μέχρι νὰ φύγη ὁ ἀδελφός». Αὐτὸ συνέβη στὸ κιόσκι τῆς Ἰβήρων. Καὶ ἄλλοτε ἔλαβε ἀμεσώτερη πείρα τῆς θεομητορικῆς προνοίας στὸν Ἀρσανὰ τοῦ αὐτοῦ Μοναστηριοῦ. Τὰ δύο γεγονότα ἔχουν μεταξύ τους πολλὲς ὁμοιότητες ἀλλὰ καὶ ἀρκετὲς διαφορές. Καὶ στὴν δεύτερη περίπτωση ἦταν ἄγρυπνος καὶ νηστικὸς καὶ περίμενε τὸ «μοτόρι». Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἀπὸ τὴν ἐξάντληση δὲν αἰσθανόμουν καλά. Φοβήθηκα νὰ μὴν λιποθυμήσω ἐκεῖ καὶ μὲ δοῦν οἱ ἐργάτες. Γι’ αὐτὸ ἔκανα κουράγιο καὶ πῆγα πίσω ἀπὸ μιὰ ντάνα ξύλα». Σκέφθηκα πρὸς στιγμὴν νὰ παρακαλέσω τὴν Παναγία καὶ ἀμέσως εἶπα στὸν ἑαυτό μου: «Ἄθλιε, τὴν Παναγία γιὰ τὸ ψωμάκι τὴν ἔχουμε;». »Καὶ μόλις εἶπα αὐτό, νά ἡ Παναγία καὶ μοῦ ἔδωσε ζεστὸ ψωμὶ καὶ σταφύλι! Ἔ, ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα μετά...». Κάποιος, τὸν ὁποῖον ὁ Γέροντας θεράπευσε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, ἀκούγοντας τὴν διήγηση, ρώτησε ἔκπληκτος:
– Καλά, Γέροντα, μετὰ ποὺ ἔφαγες τὶς
ρόγες τοῦ σταφυλιοῦ, τὸ κοτσάνι σοῦ
ἔμεινε στὸ χέρι;
- Καὶ τὸ κοτσάνι καὶ ψίχουλα, ἀπάντη-
σε μὲ ἔμφαση.
Νυκτερινὴ ἐπίσκεψη τῆς Παναγίας
Δύο εὐλαβεῖς γυναῖκες ἀπὸ τὴν Κόνιτσα, ἡ κυρία Πόπη Μουρελάτου καὶ ἡ κυρία Πηνελόπη Μπαρμπούτη, βοηθοῦσαν στὴν καλλιέργεια τοῦ κήπου. Ἕνα βράδυ, μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο, πῆγαν στὸν ξενώνα καὶ ἔπεσαν νωρὶς νὰ κοιμηθοῦν. Ξύπνησαν, ὅταν ἄκουσαν νὰ χτυπᾶ τὸ σήμαντρο. Βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὸ δωμάτιο. Εἶδαν τὸν Γέροντα νὰ βγαίνη ἀπὸ τὸ Κελλί του καὶ μάλιστα τὶς εἶπε: «Εὐλογημένες, δὲν σᾶς εἶπα νὰ μὴ χτυπᾶτε τὴ νύχτα τὸ σήμαντρο;». Μὲ ἀπορία ἀπάντησαν ὅτι αὐτὲς δὲν ἔκαναν κάτι τέτοιο, καὶ συγχρόνως βλέπουν μιὰ γυναίκα νὰ ἐξαφανίζεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὴν εἶδαν ἀπὸ τὸ πλάι, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ὦμο καὶ κάτω, τὸ χέρι της καὶ τὸ μαφόριο. Ἦταν ἡ Παναγία, ποὺ ἡ νυχτερινὴ ἐπίσκεψή της ἀναγγέλθηκε μὲ τὸ αὐτόματο χτύπημα τοῦ σημάντρου. Ὁ Γέροντας, ἐνῷ μέχρι τότε μιλοῦσε δυνατά, ὕστερα ἀπὸ εὐλάβεια καὶ δέος, ἔκανε σιωπηλὰ νόημα στὶς δύο γυναῖκες νὰ πᾶνε στὸ δωμάτιό τους, καὶ ὁ ἴδιος μπῆκε στὸ Κελλί του. Κατὰ τὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα τὶς φώναξε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔκαναν Παράκληση. Ἔπειτα τὶς εἶπε: «Σᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ εἴδατε τὴν Παναγία, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ πεῖτε πουθενά».
Τοῦ Ἱερομονάχου Ἰσαάκ
ΠΗΓΗ : + ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΙΣΑΑΚ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2004. σσ. 114, 142, 291. http://tribonio.blogspot.gr/2016/08/blog-post_60.html