Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου (+28 Ιουλίου)

Βιογραφία της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου - τα μήλα του Παραδείσου - υμνολογία -εικονογραφία - βίντεο για παιδιά.


Eιρηνικώς έζησας Eιρήνη πάλαι,
Kαι νυν κατοικείς ένθα ειρήνη βρύει.


Στις 28 Ιουλίου η αγία Εκκλησία μας τιμά τη «μνήμη της οσίας Μητρός ημών Ειρήνης της εκ Καππαδοκίας, ασκησάσης εν τη Μονή Χρυσοβαλάντου».
Η οσία Ειρήνη έζησε κατά τον 9ο και 10ο αιώνα και η νεότητά της συνδέεται με τη βασιλική αυλή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, την περίοδο πού είχε λήξει η εικονομαχία και αναστηλωθεί οι ιερές εικόνες μετά το θρίαμβο της Ορθοδοξίας (843).
Ο Φιλάρετος, που ήταν ευνοούμενος και αφοσιωμένος στρατηγός στο Θεόφιλο και τη Θεοδώρα (η οποία ανέλαβε το βασιλικό θρόνο μέχρι την ενηλικίωση του γιού της), είχε στην Καππαδοκία δύο κόρες, την Καλλίνικη και την Ειρήνη. Μετά τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του Ζωής, την επιμέλεια της ανατροφής τους είχε αναλάβει η αδελφή του και θεία τους Σοφία, πού αφοσιώθηκε στο έργο αυτό με όλη την ψυχή της.
Στο μοναστήρι Χρυσοβαλάντου
Καθώς πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη για να είναι μία από τις υποψήφιες νύφες του αυτοκράτορα, επισκέφτηκε έναν άγιο άνθρωπο τον Ιωαννίκιο. Οποίος την αποκάλεσε με το όνομα της και την προέτρεψε να μην πάει στην Κωνσταντινούπολη αλλά να πάει στη Μονή Χρυσοβαλάντου που την χρειάζεται.
Ακολουθώντας την πρόρρηση του Γέροντος Ιωαννικίου δεν άργησε να πορευθεί προς τη Μονή. Η ηγουμένη τη δέχθηκε με καλοσύνη και αγάπη• και την έθεσε κάτω από τη δική τηςπνευματική επίβλεψη. Η Ειρήνη, παρά την ευγενική καταγωγή της, έχοντας τη χάρη του Θεού, με προθυμία επιδόθηκε και στα πιο ταπεινά και δύσκολα διακονήματα και σύντομα ο αγώνας της καρποφόρησε.


Αναδεικνύεται ηγουμένη με τρόπο θαυμαστό
Ύστερα από μερικά χρόνια αρρώστησε η ηγουμένη. Επιθυμία της Γερόντισσας ήταν να γίνει ηγουμένη η Ειρήνη. Όταν είπε στις μοναχές την επιθυμία της, η Ειρήνη δεν ήταν παρούσα. Εκείνες μάλιστα δεν της ανέφεραν τίποτε σχετικό, επειδή φοβήθηκαν μήπως από τη μεγάλη ταπεινοφροσύνη της φύγει από το μοναστήρι, για να μη γίνει ηγουμένη.
Οι ηλικιωμένες μοναχές πρότειναν να πάνε όλες μαζί στον Πατριάρχη, στην Κωνσταντινούπολη, για να επιλέξει αυτός οποία τον φωτίσει ο Θεός. Φτάνοντας στον Πατριάρχη τους είπε: «Εγώ γνωρίζω ότι όλες σας θέλετε την τιμία και σεμνοτάτη Ειρήνη  και η απόφασή σας είναι καλή και θεάρεστη. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος πού μου φανέρωσε την αρετή αυτής της δούλης του». Έτσι όρισε την Ειρήνη ηγουμένη της Μονής.


Καθοδηγεί τις μοναχές με σύνεση και σοφία
Ως ηγουμένη η Ειρήνη συνέχισε και επέτεινε τους πνευματικούς της αγώνες, συναισθανόμενη την ευθύνη του διακονήματος πού έθεσε στους ώμους της ο Ιησούς Χριστός. Προσευχόταν και νήστευε ακόμα περισσότερο. Ήταν τόση η επιθυμία της να σωθούν όλες οι μοναχές, πού τόλμησε από αγάπη υπέρμετρη και όχι εγωισμό να ζητήσει από τονΚύριο να της χορηγήσει το προορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει «τα απόκρυφα πταίσματα πασών των αδελφών… διά να τάς διορθώνη, να μη κολάζωνται». Και ο δωρεοδότης Ιησούς Χριστός, βλέποντας ότι ο σκοπός της ήταν καλός, της έστειλε άγγελο πού της αποκάλυψε ότι προστάχθηκε από τον Κύριο να στέκεται πάντοτε πλησίον της και να της φανερώνει κάθε μέρα τα απόκρυφα παραπτώματα όχι μόνο των μοναχών αλλά και των προσκυνητών της Μονής.
ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ
Ο διάβολος τη φθονεί
Η φήμη του προορατικού της χαρίσματος δεν άργησε να διαδοθεί και να φτάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα πολλοί χριστιανοί να σπεύδουν στο μοναστήρι για να δούν το σεβάσμιο πρόσωπο της και να ακούσουν «λόγον ἀγαθόν». Παρά ταύτα εκείνη δεν μείωσε καθόλου τον πνευματικό της αγώνα για την προσωπική τελείωσή της, γεγονός πού ενοχλούσε τον μισόκαλο δαίμονα, πού δοκίμασε άλλη μια φορά να την εμποδίσει από την ολονύχτια προσευχή της. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ, καθώς εκείνη προσευχόταν με κατάνυξη, ένας δαίμονας άναψε κερί από το καντήλι και έβαλε φωτιά στο κουκούλι της Ειρήνης. Η φλόγα άρχισε να καίει κατόπιν τα μαλλιά, το φόρεμα και τις σάρκες της αγίας Ειρήνης, η οποία ακίνητη, ενώ καιγόταν, συνέχιζε την προσευχή της. Και θα είχε καεί ζωντανή, αν μία αδελφή από διπλανό κελί δεν οσμιζόταν καμένη σάρκα και δεν έτρεχε να σβήσει με νερό τη φωτιά! Η ηγουμένη την επέπληξε λέγοντάς της, όπως αναφέρει ο Συναξαριστής: «Γιατί μού προξένησες, παιδί μου, τόσο κακό και μού στέρησες τέτοια αγαθά; Δεν πρέπει να φρονούμε τα των ανθρώπων αλλά τα του Θεού. Λίγο πριν μπροστά μου έβλεπα έναν άγγελο πού έπλεκε για μένα στεφάνι κι όταν άπλωνε το χέρι του για να με στεφανώσει, ήρθες εσύ και από ευγνωμοσύνη προκάλεσες χειρότερα της αγνωμοσύνης. Βλέποντάς σε ο άγγελος έφυγε και μού έδωσες λύπη και απερίγραπτη ζημία».
Από το μισοκαμμένο σώμα της έβγαινε ευωδία πού νικούσε όλα τα μύρα και τα πολύτιμα αρώματα, ενώ ο Ιησούς, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, γιάτρεψε τα μέλη της πού είχαν εγκαύματα, αυξάνοντας της και το προορατικό χάρισμα.
Τα κυπαρίσσια λυγίζουν τις κορυφές τους
αρχείο λήψης (31)
Πολλές φορές προσευχόταν ολόκληρο ημερονύκτιο. Άλλοτε επί δύο ή τρεις ημέρες και καμιά φορά ολόκληρη εβδομάδα, πάντοτε με υψωμένα τα χέρια της. Τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή έως το Πάσχα δεν έτρωγε ψωμί, παρά μόνο λίγα φρούτα και λαχανικά και έπινε ελάχιστο νερό. Από την αυστηρή αυτή νηστεία είχε γίνει λιπόσαρκη. Όταν ο καιρός το επέτρεπε έβγαινε τα μεσάνυχτα στον αύλειο χώρο της Μονής και προσευχόταν με κατάνυξη, υψώνοντας το βλέμμα της στο κάλλος του ουρανού. Γράφει ο Συναξαριστής της:
«Κατά θεία οικονομία, για να μη μείνει άγνωστη μια μεγάλη θαυματουργία, πού έγινε αρκετές φορές στο προαύλιο, έτυχε και βγήκε ήσυχα ένα βράδυ κάποια αδελφή από το κελί της. Και βλέπει την αγία πού προσευχόταν, χωρίς να εγγίζουν τη γη τα πόδια της. Αλλά στεκόταν στον αέρα, δύο πήχεις επάνω. Και κοντά της ήταν δύο κυπαρίσσια πολύ υψηλά. Τα οποία έγερναν τις κορυφές τους μέχρι το χώμα και παρέμεναν έτσι (ώ του εξαισίου θαύματος!) όση ώρα η αγία προσευχόταν. Και όταν τελείωσε, πήγε και στα δύο και αγγίζοντας τις κορυφές τους τα ευλόγησε στο σχήμα του σταυρού και τότε υψώθηκαν κι αυτά και επανήλθαν στην κανονική τους θέση». Η αδελφή νομίζοντας ότι όσα έβλεπε ήταν καρπός της φαντασίας της δεν είπε σε καμία μοναχή τίποτε. Μετά όμως από κάποιες ημέρες είδαν όλες τους στις κορυφές εκείνων των κυπαρισσιών δύο μαντήλια, πού είχε κρεμάσει η αγία Ειρήνη «εις δόξαν Θεού». Στην απορία των αδελφών πώς βρέθηκαν εκεί, η μοναχή πού είχε προσωπική γνώση του πράγματος διηγήθηκε σε όλες τι συνέβαινε κι εκείνες τηςπαραπονέθηκαν γιατί δεν τις ξύπνησε να ιδούν «τοιούτον εξαίσιον θέαμα».


Όταν η αγία Ειρήνη πληροφορήθηκε την πράξη της μοναχής αυτής την επέπληξε με αγάπη λέγοντάς της: Αν με έβλεπες να αμαρτάνω ως άνθρωπος, θα φανέρωνες και την αμαρτία μου; Ζήτησε δε από όλες τις αδελφές να μη φανερώνουν σε κανέναν, ενόσω εκείνη ζει, τα τυχόν θαυμάσια πού βλέπουν.
Γιατί στη μνήμη της Οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου ευλογούνται τα μήλα;
Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας ἡ γιορτὴ τοῦ μεγάλου Βασιλείου καὶ μετὰ τὴν τέλεση τοῦ ἑσπερινοῦ, ἡ ἁγία ξαγρυπνοῦσε προσευχόμενη. Πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ ὄρθρου καὶ τότε ἡ Εἰρήνη ἀκούει κάποια φωνὴ νὰ τῆς λέει: «Ὑποδέξου τὸ ναυτικὸ ποὺ σοῦ φέρνει τὰ ἑσπεριδοειδῆ καὶ φάε νὰ εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή σου».
Πράγματι, ἡ ὁσία Ἡγουμένη τοῦ Χρυσοβαλάντου συνάντησε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀκούει νὰ τῆς ἐξιστορεῖ τὴν ἑξῆς θαυμάσια ἱστορία: Ἦταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ἑνὸς καραβιοῦ, ἀπὸ τὴν ἱερὴ Πάτμο. Ἀπέπλευσε μὲ τὸ πλοῖο του ἀπὸ τὸ βόρειο τμῆμα τοῦ νησιοῦ γιὰ τὴν Πόλη καὶ βρισκόταν λίγα μέτρα ἀπὸ τὴ στεριά, ὅταν βλέπει ἐκεῖνος καὶ οἱ ναῦτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα νὰ τοὺς φωνάζει νὰ σταματήσουν. Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἀδύνατο, καθὼς ὁ ἰσχυρὸς ἄνεμος ἔσπρωχνε τὸ πλοῖο στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος. Τότε ὁ γέροντας φωνάζει μὲ ὅλη τὴ δύναμή του καὶ προστάζει τὸ πλοῖο νὰ σταματήσει. Τὸ καράβι ἀκινητοποιεῖται καὶ ὁ ἴδιος ἀρχίζει νὰ βαδίζει πάνω στὰ ὕδατα. Μπροστὰ στοὺς κατάπληκτους ναῦτες, ἐπιβιβάζεται στὸ πλοῖο καὶ δίνει στὸν καπετάνιο τρία μῆλα καὶ τοῦ λέει: «Ὅταν πᾶς στὴ Βασιλεύουσα, δῶσε τα στὸν Πατριάρχη καὶ πές του πὼς τοῦ τὰ στέλνει ὁ Πανάγαθος Θεὸς μὲ τὸν δοῦλο Του Ἰωάννη, ἀπὸ τὸν Παράδεισο». Ἔπειτα δίνει στὸ ναύκληρο ἄλλα τρία μῆλα προσθέτοντας: «Αὐτὰ νὰ τὰ πᾶς της Εἰρήνης, τῆς Ἡγουμένης τοῦ Χρυσοβαλάντου καὶ νὰ τῆς πεῖς: φάγε ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ Παραδείσου ποὺ ἡ ἁγνὴ ψυχή σου ἐπεθύμησε». Λέγοντας αὐτά, ὁ γέροντας εὐλόγησε τὸ πλήρωμα καὶ τὸ πλοῖο ξεκίνησε καὶ πάλι τὸ ταξίδι του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐξαφανίστηκε.
Ὀλοκληρώνοντας τὴ διήγησή του, ὁ ναυτικὸς προσκύνησε τὴν Εἰρήνη καὶ τῆς πρόσφερε τὰ μῆλα. Ἡ ἁγία τὰ δέχτηκε μὲ δάκρυα εὐλάβειας καὶ εὐγνωμοσύνης εὐχαριστώντας τὸν ἅγιο εὐαγγελιστὴ καὶ ἀπόστολο Ἰωάννη. Στὸ κελί της γονάτισε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Χριστὸ γιὰ αὐτὸ τὸ δεῖγμα τῆς εὔνοιάς Του πρὸς τὴ δούλη Του. Τὰ μῆλα ἦταν πραγματικὰ παραδεισένια, τόσο ὄμορφα σὲ σχῆμα καὶ χρῶμα ποὺ ὅμοιά τους δὲν ὑπῆρχαν. Ἡ εὐωδιὰ τοὺς πλημμύριζε τὴ μονὴ καὶ οἱ ἀδελφὲς ἀποροῦσαν γιὰ τὸ καινούργιο θαῦμα ποὺ συντελοῦνταν στὸν εὐλογημένο χῶρο.
Ἡ ἁγία Εἰρήνη, μὲ τὴν ἔμφυτη εὐφυΐα της καὶ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐννόησε ὅτι τὸ θεῖο αὐτὸ δῶρο ἦταν οὐράνια πρόσκληση. Ὅταν ἔφτασε ἡ ἁγία καὶ μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἔκοψε τὸ ἕνα μῆλο σὲ λεπτὰ κομματάκια καὶ ἔτρωγε ἕνα κομμάτι κάθε μέρα, ἀπέχοντας ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ νερό. Τὴ Μεγάλη Πέμπτη, ὕστερα ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία καὶ ἀφοῦ ὅλες οἱ μοναχὲς κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ Εἰρήνη ἔκοψε καὶ τὸ δεύτερο μῆλο καὶ ἔδωσε σὲ κάθε ἀδελφὴ ἀπὸ ἕνα κομμάτι. Τότε τοὺς ἀποκάλυψε καὶ τὴν ἱστορία τοῦ θείου δώρου καὶ ὅλες μαζὶ δοξολογοῦσαν τὸν Ὕψιστο γιὰ τὰ ἀναρίθμητα χαρίσματα πρὸς τὴν Ἡγουμένη τους. Τὸ τρίτο μῆλο ἡ Εἰρήνη τὸ φύλαξε γιὰ τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς της.
Τὴ Μεγάλη Παρασκευή, οἱ ἀδελφὲς ἔψαλαν τὰ ἅγια καὶ σωτήρια Πάθη καὶ ἡ Εἰρήνη, μόνη της μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, γονατισμένη, εἶχε παραδοθεῖ σὲ προσευχή. Τότε εἶδε θαυμάσιο ὅραμα: ἄνοιξε ὁ θόλος τοῦ ναοῦ καὶ πλῆθος ἀγγέλων ἐμφανίστηκαν, οἱ ὁποῖοι ἔψαλλαν δοξαστικοὺς ὕμνους καὶ θυμιάτιζαν τὴν ἁγία Τράπεζα. Ἐμφανίστηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, θριαμβευτὴς μὲ τὸ σταυρὸ στὸν ὦμο. Οἱ ἄγγελοι γονάτισαν νὰ Τὸν χαιρετήσουν, ἐνῶ ἡ λάμψη Τοῦ θάμπωσε τὴν Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἀντικρίζοντας Τὸν ἔνιωσε τὸ σκίρτημα τοῦ θείου ἔρωτα καὶ χαμήλωσε τὸ βλέμμα της. Ὅταν δειλὰ ὕψωσε τὰ μάτια της καὶ πάλι, τὸ ὅραμα εἶχε χαθεῖ. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ὁ ἄγγελος-ὁδηγός της, ποὺ τόσες φορὲς τὴν εἶχε διακονήσει: «Γίνου ἕτοιμή» της εἶπε ἁπλὰ καὶ ἐκείνη κατάλαβε ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ διακονεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ οὐράνια.
Τὸ σύντομο διάστημα ἀπὸ τὸ οὐράνιο αὐτὸ μήνυμα μέχρι καὶ τὴν ὁσιακή της κοίμηση, ἡ ἁγία προετοίμαζε τὴν ἀκολουθία της γιὰ τὸ μεγάλο γεγονός. Στὸν ἱερὸ ναὸ τὸν Ἀρχαγγέλων τὶς δίδασκε γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὴ μελλοντικὴ κρίση καὶ τὴν αἰωνιότητα.
Μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τακτοποίησε τὶς ὑποθέσεις τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ὑπέδειξε τὴν ἄξια διάδοχό της. Μιὰ ἑβδομάδα πρὶν τὴ μεγάλη ἡμέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο ἀπὸ τὸ παραδεισένιο μῆλο καὶ καθημερινὰ κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος ἡ Κυριακή, ὅπου γιὰ τελευταῖα φορὰ ἡ Εἰρήνη παρακολούθησε τὴ θεία λειτουργία, ἀπάγγειλε τὸ σύμβολο τῆς πίστης μας, κοινώνησε, ἀγκάλιασε τὶς ἀδελφὲς καὶ τοὺς ζήτησε συγγνώμη καὶ τέλος γονάτισε μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια της καὶ προσευχήθηκε γιὰ τελευταῖα φορὰ.
osia_eirini_xrisovalantou
Ερμηνεία της εικόνας
Στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία, ἡ ἁγία ἀπεικονίζεται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἡγουμένης, νὰ κρατάει στὸ δεξὶ χέρι της τὰ τρία θεόσταλτα μῆλα. Ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος τὴν βοηθοῦσε στὸ δύσκολο ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν, στέκεται μπροστά της κρατώντας εἰλητάριο μὲ τμῆμα τοῦ χαιρετισμοῦ ποὺ τῆς ἀπηύθυνε («Χαῖρε δούλη τοῦ Ὑψίστου, Εἰρήνη…»). Εἰλητάριο κρατεῖ καὶ ἡ ἁγία στὸ ἀριστερό της χέρι, τὸ ὁποῖο ἀναγράφει παραινέσεις τῆς ὁσίας (συνήθως, διαβάζεται ἡ φράση: «Φῶς μοναχῶν, ἄγγελοι· φῶς κοσμικῶν, μοναχοί…»). Δίπλα στὴν ἁγία, ἁγιογραφεῖται τὸ κυπαρίσσι ποὺ λύγιζε, ὅταν ἐκείνη προσευχόταν μὲ δεμένο τὸ λευκὸ πανὶ στὴν κορυφή του, ἐνῶ στὸ βάθος φαίνεται ἡ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς θύρες τῆς μονῆς, ἀπεικονίζεται ἡ καλόγρια ποὺ εἶδε τὴν ἁγία νὰ αἰωρεῖται προσευχόμενη.
Ταῖς πρεσβείαις τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Εἰρήνης τῆς Ἡγουμένης τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ο βίος της αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου για παιδιά

***ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ***

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείας γήινους πάλαι οὐκ ἔτυχες, ἀλλ' ἄφθαρτων στεφάνων νῦν σὲ ἠξίωσεν, ὁ Νυμφίος σου Χριστὸς ὁ ὡραιότατος ὢ καθιέρωσας σαύτην, ὅλη καρδία καὶ ψυχή, Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ, Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα, ἠμῶν δὲ προσφυγὴ καὶ βοήθεια.