Βίος. Τῇ ἐνάτῃ τοῦ μηνὸς Ἰουνίου, μνήμη τοῦ ἁγίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ΚΥΡΙΛΛΟΥ, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας.
Κύριλλον ὑμνῶ τοῦ Κυρίου μου φίλον,
Καὶ Κυρίας πρόμαχον Ἀειπαρθένου.
Εὕρατο τυμβοχοὴν ἔνατον Κύριλλος ἐς ἦμαρ.
Καὶ Κυρίας πρόμαχον Ἀειπαρθένου.
Εὕρατο τυμβοχοὴν ἔνατον Κύριλλος ἐς ἦμαρ.
Θανών Kύριλλος της Aλεξάνδρου Πάπας,
Προς Kύριον μετήλθε πάντων Kυρίων.
Eύρατο τυμβοχοήν ένατον Kύριλλος ες ήμαρ.
Προς Kύριον μετήλθε πάντων Kυρίων.
Eύρατο τυμβοχοήν ένατον Kύριλλος ες ήμαρ.
Μετὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο, ποὺ ὑπῆρξε ὁ ἀσυμβίβαστος ὑπερασπιστὴς τοῦ ὁμοουσίου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ὑπῆρξε γιὰ τὴν οἰκουμένη φάρος τῆς Ὀρθοδοξίας χάρις στὸν ἅγιο Κύριλλο, τὸν ὑπέρμαχο τῆς Θεοτόκου, τοῦ θεμελίου λίθου τοῦ δόγματος τῆς Ἐνανθρωπήσεως.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε περὶ τὸ 375 (ἢ 380), καὶ ἀπὸ πολὺ νωρὶς τέθηκε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ θείου του Θεοφίλου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐξασφάλισε ὁλοκληρωμένη μόρφωση στὴν ῥητορικὴ καὶ στὴν φιλοσοφία, πρωτίστως ὅμως στὴν Ἁγία Γραφή, τὴν ὁποία ὁ Κύριλλος γνώριζε σχεδὸν ἀπ᾿ ἔξω καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ χρησιμοποιεῖ μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Σὲ ἡλικία περίπου 18 ἐτῶν, ὁ θεῖος του τὸν ἔστειλε στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας γιὰ νὰ συμπληρώσει τὴν μόρφωσή του μὲ τὴν ἀσκητικὴ ἐπιστήμη. Ὅταν μετὰ πέντε χρόνια (περὶ τὸ 399) ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἔθεσε τὴν μεγάλη του παιδεία στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεόφιλος τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν ἐνέταξε στὸν κλῆρο καὶ τὸν προάλειφε γιὰ διάδοχό του. Ὁ Κύριλλος τὸν συνόδευσε στὴν Βασιλεύουσα καὶ παρευρέθη στὴν παράνομη σύνοδο τῆς Δρυός (403), ἡ ὁποία καταδίκασε ἀδίκως τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Ἔκτοτε ἀρνιόταν γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα νὰ μνημονεύσει τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου ἱεράρχη στὰ δίπτυχα – περισσότερο λόγῳ τῆς προσήλωσής του στὴν μνήμη τοῦ θείου του, παρὰ ἐξαιτίας δογματικῆς ἀντίθεσης πρὸς τὸν Χρυσόστομο –καὶ μόνο μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες παροτρύνσεις τοῦ ὁσίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου (4 Φεβρ.) καί, καθὼς λέγεται, ἀπὸ ὅραμα τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία εἶχε στὸ πλευρό της τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, συναίνεσε νὰ ἀποκαταστήσει τὸ ὄνομά του καὶ ἔγινε μάλιστα ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς τιμῆς του (417).
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Θεόφιλος (412), ὁ Κύριλλος χειροτονήθηκε ἀμέσως ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, παρὰ τὴν βίαιη ἀντίθεση τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ ἀρχιδιακόνου Τιμοθέου. Μὲ τὸν ἐνεργητικὸ χαρακτῆρα του καὶ τὸν φλογερὸ ζῆλο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀληθείας, ποὺ τὸν διέκρινε, ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐπιδόθηκε στὴν στερέωση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας του, ποὺ βρισκόταν τοὺς χρόνους ἐκείνους σὲ πλήρη ἄνθιση, ἀλλὰ ἀπειλοῦνταν ἀπὸ ποικίλα διαιρετικὰ στοιχεῖα. Κήρυττε στὸ πλήρωμα τὴν ἀγάπη τῆς ἀληθινῆς Πίστεως, τὴν ὁποία διέσωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες χάρις σὲ τόσους ἀγῶνες κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ ἔλαβε αὐστηρὰ μέτρα ἐναντίον τῶν σχισματικῶν νοβατιανῶν, οἱ ὁποῖοι προσείλκυαν πολλοὺς Ὀρθοδόξους ἐξαιτίας τῆς αὐστηρότητας τοῦ βίου τους καὶ τοῦ ἀκάμπτου ἤθους τους. Ἔκλεισε τοὺς ναούς τους καὶ ἀπαγόρευσε στὸν ἐπίσκοπό τους νὰ ἀσκεῖ τὸ ἀξίωμά του. Γιὰ νὰ καταπολεμήσει τὰ ὑπολείμματα τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τὶς δεισιδαιμονίες, ποὺ παρέμεναν ἀνεκρίζωτες στοὺς κόλπους τοῦ λαοῦ, μετέφερε τὰ λείψανα τῶν ἁγίων Κύρου καὶ Ἰωάννου (28 Ἰουν.) ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὸ εἰδωλολατρικὸ τέμενος στὴν Μένουθι, κοντὰ στὴν Κανώπη, τὸ ὁποῖο ἦταν περιβόητο γιὰ τοὺς χρησμούς, ποὺ ἔδιναν οἱ δαίμονες, καὶ μπῆκε ὁ ἴδιος ἐπικεφαλῆς τῆς λιτάνευσης, ποὺ διήρκεσε μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα (414).
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦ ταν χριστιανική, ἡ πόλη τῆς Ἀλε ξάνδρειας συμπεριελάμβανε σημαντικὴ ἑβραϊκὴ μειονότητα, ἡ ὁποία διετάρασσε συχνὰ τὴν εἰρήνη μὲ στάσεις καὶ ἐπιθέσεις κατὰ τῶν χριστιανῶν. Μετὰ ἀπὸ κάποια συμβάντα, ὁ ἐπίσκοπος κάλεσε τοὺς Ἑβραίους ἡγέτες καὶ τοὺς ἐπετίμησε ἀπειλῶντας τους. Αὐτοὶ γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν, διέδωσαν ψευδεῖς φῆμες γιὰ πυρκαγιὰ στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ὅπου συγκεντρώθηκε πλῆθος χριστιανῶν καὶ ἐσφάγησαν πολλοί. Μπροστὰ στὴν ἀδράνεια τοῦ ἐπάρχου Ὀρέστη, ὁ ὁποῖος φοβούμενος τὴν αὐξανομένη ἀνάμειξη τοῦ ἐπισκόπου στὰ πράγματα τῆς πόλεως διέκειτο μᾶλλον εὐνοϊκὰ πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὁ ἅγιος Κύριλλος προέβη στὴν ἀπέλασή τους καὶ μετέτρεψε τὶς συναγωγές τους σὲ ναοὺς τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, ἡ ἑβραϊκὴ κοινότητα τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὀνομαστὴ ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἔπαψε νὰ ὑπάρχει. Τὰ γεγονότα αὐτά, ὅμως, δηλητηρίασαν τὶς σχέσεις τοῦ ἀρχιεπισκόπου μὲ τὸν ἔπαρχο. Πεντακόσιοι μοναχοὶ τῆς Νιτρίας, ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριλλο, ἔκλεισαν μία ἡμέρα τὸν δρόμο στὸν ἄρχοντα καὶ τὸν ὀνόμασαν εἰδωλολάτρη· Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ὀνόματι Ἀμμώνιος, ἁρπάζοντας μία πέτρα τὴν πέταξε στὸ κεφάλι τοῦ ἐπάρχου. Συνελήφθη ἀμέσως καὶ βασανίσθηκε τόσο βίαια, ποὺ πέθανε. Νέες ταραχές, ἐπίσης, στάθηκαν ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὸν ἐπονείδιστο φόνο τῆς Ὑπατίας, γυναίκας ἐνάρετης, μεγάλου κύρους σὲ θέματα φιλοσοφίας, τὴν ὁποία ὅλος ὁ κόσμος τιμοῦσε, ἀπὸ ἀνεξέλεγκτη ὁμάδα φανατικῶν χριστιανῶν, ποὺ ὑποπτευόμενοι ὅτι μεσολαβοῦσε μεταξὺ τοῦ ἐπισκόπου καὶ τοῦ ἐπάρχου Ὀρέστη ἤθελαν νὰ ἀποτρέψουν τὴν συμφιλίωσή τους. Μπροστὰ στὶς αἱματηρὲς αὐτὲς ταραχὲς ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀγωνίσθηκε, γιὰ νὰ γίνει σεβαστὴ ἡ δικαιοσύνη καὶ τελικὰ κατόρθωσε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ βίου τῆς πόλεως.
Κληρονόμος τῶν παραδόσεων τῆς περίφημης Σχολῆς Ἀλεξανδρείας καὶ πιθανῶς μαθητὴς τοῦ Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ, ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος ἀφιέρωνε μεγάλο μέρος τοῦ χρόνου του στὴν συγγραφὴ ἑρμηνευτικῶν ἔργων, τὰ ὁποῖα σχολίαζαν συστηματικά, σύμφωνα μὲ τὸν ἀλληγορικὸ καὶ ἠθικὸ τρόπο, ὅλες τὶς λεπτομέρειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στὴν ὁποία διέκρινε τὸ «Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ φανερωμένο ἐν αἰνίγμασι». Αὐτὴ ἡ ἀντίληψις τοῦ Ἑνὸς Χριστοῦ, τέλους τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ἐπρόκειτο νὰ καθοδηγεῖ ὅλο τὸν βίο του καὶ σύντομα ἡ θεία Πρόνοια θὰ ἀπαιτοῦσε νὰ τὴν ἐφαρμόσει τόσο σὲ θεολογικὸ ἐπίπεδο, ὅσο καὶ σὲ κεῖνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς δράσεως.
Τὸ 428 ἐκλήθη ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνέλθει στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ πρεσβύτερος Νεστόριος, περίφημος γιὰ τὴν εὐγλωττία του καὶ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του. Ἡ ἐκλογὴ αὐτὴ χαιρετίσθηκε μὲ μεγάλη χαρά, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Βασιλεύουσας, ὁ ὁποῖος ἤλπιζε νὰ δεχθεῖ ἕνα νέο Χρυσόστο μο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Κυρίλλου. Ὡστόσο, μόλις χειροτονήθηκε, ὁ Νεστόριος ἔβγαλε τὴν μάσκα τῆς εὐσεβείας καὶ ἐπέδει ξε ἀσυγκράτητο ζῆλο στὴν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν, δηλώνοντας ἕτοιμος νὰ ἀναστατώσει τὶς πόλεις γιὰ νὰ τοὺς ἐκδιώξει. Σύντομα κατέστη μισητὸς γιὰ τὶς βιαιότητές του καὶ τὴν ἀλαζονεία του καὶ ἄρχισε νὰ κάνει ἀπερίσκεπτες δηλώσεις στὸ ζήτημα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὠθῶντας ὣς τὶς ἔσχατες συνέπειές της τὴν θεολογία τῆς Σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας – ἡ ὁποία ἀρεσκόταν νὰ διακρίνει στὶς ἐνέργειες τοῦ Κυρίου ἐκεῖνες, ποὺ ἀπέρρεαν ἀπὸ τὴν θεία φύση καὶ ἐκεῖνες ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἀνθρωπίνη φύση Του – ὁ Νεστόριος ἐπεχείρησε νὰ δώσει μία ἀφηρημένη καὶ λογοκρατικὴ ἑρμηνεία τῆς Ἐνανθρωπήσεως, χωρὶς ὡστόσο νὰ διαθέτει τις κατάλληλες ἔννοιες, γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων. Εἰσάγοντας τὴν διττότητα ὑποκειμένου μεταξὺ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, «τοῦ προσληφθέντος ἀνθρώπου», ἰσχυριζόταν ὅτι ἔπρε πε κανεὶς νὰ ἀποδίδει στὸ ἕνα ἢ στὸ ἄλλο τοὺς χαρακτῆρες τῆς θείας φύσε ως καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀντίστοιχα. Ὁδηγήθηκε κατὰ συνέπεια στὴν θεωρία ὅτι ὁ Λόγος προσέλαβε τὴν ἀνθρωπότητα μόνο ὡς σκηνή, ὡς ὄργανο, καὶ ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία δὲν ἦταν «Θεοτόκος» - ἕναν ὅρο, ποὺ ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶχε καθιερώσει πρὸ πολλοῦ – ἀλλὰ μόνο «Χριστοτόκος». Διακηρύσσοντας ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ λέει κανεὶς ὅτι «ὁ Θεὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ ὅτι ἑνώθηκε μόνο μὲ ἐκεῖνον (τὸν ἄνθρωπο), ποὺ γεννήθηκε καὶ πέθανε», δὲν ἔβλεπε κατὰ βάθος στὸν Χριστὸ παρὰ μόνο ἕναν ὑποδειγματικὸ ἄνθρωπο, θεοφόρο, «θεωμένο», μὲ ἐξέχοντα τρόπο λόγῳ τῶν ἀρετῶν του, στὸν ὁποῖο ἐνοικοῦσε ὁ Θεὸς κατὰ τρόπο παρόμοιο μὲ ἐκεῖνον, ποὺ ἐνέπνεε τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἁγίους, καὶ ἐπ᾿ οὐδενὶ τὸν Θεάνθρω πο, ποὺ ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὴν πη γὴ τῆς Σωτηρίας, τῆς ζωῆς καὶ τῆς θεοποιοῦ χάριτος. Χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ κάνει λόγο γιὰ δύο «πρόσωπα» στὸν Χριστό, δὲν ἔπαυε νὰ ἐπιτίθεται στὴν ἔκφραση «Θεοτόκος» καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ὁ ἐπίσκοπος Δωρόθεος, διακήρυξε μία ἡμέρα σὲ μία ὁμιλία, παρουσίᾳ τοῦ Νεστορίου: «ὁ λέγων τὴν Μαρίαν Θεοτόκον, ἀνάθεμα ἔστω!». Τοῦτο ἰσοδυναμοῦσε μὲ τὸν ἀναθεματι σμὸ ὅλων τῶν θεοφόρων Πατέρων, ποὺ εἶχαν χρησιμοποιήσει τὸν ὅρο αὐτὸ καθὼς καὶ τῶν ἐπισκόπων ὅλης τῆς οἰκουμένης, ποὺ ὁμολογοῦσαν τὴν Θεομήτορα.
Πληροφορούμενος τὴν νέα αὐτὴ αἵρεση, ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐξέθεσε ἐπισήμως στὴν πασχάλιο ἐπιστολή του τὸν ἑπόμενο χρόνο (429) ὅτι ὄντως ἡ Παρθένος γέννησε τὸν Ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι πρέπει συνεπῶς νὰ ὀνομάζεται δικαίως Θεοτόκος. Ἔγραψε στὸν Νεστόριο μία ἀδελφικὴ ἐπιστολὴ νουθεσίας, γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει νὰ δεχθεῖ τὸν ὅρο αὐτό, πάνω στὸν ὁποῖο βασιζόταν τὸ δόγμα τῆς ἐν Χριστῷ Σωτηρίας μας. Κατόπιν, μετὰ τὴν ἀλαζονικὴ καὶ περιφρονητικὴ ἄρνηση τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφοντας τὶς κατηγορίες κατὰ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας διέδιδε συκοφαντίες εἰς βάρος του καὶ ἰσχυριζόταν ὅτι θὰ τὸν ἐγκαλοῦσε στὴν δικαιοσύνη, ὁ Κύριλλος ἀποφάσισε νὰ πάρει τὰ ὅπλα, γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ δήλωσε «ἕτοιμος νὰ ὑποφέρει τὰ πάντα, μέχρι θανάτου, παρὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Πίστη». Ἀπηύθυνε στὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β´, στὴν σύζυγό του καὶ στὶς ἀδελφές του μία πραγματεία περὶ ὀρθῆς πίστεως, καὶ ἀπέστειλε στὸν πάπα Ῥώμης, Κελεστίνο (8 Ἀπρ.), μία ἔκθεση γιὰ τὶς πλάνες τοῦ Νεστορίου. Ὁ πάπας συνεκάλεσε Σύνοδο στὴν Ῥώμη, ἡ ὁποία τὶς καταδίκασε καὶ ἀνέθεσε στὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας νὰ ἐκτελέσει τὴν ἀπόφαση κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ, ἂν ἀρνιόταν νὰ τὶς ἀνακαλέσει μέσα σὲ δέκα ἡμέρες (430). Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἅγιος Κύριλλος εἶχε συγκαλέσει Σύνοδο τῶν ἐπισκόπων τῆς Αἰγύπτου, ἡ ὁποία συνέταξε ἔκθεση τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, ἀκολουθούμενη ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀναθεματισμοὺς τῶν προτάσεων τοῦ Νεστορίου, τοὺς ὁποίους ὁ Κύριλλος εἶχε ἀπευθύνει στὸν αἱρετικὸ στὴν Τρίτη Ἐπιστολή του.
Στὰ ἀπολογητικὰ αὐτὰ συγγράμματα κατὰ τοῦ Νεστορίου, πιστὸς στὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ τὸν Λόγο, ποὺ σὰρξ ἐγένετο (Ἰω. 1, 14) καὶ στοὺς Πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὁμολογήσει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, παραμένοντας στοὺς κόλπους τοῦ Πατρός, ἔγινε ἄνθρωπος, πέθανε καὶ ἀνεστήθη, ὁ ἅγιος Κύριλλος ὑπογράμμιζε τὴν ἑνότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιδιώκει νὰ δείξει ὅτι ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεώς Του ὁ Κύριος ἕνωσε ὁριστικὰ τὴν ἀνθρωπίνη καὶ τὴν θεία φύση· καὶ στὴν μυστηριώδη αὐτὴ ἕνωση – καὶ ὄχι συνάφεια, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Νεστόριος, - βλέπει τὴν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στὴν ἑνιαία κράση τοῦ Σωτῆρος, ὁ Ὁποῖος ἄνοιξε στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα μιᾶς πραγματικῆς μετοχῆς στὸ θεῖο, μιᾶς θεώσεώς του, τῆς ὁποίας πρότυπο καὶ ὑπόδειγμα εἶναι ἡ Θεομήτωρ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος ἔχοντας ἐγκαινιάσει καινὸν τρόπον ὑπάρξεως, θεανθρώπινο, στὸ Σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία, λαμβάνουμε ζωὴ ἀπὸ τὴν σάρκα Του, ποὺ ἔγινε ἀληθινὰ «σάρκα τοῦ Λόγου». Ὁ «εἷς Χριστὸς» τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἶναι, λοιπόν, Ἐκεῖνος τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ βιώματος, ποὺ μέσα ἀπὸ μακρὲς καὶ ἐπώδυνες ἔριδες ἡ Ἐκκλησία ἔμελλε νὰ διασαφηνίσει στὶς ἑπόμενες γενιές.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Νεστόριος μὲ τὴν ὑποστήριξη τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας καὶ τῶν φίλων του στὸ παλάτι ἐπεδίωξε νὰ ἐπιβάλει τὶς ἰδέες του στὴν Βασιλεύουσα μὲ ἀπειλές, διαφθορά, ἀφορισμοὺς καὶ διώξεις ἐναντίον ὅσων τολμοῦσαν νὰ τοῦ ἀντισταθοῦν. Ἡ κατάσταση ἔφθασε σὲ σημεῖο, ὥστε ὁ Ὀρθόδοξος κλῆρος παρακάλεσε τὸν Θεοδόσιο νὰ συγκαλέσει Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, γιὰ νὰ θέσει τέρμα στὸ «οἰκουμενικὸ σκάνδαλο» τοῦ ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ μὲ ἕνα ἐπιδέξιο τέχνασμα, ὁ αἱρεσιάρχης ἔπεισε τὸν αὐτοκράτορα νὰ συγκληθεῖ Σύνοδος στὴν Ἔφεσο γιὰ τὴν Πεντηκοστὴ τοῦ ἑπομένου ἔτους (431), προκειμένου νὰ κρίνει τὸν ἅγιο Κύριλλο γιὰ τοὺς Ἀναθεματισμούς του, μὲ τοὺς ὁποίους κατηγορήθηκαν ὡς αἱρετικοί.
Ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Νεστόριος ἔφθασαν στὴν Ἔφεσο ἐπι κεφαλῆς τῶν ἐπιβλητικῶν συνοδειῶν τους καὶ ἀνέμεναν τὴν ἄφιξη τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας, Ἰωάννη, καὶ τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς, τοὺς ὁποίους ὁ Νεστόριος εἶχε κερδίσει μὲ τὸ μέρος του, ὄχι μὲ βάση τὴν ἀπόρριψη τοῦ «Θεοτόκος», ἀλλὰ ἀποστέλλοντας τοὺς Ἀναθεματισμοὺς τοῦ Κυρίλλου, οἱ ὁποῖοι ἀποκομμένοι ἀπὸ τὰ συμφραζόμενά τους ἦταν ἀναπόφευκτο νὰ διαβασθοῦν ὡς παλινόρθωση τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολλιναρίου. Καθὼς ὁ Ἰωάννης καὶ ἡ συνοδεία του ἀργοῦσαν, ἀποφασίσθηκε νὰ ἀνοίξει δίχως αὐτοὺς ἡ πρώτη συνεδρίαση στὶς 22 Ἰουνίου 431. Προήδρευε ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὡς ἀναπληρωτὴς τοῦ πάπα Ῥώμης, οἱ λεγάτοι τοῦ ὁποίου εἶχαν ἐπίσης καθυστερήσει. Μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας, τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Κυρίλλου πρὸς Νεστόριο καὶ τῆς ἀπαντήσεως τοῦ τελευταίου, οἱ διακόσιοι περίπου παρόντες Πατέρες διακήρυξαν τὴν νομιμότητα τοῦ «Θεοτόκος» καὶ καθαίρεσαν τὸν Νεστόριο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρνηθεῖ τρεῖς φορὲς νὰ παρευρεθεῖ. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸν ναὸ τοὺς ὑποδέχθηκαν οἱ ἐπευφημίες πλήθους πιστῶν ὑπερμάχων τῆς τιμῆς τῆς Θεομήτορος, ἐνῶ γυναῖκες θυμιάτιζαν στὸ πέρασμά τους.
Μόλις ἔφθασαν στὴν Ἔφεσο πέντε ἡμέρες ἀργότερα, ὁ Ἰωάννης καὶ ἡ συνοδεία του, προσβεβλημένοι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν τοὺς περίμεναν, συγκρότησαν σύνοδο μὲ σαράντα τρεῖς ἐπισκόπους καί, κατηγορῶντας τὸν Κύριλλο ὅτι ἀνανεώνει τὴν αἵρεση τοῦ Ἀπολλιναρίου, ἀποφάσισαν τὴν καθαίρεσή του, χωρὶς ἄλλη διαδικασία, καθὼς καὶ ἐκείνη τοῦ Μέμνονος Ἐφέσου. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μετατράπηκε ἔτσι σὲ ἕνα βίαιο καὶ ἐμπαθῆ ἀγῶνα ἀνάμεσα στὰ δύο μέρη, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ προσελκύσουν τὴν προστασία τοῦ αὐτοκράτορα. Εὑρισκόμενος μακριὰ καὶ λάθος πληροφορημένος, ὁ Θεοδόσιος, μετὰ ἀπὸ μάταιες προσπάθειες γιὰ συμφιλίωση, διέταξε νὰ συλληφθοῦν ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Μέμνων, κηρύσσοντας ταυτόχρονα τὸν Νεστόριο αἱρετικό, καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ διαλυθεῖ ἡ Σύνοδος. Τὸ μόνο ἀποτέλεσμα τῆς Συνόδου ἦταν ὅτι εἶχε διακηρύξει τὸ βάσιμο τοῦ ὅρου «Θεοτόκος» καὶ ὅτι εἶχε προχωρήσει στὴν καθαίρεση τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ἐστάλη στὴν μονή του στὴν Ἀντιόχεια καὶ κατόπιν ἐξορίσθηκε στὴν Λιβύη (435), ὅπου καὶ πέθανε οἰκτρά.
Ἐν τούτοις εἶχε προκύψει μία νέα καὶ σκληρὴ διαίρεση. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Αὐτοκρατορία ἀπειλούμενη ἀπὸ τοὺς βαρβάρους εἶχε ἀνάγκη μεγαλύτερης συνοχῆς, τὸ μόνο ποὺ ἔβλεπε κανεὶς μὲ τὸ πρόσχημα τῆς προσήλωσης στὴν ἀλήθεια ἦταν ἔριδες, ἀμοιβαῖοι ἀναθεματισμοὶ καὶ ταραχές, ποὺ ἐξέθεταν τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας στὴν χλεύη τῶν ἐχθρῶν της. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐπιπόνων διαπραγματεύσεων, ποὺ ἀκολούθησαν, ὁ ἅγιος Κύριλλος ποὺ εἶχε ἐπι στρέψει στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ὁ λαὸς τὸν ὑποδέχθηκε θριαμβευτικά, φανέρωσε ὄχι μόνο τὴν ὀρθοδοξία του, ἀλλὰ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του καὶ τὴν περίσσεια τῆς ἀρετῆς του. Παραιτούμενος ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση δικαίωσης γιὰ τὴν κακομεταχείριση ποὺ ὑπέστη στὴν Ἔφεσο κατὰ τὴν φυλάκισή του, ἔδωσε στοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς ἐξηγήσεις γιὰ τοὺς Ἀναθεματισμούς, ἕνα θέμα ποὺ τοὺς ἄγγιζε ὅλως ἰδιαιτέρως, διευκρινίζοντας ὅτι δὲν εἶχαν στόχο παρὰ τὰ αἱρετικὰ δόγματα τοῦ Νεστορίου, καὶ δήλωσε ἕτοιμος νὰ τοὺς διορθώσει, μὲ τὸν ὅρο ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ νὰ συναινέσουν στὴν καταδίκη τοῦ Νεστορίου. Τελικὰ κατέληξαν σὲ συμφωνία καὶ οἱ ἀνατολικοὶ ἔστειλαν στὸν Κύριλλο ὁμολογία Πίστεως, τὴν ὁποία ἐκεῖνος ἔκανε δεκτὴ μὲ ἐπιστολή, ποὺ δὲν ἔκρυβε τὴν μεγάλη χαρά του. Μὲ εἰρηνικὸ πνεῦ μα, δίχως ὅμως νὰ ἐγκαταλείπει τὶς θεμελιώδεις θέσεις του, ἔκανε δίκαιες παραχωρήσεις στὴν ὁρολογία τῆς ἀντιοχειανῆς παραδόσεως καὶ προσυπέγραφε τὴν διάκρι ση, ποὺ γινόταν ἐκεῖ τῶν δύο φύσεων, ποὺ βρίσκονταν ἀσυγχύτως καὶ ἀμίκτως ἑνωμένες στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ Ἔκθεσις τῶν Διαλλαγῶν (Ἀπρ. 433), παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἦταν ἀπόφαση Συνόδου, θεωρεῖται ὡστόσο ὡς ἡ ὁμολογία Πίστεως τῆς Τρίτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὁ Κανόνας τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπέρριπτε ἐκ τῶν προτέρων τὶς αἱρετικὲς προτάσεις τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ τῶν μονοφυσιτῶν, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐπικαλοῦνταν τὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν τρόπον τινὰ «ἀπορροφημένη» ἀπὸ τὴν θεότητα· καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος (451) οὐσιαστικὰ δὲν ἔκανε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ διευκρινίσει τοὺς βασικοὺς ὅρους της.
Ἀφοῦ ἀποκαταστάθηκε μία εὔθραυστη εἰρήνη, ὁ ἅγιος Κύριλλος πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ἐπισκοπείας του στερεώνοντας τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετριάζοντας τὶς ἐκδηλώσεις ἄμετρου ζήλου τῶν ὀπαδῶν του, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι εἶχε προδώσει τὴν ὑπόθεσή τους προωθῶντας τὴν ἕνωση μὲ τοὺς ἀνατολικούς. Ἔχοντας διδαχθεῖ ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες του στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάθη, ἀποδείχθηκε στὶς περιστάσεις αὐτὲς ὑπόδειγμα μετριοπαθείας καὶ ποιμαντικῆς συγκαταβάσεως. Ἔτσι, ἐνῶ ἀνασκεύασε τὰ συγγράμματα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τοῦ μεγάλου θεολόγου τῆς Σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει ἐν εἰρήνῃ (428), ἀπέφυγε νὰ ζητήσει τὴν καταδίκη του, γιὰ νὰ μὴν προκαλέσει ἐκ νέου τὶς εὐαισθησίες τῶν ἀνατολικῶν καὶ θέσει σὲ κίνδυνο τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔχοντας ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας του, ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ στὶς 9 Ἰουνίου 444, γιὰ νὰ συγκαταριθμηθεῖ στὸν χορὸ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ νὰ παρακαθήσει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο στὸ πλευρὸ τῆς Θεοτόκου. Τιμήθηκε σύντομα ὡς ἅγιος καὶ ἐγκωμιάσθηκε ὡς «φωστῆρας τοῦ κόσμου», «ἀνίκητος ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ «Σφραγὶς τῶν Πατέρων».
Να σημειώσουμε τέλος, ότι η μνήμη του Αγίου Κυρίλλου επαναλαμβάνεται και στις 18 Ιανουαρίου.
ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς κῦρος οὐράνιον θεολογία ἡ σή, βραβεύει ἐν πνεύματι τῇ ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ τὴν χάριν τὴν ἔνθεον· σὺ γὰρ καθυπογράψας τῆς Τριάδος τὴν δόξαν, μύστης τῆς Θεοτόκου καὶ ὑπέρμαχος ὤφθης, παρ' ἧς λαμπρῶς ἐδοξάσθης, ἱεράρχα Κύριλλε. Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ.δ’. Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Κύριλλε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. Κοντάκιον Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπέρ ἡμῶν. Ἄβυσσον ἡμῖν, δογμάτων θεολογίας, ἔβλυσας σαφῶς, ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ Σωτῆρος, τὰς αἰρέσεις κατακλύζουσαν μακάριε, καὶ τὸ ποίμνιον ἀλώβητον, τρικυμίαις διασώζουσαν, τῶν περάτων καὶ γὰρ Ὅσιε, ὑπάρχεις καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν. |
Πηγαί:
Ἐκ τῆς ἐκδόσεως «Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»
Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους, τ.10 (Ἰούνιος), Ἐκδόσεις Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2005