Είναι αλήθεια ότι περί κηδείας λίγοι θέλουν να ομιλούν. Οι περισσότεροι προσπαθούν να κάνουν ο,τιδήποτε για να ξεχάσουν το θάνατο. Όμως ο θάνατος είναι πραγματικότητα. Θα έρθει αυτή η στιγμή που όλοι μας θα παραδώσουμε την ψυχή μας. Είθε να την παραδώσουμε στο Θεό και όχι στον διάβολο.
Αδελφοί, ου θέλομεν υμάς αγνοείν, περι των κεκοιμημένων, ίνα μή λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μή έχοντες ελπίδα (Α” Θεσ. Δ, 13-18).
Ανάγνωση Ψαλτηρίου και Ευαγγελίου
Μια πολύ ωραία συνήθεια με μοναστική προέλευση είναι η ανάγνωση ολοκλήρου του βιβλίου του Ψαλτηρίου. Η ανάγνωση του Ψαλτηρίου σύμφωνα με τις μοναστικές διατάξεις διαβάζεται για τους μοναχούς, ενώ για τους κεκοιμημένους ιερείς και αρχιερείς διαβάζεται ολόκληρο το Ευαγγέλιο, δηλαδή το λειτουργικό κείμενο. Η συνήθεια της αναγνώσεως του ψαλτηρίου κατά τις κηδείες που πέρασε και στην ενοριακή πράξη είναι έργο του Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου.
Έτσι σήμερα εξ επιδράσεως καλής διαβάζεται το Ψαλτήριον και στους λαϊκούς. Με τον τρόπο αυτό τηρείται τάξη και ευπρέπεια στις κηδείες, αποφεύγονται δε οι πολυλογίες, τα σχόλια και κάθε είδους παρέκτροπα που δυστυχώς συμβαίνουν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Το διάβασμα του Ψαλτηρίου γίνεται από όλους τους παρευρισκομένους. Το ίδιο συμβαίνει και με την ανάγνωση του Ευαγγελίου στους κεκοιμημένους ιερείς, μόνο που το διαβάζουν ιερείς φορεμένοι το επιτραχήλιον.
Συνήθως το σκήνος των κεκοιμημένων ιερέων μεταφέρεται στο ναό όπου τελείται η θεία Λειτουργία, γίνεται η ανάγνωση του Ευαγγελίου από της Ωραίας Πύλης από τους ιερείς και ακολουθεί ο ασπασμός των πιστών. Τον κεκοιμημένο ιερέα πλένουν, ενδύουν, διαβάζουν και μεταφέρουν μόνο οι ιερείς και όχι οι λαϊκοί. Αυτή η τάξη απαντά σε όλα τα παλαιά χειρόγραφα. Υπάρχει δε σημείωση ότι ο κάθε βαθμός ιερωσύνης τακτοποιεί τον κεκοιμημένο της τάξεώς του. Έτσι τον κεκοιμημένο επίσκοπο τακτοποιούν επίσκοποι, τον πρεσβύτερο αντίστοιχα πρεσβύτεροι και τον διάκονο διάκονοι. Τον δε μοναχό ή μοναχή τακτοποιούν αντιστοίχως μοναχοί ή μοναχές.
Κατά τη μεταγενέστερη και νεότερη χειρόγραφη παράδοση έχουμε πληροφορίες για την ανάγνωση του Ψαλτήρος και του Ευαγγελίου. Σ’ έναν χειρόγραφο κώδικα της Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους 214 του 16ου αι. στην ακολουθία εις ιερέα κεκοιμημένον αναφέρεται η ανάγνωση του Ψαλτηρίου και του Ευαγγελίου καθ’ όλην την διάρκεια της νύκτας: «Και λαβών το Ψαλτήριον, ψάλλει αυτό ο αναγνώστης, και ο ιερεύς αναγινώσκει το Ευαγγέλιον όλον δι’ όλης της νυκτός». Ένας άλλος αγιορείτικος χειρ. κωδ. της Μονής Παντελεήμονος 604 του 15ου αι. κάνει λόγω περί της αναγνώσεως ολοκλήρου του Ψαλτηρίου. Πρόκειται περί ενός «Σχηματολογίου» που επιγράφεται: «Σχηματολόγιον Θεοδώρου ομολογητού, ηγουμένου των Στουδίου».
Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γνωρίζει τη συνήθεια της αναγνώσεως εις μεν τους κοιμηθέντας αρχιερείς και ιερείς του Ευαγγελίου, εις δε τους μοναχούς του Ψαλτηρίου. «Εις τας χείρας δε (του κοιμηθέντος αρχιερέως και ιερέως) διδόασιν το ιερόν Ευαγγέλιον. Ο δη και πρότερον αναγινώσκεται επ’ αυτόν ήδη τελευτώντα. ή και μετά θάνατον, ει ο καιρός δίδωσιν, ως ευαγγελικόν αυτόν ζήσαντα. άμα δε και εις ιλασμόν και αγιασμόν αυτού εκ των θειοτάτων λογίων. τίνα γαρ έτερα εις εξιλέωσιν Θεού μείζονα υπέρ του κειμένου έσται ή ταύτα λεγόμενα; Σάρκωσις Θεού καταγγελλομένη, διδασκαλίαι, μυστήρια, δόσις αφέσεως εγκλημάτων, τα υπέρ ημών πάθη, ο ζωοποιός θάνατος, και η έγερσις. υπέρ άπασαν ουν ταύτα ακολουθίαν. Και λεκτέον επί τοις ιερωμένοις. Επί δε μονάζουσι το Ψαλτήριον, ο και φυλάσσεται παρά τοις πολλοίς έτι, και έως του νυν λέγεται»
Ανθοστολισμός και νεκρικός διάκοσμος. Τι εξυπηρετούν όλα τούτα στην κηδεία; (!!!!!)
Σημειώσαμε και αλλού στο βιβλίο μας ότι η προσφορά των ανθέων στον κεκοιμημένο είναι μια προσφορά αγάπης και σεβασμού προς αυτόν. Σήμερα πολλές φορές ο υπέρμετρος στολισμός γίνεται αιτία να μη διακρίνεται μέσα στο ναό ο κεκοιμημένος. Αυτή είναι μια εξεζητημένη κατάσταση. Τα πολλά στολίσματα δεν θα αναστήσουν τον κεκοιμημένο μας, ούτε θα συμβάλλουν στο να πάει στο Παράδεισο. Μη γινόμαστε ματαιόδοξοι. Τα πολλά έξοδα κατά τις κηδείες καταλήγουν σε φαινόμενα ματαιοδοξίας και προκαλούν τους συνανθρώπους μας. Κυρίως όμως αυτές τις μάταιες εκδηλώσεις αποστρέφεται ο Θεός.
Για το λόγο αυτό σημειώσαμε ότι μια μέση κατάσταση κι ένα μέτρο καλό είναι να διέπει και το θέμα αυτό των στολισμών των ναών στις κηδείες και στα μνημόσυνα. Τα πολύ φορτωμένα στολίσματα δεν είναι και τα καλύτερα. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουν όσοι δεν αρκούνται στα λίγα. Ούτε πάλι η απλότητα των στολισμών σημαίνει ότι δεν τιμούμε τους κεκοιμημένους μας. Άλλωστε τα όσα κάνουμε εμείς οι άνθρωποι στις κηδείες και στα μνημόσυνά μας δεν πρέπει να τα κάνουμε προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις, ή για να εισπράξουμε επαίνους ότι κάναμε την καλύτερη κηδεία, με τον καλύτερο στολισμό εξ’ αιτίας των πολλών εξόδων που θα στοιχήσει. Αυτό είναι πλάνη.
Εμείς ό,τι κάνουμε πρέπει να έχει ως κριτήριο το ακόλουθο ερώτημα. αυτά που κάνουμε για τον κεκοιμημένο μας τον βοηθούν να αναπαυθεί στους κόλπους του Θεού και στον Παράδεισο; Αυτό πρέπει να είναι το κριτήριό μας, όταν θα βρεθούμε στην κατάσταση να προετοιμάσουμε τα της κηδείας των οικείων μας προσώπων. Οι επιδείξεις δεν ωφελούν, όχι μόνον εμάς, αλλά ούτε και τον κεκοιμημένο μας.
Η ταφή-ενταφιασμός. Ποια είναι η θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας για την καύση;
Επειδή τελευταίως πολλά ακούγονται και λέγονται για το θέμα της καύσεως των νεκρών, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε τα πορίσματα της ημερίδος που οργάνωσε η Συνοδική Επιτροπή Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων με θέμα: Ταφή ή καύση των νεκρών, που πραγματοποιήθηκε στις 3 Μαρτίου 1999 στο ξενοδοχείον Κάραβελ . Η Εκκλησία απορρίπτει την καύση και οριοθετεί τον σεβασμό στο πρόσωπο και κατ’ επέκτασιν στο σώμα του ανθρώπου.
α΄. Η ταφή των νεκρών είναι πανάρχαιο έθιμο των πολιτισμένων λαών. Στηρίζεται στην Αγία Γραφή και απορρέει από την πίστη ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος από γη «και εις γην απελεύσεται». Ο χριστιανισμός, και μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι αντίθετος προς την καύση των νεκρών και τάσσεται υπέρ της ταφής, σε συνάρτηση με την ιερότητα ψυχής και σώματος, κατά την χριστιανική δογματική διδασκαλία. Η ταφή αποτελεί «μακροχρόνιον ιερόν έθος», το οποίον ο ίδιος ο Κύριος ετήρησε. Η Εκκλησία έχει την δική της Παράδοση. η Παράδοση δε αυτή αναβιβάζεται σε περιωπή δόγματος.
β΄. Από πλευράς συνταγματικής και νομικής κατοχυρώσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διαθέσεως του σώματος εκάστου, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Συντάγματος, οι υποστηρικτές επικαλούνται την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και αξιώνουν αντί της ταφής την καύση. Εξ απόψεως συνταγματικής δύναται να υπάρχει δυνατότητα επιλογής από τους πολίτες, της δυνητικής, όχι της υποχρεωτικής, καύσεως, ιδιαίτερα μάλιστα εις τους αδιαφόρους και αποκεκομμένους από την Εκκλησία. Η επιλογή αυτή δεν δύναται να ισχύσει όμως για τα πιστά μέλη της Εκκλησίας, διότι δεν νοείται ένας πιστός χριστιανός και μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας να διακηρύττει ότι αποδέχεται την διδασκαλία της Εκκλησίας και να φανεί στο θέμα αυτό ανυπάκουος στους πνευματικούς του ποιμένες. Την θέση της, απέναντι σε εκείνους που θα επέλεγαν την καύση αντί της ταφής, θα λάβει η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως μόνο αρμόδιο όργανο, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.
γ΄. Είναι επιτακτική σήμερα όσο ποτέ άλλοτε η ανάγκη της διασώσεως του ανθρωπίνου προσώπου. Ο σεβασμός στο ανθρώπινο πρόσωπο επιβάλλει τον σεβασμό και στο ανθρώπινο σώμα. Επομένως, οφείλεται σεβασμός στο σώμα και μετά το σωματικό θάνατο, ο δε σεβασμός προς το νεκρό σώμα αποδίδεται με την ταφή και όχι με την καύση. Η καύση είναι βίαιη επέμβαση στην φυσιολογική φθορά με οικολογικές συνέπειες. Η εποχή μας σήμερα είναι τέτοια που να μην αποδέχεται την πολυτέλεια της αποκαθηλώσεως των αξιών και της παραδόσεως, μέσα στον ψυχρό αυτό κόσμο, όπου «εψύγη η αγάπη των πολλών».
δ΄. Οι υποστηρικτές της καύσεως επικαλούνται λόγους χωροταξικούς, περιβαλλοντολογικούς και οικονομικούς ακόμη, προκειμένου να υποστηρίξουν τις θέσεις τους. Τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ισχυρά. Δεν μπορούμε να εισαγάγουμε χρηστικές μεθόδους, που αλλοιώνουν την παράδοσή μας, για να επιλύσωμε τα οποιαδήποτε προβλήματα. Γιατί απωθούμε άλλες εφικτές λύσεις; Ας προσπαθήσουμε όλοι μαζί, σε συνεργασία, να βρούμε λύσεις στα προβλήματα που ανακύπτουν, όχι, όμως, αλλάζοντας τον παραδοσιακό τρόπο ταφής και τη φυσιολογική διαδικασία διαλύσεως των σωμάτων.
Η καύση των νεκρών, σε οποιαδήποτε επιχειρήματα και αν στηρίζεται, βρίσκεται έξω από την Ορθόδοξη διδασκαλία και Παράδοση. Ας μείνουμε πιστοί σ’ αυτήν και το αποστολικό λόγιο: «Το σώμα θάβεται άδοξο, θα αναστηθεί όμως ένδοξο. ενταφιάζεται ανίσχυρο, θα αναστηθεί όμως δυνατό. Ενταφιάζεται σώμα που ήταν εμψυχωμένο από ζωική φυσική δύναμη, θα αναστηθεί όμως ζωοποιημένο από το Πνεύμα του Θεού» (1 Κορ. 15, 4245). Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με την υπ’ αριθμ. 2734/2732002 Εγκύκλιό της ενημέρωσε το Χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας για τις διαθέσεις κάποιων που επιθυμούν να εισαγάγουν την καύση. Επίσης και η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών με εγκύκλιο σημείωμα αριθμ. Πρωτ. 1029/1952/2542002 παροτρύνει του κληρικούς της Αρχιεπισκοπής να ενημερώνουν ακόμη και στα κηρύγματά τους για το φλέγον τούτο θέμα.
Τέλεση θείας Λειτουργίας-Σαρανταλείτουργα
Σαρανταλείτουργο ονομάζεται η επί τεσσαράκοντα συνεχείς ημέρας προσφορά της θείας Ευχαριστίας υπέρ ζώντων και κεκοιμημένων. Σαρανταλείτουργο συνήθως τελείται κατά τις σαράντα ημέρες της νηστείας των Χριστουγέννων. Ακόμη κι όταν κάποιος αδελφός απέλθει απ’ αυτήν την ζωήν, κυρίως σε μοναστήρια, οι Πατέρες τελούν σαρανταλείτουργο. Κι αυτό γίνεται, γιατί σύμφωνα με την Παράδοση των Αγίων Πατέρων «Μνημονεύονται αυτοί που φεύγουν από εμάς κι οδεύουν προς τον Κύριο, απ’ αυτήν την τελευταία ημέρα (ενν. της κοιμήσεώς τους) μέχρι την τεσσαρακοστή, καθημερινά μέσα στη Θεία Λειτουργία».
Η Παράδοση αυτή του Σαρανταλείτουργου στηρίζεται στην ίδια την διαβεβαίωση που μας έδωσε ο Κύριος κατά τη σύσταση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, ότι τα προσφερόμενα δώρα είναι «εις άφεσιν αμαρτιών». Κι ακόμη ότι η Θεία Ευχαριστία δεν είναι μόνο θυσία λατρευτική κι ευχαριστήριος καθώς και θυσία ικετευτική και πρεσβευτική, αλλά συγχρόνως και «θυσία ιλασμού (=συγχωρήσεως)». Τέλος το Σαρανταλείτουργον, πρέπει να τονίσουμε, ότι αυτό καθαυτό δεν μπορεί να εκληφθεί ως κάτι το μηχανικό ή ως ένα όργανο τεχνικό που προσφέρει όνηση στους κεκοιμημένους, αλλά ως μια παράσταση λογική κι έκφραση της πίστεως της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία προσευχομένη μπορεί να εκφρασθεί με διάφορους τρόπους. Η υιοθέτηση ενός τρόπου προσευχής, όποιος και αν είναι αυτός, όπως αυτή του σαρανταλείτουργου, εάν φυσικά πληροί τις ορθόδοξες προϋποθέσεις, είναι αποδεκτός, ως κάτι που προσφέρει ψυχική άνεση κι ωφέλεια στους ζώντες πρώτα και έπειτα στους κεκοιμημένους.
Ως εκ τούτου αυτοί που τελούν το Σαρανταλείτουργον οφείλουν όχι μόνο να συμπαρίστανται προσευχόμενοι κατά την τέλεση της αναιμάκτου ιερουργίας, αλλά και καταλλήλως να προετοιμάζονται «προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα αυτών», ούτως ώστε να μεταλαμβάνουν τα άχραντα μυστήρια. Ειδάλλως, εάν οι πιστοί μας που τελούν τα σαρανταλείτουργα, τα μνημόσυνα και κάθε άλλη ιερουργία, δεν βλέπουν σ’ όλα αυτά τον πνευματικό αγιασμό τους, αλλά μια μαγική επίδραση όλων των τυπικών πράξεων της λατρείας επάνω τους, σίγουρα σε τίποτα δεν θα ωφελήσουν ούτε τους κεκοιμημένους, ούτε τους ίδιους που επιτελούν όλες αυτές τις λειτουργικές πράξεις. Στο τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος υπάρχει μια πολύ ωραία σημείωση: ότι κατά τις πρώτες σαράντα ημέρες από την ημέρα θανάτου κεκοιμημένου αδελφού γινόταν κάθε ημέρα, στον όρθρο και τον Εσπερινό εκτενής δέησις υπέρ του αποθανόντος. Ακόμη και κάθε ημέρα κατά το διάστημα αυτών των πρώτων 40 ημερών προσφερόταν η θεία Λειτουργία «προσφορά» υπέρ αναπαύσεως της ψυχής αυτού. Εκτός τούτου το όνομα του κεκοιμημένου γραφόταν και στα Δίπτυχα δια την εσαεί ανάγνωσή του από τους περιλειπόμενους αδελφούς. Υπήρχαν και υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που κάποιοι κοιμήθηκαν κοντά στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδος κατά την οποία δε επιτρέπεται εντός της εβδομάδος να τελείται θεία Λειτουργία, παρά μόνο προηγιασμένη (ενν. Θεία Λειτουργία).
Ο ΝΒ’ κανών της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει: «Εν πάσαι ταις της αγίας Τεσσαρακοστής των νηστειών ημέρες, παρεκτός Σαββάτου και Κυριακής, και της Αγίας του Ευαγγελισμού ημέρας, γινέσθω η των προηγιασμένων ιερά Λειτουργία. Και ο ΜΘ’ κανών της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου ορίζει: «Ότι ου δει εν τη Τεσσαρακοστή άρτον προσφέρειν, ει μη εν Σαββάτω και Κυριακή μόνον». Στην προηγιασμένη όμως Λειτουργία δεν γίνονται μνημονεύσεις υπέρ υγείας και υπέρ αναπαύσεως, για τον λόγο ότι αυτή η Λειτουργία είναι ήδη έτοιμη, όπως και το όνομά της φανερώνει. προηγιασμένη από την προηγούμενη θεία Λειτουργία του Σαββάτου ή της Κυριακής, όπου και εμνημονεύθηκαν τα ονόματα. Στην παραπάνω περίπτωση τα τρίτα του κεκοιμημένου γίνονται το Σάββατο που έπεται της κοιμήσεως, τα δε ένατα το δεύτερο Σάββατο (αυτό θεμελιώνεται και στους προαναφερθέντες κανόνες και στον ΝΑ’ κανόνα της εν Λαοδικεία Τοπικής συνόδου, όπου ορίζει: «ότι ου δει εν Τεσσαρακοστή Μαρτύρων γενέθλια επιτελείν, αλλά των αγίων Μαρτύρων μνήμας ποείν εν τοις Σαββάτοις και Κυριακαίς»). αι δε τεσσαράκοντα Θ. Λειτουργίες αρχίζουν μετά την Κυριακή του Θωμά.
Στο βιβλίο του Τριωδίου υπάρχει η διάταξις σχετικά με το Σαρανταλείτουργον, τι δηλαδή γίνεται όταν κάποιος κοιμηθεί κατά τις άγιες ημέρες της Τεσσαρακοστής: «Χρη ειδέναι ότι, εάν γένηται αδελφόν εκδημήσαι προς Κύριον εν ταις αγίαις ταύταις υμέραις… αι προσφοραί (Θ. Λειτουργίαι) και αι μνήμαι (μνημόσυνα) αυτού άρχονται από της νέας Κυριακής (του Θωμά) μέχρι συμπληρώσεως ημερών τεσσαράκοντα». Ο Βαλσαμών εν τη ερμηνεία του ΝΑ’ κανόνος της Λαοδικείας, αλλά δη και ο Βλάσταρης, εν κεφ. Ε’ του στοιχ. Τα’, λέγουν περί των μνημοσύνων των κεκοιμημένων ότι δεν μπορούν να γίνονται εις τας άλλας ημέρας της Τεσσαρακοστής ει μη μόνον εις μοναχόν Σάββατον καθώς και τα Τυπικά συμφώνως τούτο διορίζουσιν. Ακόμα και ο ΞΘ’ κανών των Αγίων Αποστόλων συμφωνεί με το παραπάνω πνεύμα.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Περί της κηδείας»
του Πρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Στ.Χριστοδούλου,
εκδόσεις Ομολογία
πηγαί: