Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΖΑΡ (1846-1916).
Ὁ Γέροντας Γεώργιος Λαζάρ ἀπό τήν Πιάτρα Νεάμτς» ἔτσι ὅπως τόν ἔλεγαν οἱ γέροντες ἐκείνου τοῦ τόπου, ἦτο γνωστός ἀπό πολύ κόσμο τόσο στήν περιοχή τοῦ Νεάμτς, ὅπου ἔζησε τήν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του, ὅσο καί ἀπό ἀρκετούς ἐραστές τοῦ Θεοῦ τῆς Ρουμανίας, ἐπισκόπους, Πνευματικούς, ἱερεῖς, μοναχούς, γέροντες καί παιδιά, ζητιάνους καί χῆρες.
‘Ακόμη τόν ἐγνώριζαν καί μιλοῦσαν γι’ αὐτόν, ὅτι ἦτο ἕνας ἀληθινός ὅσιος τῶν ἡμερῶν μας, καί ἀρκετοί ξένοι ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους, ὅπως ἀρχιερεῖς, ἡγούμενοι καί μοναχοί ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Ὅλοι τόν ἐσέβοντο, τόν ἀνεγνώριζαν σάν ἕνα μεγάλο ἀγωνιστή, τοῦ ζητοῦσαν πνευματικές συμβουλές, τόν τιμοῦσαν, τοῦ ἄνοιγαν δρόμο νά περάση, διότι, διά τῆς ὁσίας ζωῆς του, πού ἦτο παρόμοια μέ τήν ζωή τῶν παλαιῶν Ὁσίων τῆς ‘Εκκλησίας μας, ἐξέπληττε ὅλους τούς συγχρόνους του…
*******
Ένας ἀπό τούς γιούς του, ὁ Ἰωάννης, μᾶς διηγήθηκε ὅσα ἄκουσε ἀπό τό στόμα τοῦ πατέρα του:
Ὁ πατέρας μου, ἔλεγε, ὅταν ἦτο στήν ἔρημο, στεκόταν γιά προσευχή σέ μία ἀπόκρημνη καί βραχώδη περιοχή. Κάποια φορά ἄκουσε μία φωνή ἀπό ψηλά νά τοῦ λέγη:
-Νά πᾶμε πάλι στήν κοιλάδα.
Ἐνῶ ἄλλη φωνή τοῦ ἔλεγε:
-Δέν ἠμποροῦμε νά πᾶμε πάλι στήν κοιλάδα, διότι ἐδῶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού ζῆ πάντοτε μέ τόν Θεό καί δέν ἠμποροῦμε νά τόν πλησιάσουμε. Κατόπιν σιωποῦσαν αὐτές οἱ φωνές. Ἦσαν τοῦ πειρασμοῦ…
Ἄς ἀκούσουμε καί τόν γέρο Δημήτρη Μπογδάν Στρίμπου, ἕναν ἀπό τούς γέροντες τοῦ χωριοῦ Σουγκάγκ, πού ἦτο καί συγγενής τοῦ Γέρου-Γεωργίου.
«Ενθυμοῦμαι πού μᾶς ἔλεγε ὁ Γέρο-Γεώργιος, ὅτι, ὅταν ἔφυγε ἀπ᾿ ἐδῶ, ἔμεινε στήν ἔρημο 40 ἡμέρες καί ἔτρωγε τήν ἡμέρα μόνο 250 γραμμάρια ψωμί. Ὅταν κι αὐτό τελείωσε, ἔτρωγε σαπισμένες ρίζες. Ὅταν ἐπέρασαν οἱ 40 ἡμέρες μέ νηστεία καί προσευχή, ἐπῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί, ὅταν μπῆκε στήν ἐκκλησία τοῦ Παναγίου Τάφου, ἄναψε μόνο του τό κερί πού κρατοῦσε στό χέρι του».
Ἔτσι, ἀφοῦ ἐπέρασε ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Νηστείας καί συμπληρώθηκαν 40 ἡμέρες στήν ἔρημο, ὁ καλός ἀγωνιστής ἀνεχώρησε καί πάλι ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Πρῶτο ἔργο του ἦτο νά προσκυνήση τόν Τάφο τοῦ Κυρίου. Καθώς μπῆκε στήν ἐκκλησία νά ἀνάψη τό καντήλι τοῦ Παναγίου Τάφου, συνέβη ἕνα θαυμαστό γεγονός: Τό κερί πού κρατοῦσε στό χέρι του ἄναψε μόνο του, σάν ἕνα σημεῖο ὅτι εὐαρεστεῖται ὁ Θεός ἀπό τόν ἀγῶνα του καί τήν προσευχή του στήν ἔρημο. Κατόπιν ὁ Γέρο-Γεώργιος ἐξωμολογήθηκε σ᾿ἐκεῖνο τόν μεγάλο ἡσυχαστή ἀπό τήν σπηλιά τοῦ ἁγίου Ξενοφῶντος, κοινώνησε τά Ἄχραντα Μυστήρια καί ἐζήτησε τίς τελευταῖες συμβουλές γιά τήν σωτηρία του. Τότε ὁ ἡσυχαστής τοῦ εἶπε:
-‘Επειδή ἀγωνίσθηκες σκληρά στήν ἔρημο καί ὁ Κύριος σ᾿ἐγλύτωσε ἀπό τίς παγίδες τοῦ σατανᾶ, ἰδού, λοιπόν, σοῦ δίνει τώρα τό χάρισμα τῆς καθαρᾶς προσευχῆς καί τήν δύναμι νά κυριαρχῆς ἐπάνω στόν διάβολο. Σέ ὁλόκληρη τήν μετέπειτα ζωή σου δέν θά ἐξαπατηθῆς ἀπό τόν διάβολο, θά περπατᾶς μέχρι τοῦ θανάτου σου ξυπόλυτος καί ἀσκεπής, διότι τό ψῦχος, ἡ ζέστη καί οἱ ἀσθένειες δέν θά σέ ἐνοχλοῦν πλέον…
Μετά, ἀφοῦ ἐπῆρε τήν εὐλογία του, ἀνεχώρησε.
Εἶχε περάσει περισσότερο ἀπό ἕνας χρόνος, ἀφ᾿ὅτου ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα μας (Ρουμανία). Ἀλλά σέ αὐτό τό σύντομο διάστημα τόσο πολύ εἶχε προοδεύσει πνευματικά ὁ Γέρο-Γεώργιος, ὥστε δέν θά ἠμποροῦσαν ἄλλοι νά τόν φθάσουν ἀγωνιζόμενοι μιά ὁλόκληρη ζωή. Τώρα περπατᾶ πλέον ἀπό τόπο σέ τόπο ξυπόλυτος καί ξεσκούφωτος ὑπομένοντας τόν καύσωνα τοῦ ἡλίου, ντυμένος μέ τό ἴδιο γελέκο καί κρατώντας τό Ψαλτήριο στό χέρι. Ἀδιάκοπα ἔλεγε τούς Ψαλμούς ἀπό στήθους καί τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἀπό κανέναν δέν ζητοῦσε τίποτε, οὔτε χρήματα, οὔτε ροῦχα, οὔτε τροφές. Στόν δρόμο δέν συζητοῦσε μέ κανέναν, διότι εἶχε τόν νοῦ του πάντα στόν Θεό. Ἐκοιμᾶτο πολύ λίγο, ὅταν τόν ἔπιανε ὁ ὕπνος τήν νύκτα καί ἔτρωγε σέ ὡρισμένες ἡμέρες, τό βράδυ, μετά τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐπροσκύνησε ὁ Γέρο-Γεώργιος ὅλα τά μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦτο μαζί του.
Κατόπιν, μέ τήν προτροπή μερικῶν ὁσίων Πατέρων, ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος καί ὅλους τούς ἁγίους ἐκεῖ τόπους καί δέχθηκε τίς εὐλογίες τῶν ἐκεῖ ἀσκουμένων ἐρημιτῶν Πατέρων τοῦ Ἄθωνος. Συναντήθηκε μέ προοδευμένους στήν ἀρετή Πατέρες καί ἄκουσε θεῖες διδασκαλίες γιά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Στό Ἅγιον Ὄρος ἔζησε περίπου ἑνάμισυ χρόνο. Ἐπῆγε σ᾿ ὅλα τά μοναστήρια, τίς Σκῆτες καί τά κελλιά. Προσκύνησε τά Ἅγια Λείψανα, τίς ἅγιες Εἰκόνες καί προσευχόταν ἀκατάπαυστα. Κατόπιν, λαμβάνοντας ἀπό τούς Πατέρες ὡς εὐλογία λίγα χρήματα, ἐπῆρε τό πλοῖο καί ἐπέστρεψε μέ μεγάλη χαρά τήν πατρίδα του.
Ὑπό π. Ἰωαννικίου Μπάλαν
http://yiorgosthalassis.blogspot.com/2016/03/blog-post_261.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου