Σελίδες

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Κυριακή Θ' Λουκά – Η παραβολή του άφρονος πλουσίου

Αποτέλεσμα εικόνας για ο αφρων πλουσιος
«Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»
Ευαγγέλιο Απόστολος, σχολιασμός
Ευαγγέλιο: Λουκ. ιβ΄ 16-21
Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη θ λουκα ο σωτηρ αποστολος
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφό­ρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄ­­φρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμα­σας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. ταῦτα λέ­­γων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΦΡΟΣΥΝΗ
Σχετική εικόνα
«Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ μιὰ σύν­τομη δραματικὴ Παραβολὴ μᾶς παρουσίασε τὴ ζωὴ ἑνὸς πλουσίου, τὸν ὁ­­­­ποῖο ὁ Ἴδιος χαρακτήρισε «ἄφρονα». Καὶ ἦ­­­­ταν πράγματι «ἄφρων» ὁ ἄν­θρωπος αὐ­­­τός, ποὺ ἔζησε ὅλη του τὴ ζωὴ προσ­κολλημένος στὰ πλούτη του καὶ τελικὰ πέθανε πρὶν προλάβει νὰ τὰ ἀπολαύσει.
Ἀξίζει λοιπὸν νὰ δοῦμε σήμερα γιατί ἡ ἐπιδίωξη ἀποκτήσεως πολλῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν εἶναι ἀφροσύνη.
1. Διότι γεμίζει μὲ ἄγχος καὶ ἀγωνία τὸν ἄνθρωπο
Αὐτοὶ ποὺ ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, νομίζουν ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ χαίρονται τὴ ζωή τους. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Ἂς δοῦμε τὸν πλούσιο τῆς Παραβολῆς: τὴν ἐξαιρετικὴ εὐφορία καὶ τὴν πλούσια σοδειά του ἀκολούθησαν βασανιστικὲς σκέψεις καὶ ἀγωνιώδεις μέριμνες: «Τί ποιήσω;» ἔλεγε... Καὶ στὴ συνέχεια ἡ πλεονεξία του τὸν ὁδήγησε σὲ μιὰ ἀπόφαση ποὺ τὸν περιέπλεξε σὲ ­μεγαλύτε­ρες περιπέτειες: «Καθελῶ μου τὰς ἀ­ποθή-κας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω», εἶπε. Ἀποφάσισε δηλαδὴ νὰ ­γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του καὶ νὰ κτίσει καινούργιες, ἐνῶ στὸ μεταξὺ ἔπρεπε νὰ ἀσφαλίσει καὶ τὰ ἤδη ὑπάρχοντα. Στ’ ἀλήθεια, πό­σες φασαρίες, ἔξοδα, πονοκεφάλους, προβλήματα καὶ ἐντάσεις προκάλεσε αὐ­τὴ ἡ ἀπόφασή του!
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ κάθε ἄν­θρωπο ποὺ μπαίνει στὴ λογικὴ τῆς ὑλιστικῆς καὶ καταναλωτικῆς ζωῆς. ­Ἀρχίζει ἕνα ἀσταμάτητο κυνήγι χρημάτων μὲ ὅλα τὰ ἔννομα καὶ ἄνομα μέσα, καὶ πο­­­τὲ δὲν ἡσυχάζει! Ἂν μάλιστα σὲ αὐτὰ προσ­θέσουμε τὸ ἐνδεχόμενο κλοπῆς ἢ ἀ­­­κόμη τὴν ἀπειλὴ μιᾶς οἰκονομικῆς κρίσεως, τότε εὔκολα ­καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ζεῖ μονίμως στὴν ἀβεβαιότητα, στὸν φόβο καὶ τὴν ­ἀ­­­­γω­νία. Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες εἶ­­­ναι ­δυ­νατὸν κανεὶς νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγα­θά του;
2. Διότι ἠ ψυχὴ δὲν χορταίνει μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ
Ἐπιπλέον δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ψυχή, τὴν ὁποία μόνο στὸν ἄνθρωπο ἔχει χαρίσει ὁ Θεός, εἶναι πνεῦμα καὶ δὲν χορταίνει μὲ ὑλικὰ ἀγαθά. Οἱ πόθοι της εἶναι ἄπειροι καὶ μόνο ὁ ἄπειρος καὶ τέλειος Θεὸς μπορεῖ νὰ τοὺς ἱκανοποιήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς λέει: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα΄ [41] 3) Δηλαδή, ἡ ψυχή μου διψάει τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Θεό. Τίποτα ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει πραγματι­κὰ παρὰ μόνο τὸ «ὄντως ἐφετόν», τὸ ἀ­­­ληθινὰ ἐπιθυμητὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
3. Διότι ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ τὸν θάνατο
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ φανερώνει κατεξο­χὴν τὴν ἀφροσύνη τῶν ὑλιστῶν εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι τὰ πλούτη τους θὰ τὰ ἔ­­­χουν διαρκῶς μαζί τους. Τὸν θάνατο οὔτε κὰν τὸν σκέπτονται. Αὐτὸ ἔπαθε κι ὁ δυστυχὴς πλούσιος τῆς Παραβολῆς, ὁ ὁποῖος ὀνειρευόταν φαγοπότια, ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις, ὅταν ἐντελῶς ξαφνικὰ κι ἀπρόσμενα τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος. Τότε ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Δικαιοκρίτου Κυρίου τὸ ἀδυ­σώ­πητο ἐρώτημα: «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Ἀνόητε ἄνθρωπε, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες, τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀσφάλισες στὶς νέες ἀποθῆκες σου, σὲ ποιὸν θὰ περιέλθουν; Αὐτὸς ἦταν ὁ θησαυρός σου· τώρα τί θὰ σοῦ μείνει;...
Δυστυχῶς πολλοὶ ἄνθρωποι πέφτουν στὴν ἴδια παγίδα. Καὶ προσκολ­λῶνται σὲ χρήματα, κτήματα καὶ πρά­γματα, χωρὶς νὰ ἐννοοῦν ὅτι κάποτε θὰ τὰ ἀποχωριστοῦν. Διότι, ὅπως τίποτε δὲν φέραμε μαζί μας ὅταν γεννηθήκαμε, ἔτσι «οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄ 7). Ὅταν θὰ ­πεθάνουμε, τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας. Δὲν εἶναι ἀφροσύνη λοιπὸν νὰ ἀγωνιοῦμε καὶ νὰ κοπιάζουμε γιὰ πράγματα ποὺ εἶναι ἐπίγεια καὶ φθαρτά;
Ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ προβάλ­λει τὸ χρῆμα καὶ τὴν ὕλη ὡς ἀπαραίτητα γιὰ τὴν εὐτυχία τοῦ ­ἀνθρώπου. Κι ὅμως ὅλα αὐτὰ εἶναι μιὰ ἀπάτη! Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀφροσύνη ἀ­­­­πὸ τὸ νὰ στηρίζεται κανεὶς στὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὕλη. Ἂς μὴ μᾶς ­ἐντυπωσιάζουν λοιπὸν τὰ ­ἐφήμερα πλούτη, οἱ γήινες ἀ­­πολαύσεις καὶ τὰ πρόσ­καιρα ἀγαθά. Ἂς ποθήσουμε τὰ ὑ­­ψηλά, τὰ ἅγια, τὰ αἰώνια. Αὐτὰ ποὺ ἱκανοποιοῦν πρα­γματικὰ τὴν ψυχή μας καὶ ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη ἐπένδυση γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον μας!
Απόστολος: Ἐφεσ. β΄ 14-22
Σχετική εικόνα
Ἀδελφοί, Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμ­πολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.
Συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ
1. Συμφιλίωση Θεοῦ καί ἀνθρώπων
Ἀγεφύρωτο ἦταν τὸ χάσμα ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Ἡ ἁμαρτία εἶχε ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν εἶχε παρασύρει στὴν εἰδωλολατρία. Ἀκόμα κι οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ λάτρευαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἔβλεπαν τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν ἐνοχή τους ἀπέναντί Του καὶ περίμεναν τὸν Λυτρωτὴ ποὺ θὰ τοὺς χάριζε καὶ πάλι τὴν κοινωνία μὲ τὸν πανάγαθο Δημιουργό.
Καὶ πράγματι ἦρθε ὁ Λυτρωτὴς Χριστός. Κι ὅ­­­πως σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, «δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα»· Αὐτὸς μᾶς ἔφερε καὶ τοὺς δύο λαούς (τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς Ἰουδαίους), μέσῳ τοῦ ἑνὸς Ἁγίου Πνεύματος, κοντὰ στὸν Πατέρα. 
Ὅταν ἕνα μικρὸ παιδὶ κάνει κάποια σοβαρὴ ζημιά, δὲν τολμᾶ νὰ πλησιάσει τὸν πατέρα του ἀπὸ τὸν φόβο τῆς αὐστηρῆς τιμωρίας. Ἔρχεται ὅμως ὁ μεγάλος ἀδελφός του καὶ ἀναλαμβάνει ἐκεῖνος νὰ μεσολαβήσει στὸν πατέρα γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸ ἄτακτο παιδὶ καὶ νὰ τὸ συγχωρήσει. Ὁ Κύριος μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του ἔγινε ὁ μεγάλος ἀδελφός μας καὶ ὁ Μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατό Του θανάτωσε τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρ­τίας καὶ ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο πάλι κοντὰ στὸ Δημιουργό Του.
Τί ἀνεκτίμητη δωρεά! Μποροῦμε νὰ καλοῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα! Ἀρκεῖ νὰ πιστεύουμε στὸ Σωτήρα Χριστὸ καὶ νὰ ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἐκκλησίας. Τότε θὰ εἴμαστε «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ», υἱοὶ «κατὰ χάριν».
2. Συμπολίτες τῶν Ἁγίων
Δὲν εἶναι ὅμως μόνο τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ὁδήγησε κοντὰ στὸ Θεό. Ἐπιπλέον μᾶς ἔφερε καὶ πιὸ κοντὰ μεταξύ μας. Κατήργησε τὶς διακρίσεις μεταξὺ τῶν λαῶν, διεκήρυξε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως καὶ κάλεσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἑνωθοῦν σὲ ἕνα σῶμα, τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀποτελεῖ πλέον τὸν ἐκλεκτὸ λαό Του.
Στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ δὲν εἴμαστε ξένοι οὔτε καὶ μόνοι. Εἴμαστε «οἰκεῖοι του Θεοῦ», καί γιʼ αὐτὸ αἰσθανόμαστε καὶ μεταξὺ μας οἰκειότητα καὶ ἐγκαρδιότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ συμπέρασμα ποὺ ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος: «οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ»· δὲν εἶσθε πλέον ξένοι καὶ προσ­ωρινοὶ κάτοικοι στὴ Βα­­­­­σιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶσθε συμπολίτες τῶν Ἁγίων καὶ μέ­λη τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ. 
Τί ὡραῖο πράγμα νὰ αἰσθανόμαστε αὐ­τὸν τὸν σύνδεσμο μεταξύ μας! Ἀνήκουμε στὴν ἴδια οἰκογένεια, τὴν Ἐκκλησία. Εἴμαστε συμπολίτες τῶν Ἁγίων! Δὲν μᾶς συνδέει ἁπλῶς κάποια σαρκικὴ συγγένεια ἢ κοινὴ καταγωγή, ἀλλὰ ὁ ἴδιος Πατέρας, ἡ ἴδια οἰκογένεια, ἡ οὐράνια Πατρίδα μας, ἡ αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κι ἂν κάποιοι θεωροῦν καύχημά τους νὰ ἔχουν συγγε­νὴ ἢ συμπατριώτη κάποιο σπουδαῖο πρόσωπο, ἐμεῖς ἂς θεωροῦμε ­ἀσύγκριτα μεγαλύτερη τιμὴ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε «συμ­πολῖται» μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους: τὴν Ὑπερ­αγία Θεοτόκο, τοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς Ἀ­­­ποστόλους, τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς Ὁ­­­σίους, τοὺς Ποιμένες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ Ἅγιοι εἶναι κοντά μας καὶ παρακολουθοῦν τὸν ἀγώνα μας. Κι ἐμεῖς ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες τους καὶ νὰ ἐλπίζουμε στὴ βοήθειά τους.
3. Συν-αρμολόγηση
Μὲ διάφορους τρόπους ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζει τὴ σπουδαία ἀλήθεια ὅτι κάθε χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ζεῖ ἀτομικὰ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας του, ἀλλὰ μόνο μέσα στὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ χρησιμοποιεῖ τὸ παράδει­γμα τῆς οἰκοδομῆς ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καὶ πάνω στὴ βάση αὐτὴ τίθενται ὡς θεμέλια οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Προφῆτες. Μʼ αὐτὸν τὸν τρόπο, γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, «πᾶ­σα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογου­μένη αὔ­­ξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑ­­­­­­μεῖς συνοικοδο­μεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι»· ὅλη ἡ οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας ἑνώνεται ἁρ­μο­νικὰ καὶ στε­­­­ρεὰ καὶ αὐξάνει, ὥστε νὰ γίνεται ναὸς ἅ­­­γιος, ὅπως τὸν θέλει ὁ Κύριος. Κι ἐσεῖς, μὲ τὴν ἕνωσή σας μὲ τὸν Κύριο, οἰκοδομεῖσθε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς γιὰ νὰ γίνετε ναὸς καὶ κατοικητήριο, στὸ ὁποῖο θὰ κατοικεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα Του. 
Συναρμολόγηση - συνοικοδόμηση. Λέξεις ποὺ ἐκφράζουν τὸν σύνδεσμο τῶν πι­στῶν ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξάρτηση τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸν ἄλλο. Στὸ κτίσιμο μὲ πέτρα εἶναι ὁλό­κληρη τέχνη ἡ ἁρμολόγηση, δηλαδὴ ἡ κατάλληλη τοποθέτηση καὶ γερὴ συγκόλληση τῶν πετρῶν, ὥστε νὰ εἶναι στέρεο τὸ οἰκοδόμημα. Καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν κτίζουμε αὐτόνομα καὶ ­ἀνεξάρτητα οἰκο­δομήματα. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ φρον­τίζουμε γιὰ τὴν προσωπική μας οἰκοδο­μὴ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ ἄλλου. «Οἰκοδομεῖτε εἷς τὸν ἕνα», ­παραγγέλ­λει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Θεσ. ε΄ 11). Νὰ οἰκοδομεῖτε στὴν ἀρετὴ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ὁ καθένας μας ὀφείλει νὰ οἰκοδο­μεῖ­ται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ἑνώνεται ἁρμονικὰ μὲ τοὺς ἄλ­­λους πιστούς, καὶ ὅλοι μαζὶ ἑνωμένοι μὲ τὸν Κύριο νὰ συναποτελοῦμε ἕναν ἅγιο ναό, κατοικητήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ.
https://www.osotir.org/el/apostolos-kiriakis/item/37475-sympol-tes-t-n-gion-ka-o-ke-oi-to-theo
https://kaini-ktisis.blogspot.gr/2016/11/blog-post_19.html