Σελίδες

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Αἵρεση, σχίσμα καί ἀποτείχιση στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση

Ἰσοροπώντας μεταξύ «δύο ἄκρων»
Στίς 30/11/2014, μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἡμέρα, κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται ἡ Θρονική ἑορτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Πάπας Φραγκίσκος ὁ Α' ἐπισκέφθηκε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί μετεῖχε στή Θεία Λειτουργία, πού τελέστηκε στόν Πατριαρχικό Ναό. Τό γεγονός αὐτό προκάλεσε ἔντονες ἀντιδράσεις στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, θετικές καί ἀρνητικές, ἐνθουσιώδεις καί ἐπικριτικές, οἱ ὁποῖες θυμίζουν τό ὡραιότατο βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου (1930-1989), κληρικοῦ, μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ κύρους καί διακεκριμένου Πνευματικοῦ, μέ τίτλο «Τά δύο ἄκρα. Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός» (ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, 2008). Πράγματι, οἱ ὁπαδοί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέχθηκαν μέ ἐνθουσιασμό τό γεγονός, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα νά ξεπεραστοῦν τά μίση καί τά πάθη τοῦ παρελθόντος, νά πάψουν οἱ διαιρέσεις, νά ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μεταξύ τῶν Χριστιανῶν καί, τέλος, νά γίνει τό τελευταῖο βῆμα γιά τήν πλήρη ἕνωση «τῶν ἐκκλησιῶν», δηλαδή γιά τήν κοινωνία ἀπό τό ἴδιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία, ἄλλωστε, προσευχόμεθα σέ κάθε Ἀκολουθία («ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»). Οἱ ὁπαδοί τοῦ Ζηλωτισμοῦ, ἀντίθετα, ἐπικρίνουν ἔντονα τέτοιες ἐνέργειες ὡς προδοτικές, κατηγοροῦν τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη ὡς αἱρετικό καί ὡς προδότη τῆς πίστεως, θεωροῦν τούς κληρικούς, πού κοινωνοῦν μαζί του, ὡς συνυπεύθυνους καί ἀποστάτες καί προτείνουν τήν λεγόμενη «ἀποτείχιση», δηλαδή τή διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ Ἐπισκόπους πού ἀνήκουν στά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καί στίς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.

Ὡστόσο, καί οἱ δύο αὐτές ἀκραῖες στάσεις εἶναι προϊόντα πλάνης καί κινοῦνται ἐκτός τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. 

Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι σχετικά σύγχρονο φαινόμενο. Ἐμφανίστηκε στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα, σέ ἕνα περιβάλλον μέ γνώρισμα τόν θρησκευτικό συγκριτισμό, στοιχεῖο σύμφωνο κατά πάντα μέ τό πνεῦμα καί τήν κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς. Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ τάση γιά προσέγγιση, συνεργασία καί, τελικά, γιά ἕνωση τῶν διάφορων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, μέ παράκαμψη τῶν μεταξύ τους δογματικῶν διαφορῶν. Ἡ ἑνότητα, στήν ὁποία ἀποβλέπει, ὑπαγορεύεται ἀπό ἐξωτερικούς παράγοντες καί συνθῆκες (ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπιση κοινωνικῶν, πολιτικῶν, ἰδεολογικῶν ἤ ἀθεϊστικῶν προκλήσεων κ.λπ.) καί δέν εἶναι ἑνότητα στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί στή μία πίστη καί ἀλήθεια πού παρέδωσε ὁ Κύριος, στοιχεῖα, στά ὁποῖα θεμελιώνεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Στό πλαίσιο τῆς λεγόμενης «Οἰκουμενικῆς κίνησης» κανείς δέν θεωρεῖται κάτοχος ὅλης τῆς ἀλήθειας, ἀλλά πιστεύεται ὅτι κάθε «ἐκκλησία» (χριστιανική ὁμολογία - αἵρεση) κατέχει ἕνα μέρος της, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπαιτεῖται ἡ συνένωση ὅλων γιά νά ὑπάρχει τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀντίληψη αὐτή εἶναι μιά μορφή τῆς αἱρετικῆς «θεωρίας τῶν κλάδων», πού ἐμφανίζεται μεταξύ τῶν προτεσταντικῶν αἱρέσεων, καί ἔχει τίς ρίζες της στήν ἀντίληψη τῆς Νέας Ἐποχῆς ὅτι κάθε θρησκεία κατέχει μέρος τῆς ἀλήθειας καί κάθε θρησκεία εἶναι διαφορετικός «δρόμος», πού ὁδηγεῖ στόν ἴδιο Θεό. Πρόκειται γιά ἀντίληψη, πού σχετικοποιεῖ καί καταργεῖ τή Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐξισώνοντάς την μέ τίς αἱρέσεις, ἄν καί, κατά τήν Ἁγ. Γραφή, ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13) καί εἶναι «στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α' Τιμ. 3,15). Ἐντός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κυοφοροῦνται καί ἄλλες αἱρετικές θεωρίες, ὅπως ἡ «βαπτισματική» καί ἡ «μεταπατερική» θεολογία, ἡ θεωρία τοῦ «δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ» κ.ἄ., γι’ αὐτό ἕνας σύγχρονος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Σέρβος Ἀρχιμανδρίτης καί Καθηγητής Πανεπιστημίου Ἰουστῖνος Πόποβιτς (1894-1979), εἶχε χαρακτηρίσει τόν Οἰκουμενισμό ὡς «παναίρεση» (συμπερίληψη ὅλων τῶν αἱρέσεων). Μέ τό πνεῦμα τοῦ συγκριτισμοῦ πού τόν διακρίνει, ὁ Οἰκουμενισμός ἐπιδιώκει σχέσεις, ἐπαφές, διαλόγους, προσεγγίσεις καί συμπροσευχές ἀκόμη καί μέ ἄλλες θρησκεῖες (Ἰουδαϊσμό, Ἰσλάμ, ἀνατολικές θρησκεῖες).

Στό ἄλλο ἄκρο, ὁ Ζηλωτισμός ἐμφανίζεται ὡς τάση γιά τή διατήρηση μέ κάθε μέσο τοῦ παραδεδομένου, ἔστω καί ἄν τό παραδεδομένο δέν εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά οἱ διάφορες ἀνθρώπινες μορφές, μέ τίς ὁποῖες αὐτή ἐκφράζεται. Πάντα ὑπῆρχαν στήν Ἐκκλησία ἀκραῖοι συντηρητικοί, πού δημιουργοῦσαν διάφορα προβλήματα καί, σέ κάποιες περιπτώσεις, προκαλοῦσαν ἀκόμη καί σχίσματα. Ἤδη ὁ ἀπ. Παῦλος κάνει λόγο γιά ὅσους «ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» (Ρωμ. 10,3), δηλαδή γιά ὅσους ἐνεργοῦν καί φωνάζουν, χωρίς νά γνωρίζουν γιατί ἐνεργοῦν καί φωνάζουν. Αὐτοί, ἐπειδή ἀγνοοῦν τήν «δικαιοσύνην» τοῦ Θεοῦ καί δέν ὑποτάσσονται σ’ αὐτήν, ἐπιχειροῦν νά ἐγκαταστήσουν μιά δική τους «δικαιοσύνην» (μέθοδο δικαιώσεως - σωτηρίας, Ρωμ. 10,3). Ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία γνωρίζουμε τό Νοβατιανό σχίσμα, τό Μελιτιανό, τό Κολλουθιανό, τό σχίσμα τῶν Δονατιστῶν καί ἄλλα σχίσματα τοῦ 3ου καί 4ου μ.Χ. αἰ., μέ ἀφορμή τή δῆθεν ἐπιεικῆ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι ὅσων μετανοοῦσαν ἀπό βαρέα ἁμαρτήματα. Ἀπό παρόμοιους κύκλους προῆλθε στήν ἐποχή μας τό λεγόμενο Παλαιοημερολογητικό σχίσμα (1935). Ἐπειδή κάποιοι χρησιμοποιοῦν ὡς πρόσχημα τήν «ἀποτείχιση», γιά νά προκαλοῦν σχίσματα καί διαιρέσεις στήν Ἐκκλησία, ἐπικαλούμενοι τόν ιε' Κανόνα τῆς λεγομένης Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), εἶναι ἀναγκαῖο νά διευκρινίσουμε τό περιεχόμενο τῶν ὅρων «αἵρεση», «σχίσμα» καί «ἀποτείχιση».

Ἡ αἵρεση καί οἱ συνέπειές της
Αἵρεση εἶναι ἡ ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας πού παρέδωσε ὁ Χριστός, εἴτε στό σύνολό της, εἴτε, συνήθως, σέ ἕνα μέρος της. Ἡ ἀλήθεια αὐτή, δηλαδή ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, διαφέρει οὐσιαστικά ἀπό τήν ἀνθρώπινη γνώση. Ἡ δεύτερη ἀναφέρεται στά κτιστά, δηλαδή στόν κόσμο καί στά πράγματα πού μᾶς περιβάλλουν· ἡ πρώτη ἀναφέρεται στά ἄκτιστα, δηλαδή στόν Θεό καί στίς σχέσεις Του μέ τόν κόσμο. Ἡ δεύτερηἀνακαλύπτεται ἀπό τόν ἄνθρωπο· ἡ πρώτηἀποκαλύπτεται, δηλαδή παραδίδεται στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Ἡ δεύτερη μεταβάλλεται καί διευρύνεται· ἡ πρώτη παραδίδεται στούς Ἁγίους «ἅπαξ» (Ἰούδ. 3), δηλαδή εἶναι πλήρης, αἰώνια καί ἀμετάβλητη. Ἡ δεύτερη ἐπιδέχεται βελτιώσεις· ἡ πρώτη, ἐπειδή ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη λογική, ἤ γίνεται ἀποδεκτή στό σύνολό της καί ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἤ ἀπορρίπτεται. Ἡ δεύτερη ἐνδέχεται νά σφάλλει· ἡ πρώτη ἔχει ἐκ τοῦ Θεοῦ τή σφραγίδα τῆς αὐθεντικότητας καί δέν ἐπιδέχεται διορθώσεις. Τέλος, ἡ δεύτερη συντελεῖ στή βελτίωση τῶν ὅρων τῆς παρούσας ζωῆς (ἄν καί πολλές φορές συμβαίνει τό ἀντίθετο)· ἡ πρώτη ἀναφέρεται στήν αἰώνια ζωή, δηλαδή ὁδηγεῖ στή σωτηρία, εἶναι ἀλήθεια σωτηριώδης.
Τό τελευταῖο στοιχεῖο φανερώνει ἀκριβῶς τήν ἀξία τῆς ὀρθῆς πίστης καί τοῦ ὀρθόδοξου δόγματος («δόγμα» εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πίστης, μέ ὅρους καί προτάσεις περισσότερο ἀκριβεῖς καί χωρίς περιθώρια παρερμηνείας), ἀλλά καί τόν κίνδυνο πού ἐνυπάρχει σέ κάθε αἵρεση. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἁπλός λόγος, δέν εἶναι θεωρητική διδασκαλία καί γνώση, δέν εἶναι μιά συνήθης ἰδεολογία. Ἀντίθετα, εἶναι ζωή, εἶναι τρόπος ζωῆς. Εἶναι προϊόν καί ἀποτέλεσμα τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό (καί ὄχι κάποιας θεωρητικῆς ἐνασχόλησης περί Θεοῦ), πού γίνεται στή συνέχεια ὁδηγός στήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Μέ ἄλλα λόγια, τό δόγμα εἶναι ὁ δείκτης πού ὑποδεικνύει τόν ἀληθινό Θεό, ἤ τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ σ’ Αὐτόν. Ἄν ὁ δείκτης ἀλλοιωθεῖ, ἄν στραφεῖ ἀλλοῦ (καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ αἵρεση), τότε δείχνει ἕναν «ἄλλο θεό» καί ἕναν ἄλλο δρόμο, ὅπως, ἄν στραφεῖ ἀλλοῦ ὁ ὁδοδείκτης πού δείχνει μιά πόλη, τότε ὁ ἐνδιαφερόμενος ἀκολουθεῖ ἄλλο δρόμο καί καταλήγει σέ ἄλλη πόλη. Ὁ «ἄλλος θεός» στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι ὁ διάβολος (ἀφοῦ «πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια», Ψαλμ. 95,5) καί ἡ «ἄλλη πόλη» εἶναι ἡ κατάσταση ἔξω ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  
Γι’ αὐτό ἡ Ἁγ. Γραφή κάνει λόγο γιά «αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β' Πέτρ. 2,1) καί «διδασκαλίας δαιμονίων» (Α' Τιμ. 4,1) καί γιά τόν ἴδιο λόγο οἱ Πατέρες ἀσχολήθηκαν συστηματικά μέ τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων. Ἡ αἵρεση, ὡς ἀλλοίωση τῆς πίστης, θέτει τόν φορέα της, ὅταν, βέβαια, τοῦ ὑποδειχθεῖ ἡ πλάνη καί ἐκεῖνος ἐπιμένει, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὁ αἱρετικός ἀποκόπτει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτός τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει σωτηρία, κατά τήν ὁμόφωνη γνώμη τῶν Πατέρων. Στή συνέχεια, ἡ Ἐκκλησία, μέ μιά ἐπίσημη πράξη, ὅπως ὁ ἀφορισμός ἤ ὁ ἀναθεματισμός, ἐπικυρώνει μιά ἤδη ὑφιστάμενη κατάσταση καί αὐτό γίνεται γιά νά μήν μεταδοθεῖ ἡ ἀσθένεια τῆς αἵρεσης καί σέ ἄλλα μέλη της, δηλαδή γιά νά μήν ὁδηγηθοῦν καί ἄλλοι πιστοί στήν πνευματική ἀπώλεια. Αὐτό ἦταν κυρίως τό ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν καί τῶν Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες, ἐκτός τῶν ἄλλων, διατύπωναν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας σέ δόγματα.

Ἔννοια καί οὐσία τοῦ σχίσματος
Παραπλήσια κατάσταση μέ τήν αἵρεση εἶναι τό σχίσμα. Σχίσμα εἶναι ἡ ἀπόσχιση ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ἐθελούσια ἀποκοπή ἀπό τό Σῶμα της, «δι’ αἰτίας τινάς ἐκκλησιαστικάς καί ζητήματα ἰάσιμα», δηλ. γιά κάποια ἐκκλησιαστικά ἤ ἄλλα θέματα καί γιά καταστάσεις πού μποροῦν νά θεραπευτοῦν, κατά τόν Μέγα Βασίλειο (PG, τ. 32, 665). Τό σχίσμα δημιουργεῖται χωρίς νά ὑπάρχει ἰδιαίτερα σοβαρός λόγος καί δέν προϋποθέτει διαφορά στήν πίστη. Ὡστόσο, εἶναι κατάσταση τό ἴδιο σοβαρή μέ τήν αἵρεση, ἀφοῦ ἀποκόπτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν Ἐκκλησία καί, κατ’ ἐπέκτασιν, τοῦ στερεῖ τή σωτηρία. Σχίσμα καί αἵρεση εἶναι ἐξ ἴσου καταστάσεις ἐκτός Ἐκκλησίας
Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ χαρακτηριστικά: «τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τό τήν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν», δηλαδή δέν εἶναι μικρότερο κακό τό σχίσμα ἀπό τήν αἵρεση (PG, τ. 62, 87), καί ἀλλοῦ λέει ὅτι «τίποτε δέν παροργίζει τόν Θεό τόσο, ὅσο τό νά διαιρεθεῖ ἡ Ἐκκλησία» (ὅ.π., 85), ἀναφέρει μάλιστα καί τό ἑξῆς περιστατικό: «Κάποιος ἅγιος ἄνθρωπος εἶπε κάτι, πού φαίνεται τολμηρό, ὅμως τό εἶπε! Ποιό εἶναι αὐτό; Εἶπε, ὅτι οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δέν ἔχει τή δύναμη νά ἐξαλείψει αὐτή τήν ἁμαρτία», δηλαδή τό σχίσμα (ὅ.π.)! 
Γιατί, ὅμως, συμβαίνουν τά σχίσματα; Γιατί οἱ σχισματικοί εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ δέν ἔχουν «ἐναντία δόγματα»; Γιατί δέν εἶναι μαζί μας, ἀφοῦ ἡ πίστη εἶναι ἴδια καί σέ κείνους καί σέ μᾶς; «Ὅτι φιλαρχίας ἐστίν ἡ νόσος» (ὅ.π., 86), ἀπαντᾶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Οἱ σχισματικοί νοσοῦν τή νόσο τῆς φιλαρχίας! Καί «τίποτε δέν μπορεῖ νά διαιρέσει τήν Ἐκκλησία τόσο πολύ, ὅσο ἡ φιλαρχία» (ὅ.π., 85). Ἔτσι, οἱ σχισματικοί ὄχι μόνο καταδικάζουν τόν ἑαυτό τους, ἀποκόπτωντάς τον ἀπό τή σωτηρία καί τή ζωή, ἀλλά καί παρέχουν τή χειρότερη εἰκόνα στούς ἑτεροθρήσκους ἤ στούς ἀθέους. Τί θά πεῖ ὁ «ἐθνικός» (ὁ μή Χριστιανός), βλέποντας νά συμβαίνουν τέτοιες καταστάσεις στήν Ἐκκλησία;, διερωτᾶται ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Προφανῶς, θά γελάσει καί θά πεῖ ὅτι «πάντα κενοδοξίας πεπλήρωται τά Χριστιανῶν, καί φιλαρχία παρ’ αὐτοῖς καί ἀπάτη» (ὅ.π., 86).

Ὁ ιεΚανόνας καί ἡ ἀποτείχιση
Ἐπειδή τό σχίσμα εἶναι κάτι ἀπαγορευμένο ἀπό τούς Κανόνες καί σαφῶς καταδικασμένο στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, οἱ σύγχρονοι ὑποστηρικτές τῶν σχισμάτων ἐνεργοῦν μέ πρόσχημα τήν ἀποτείχιση, γιά νά προκαλέσουν τήν ἴδια ἀκριβῶς κατάσταση. Ἡ ἀποτείχιση προβλέπεται ἀπό ἕναν μόνο Κανόνα, τόν ιε' τῆς λεγομένης Πρωτοδευτέρας Σύνοδου. Πρόκειται γιά Τοπική Σύνοδο, πού συγκλήθηκε στήν Κων/πολη τό 861 μ.Χ., ὡστόσο οἱ Κανόνες της ἔχουν πανορθόδοξο κύρος καί συμπεριλαμβάνονται σέ ὅλες τίς κανονικές συλλογές.
Ὁ Κανόνας ἀναφέρεται στή στάση ἔναντι αἱρετικῶν Ἐπισκόπων καί, μάλιστα, Πατριαρχῶν. Γενικά, οἱ Κανόνες ἀπαγορεύουν αὐστηρά κάθε σχέση καί κοινωνία μέ αἱρετικούς κληρικούς. Αὐτό εἶναι αὐτονόητο γιά αἱρετικούς, πού ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό Συνόδους καί ἔχουν τεθεῖ ἐπίσημα ἐκτός Ἐκκλησίας. Τί ἰσχύει, ὅμως, ἄν κάποιος Πατριάρχης εἶναι αἱρετικός, ἀλλά δέν ἔχει καταδικαστεῖ ἀκόμη ἀπό Σύνοδο; Τί πρέπει νά κάνουν ὡς τότε οἱ ὑφιστάμενοί του κληρικοί; Στήν περίπτωση αὐτή, προβλέπει ὁ Κανόνας, μποροῦν νά προβοῦν σέ ἀποτείχιση, δηλαδή νά πάψουν νά τόν μνημονεύουν στή Θ. Λειτουργία καί νά διακόψουν κάθε κοινωνία μαζί του, πρίν ἀκόμη καταδικαστεῖ ἀπό Σύνοδο. Ὅμως, αὐτό μπορεῖ νά γίνει μέ τίς ἑξῆς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις: α) ἡ αἵρεση νά εἶναι «κατεγνωσμένη», δηλαδή καταδικασμένη σαφῶς ἀπό Συνόδους ἤ ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί β) ἡ αἵρεση νά κηρύσσεται δημοσίως, ἀπροκάλυπττα («γυμνῇ τῇ κεφαλῇ») καί ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἐπαινετή πράξη, δέν ἀποτελεῖ σχίσμα καί δέν διαιρεῖ τήν Ἐκκλησία. Σέ κάθε ἄλλη περίπτωση ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας ἀποτελεῖ σαφῶς σχίσμα. Ὡστόσο, καί στήν πρώτη περίπτωση ἡ ἀποτείχιση εἶναι μέν ἐπαινετή πράξη, δέν εἶναι ὅμως καί ὑποχρεωτική πράξη, δηλαδή ὁ Κανόνας δέν τήν ἐπιβάλλει σέ ὅλους, ἀλλά ἐπιτρέπει σέ ὅσους θέλουν νά περιμένουν τή συνοδική καταδίκη τοῦ «οἰκείου προέδρου» γιά νά διακόψουν τήν κοινωνία μαζί του. Ὁ Κανόνας ἐπιχειρεῖ νά ἀποτρέψει τά σχίσματα καί ὄχι νά τά ἐνθαρύνει, γι’ αὐτό στό πρῶτο μέρος του ἀπειλεῖ μέ καθαίρεση τούς κληρικούς, πού διακόπτουν τήν κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη τους, προκαλώντας σχίσματα, γιά ἄλλα «ἐγκλήματα» καί πρίν τή συνοδική καί τελική καταδίκη του (Πηδάλιον, Ἀθῆναι 1982, σ. 358).

Συμπεράσμα: «Extra Ecclesiam nulla salus»
Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀποκαλοῦν μεταξύ ἄλλων τήν Ἐκκλησία «Κιβωτό σωτηρίας», εἰκόνα πού παραπέμπει εὐθέως στήν Κιβωτό τοῦ Νῶε καί στή σωτηρία ἀπό τόν κατακλυσμό. Τότε σώθηκαν μόνο ὅσοι ἦσαν μέσα στήν Κιβωτό. Ὅσοι ἔμειναν ἔξω, πνίγηκαν ὅλοι στά ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ! Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν Ἐκκλησία: «extra Ecclesiam nulla salus» («ἐκτός Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία»), κατά τήν ἀξιωματική διατύπωση τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης, πού ἀποδέχονται ὅλοι οἱ Πατέρες. Πλοῖο («Ναῦς») εἶναι ἡ Ἐκκλησία! Πλοῖο, πού πορεύεται πρός τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, μέ Κυβερνήτη τόν ἴδιο τόν Κύριο. Ὁ διάβολος ἐπιχειρεῖ νά τό βυθίσει. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτό εἶναι ἀδύνατο, προσπαθεῖ νά πείσει κάποιους, πού εἶναι μέσα, νά πηδήξουν στή θάλασσα. Τούς λέει ὅτι τό Πλοῖο κινδυνεύει νά τσακιστεῖ στά βράχια, γιατί οἱ ναῦτες (οἱ κληρικοί) δέν τό ὁδηγοῦν καλά, καί ὅτι ἡ μόνη λύση γιά νά σωθοῦν (!) εἶναι νά πέσουν στή θάλασσα. Κάποιοι ἀκολουθοῦν τήν προτροπή του καί, φυσικά, πνίγονται στά ταραγμένα νερά. Οἱ περισσότεροι, ὅμως, γνωρίζουν καλά ὅτι τό Πλοῖο «κλυδωνίζεται» μέν, ἀλλά οὐδέποτε «καταποντίζεται», κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, γνωρίζουν ὅτι «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν» αὐτοῦ (Ματθ. 16,18) καί ὅτι, τελικά, τό Πλοῖο θά φτάσει στόν προορισμό του.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διεξάγει σήμερα ἐπίσημους διαλόγους μέ χριστιανικές ὁμολογίες, ὅπως οἱ Παπικοί, οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, οἱ Ἀγγλικανοί κ.ἄ., καί μετέχει στή λεγόμενη «Οἰκουμενική κίνηση», μέ Πανορθόδοξες, μάλιστα, συνοδικές ἀποφάσεις. Ὁ διάλογος οὔτε κακό εἶναι, οὔτε ξένο πρός τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Οἱ Πατέρες δέν φοβήθηκαν τούς διαλόγους καί συζητοῦσαν μέ αἱρετικούς, μέ σχισματικούς καί μέ κάθε ἄνθρωπο, ἀποβλέποντας σέ κάποια ὠφέλεια. Εἶναι αὐτονόητο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέν μετέχει στούς διαλόγους πιστεύοντας ὅτι εἶναι μία ἀπό τίς πολλές «ἐκκλησίες», οὔτε ἀναζητώντας τήν ἀλήθεια. Μετέχει, ἔχοντας τήν συνείδηση ὅτι εἶναι ἡ Μία καί μοναδική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅτι κατέχει τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας καί ὅτι ὀφείλει συνεχῶς νά μαρτυρεῖ γι’ αὐτή τήν ἀλήθεια. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ μετοχή στούς διαλόγους εἶναι ἕνα εἶδος ὀρθόδοξης μαρτυρίας καί ἱεραποστολῆς. Ὅπου δέν συμβαίνει αὐτό, ὅπου δέν τηροῦνται τά παραπάνω, ἐκεῖ ὑπάρχει σαφής παρέκκλιση πρός τήν αἵρεση (ἤ μᾶλλον πρός τήν «παναίρεση») τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Εἶναι γεγονός, ὅτι δέν εἶναι κάθε μορφή διαλόγου ὀρθή καί ἀποδεκτή ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη. Ὀρθός διάλογος εἶναι ἐκεῖνος πού διεξάγεται μέσα στά ὅρια, πού θέτουν οἱ ἱεροί Κανόνες. Οἱ Κανόνες ἔχουν θεσπιστεῖ γιά τήν προστασία μας καί γιά τή σωτηρία μας. Πολύ σωστά ἰσχυρίζονται κάποιοι ὅτι οἱ Κανόνες «ἐκδικοῦνται», ὅταν δέν τούς τηροῦμε. Ὄντως, στούς διαλόγους παρατηροῦμε πολλές φορές ἐκδηλώσεις καί ἐνέργειες σαφῶς ἀπαγορευμένες ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες, μέ χαρακτηριστικότερο ἴσως παράδειγμα τίς συμπροσευχές ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν μέ αἱρετικούς κληρικούς, καί, μάλιστα, φέροντας ἱερά ἄμφια. Ἄλλοτε παρατηροῦμε πράξεις, πού δίνουν τή θλιβερή ἐντύπωση ὅτι εἴμαστε τό ἴδιο μέ τούς αἱρετικούς, ὅτι δέν διαφέρουμε σέ κάτι.

Ὡς Ὀρθόδοξοι, κληρικοί καί λαϊκοί, ὀφείλουμε νά εἴμαστε παραδοσιακοί, νά κρατᾶμε τήν Παράδοση ἤ μᾶλλον τήν οὐσία της, τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ Παράδοση εἶναι ζωή, ἔχει τόν δυναμισμό τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί δέν ταυτίζεται μέ τή σκληροπυρηνική συντηρητικότητα πού συναντᾶμε μεταξύ κάποιων Χριστιανῶν. Ὅταν, λοιπόν, βλέπουμε παρεκκλίσεις, ὀφείλουμε νά τίς στηλιτεύουμε, νά ἐκφράζουμε τή γνώμη μας, πολλές φορές ἔντονα, ἀλλά πάντοτε μέ εὐπρέπεια, μέ σεβασμό, μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη. Ὅμως, κάτι τέτοιο πρέπει νά γίνεται πάντοτε μέσα στήν Ἐκκλησία καί ποτέ ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, προκαλώντας διαιρέσεις καί σχίσματα. Μόνο τότε ἡ ἀντίδρασή μας θά ἔχει νόημα, μόνο τότε θά ἔχει ἀποτελέσματα, μόνο τότε θά βοηθήσουμε τούς ποιμένες μας νά ὀρθοτομοῦν, μόνο τότε θά συμβάλλουμε στήν «οἰκοδομή» τῆς Ἐκκλησίας, μόνο τότε θά βοηθήσουμε καί τούς αἱρετικούς  νά κατανοήσουν τήν πλάνη τους καί νά ἀποδεχθοῦν τή σωτηριώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

πηγαί:
(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο «Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 89, Ὀκτ. - Δεκ. 2014).


Read more:http://www.egolpion.com/C2B5855F.el.aspx#ixzz49hP1pKVZ