Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν – Δρος Θεολογίας
Τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἔχουν ἁγιαστικὸ καὶ μεταμορφωτικὸ - ἠθικὸ χαρακτήρα στὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι καὶ ὁ γάμος,
ὡς «μυστήριον μέγα» (πρβλ. Ἐφεσ. 5, 32), ἀποτελεῖ γεγονὸς φανερώσεως καὶ πραγματώσεως τῆς ἀγαπητικῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κοινωνίας. Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου, μέσα ἀπὸ τὴν ἑνότητα ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία νὰ φανερώση τὸ χάρισμα τῆς «ὄντως ζωῆς». Ἡ σχέση τῶν συζύγων γίνεται ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο πραγματώνεται κυρίως μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι, θὰ λέγαμε, ἐμπειρία μετοχῆς στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων. Ἐξάλλου,0 ἡ συσχέτιση τῆς κοινωνίας τοῦ γάμου μὲ τὴν Ἐκκλησία ἔχει γίνει ἐξ ἀρχῆς γενικὴ διδασκαλία στὴν Ἱ. Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ γάμος – οἰκογένεια χαρακτηρίσθηκε ὡς «κατ᾽οἶκον ἐκκλησία» (βλ. Ρωμ. 16, 5. Α´ Κορ. 16, 19. Κολ. 4, 15). Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τὸ ὁμολογεῖ: «Οὐ μικρὰ ἀρετή, τὸ καὶ τὴν οἰκίαν ἐκκλησίαν ποιῆσαι» (PG 61, 376).
Ἡ ἱερότητα καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ γάμου ὑπῆρξε γεγονὸς ποὺ ἀφοροῦσε καὶ τὸ ἱερατικὸ τάγμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἱδρύσεως αὐτῆς. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἀνάμεσα στὴν χορεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὑπῆρχαν καὶ ἔγγαμοι (πρβλ. Ματθ. 8, 14. Πράξ. 21, 9). Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας δὲν ἐφαρμόζεται ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία στὸν κλῆρο, ὅπως δυστυχῶς βλέπουμε νὰ ἐπιβάλλεται στὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ἀντιθέτως, ὁ 1ος κανόνας τῆς ἐν Γάγγρᾳ Συνόδου ἀναθεματίζει ὅποιον βδελύσσεται τὸν γάμο (Σύνταγμα Κανόνων 3, 100), ἐνῶ ἐπίσης στὸν 4ο κανόνα τῆς ἰδίας Συνόδου ἀναθεματίζεται ὅποιος καταφρονεῖ τοὺς ἐγγάμους κληρικοὺς καὶ προτιμᾶ τοὺς ἀγάμους ὡς καθαρωτέρους (ὅπ.π., 103. Βλ. καὶ Γάγγρ.10). Πρέπει δὲ νὰ ὑπογραμμίσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι ἡ ἀγαμία στὸν μοναστικὸ βίο εἶναι εἰδικὸ χάρισμα καὶ δίδεται ἐκ Θεοῦ μὲ τὴν θέληση τοῦ ὑποψηφίου μοναχοῦ. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας ἔχει πεῖ: «οὐ πάντες χωροῦσιν τὸν λόγον [τοῦτον] ἀλλ᾽ οἷς δέδοται» (Ματθ. 19, 11).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ρητῶς ξεκαθαρίζει τὰ περὶ γάμου τῶν κληρικῶν.
Γράφει στὸν Τιμόθεο: «Δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν» (Α´ Τιμ. 3, 2). [Σημ.: Ὅταν οἱ ἐπίσκοποι ἄρχισαν νὰ ἐπιλέγωνται ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν μοναχῶν, ἔπαυσε νὰ ἰσχύη ἡ προτροπὴ τῆς μονογαμίας γι᾽ αὐτούς]. Συνεχίζων ὁ Ἀπόστολος μᾶς λέγει: «Διάκονοι ἔστωσαν μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες, τέκνων καλῶς προϊστάμενοι καὶ τῶν ἰδίων οἴκων» (Α´ Τιμ. 3, 12). Κατὰ παρόμοιο τρόπο προτρέπει τὸν Τίτο: «Καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην, εἴ τίς ἐστιν ἀνέγκλητος, μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ, τέκνα ἔχων πιστά, μὴ ἐν κατηγορίᾳ ἀσωτίας ἢ ἀνυπότακτα» (Τίτ. 1, 6).
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιὰ νὰ καταδείξουν τὸν ἀπόλυτο σεβασμό τους στὴν ἱερότητα τοῦ μυστήριου τοῦ γάμου τῶν κληρικῶν, μὲ τὸν 13ο κανόνα τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζουν νὰ ἀφορίζεται κι ἂν ἐπιμένει νὰ καθαιρῆται ὁ κληρικός, ὁ ὁποῖος παρεμποδίζει τὴν συνάφειαν τοῦ γάμου (βλ. Σύντ. Καν. 2, 333).
Ὡστόσο, ὅπως καταφαίνεται στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὁ κληρικὸς ὀφείλει νὰ εἶναι μονόγαμος. Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς σαφῶς ὁρίζουν γιὰ τὸν κληρικὸ νὰ εἶναι «μιᾶς ἄνδρα γεγενημένον γυναικὸς μονογάμου» (ΒΕΠΕΣ 2, 14). Καὶ τοῦτο πρέπει νὰ συμβαίνη γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ παραλληλισμὸς τῆς ἑνώσεως τῶν δύο στὸ μυστήριο τοῦ γάμου μὲ τὴν σχέση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησία ἐπιβάλλει ἐξ ἀρχῆς τὴν μονογαμία στὸν κλῆρο. Ἐφόσον μία κεφαλὴ ὁ Χριστὸς καὶ ἕνα σῶμα ἡ Ἐκκλησία, ἄρα καὶ ὁ κληρικός, ὡς φυλάσσων τὴν παρακαταθήκη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι τὸ μυστικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχη πολλὰ σώματα. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ἐπ᾽αὐτοῦ: «Δοκεῖ μοι παραιτεῖσθαι τὴν διγαμίαν [...] Εἰ μὲν γὰρ δύο Χριστοί, δύο καὶ ἄνδρες, δύο καὶ γυναῖκες. Εἰ δὲ εἷς Χριστός, μία κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μία σάρξ, ἡ δευτέρα δὲ ἀποπτυέσθω» (PG 36, 292).
Ἡ διγαμία,
κατὰ τοὺς ἱεροὺς Πατέρες, ἐνῶ ἐπιτρέπεται κατ᾽ οἰκονομίαν, ἀλλὰ ὄχι χωρὶς ἐπιτίμιο, στοὺς λαϊκούς (βλ. Α´Κορ. 6, 8. 7, 28), ταυτόχρονα ἀποτελεῖ κώλυμα ἱερωσύνης γιὰ τοὺς ὑποψηφίους κληρικούς. Ὁ Ἀπολογητὴς Ἀθηναγόρας εἶναι κατηγορηματικὸς ὡς πρὸς τὴν μονογαμία τοῦ κληρικοῦ, θεωρώντας τὸν δεύτρο γάμο ὡς «εὐπρεπῆ μοιχεία» καὶ ἐπεξηγεῖ: «Ὁ γὰρ ἀποστερῶν ἑαυτὸν τῆς προτέρας γυναικός, καὶ εἰ τέθνηκεν, μοιχός ἐστιν παρακεκαλυμμένος, παραβαίνων μὲν τὴν χεῖρα τοῦ θεοῦ, ὅτι ἐν ἀρχῇ ὁ θεὸς ἕνα ἄνδρα ἔπλασεν καὶ μίαν γυναῖκα, λύων δὲ τὴν σάρκα πρὸς σάρκα κατὰ τὴν ἕνωσιν πρὸς μῖξιν τοῦ γένους κοινωνίαν», (ΒΕΠΕΣ 4, 30820-21). Ἔτσι, ἡ Ἀποστολική σύνοδος μὲ τὸν 17ο κανόνα της σαφέστατα ἀπαγορεύει στὸν ἐλθόντα σὲ δεύτερο γάμο νὰ ἱερωθῆ: «Ὁ δυσὶ γάμοις συμπλακεὶς μετὰ τὸ βάπτισμα, ἢ παλλακὴν κτησάμενος, οὐ δύναται εἶναι ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὅλως τοῦ καταλόγου τοῦ ἱερατικοῦ» (Σύντ. Καν. 2, 33). Ἡ φράση «μετὰ τὸ βάπτισμα» ὑποδηλώνει ὅτι κάθε ἁμαρτία, ἡ ὁποία συνέβη πρὶν τὸ μυστήριο, ἀποπλύνεται μὲ τὴν ἐπιτέλεσή του καὶ ἄρα δὲν κωλύει τὸν «δυσὶ γάμοις συμπλακέντα» νὰ ἱερωθῆ. Διευκρινίζεται, ὡστόσο, ὅτι ἐὰν ἡ τέλεση τοῦ δεύτερου γάμου συνέβη μετὰ τὸ βάπτισμα, τότε ἀποτελεῖ αἰτία ἀποκλεισμοῦ ἀπὸ τὴν χορεία τῶν κληρικῶν.
Ὁ Ἀριστηνὸς εἶναι ἀπόλυτος: «Ἀνίερος ἅπας δίγαμος· Ἅπας δίγαμος εἰς ἱερωσύνην ἀπρόσδεκτος» (Βλ. Κ. Κωστοπούλου, Τὰ κωλύοντα τὴν ἱερωσύνην καὶ καθαιροῦντα τοὺς κληρικοὺς παραπτώματα, ἐκδ. Γρηγόρη, σ. 98-102).
Ἀλλὰ καὶ ὁ 87ος κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου, βασιζόμενος στὴν ἕως τότε παράδοση, ἀποκλείει τοὺς συνάψαντας δεύτερο γάμο νὰ ἱερωθοῦν: «Τοὺς διγάμους παντελῶς ὁ κανὼν τῆς ὑπηρεσίας ἀπέκλεισε» (Σύντ. Καν. 4, 260).
Καὶ ἔρχεται ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος νὰ ὑπογραμμίση ὅτι δὲν γίνεται δεκτὸς στὸν κλῆρο ὁ δίγαμος, ἀκόμη κι ἂν ἡ δευτερογαμία ὀφείλεται σὲ χηρεία, διότι τὸ μέγεθος τῆς τιμῆς τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἀπροσμέτρητο, γι᾽αὐτὸ καὶ ὀφείλει νὰ εἶναι ἀκηλίδωτο ἀπὸ κάθε εἴδους μομφή. Λέγει χαρακτηριστικά: «Καὶ γὰρ τῷ μὲν ὄντι οὐ δέχεται εἰς ἱερωσύνην τὸ ἅγιον τοῦ θεοῦ κήρυγμα μετὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ ἐνδημίαν οὐδὲ τοὺς ἀπὸ πρώτου γάμου τελευτησάσης τῆς αὐτῶν γυναικὸς δευτέρῳ γάμῳ συναφθέντας, διὰ τὸ ὑπερβάλλον τῆς τιμῆς τῆς ἱερωσύνης· καὶ ταῦτα ἀσφαλῶς ἡ ἁγία τοῦ θεοῦ ἐκκλησία μετὰ ἀκριβείας παραφυλάττεται» (PG 41, 1024A).
Καὶ ἐνῶ εἶναι «ἠσφαλισμένα τὰ ἐπὶ τῆς ἱερωσύνης περὶ δευτέρου γάμου» (πρβλ. PG 41, 1033D) ὑπὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἔρχεται ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ἡ περὶ αὐτὸν σύνοδος νὰ προκαλέσουν ἀναταραχὴ στὸ Σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, προσβάλλοντας αὐτὴν τὴν φορὰ τὸ «φρικτὸν μυστήριον τῆς σεμνῆς ἱερωσύνης» (PG 48, 1067), μὲ τὸ νὰ εἰσάγουν τὴν βλασφημία τοῦ ἐπιτρεπτοῦ τοῦ δευτέρου γάμου τῶν χηρευσάντων ἢ ἐγκαταλειφθέντων ὑπὸ τῶν συζύγων των κληρικῶν. Ἡ ἀθέτηση καὶ καταπάτηση τόσο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅσο καὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων εἶναι καταφανὴς καὶ ἐπαίσχυντη. Συνιστᾶ φαίνεται κύρια προτεραιότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ὁ δυναμιτισμὸς τῶν θεμελίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μὲ τὸ νὰ καταλύη βαναύσως τοὺς πυλῶνες αὐτῆς, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Καὶ δὲν συμβαίνει αὐτὸ μόνον στὸ θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν ἱερέων, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα δογματικῆς καὶ Κανονικῆς φύσεως θέματα.
Σύμφωνα μὲ τὰ προεκτεθέντα δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τίθεται θέμα δευτερογαμίας τῶν κληρικῶν, ἐφόσον αὐτὴ ἀποτελεῖ κώλυμα γιὰ τὴν εἰσδοχὴ τοῦ λαϊκοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἱερωσύνη. Εἶναι ρητῶς καὶ ἀπειράκις διατυπωμένο ὅτι ἡ Ἐκκλησία «τὰ χαρίσματα τῆς ἱερωσύνης διὰ τῶν ἀπὸ μονογαμίας ἐγκρατευομένων καὶ τῶν ἐν παρθενίᾳ διατελούντων τῷ κόσμῳ προδιετύπου» (PG 41, 868D).
Ὡστόσο, ἡ πείρα τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀπέδειξε ὅτι ἡ Ἐκκλησία θὰ πρέπη ἀφ᾽ ἑνὸς νὰ προφυλάξη τοὺς κληρικούς της ἀπὸ ἕνα τέτοιο ὀλισθημα καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου νὰ προασπίση τὸ φοβερὸ λειτούργημα τῆς ἱερωσύνης. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ τὸν 6ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατηγορηματικῶς ὁριστικοποιοῦν τὸν ἀποκλεισμὸ δυνατότητος συνάψεως γάμου τοῦ κληρικοῦ: «[...] ὁρίζομεν, ἀπὸ τοῦ νῦν μηδαμῶς ὑποδιάκονον, ἢ διάκονον, ἢ πρεσβύτερον, μετὰ τὴν ἐπ᾽ αὐτῷ χειροτονίαν, ἔχειν ἄδειαν, γαμικὸν ἑαυτῷ συνιστᾷν συνοικέσιον. Εἰ δὲ τοῦτο τολμήσοι ποιῆσαι, καθαιρείσθω». Διευκρινίζει δὲ ὁ παρὼν κανὼν ὅτι ὅποιος θέλει νὰ νυμφευθεῖ ὀφείλει νὰ κάμει τοῦτο πρὶν ἀπὸ τὴν χειροτονία του: «Εἰ δὲ βούλοιτό τις τῶν εἰς κλῆρον προσερχομένων, γάμου νόμῳ συνάπτεσθαι γυναικί, πρὸ τῆς τοῦ ὑποδιακόνου, ἢ διακόνου, ἢ πρεσβυτέρου χειροτονίας τούτῳ πραττέτω» (Σύντ. Καν. 2, 318).
Πρὸς ἐπίρρωση τῶν ἀνωτέρω ἠμποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν 26ο κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος καλεῖ τὸν ὑποψήφιο κληρικὸ νὰ ἐπιλέξη ἐν ἐλευθερίᾳ ἂν θὰ ἀκολουθήση τὴν ἔγγαμη ἱερωσύνη ἢ θὰ παραμείνη παρθενεύων. Συγκεκριμένα διαλαμβάνει τὰ ἑξῆς: «Τῶν εἰς κλῆρον προσελθόντων ἀγάμων, κελεύομεν βουλομένους γαμεῖν, ἀναγνώστας καὶ ψάλτας μόνον» (Σύντ. Καν. 2, 33). Ὁ κανόνας ρητῶς προειδοποιεῖ ὅτι, τελεσθείσης τῆς χειροτονίας, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὀπισθοδρομήση ὁ κληρικὸς καὶ νὰ μετέχη στὸ μυστήριο τοῦ γάμου, τῆς ἱερωσύνης ὑπερτερούσης αὐτοῦ. Ἐπιτρέπει νὰ ἔλθουν σὲ γάμου κοινωνία μόνον οἱ κατώτεροι κληρικοί, ἀναγνῶστες καὶ ψάλτες, οἱ ὁποῖοι, ἐξάλλου, ὑπόκεινται σὲ χειροθεσία καὶ ὄχι σὲ χειροτονία.
Σχετικὸς εἶναι καὶ ὁ 10ος κανόνας τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Συνόδου, ὁ ὁποῖος καθαιρεῖ ἐκείνους τοὺς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν σὲ γάμου κοινωνία μετὰ τὴν χειροτονία τους, ἐπειδὴ μετενόησαν ποὺ δὲν ἐνυμφεύθησαν πρὸ αὐτῆς. Ὁ κανόνας σαφῶς διευκρινίζει ὅτι, ἐνῶ ἠμποροῦσαν νὰ ἐπιλέξουν τὴν ἔγγαμη ἱερωσύνη, σιώπησαν καὶ δέχθηκαν τὴν ἱερωσύνη ὡς ἄγαμοι: «… εἴ τινες σιωπήσαντες, καὶ καταδεξάμενοι ἐν τῇ χειροτονίᾳ μένειν οὕτω, μετὰ ταῦτα ἦλθον εἰς γάμον, πεπαῦθαι αὐτοὺς τῆς διακονίας» (Σύντ. Καν. 3, σ. 40).
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος στὴν ἑρμηνεία τοῦ 42ου κανόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐπισημαίνει: «Οἱ ἱερωμένοι πρέπει νὰ εἶναι ἔμπροσθεν εἰς ὅλους ζωντανὰ παραδείγματα καὶ εἰκὼν κάθε εὐταξίας καὶ ἀρετῆς, καὶ παρακίνησις πρὸς κάθε ἀγαθοεργίαν» (Πηδάλιον, 47). Ἡ θέση αὐτὴ εἶχε λάβει θέση νόμου στὸ Βυζάντιο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν 3η Νεαρὰ τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ διαβάζουμε: «Διότι δὲν εἶναι καλὸ ἐκεῖνοι (ἐνν. οἱ κληρικοί), ποὺ ἀνυψώθηκαν πάνω ἀπὸ τὶς σαρκικὲς ἀδυναμίες μὲ τὴν ἀνωτερότητα τοῦ πνεύματος, οἱ ἴδιοι νὰ καταπίπτουν πάλι στὴν εὐτέλεια τῆς σάρκας, ἐνῶ, ἀντιθέτως, θὰ ἔπρεπε, φέρουσα πρὸς τὰ ἄνω, ἡ ὑπηρεσία τοῦ θείου νὰ βρίσκεται ὑπεράνω σωματικῶν παθῶν» (Τρωιάνος, Οἱ Νεαρὲς Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, σ. 51).
Πῶς, λοιπόν, ἕνας κληρικός, διάκονος ἢ πρεσβύτερος, ὑπηρέτης τῆς ἀληθείας, ἠμπορεῖ νὰ ἀποδεχθῆ τὴν ψευδῆ αὐτὴ κατάσταση τοῦ δευτέρου γάμου; Πῶς κατόπιν θὰ ἐμφανισθῆ στὰ πνευματικά του τέκνα, γιὰ νὰ κηρύξη ὑπὲρ τῆς σωφροσύνης, τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἐξάλλου καὶ οἱ εὐχὲς τοῦ δευτέρου γάμου εἶναι συγχωτητικὲς καὶ παρηγορητικὲς πρὸς τοὺς μὴ δυναμένους νὰ κρατήσουν τὴν ἀκρίβεια τῆς σωφροσύνης.
Σημαντικὸ εἶναι ἐπίσης νὰ τονισθῆ ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι κατηγοροῦν τὴν διγαμία, ὄχι γιὰ τὴν σχέση αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτήν, ἀλλὰ γιὰ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀθέτηση τῶν πρώτων ὑποσχέσεων, πάνω στὰ ὁποῖα αὐτὴ στηρίζεται. Λέγουν χαρακτηριστικά: «ἡ μονογαμία μὲν κατὰ νόμον γινομένη δικαία, ὡς ἂν κατὰ γνώμην Θεοῦ ὑπάρχουσα, διγαμία δὲ μετὰ ἐπαγγελίαν παράνομον, οὐ διὰ τὴν συνάφειαν, ἀλλὰ διὰ τὸ ψεῦδος» (ΒΕΠΕΣ 2, 59). Ὁ Ὀρθόδοξος κληρικός, «τύπος γενόμενος τοῦ ποιμνίου» (Ζ´4), ὀφείλει νὰ βιώνη καὶ νὰ κηρύσση τὴν Εὐαγγελικὴ καὶ Πατερικὴ ἀλήθεια, σεβόμενος «τὴν μονόγαμον νύμφην Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησίαν» (PG 61, 719).
Πῶς θὰ τὴν κηρύξη αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ὁ δευτερονυμφευθεὶς ἱερέας, ὅταν εὑρίσκεται ὁ ἴδιος στὸ ψεῦδος;
Ἡ «ἀλήθεια» αὐτὴ θὰ εἶναι τὸ τελευταῖο ἔρεισμα δικαιώσεως τοῦ «ἐγώ» του. Ἐν τῇ πράξει δὲν κηρύσσει τὴν Αὐτοαλήθεια, τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία Του, ἀλλὰ τὴν δική του πεποίθηση.