Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
(Ομιλία ΙΑ στην προς Εφεσίους Επιστολή)
Εὰν λοιπόν θέλωμεν να απολαμβάνωμεν το Πνεύμα το οποίον έρχεται από την κεφαλήν, ας είμεθα στενά συνδεδεμένοι μεταξύ μας
Διότι δύο τρόποι ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν·
ὁ ἕνας, ὅταν ψυχράνωμεν τὴν ἀγάπην,
ὁ δεύτερος δέ, ὅταν τολμήσωμεν πράγματα ποὺ εἶναι ἀνάξια νὰ γίνωνται εἰς ἐκεῖνο τὸ σῶμα, διότι καὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους χωρίζομεν τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐὰν δὲ ἐμεῖς, ποὺ ἔχομεν ταχθῆ νὰ οἰκοδομῶμεν καὶ ἄλλους εἰς αὐτό, πρῶτοι γινώμεθα ἐμεῖς αἴτιοι διὰ ν’ ἀποσχίζωνται ἀπὸ αὐτήν, τί δὲν θὰ πάθωμεν;
Τίποτε δὲν θὰ ἠμπορέση νὰ διαιρέση τόσον εὔκολα τὴν Ἐκκλησίαν, ὅσον ἡ φιλαρχία, τίποτε δὲν παροξύνει τόσον τὸν Θεόν, ὅσον τὸ νὰ διαιρεθῆ ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ἂν ἀκόμη ἔχωμεν πράξει ἄπειρα καλά, δὲν θὰ καταδικασθῶμεν ὀλιγώτερον ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι διεμέλισαν τὸ σῶμα του, ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι διαιροῦμεν τὸ ἐκκλησιαστικὸν πλήρωμα.
Διότι ἐκεῖνο μὲν ἔγινε πρὸς ὄφελος τῆς οἰκουμένης, ἂν καὶ δὲν τὸ ἔκαναν ἀπὸ αὐτὸν τὸν σκοπόν, αὐτὸ ὅμως εἰς τίποτε πουθενὰ δὲν χρησιμεύει, ἀλλ’ εἶναι μεγάλη ἡ βλάβη.
Αὐτὰ δὲν λέγονται μόνον πρὸς τοὺς ἄρχοντας, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἀρχομένους.
- Κάποιος δὲ ἅγιος ἄνδρας εἶπε κάτι τὸ ὁποῖον φαίνεται ὅτι εἶναι τολμηρόν, πλὴν ὅμως τὸ εἶπε. Ποιὸ εἶναι δὲ αὐτό; Οὔτε τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου ἠμπορεῖ νὰ...ἐξαλείψη αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν.
Διότι, εἰπέ μοῦ, διατὶ μαρτυρεῖς; δὲν τὸ κάνεις αὐτὸ διὰ τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ; Σὺ λοιπὸν ὁ ὁποῖος θυσιάζεις τὴν ζωήν σου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, πῶς ἐξολοθρεύεις τὴν Ἐκκλησίαν, ὑπὲρ τῆς ὁποίας πρῶτος ἐθυσιάσθη ὁ Χριστός;
Ἄκουσε τὸν Παῦλον ὁ ὁποῖος λέγει: «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομάζωμαι ἀπόστολος, διότι κατεδίωξα τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ». Δὲν εἶναι μικρὰ αὐτὴ ἡ βλάβη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ πολὺ μεγάλη. Διότι ἐκείνη μὲν ἀναδεικνύει αὐτὴν καὶ λαμπροτέραν, ἐνῶ αὐτὴ καταισχύνει αὐτὴν καὶ ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν της, ὅταν δηλαδὴ πολεμῆται ὑπὸ τὰ ἴδια τὰ τέκνα της. Διότι εἶναι μεγάλη ἀπόδειξις ἀπάτης τὸ νὰ μεταβάλλωνται ἔξαφνα καὶ νὰ διάκεινται ὡς ἐχθροὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐγεννήθησαν καὶ ἀνετράφησαν μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἔχουν γνωρίσει μὲ ἀκρίβειαν τὰ ἀπόρρητά τῆς πίστεως.
Αὐτὰ δὶ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ ἀδιαφορίαν ἀκλουθοῦν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαιροῦν τὴν Ἐκκλησίαν. Διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἔχουν ἀντίθετον πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν πίστιν, καὶ δὶ’ αὐτὸν τὸν λόγον δὲν ἁρμόζει εἰς ἐκείνους ν’ ἀναμιγνύωνται, ἐὰν ὅμως ἔχουν τὴν ἰδίαν πίστιν, τότε πολὺ περισσότερον δὲν πρέπει νὰ ἀναμιγνύωνται. Διατὶ ἄραγε; Διότι ἡ νόσος προέρχεται ἀπὸ φιλαρχίαν.
Δὲν γνωρίζετε τί ἐπαθον οἱ περὶ τοὺς Κορὲ καὶ Δαθᾶν καὶ Ἀβειρῶν; καὶ μήπως μόνον αὐτοὶ καὶ ὄχι καὶ οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτούς;
Τί λέγεις; Ἡ ἴδια πίστις εἶναι, ὀρθόδοξοι εἶναι καὶ ἐκεῖνοι. Διατὶ λοιπὸν δὲν εἶναι μαζὶ μὲ ἐμᾶς; «Ἕνας Κύριος, μία πίστις, ἕνα βάπτισμα». Ἐὰν δὲ αὐτὰ ποὺ κάνουν αὐτοὶ εἶναι ὀρθά, τότε τὰ ἰδικὰ μας εἶναι λανθασμένα, ἐὰν δὲ τὰ ἰδικὰ μας εἶναι ὀρθά, τότε τὰ ἰδικὰ των εἶναι λανθασμένα. «Ὥστε νὰ μὴ εἴμεθα πλέον νήπιοι, κλονιζόμενοι καὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμον διδασκαλίας».
Εἰπέ μοῦ, νομίζεις ὅτι ἀρκεῖ αὐτό, τὸ νὰ λέγης δηλαδὴ ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι; τὰ δὲ τῆς χειροτονίας ἔφυγαν καὶ ἐχάθησαν; Καὶ ποιὸν τὸ ὄφελος ἐὰν αὐτὴ δὲν ἔγινε κατὰ τρόπον κανονικόν; Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν διὰ τὴν πίστιν, ἔτσι πρέπει νὰ ἀγωνιζώμεθα καὶ δὶ’ αὐτήν. Διότι, ἐὰν εἰς τὸν καθένα εἶναι δυνατὸν νὰ χειροτονῆ, ὅπως οἱ παλαιοί, καὶ ἔτσι νὰ γίνωνται ἱερεῖς, ἂς γνωρίζουν ὅλοι, ὅτι εἰς μάτην ἔχει οἰκοδομηθῆ αὐτὸ τὸ θυσιαστήριον, εἰς μάτην τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἱερέων, ἂς τὰ καταργήσωμεν αὐτὰ καὶ ἂς τὰ καταστρέψωμεν.
Μὴ γένοιτο, λέγει. Σεῖς τὰ κάνετε αὐτὰ καὶ λέγετε μὴ γένοιτο; Πῶς λέγεις, μὴ γένοιτο, τὴν στιγμὴν πού ἔχουν γίνει ἤδη; Ἐγὼ τὸ λέγω καὶ τὸ ἐπιβεβαιώνω ἀποσκοπῶν ὄχι εἰς ἰδικόν μου συμφέρον, ἀλλ’ εἰς τὴν ἰδικὴν σας σωτηρίαν, ἐὰν δὲ κάποιος ἀδιαφορῆ, αὐτὸς θὰ κριθῆ, ἐὰν δὲ αὐτὰ δὲν ἐνδιαφέρουν εἰς κάποιον, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρουν. «Ἐγὼ ἐφύτευσα», λέγει, «ὁ Ἀπολλῶς ἐπότισεν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ἔδιδε τὴν αὔξησιν».
Πῶς θὰ ὑποφέρωμεν τὴν εἰρωνείαν καὶ τὸν γέλωτα τῶν εἰδωλολατρῶν; Διότι ἐὰν μᾶς κατηγοροῦν διὰ τὰς αἱρέσεις, τί θὰ εἴπουν δὶ’ αὐτά; Ἐὰν ἡ αὐτὴ πίστις ὑπάρχη παντοῦ, ἐὰν τὰ ἴδια μυστήρια, διατὶ νὰ ἐπιπηδᾶ εἰς ἄλλην Ἐκκλησίαν κάποιος ἄλλος ἐπίσκοπος; Βλέπετε, λέγει, ὅτι ὅλα τὰ τῶν Χριστιανῶν ἔχουν γεμίσει ἀπὸ κενοδοξίαν; Καὶ ὅτι ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς φιλαρχία καὶ ἀπάτη; Ἀπογύμνωσέ τους ἀπὸ τὸ πλῆθος, λέγει, καὶ δὲν θὰ εἶναι τίποτε. Κτύπησε καὶ ἐξολόθρευσε τὴν νόσον, ἡ ὁποία διαφθείρει τὸν ὄχλον.
Θέλετε νὰ εἴπω αὐτὰ τὰ ὁποία λέγουν διὰ τὴν πόλιν μας; μὲ πόσην εὐκολίαν ἠμποροῦν νὰ μᾶς κατηγοροῦν; Εἶναι δυνατόν, λέγει, εἰς ὅποιον θέλει νὰ εὔρη ὀπαδοὺς καὶ δὲν θὰ λείψουν ποτὲ αὐτοί. Ώ, πόσον ἀξιογέλαστον πράγμα! πόσης ἐντροπῆς ἄξια εἶναι αὐτά; Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλο εἶναι ἀξιογέλαστον καὶ τὸ ἄλλο εἶναι ἐντροπή. Ἂν μερικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς κυριευθέντες ἀπὸ τὰ πιὸ φοβερὰ πράγματα, πρόκειται νὰ ὑποστοῦν κάποιο ἐπιτίμιον, εἶναι πολὺς ὁ τρόμος καὶ ὁ φόβος παντοῦ μήπως κανεὶς ἀποσκιρτήση, λέγει, μήπως ἀποστατήση εἰς ἐκείνους. Χιλιάδες φορὲς εἶναι προτιμώτερον ν’ ἀποσκιρτήση αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι τέτοιος, καὶ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ ἐκείνους, δὲν λέγω δὶ’ ὅσους ἔχουν πλανηθῆ, ἀλλ’ ἐὰν κάποιος χωρὶς νὰ παρασυρθῆ εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν καὶ θέλει νὰ προσχωρήση εἰς τοὺς αἱρετικούς, ἂς τὰ κάνη. Διότι πονῶ βέβαια καὶ θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι καὶ καίγονται τὰ σπλάχνα μου, ὡσὰν νὰ στεροῦμαι ἰδικόν μου μέλος, ὅμως δὲν πονῶ τόσον, ὅσον φοβοῦμαι μήπως ἀναγκασθῶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ κάνω τίποτε ποὺ δὲν πρέπει.
Δὲν εἴμεθα κυρίαρχοί της πίστεώς μας, ἀγαπητοί, οὔτε παραγγέλλομεν αὐτὰ κατὰ τρόπον δεσποτικόν, ἔχομεν ὁρισθῆ διὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ λόγου καὶ ὄχι διὰ ἐξουσίαν οὔτε διὰ δεσποτισμόν, ἔχομεν θέσιν συμβούλων, οἱ ὅποιοι συμβουλεύουν. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμβουλεύει λέγει τὴν γνώμην του, χωρὶς νὰ ἐξαναγκάζη τὸν ἀκροατήν, ἀλλ’ ἀφήνει αὐτὸν ἐλεύθερον νὰ προτιμήση τὰ λεγάμενα, εἰς τοῦτο μόνον εἶναι ὑπεύθυνος, ἂν δὲν εἴπη αὐτὰ τὰ ὁποία πρέπει νὰ διδάξη. Διὰ τοῦτο καὶ ἐμεῖς τὰ λέγομεν αὐτὰ καὶ τὰ διδάσκομεν, διὰ νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν εἰς κανένα ἀπὸ σᾶς τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως νὰ εἴπη, 'Κανείς δὲν μᾶς εἶπεν τίποτε, κανεὶς δὲν μᾶς ἐσυμβούλευσε, δὲν τὰ ἐγνωρίζαμεν, ἐνομίζαμεν ὅτι εἶναι μηδαμινὸν τὸ ἁμάρτημα, εἶναι μικρότερον κακὸν ἀπὸ τὸ νὰ πέση εἰς αἵρεσιν. Εἰπέ μοῦ, ἐὰν κάποιος ὑπηρετεῖ ὑπὸ τὰς διαταγᾶς κάποιου βασιλέως, καὶ δὲν ἐπήγαινε μὲν μὲ τὸ μέρος ἄλλου, οὔτε προσεχώρει εἰς ἄλλον βασιλέα, ἀλλ’ ἔπαιρνε τὸ πορφυροῦν ἔνδυμά του καὶ τὸ ἐξήπλωνε καταγῆς, καὶ ὁλόκληρον διὰ περόνης τὸ ἐξέσχιζεν εἰς πολλὰ τεμάχια, ἄραγε θὰ ἐτιμωρεῖτο ὀλιγώτερον ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι προσεχώρησαν εἰς ἄλλον; Τί δέ, ἐὰν μαζὶ μὲ αὐτό, τὸν ἴδιον τὸν βασιλέα, κρατῶν ἀπὸ τὸν λαιμόν, τὸν ἔσφαζε καὶ ἐξέσχιζεν εἰς κάθε μέλος τὸ σῶμα του, ποία καταδίκη θὰ ἦτο ἀξία τῶν ἔργων του; Ἐὰν δὲ κάμνων αὐτὰ εἰς τὸν βασιλέα ὁ ὁποῖος εἶναι συνδοῦλος, θὰ ἐτιμωρεῖσο μὲ τὴν πιὸ μεγάλην τιμωρίαν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος σφάζει καὶ διαμελίζει τὸν Χριστόν, ποίας κολάσεως δὲν θὰ εἶναι ἄξιος; Ἄραγε αὐτῆς μὲ τὴν ὁποίαν ἀπειλεῖται; Δὲν νομίζω, ἀλλὰ ἄλλης πολὺ πιὸ φοβερᾶς.
Νὰ τὸ εἰπῆτε αὐτὸ ὄσαι παρευρίσκεσθε — διότι κυρίως αἳ γυναῖκες ἔχουν αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα — νὰ διηγηθῆτε εἰς ὄσας ἀπουσιάζουν αὐτὸ τὸ παράδειγμα, νὰ τὰς φοβήσετε.
Ἐὰν μερικοὶ νομίζουν ὅτι μᾶς θλίβουν καὶ μᾶς ἐκδικοῦνται μὲ αὐτό, ἂς γνωρίζουν καλῶς, ὅτι ἄσκοπα τὰ κάνουν αὐτά. Διότι ἐὰν θέλης νὰ μᾶς ἐκδικηθῆς, ἐγώ σου δίδω τρόπον, μὲ τὸν ὅποιον θὰ ἠμπορέσης νὰ ἐκδικηθῆς χωρὶς νὰ ζημιωθῆς, μᾶλλον δὲ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκδηκηθῆς χωρὶς νὰ βλαβῆς, ἀλλὰ μὲ μικροτέραν βλάβην, κτύπησε μέ, πτύσε μὲ δημοσίως ὅταν μὲ συναντήσης, πλήγωσε μέ. Φρίττεις εἰς τὴν ἀκοὴν αὐτῶν τῶν πραγμάτων; Ἐὰν φρίττης πού σου λέγω νὰ κτυπήσης ἐμένα, δὲν φρίττεις ὅταν κατασπαράσσης τὸν Κύριόν σου; τὰ μέλη τοῦ Κυρίου ξεσχίζεις καὶ δὲν τρέμεις; Οἰκία πατρικὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἕνα σῶμα καὶ ἕνα Πνεῦμα. Ἀλλὰ θέλεις νὰ μὲ πολεμήσης. Μέχρι ἐμένα σταμάτησε. Διατὶ ἀντὶ δὶ’ ἐμένα πολεμεῖς τὸν Χριστόν; μᾶλλον δὲ διατὶ κτυπᾶς ἐπάνω εἰς τὰς πληγᾶς του; Βέβαια εἰς καμμίαν περίπτωσιν δὲν εἶναι καλὴ ἡ ἐκδίκησις, ἀλλὰ τὸ νὰ ὑβρίζης ἄλλον ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος σὲ ἀδικεῖ εἶναι πολὺ χειρότερον.
Ἀπὸ ἐμᾶς ἠδικήθης; Διατὶ λυπεῖς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δὲν σὲ ἠδίκησεν; αὐτὸ εἶναι δεῖγμα μεγίστης παραφροσύνης. Δὲν θὰ τὸ εἰπῶ εἰρωνευόμενος αὐτὸ τὸ ὅποιον πρόκειται νὰ εἴπω, οὔτε τυχαίως, ἀλλ’ ὅπως τὸ σκέπτομαι καὶ ὅπως τὸ αἰσθάνομαι. Διὰ τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς οἱ ὁποῖοι θλίβεσθε ἀπὸ ἐμένα καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς λύπης βλάπτετε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ πορεύεσθε ἀλλοῦ, θὰ ἤθελον νὰ πληγώσω τὸ πρόσωπόν μου ἢ καὶ νὰ ἀπογυμνώσω τὸ σῶμα μου διὰ νὰ βασανισθῆ διὰ ράβδου, εἴτε δικαίως εἴτε ἀδίκως μὲ κατηγορεῖτε, καὶ εἰς ἐμένα ἂς ἐπιτρέψη τὴν ὀργὴν νὰ πέση, παρὰ νὰ τολμοῦν αὐτὰ τὰ ὁποία τολμοῦν. Ἐὰν ἠμποροῦσε νὰ γίνη αὐτό, τίποτε δὲν θὰ ἦτο, τὸ νὰ πάσχη τέτοια ἕνας μηδαμινὸς καὶ ἀνάξιος λόγου ἄνθρωπος. Ἄλλωστε θὰ ἠμποροῦσα νὰ παρακαλέσω ἐγώ, ὁ ὁποῖος ἠδικήθην καὶ ἐξυβρίσθην, τὸν Θεόν, καὶ θὰ συνεχώρει τὰς ἁμαρτίας σας, ὄχι διότι εἰσακούομαι τόσον πολὺ ὡς νὰ εἶμαι ἅγιος, ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ ἠδικημένος, ὅταν παρακαλῆ ὑπὲρ ἐκείνου ὁ ὁποῖος τὸν ἠδίκησεν, εἰσακούεται πολύ. «Ἂν ἁμαρτήση ἄνθρωπος ἐναντίον ἀνθρώπου», λέγει, «ὁ Θεὸς θὰ δεχθῆ μεσιτείαν δὶ’ αὐτόν». Ἐὰν δὲ δὲν ἠμποροῦσα νὰ τὸ κάνω ἐγώ, θὰ ἠμποροῦσα νὰ ζητήσω καὶ νὰ παρακαλέσω ἁγίους ἀνθρώπους καὶ θὰ τὸ ἔκαμνον. Τώρα ὅμως ποῖον νὰ παρακαλέσωμεν, ἀφοῦ ὑβρίζομεν τὸν Θεόν;
Πρόσεχε ἀνωμαλίαν. Διότι ἀπὸ ὅσους ἀνήκουν εἰς αὐτὴν τὴν ἐκκλησίαν, ἄλλοι μὲν οὐδέποτε προσέρχονται ἢ μίαν φορὰν κατ’ ἔτος, καὶ τότε ὅπως τύχη, ἄλλοι δὲ τακτικώτερον μέν, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ὅπως τύχη, ὁμιλοῦντες καὶ ἀστειευόμενοι διὰ τὸ τίποτε, ἄλλοι δέ, οἱ ὁποῖοι φαίνονται ὅτι δῆθεν ἐνδιαφέρονται, αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προκαλοῦν αὐτὴν τὴν συμφοράν. Ἐὰν λοιπὸν ἐνδιαφέρεσθε καὶ φροντίζετε δὶ’ αὐτά, καλύτερον νὰ ταχθῆτε καὶ σεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἀδιαφόρους, μᾶλλον δὲ τὸ καλύτερον εἶναι οὔτε ἐκεῖνοι νὰ εἶναι ἀμελεῖς, οὔτε σεῖς τέτοιοι, δὲν λέγω δὶ’ ἐσᾶς ποὺ παρευρίσκεσθε ἐδῶ, ἀλλὰ δὶ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀποσκιρτοῦν. Μοιχεία εἶναι αὐτὸ τὸ πράγμα. Ἐὰν δὲ δὲν ἀνέχεσαι νὰ ἀκοῦς αὐτὰ δὶ’ ἐκείνους, λοιπὸν νὰ μὴ ἀνέχεσαι οὔτε δὶ’ ἐμᾶς, διότι τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο κατ’ ἀνάγκην γίνεται παρανόμως. Ἂν μὲν λοιπὸν ὑποπτεύεσθε αὐτὰ δὶ’ ἐμέ, εἶμαι ἕτοιμος νὰ παραχωρήσω τὸ ἀξίωμα εἰς ὅποιον θέλετε, μόνον ἡ ἐκκλησία νὰ εἶναι μία, ἐὰν δὲ ἐγὼ ἔγινα νομίμως, πείθετε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀναβῆ παρανόμως εἰς τὸν θρόνον νὰ ἀποθέσουν ὅ,τι δὲν τοὺς ἀνήκει.
Αὐτὰ τὰ εἶπον, ὄχι ὡς προστάσσων, ἀλλὰ διὰ νὰ στερεώσω καὶ νὰ διαφυλάξω ἐσᾶς. Ἐπειδὴ ὁ καθένας ἔχει ἡλικίαν καὶ εὐθύνεται διὰ τὰς πράξεις του, παρακαλῶ νὰ μὴ νομίζετε ἀνευθύνους τούς ἑαυτούς σας, ρίπτοντες τὸ πᾶν εἰς ἐμᾶς, διὰ νὰ μὴ καταστρέφετε τοὺς ἑαυτοὺς σας αὐταπατώμενοι εἰς μάτην. Διότι θὰ δώσωμεν λόγον διὰ τὰς ψυχᾶς σας, ἀλλ’ ὅταν ἐμεῖς δὲν τὰς ἐπιμελούμεθα πλήρως, ὅταν δὲν παρακαλέσωμεν, ὅταν δὲν νουθετήσωμεν, ὅταν δὲν ἰκετεύσωμεν. Μετὰ δὲ ἀπὸ αὐτά, ἐπιτρέψατε καὶ εἰς ἐμὲ νὰ εἴπω, «εἶμαι ἀθῶος ἀπὸ τὸ αἷμα ὅλων σας», και,«ὁ Θεὸς θὰ σώση τὴν ψυχήν μου».
Εἴπατε ὅ,τι θέλετε καὶ ἀναφέρατε δικαιολογημένην αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν ἔχετε ἀποχωρήσει, καὶ θὰ ἀπολογηθῶ. Ἀλλὰ δὲν ἔχετε τίποτε νὰ εἴπητε. Διὰ τοῦτο καὶ παρακαλῶ ἔστω καὶ σᾶς νὰ σταθῆτε μὲ γενναιότητα καὶ νὰ ἐπαναφέρετε ὅσους ἐπλανήθησαν καὶ ἀπεχώρησαν, διὰ νὰ ἀναπέμψωμεν μαζὶ εὐχαριστίαν εἰς τὸν Θεόν, διότι εἰς αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΕΠΕ, τόμος 20, σέλ. 705-715