Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Αμάθεια, θλίψη, στεναχώρια, αυτά είναι σαν τριπλό μαστίγιο πάνω από το κεφάλι του καθενός που ξεχνάει και αρνιέται το Θεό και δημιουργό Του
Όσο περισσότερο ο άνθρωπος συγκεντρώνει ασήμαντες γνώσεις, τόσο λιγότερο αισθάνεται πως ξέρει. Και όσο περισσότερο μαζεύει πλούτη, τόσο πιο φτωχός αισθάνεται. Όσο περισσότερο ο τέτοιου είδους άνθρωπος κυνηγά την τύχη, τόσο πιο βαθιά βυθίζεται στο σκοτάδι της απελπισίας.
Γνωρίζετε ποια είναι η μεγαλύτερη αμάθεια; Αμαθείς είναι οι άνθρωποι, που δεν γνωρίζουν τον Θεό και τη δύναμή Του.
Είπε ο Κύριος στους Σαδδουκαίους: «Πλανάσθε επειδή δεν γνωρίζετε ούτε την Αγία Γραφή, ούτε τη δύναμη του Θεού!» (Ματθ. 22:29). Οι Σαδδουκαίοι ήταν άνθρωποι που γνώριζαν τα πάντα, αλλά δεν πίστευαν στον Θεό και στην ανάσταση του Κυρίου. Γνώριζαν τα πάντα, εκτός από τον Θεό και τη δύναμή Του.
Η γνώση του Θεού είναι σαν το αλάτι που αλατίζει κάθε φαγητό και του δίνει γεύση.
Σαδδουκαίοι στα χρόνια μας είναι οι Ευρωπαίοι, οι βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού! Οι Ευρωπαίοι, επειδή αρνήθηκαν τη βάπτισή τους και ντράπηκαν για το Χριστό, κατέχουν γνώσεις που είναι κατώτερες και από τις γνώσεις των απλών χωρικών. Μάταια περηφανεύτηκαν για τις γνώσεις τους και μάταια τις θεώρησαν σαν μέτρο της αξίας του ανθρώπου.
«Αλλά ό,τι είναι υψηλό στους ανθρώπους, είναι ένα τίποτε μπροστά στο Θεό» (Λουκ. 16:15).
Το δεύτερο κακό που στα χρόνια μας πιέζει τους ανθρώπους είναι οι στεναχώριες. Στεναχώριες, μόνο στεναχώριες… Κοιτάξτε τους ανθρώπους και γρήγορα θα καταλάβετε από πού προέρχονται τόσες στεναχώριες. Οι άνθρωποι που πιστεύουν είναι άνθρωποι με λίγες στεναχώριες. Οι άνθρωποι όμως που δεν έχουν πίστη έχουν μεγάλες στεναχώριες. Επειδή οι άνθρωποι που αισθάνονται την παρουσία του Θεού στη ζωή τους ελπίζουν, προσεύχονται στο Θεό και μεταφέρουν τις δυσκολίες και τις στεναχώριες τους σ’ Αυτόν.
«Αφήνω στο Θεό τις στεναχώριες μου και αυτός θα με διαθρέψει», είναι γραμμένο στο Ψαλτήρι (54:23).
Ο Θεός, ο Σωτήρας μας, επιθυμούσε να ελευθερώσει τους πιστούς Του από τις ασήμαντες στεναχώριες. Γι’ αυτό είπε: «Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι θα ντυθείτε. Η ζωή δεν είναι σπουδαιότερη από την τροφή; Και το σώμα δεν είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο; Κοιτάξτε τα πουλιά που δε σπέρνουν, ούτε θερίζουν, ούτε συνάζουν αγαθά σε αποθήκες κι όμως ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει. Εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερο απ’ αυτά; Γι’ αυτό πρώτα από όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός Του κι όλα αυτά θα ακολουθήσουν» (Μάρκ. 6:25-26,33).
Αδελφοί μου, κοιτάξτε· οι μοναδικοί άνθρωποι, που πραγματικά έχουν τη χαρά της ζωής, είναι εκείνοι που δέχτηκαν αυτή την εντολή του Χριστού και ζούνε σύμφωνα μ’ αυτή. Οι στεναχώριες τρώνε αυτούς που βασανίζονται χωρίς τη βοήθεια του Θεού να τελειώσουν τις δουλειές τους, να εξασφαλίσουν όλες τις ανέσεις, να προλάβουν όλα τα ταξίδια, να πραγματοποιήσουν όλα τα σχέδιά τους, να ικανοποιήσουν όλες τις επιθυμίες τους.
Αυτοί χτίζουν και κάποιο αόρατο χέρι γκρεμίζει. Αυτοί μαζεύουν και κάποιος αόρατος άνεμος τα σκορπίζει. Αυτοί τρέχουν, αλλά κάποιος μακραίνει το ταξίδι τους και απομακρύνει το στόχο τους. Γι’ αυτό το λόγο οι άθεοι τρώνε τον εαυτό τους. Μεγαλώνουν πριν την ώρα τους, χάνουν τη δύναμή τους, την υπομονή τους, βασανίζουν το μυαλό τους, αποδυναμώνεται η θέλησή τους. Τους ρωτάνε: Για ποιο λόγο είστε έτσι; Και απαντάνε: Στεναχώριες, στεναχώριες…
Οι καημένοι άνθρωποι φόρτωσαν πάνω τους τις στεναχώριες του Θεού. Και οι στεναχώριες του Θεού δεν μπορούν να φύγουν χωρίς τη δύναμη του Θεού, ούτε οι δουλειές του Θεού μπορούν να τελειώσουν χωρίς τη σοφία του Θεού.
Το τρίτο κακό που πιέζει τους ανθρώπους στα χρόνια μας είναι η απελπισία. Ανθρωπότητα χωρίς χαρά είναι η ανθρωπότητα των λευκών ανθρώπων που αρνήθηκε τη φιλία του Χριστού και βρήκε άλλους φίλους. Η απελπισία υπάρχει στους μορφωμένους και στους πιο πλούσιους, υπάρχει στις γυναίκες, ακόμη και στα παιδιά.
Η σφραγίδα της απελπισίας είναι η αυτοκτονία.
Αναρωτιέστε, γιατί υπάρχει τόση απελπισία και γιατί υπάρχουν τόσοι απελπισμένοι στην εποχή μας; Από το άδειασμα του μυαλού και την ερημιά της καρδιάς. Ο νους δεν σκέφτεται το Θεό και η καρδιά δεν αγαπάει το Θεό. Όλος ο κόσμος δεν μπορεί να γεμίσει το ανθρώπινο μυαλό, αυτό μπορεί μόνο ο Θεός να το κάνει. Χωρίς το Θεό ο νους είναι πάντα άδειος και όλες οι γνώσεις που μπαίνουν στο μυαλό πέφτουν στην άβυσσο. Η αγάπη όλου του κόσμου δεν μπορεί να γεμίσει την καρδιά του ανθρώπου, επειδή η καρδιά νιώθει πως η κοσμική αγάπη αλλάζει και είναι σαν την παλίρροια και την άμπωτη της θάλασσας.
Αδελφοί μου, και το μυαλό και η καρδιά μας ανήκουν στο Θεό και μόνο ο Θεός μπορεί να τα γεμίσει με τη δύναμή Του: να τα γεμίσει με τη δική Του χαρούμενη σοφία, με την πίστη και την αγάπη.
– Χωρίς το Θεό όλα είναι αμάθεια.
– Χωρίς το Θεό όλα είναι στεναχώρια.
– Χωρίς το Θεό όλα είναι απελπισία.
Είπε ο Κύριος στους μαθητές Του: «Εκείνος που είναι ο πιο ταπεινός μεταξύ όλων σας, αυτός είναι ο ανώτερος» (Λουκ. 9:48).
Αυτός που έχει λιγότερες κοσμικές γνώσεις είναι και ο λιγότερο περήφανος. Αυτός που στεναχωριέται λιγότερο με τις ασήμαντες έγνοιες της ζωής έχει τη μεγαλύτερη χαρά στη ζωή του. Αυτός που απελπίζεται λιγότερο είναι αυτός που πράττει θεάρεστα έργα, και πραγματικά ο τέτοιου είδους άνθρωπος είναι σημαντικός ενώπιον του Θεού.
Τέτοιος ήταν ο λαός μας πριν από τρεις ή τέσσερις γενιές. Ο λαός μας τότε γνώριζε τον Θεό και γι’ αυτό το λόγο δεν υπέφερε από την αμάθεια από την οποία υποφέρει η βιομηχανική Ευρώπη. Δεν υπέφερε από πολλές στεναχώριες, επειδή ήλπιζε στο Θεό και στους αγίους του Θεού. Δεν υπέφερε από απελπισία, γιατί ήξερε πως ταξιδεύει με το άρμα του Θεού, σύμφωνα με το θέλημά Του από τον ένα κόσμο στον άλλο κόσμο του Θεού.
Πέσαμε πολύ και χάσαμε τη σοβαρότητα των προγόνων μας.
Έχουμε όμως μέσα μας μια τεράστια δύναμη και μπορούμε να σηκωθούμε με την ευλογία του Θεού. Ας σηκωθούμε με την ευλογία του Θεού, ας σηκωθούμε σήμερα, ας εξαγνιστούμε και ας χαρούμε, επειδή ο Θεός μάς βλέπει και μας οδηγεί. Αμήν.
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Επισκόπου Αχρίδος, “Μέσα από το παράθυρο της φυλακής. Μηνύματα προς τον λαό”, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2012, σ. 260)