Μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες ἱστορίες τοῦ Λαυσαϊκοῦ περιγράφει τὸ βίο ἑνὸς μοναχοῦ, ποὺ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι, δούλευε σὰν
φορτοεκφορτωτὴς στὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας. Καὶ ὅπως ἀπὸ κάθε λιμάνι, οὔτε ἀπ’ αὐτὸ ἔλειπαν οἱ πόρνες. Ὁ «μοναχὸς» δούλευε ὅλη τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ βράδυ ξόδευε ὅλα ὅσα κέρδιζε, «ἀγοράζοντας» τὴν συντροφιὰ μιᾶς πόρνης γιὰ ὅλη τὴ νύχτα.
Ἦταν ἡ ντροπὴ τῶν χριστιανῶν τῆς πόλης, ἦταν τὸ σκάνδαλο τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ χρόνια περναγαν καὶ παρὰ τὶς ἐκκλήσεις καὶ τὶς συστάσεις, αὐτὸς συνέχιζε τὴν ἁμαρτωλή του ζωή. Κάποτε, ὅπως σὲ ὅλους μας, ὁ θάνατος ἦρθε σὰν λύτρωση, σὰν φάρμακο ποὺ θὰ τὸν ἔσωζε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ποὺ δὲν σταμάτησε νὰ κάνει ἀκόμη καὶ λίγο πρὶν πεθάνει. Καὶ πῶς νὰ τὸν ἀφήσουν χωρὶς ταφὴ γιὰ χριστιανό; Οἱ παπάδες τῆς πόλης τὸν πῆραν νὰ τὸν κηδέψουν καὶ μαζί του νὰ θάψουν τὸ σκάνδαλο. Τὸ νέο μαθεύτηκε: Ὁ «γεροπόρνος» μοναχὸς πέθανε. Ποιὸς ἄραγε θὰ πήγαινε στὴν ἐκκλησία νὰ τὸν ἀποχαιρετήσει;
Ἡ ἐκκλησία στὴν κηδεία του γέμισε ἀπὸ γυναῖκες τῆς Ἀλεξάνδρειας, τίμιες γυναῖκες, χριστιανές, ποὺ ἦρθαν νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν, μὰ ὄχι σὰν ἕναν ὁποιοδήποτε νεκρό, σὰν ἅγιο! Κάποιος γνώρισε σὲ κάποια ἀπὸ αὐτὲς τὸ πρόσωπο μιᾶς πόρνης, ποὺ εἶχε καιρὸ νὰ δεῖ στὸ λιμάνι… δὲν ἦταν ὅμως, ὅπως τὴν θυμόταν. Κάποιες ἄλλες, ἁπλά τοὺς θυμίζαν κάτι ἀπόμακρο.
Τότε ἡ πόλη ἔμαθε πὼς ὁ «γεροπόρνος» μοναχὸς ἦταν ἕνας ἅγιος, ποὺ μὲ τὰ λεφτὰ ποὺ κέρδιζε, ἐξαγόραζε μία νύχτα χωρὶς ἁμαρτία, ἀγόραζε τὸ «δικαίωμα» στὸ σῶμα τους γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ψυχή τους. Τότε ἡ πόλη ἔμαθε, ὅτι αὐτὸς ποὺ νομίζαν ὅτι εἶναι τὸ «σκάνδαλο» ἦταν ἡ ἁγνότητα, ἡ ἄδολη ἀγάπη, ἡ αὐταπάρνηση, ὁ ἄνθρωπος, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θέωση. Γιατί ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ δὲν κρίνεται στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ στὸ τέλος της. Γιατί ἀκόμη κι ὅταν ὁ ἴδιος ζεῖ «καθὼς πρέπει», πρέπει νὰ μαρτυρήσει, πρέπει νὰ ζήσει τὴν μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριο. Τελικὰ ποιὸς εἶναι τὸ σκάνδαλο, ὁ ἄλλος ἢ ἐμεῖς; Μήπως ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς ποὺ θέτω στὸν ἄλλο τὸ προσωπεῖο ποὺ μοῦ ταιριάζει νὰ τὸν βλέπω; Μήπως γιατί φοβᾶμαι μὴν ἀποκαλυφθεῖ τὸ δικό μου προσωπεῖο;
Καὶ τελικὰ τί κάνουμε μὲ τὸ σκάνδαλο, ποιὸς τὸ κουβαλᾶ, ποιὸς θὰ «σώσει» τὸ σκάνδαλο;
Τὸ ἐρώτημα εἶναι οὐσιαστικό, γιατί τὸ σκάνδαλο τοῦ ἄλλου ἔχει μιὰ θεμελιακὴ λειτουργία: Γεμίζει τὰ δικά μας κενά, τὰ κενά τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Εἶναι εὔκολο νὰ κατηγορήσουμε, εἶναι εὔκολο νὰ γκρεμίσουμε, ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ ποῦμε τὸν καλὸ λόγο, νὰ δουλέψουμε γιὰ τὸ κοινὸ καλό! Υἱοθετοῦμε ἐπιλογὲς ἀπάνθρωπες καταρχὴν γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν κάθε μορφῆς κρίση, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ὑπόθεση ἰδεολογίας, θεωρίας ἢ δομῶν, εἶναι πρωτίστως τὸ ἀποτέλεσμα τῆς λειτουργίας χωρὶς πραγματικὸ σκοπό, ἡ εἴσοδος σὲ ἕναν μηχανισμὸ κατάρρευσης καὶ φθορᾶς. Σήμερα ζοῦμε μὲ μοναδικὴ ἔνταση τὴν ποιοτικὴ ἀπώλεια τῶν ἐσωτερικῶν κριτήριων μιᾶς κοινωνίας ποὺ δὲν «κοινωνεῖ», ἀλλὰ μόνο «ἐπικοινωνεῖ» τὰ ἀδιάλειπτα κενά της. Ἡ «πραγματικὴ ζωὴ» δὲν εἶναι ἡ δική μας, ἀλλὰ τοῦ ἀλλοῦ. Ἐντούτοις ὀφείλουμε νὰ ἀναζητήσουμε τὴν δική μας ζωή, γιατί στὴν τελικὴ Κρίση τὸ δικό μας βιβλίο, τῆς ζωῆς μας, θὰ εἶναι ἀδειανό.
Παναγιωτόπουλος Ἰωάννης (Λέκτορας στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν)