Σελίδες

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Κυριακή του Ασώτου

«Ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν»
Ευαγγέλιο-Απόστολος, σχολιασμός.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Λουκ. ιε´ 11-32
Αποτέλεσμα εικόνας
E ἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύ­την· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐ­­­­πέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγ­καντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαν­το εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
«Ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν»
Αποτέλεσμα εικόνας για Ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε τὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ. Ἀκούσαμε πῶς ἕνας ἐπαναστάτης γιὸς ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα του, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ μετὰ ἀπὸ ἄσωτη ζωὴ ἐπέστρεψε μετανιωμένος. Καὶ βρῆκε τὴν πιὸ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τοῦ κόσμου, ἕναν πατέρα ποὺ δὲν τὸν ἔδιωξε ὀργισμένος, ἀλλὰ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ πολλὴ ἀγάπη, τόση ποὺ δὲν θὰ περίμενε κανείς. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ λοιπὸν ἂς δοῦμε πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἁμαρτωλό.
1. Σέβεται τὴν ἐλευθερία του
Ὁ Θεὸς σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τὸν καλεῖ μὲν στὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸν προσ­καλεῖ στὴ Βασιλεία Του, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐξαναγκάζει. Στὴ σημερινὴ Παραβολὴ αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ πατέρας ἀφήνει τὸν γιό του νὰ κάνει τὴν ἐπιλογή του.
Ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ ὁ Κύριος λέει: «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω». Ἔχω σταθεῖ στὴν πόρτα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς καὶ χτυπῶ δυνατά. Δὲν τὴν παραβιάζω. «Ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν…»· ἐὰν κάποιος ἀκούσει τὴ φωνή μου καὶ ἀνοίξει τὴν πόρτα, μόνο τότε θὰ εἰσέλθω (Ἀποκ. γ´ 20).
Ὅμως ὁ πατέρας τῆς σημερινῆς Παραβολῆς ὄχι μόνο ἄφησε τὸν γιό του νὰ ἐπιλέξει ἐλεύθερα τὴ ζωὴ ποὺ ἤθελε, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ἀνάλογο μέρος τῆς περιουσίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δίνει χαρίσματα καὶ ἀγαθὰ καὶ στὸν ἁμαρτωλό, τὰ ὁποῖα ἄν ἐκεῖνος ἀξιοποιοῦσε σωστά, θὰ ζοῦσε εὐτυχισμένος. Δὲν στερεῖ τὰ ἀγαθά Του ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, οὔτε τὸν κατακεραυνώνει ἐπειδὴ ἔχει διαλέξει τὴν ἁμαρτία. «Τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς» (Ματθ. ε´ 45), καὶ ὅλους εὐεργετεῖ ποικιλοτρόπως.
2. Ποθεῖ καὶ ἐργάζεται τὴν ἐπιστροφή του
Ὁ Θεὸς σέβεται μὲν τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ λυπεῖται ὅταν ἐκεῖνος ἐπιλέξει τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, διότι τὸν ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ἀπώλεια. Ὁ Κύριος στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο «ἐταράχθη τῷ πνεύματι», ταράχθηκε, λυπήθηκε βαθιὰ μέσα Του γιὰ τὸν Ἰούδα (Ἰω. ιγ´ [13] 21). Λησμόνησε τὸ δικό Του φρικτὸ Πάθος καὶ πόνεσε γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ προδότη μαθητῆ Του.
Ὁ Κύριος ὅμως ὄχι μόνο λυπεῖται, ἀλλὰ καὶ ἐπιθυμεῖ σφοδρὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἐργάζεται γι᾿ αὐτήν. Εἶναι ὁ Καλὸς Ποιμήν (Ἰω. ι΄ [10] 11), ποὺ ἀφήνει τὰ ἐνενήντα ἐννέα πρόβατά Του καὶ ψάχνει ἐπίμονα τὸ ἑκατοστό, «τὸ ἀπολωλός», τὸ χαμένο (Λουκ. ιε´ [15] 4)· καὶ βραχνιάζει, ὅπως γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ὅσιος Νικόδημος, καλώντας το νὰ ἔλθει πάλι κοντά Του*. Τὸ ἔλεός Του δηλαδὴ καταδιώκει τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἄσωτο, κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς του γιὰ νὰ τὸν σώσει.
3. Τὸν ἀποκαθιστᾶ πλήρως
Καὶ ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς μετανοήσει εἰλικρινά, τότε ὁ Θεὸς τὸν δέχεται μὲ πολλὴ ἀγάπη. Στὴ σημερινὴ Παραβολὴ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς ἀποκαλύπτεται μὲ τρόπο μοναδικό. Ὁ πατέρας εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν ἄσωτο υἱό του ποὺ ἐπέστρεφε, τὸν σπλαχνίσθηκε καὶ ἔτρεξε νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ, τὸν ἀγκάλιασε, ἂν καὶ βρώμικο καὶ κουρελιασμένο, σὲ ἄθλια κατάσταση ἀπὸ τὶς ἀσωτίες του, καὶ ἔπεσε πάνω ἀπὸ τὸ σκυφτὸ κεφάλι του καὶ τὸν γέμισε μὲ στοργικὰ πατρικὰ φιλιά – «κατεφίλησεν αὐτόν».

Ὁ γιός, ντροπιασμένος καὶ μετανιωμένος, τοῦ εἶπε: «Πατέρα, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἶμαι γιός σου μὲ αὐτὰ ποὺ σοῦ ἔχω κάνει. Κάνε με μισθωτὸ ὑπηρέτη σου». Ὁ πατέρας ἀντίθετα ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς δούλους του νὰ τὸν περιποιηθοῦν καὶ νὰ τὸν ντύσουν μὲ τὴν πρώτη στολή, νὰ τοῦ δώσουν δαχτυλίδι καὶ ὑποδήματα. Δηλαδὴ τὸν ἀποκατέστησε στὴν πρώτη του θέση, θέλησε νὰ εἶναι πάλι τὸ παιδί του, τιμημένο ἀρχοντόπουλο μέσα στὸ σπίτι του – ποιός; ὁ ἄσωτος, ὁ ἐπαναστάτης, ὁ ἀνήθικος, αὐτὸς ποὺ κατασπατάλησε τὴν πατρικὴ περιουσία.
Ὁ Θεὸς δὲν μισεῖ τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ζητᾶ νὰ τιμωρήσει τὸν ἁμαρτωλὸ γιὰ τὴν ἁμαρτία του, ἀλλὰ χαίρεται μὲ τὴ μετάνοιά του καὶ τὴν στεφανώνει μὲ πλούσιο, πολὺ πλούσιο ἔλεος.

***
Στὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, καταλαβαίνουμε τὴ χάρη καὶ δύναμη τῆς μετανοίας, ἀλλὰ περισσότερο θαυμάζουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἔχουμε Πατέρα. Αὐτὴ τὴν περίοδο λοιπόν, τοῦ Τριωδίου, ἂς μετανοήσουμε βαθύτερα, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα μας· νὰ προσέλθουμε στὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καὶ ἂς ἐξομολογηθοῦμε εἰλικρινὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ὅποιες κι ἂν εἶναι. Ἂς μὴ φοβηθοῦμε. Ὁ Θεὸς θὰ μᾶς τὰ συγχωρήσει ὅλα καὶ θὰ μᾶς χαρίσει μιὰ καινούργια ζωή.
* Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἀόρατος Πόλεμος, Μέρος Α´, Κεφ. Γ´.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Α΄ Κορ. ς΄ 12-20
Αποτέλεσμα εικόνας για Ἀπόστολος Κυριακῆς
Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος»
Δοῦλος ἢ ἐλεύθερος;
«Κάνε ὅ,τι θέλεις· ὅ,τι ἀγαπᾶ ἡ ­καρδιά σου!» «Ξέχνα τὰ ‘‘μὴ’’ καὶ τὰ ‘‘ὄχι’’ καὶ ζῆ­σε ἐλεύθερος!» Δελεαστικὰ ἀκούγον­ται αὐτὰ τὰ συνθήματα τοῦ κόσμου, ποὺ καλοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἀπὸ ἠθικὲς δεσμεύσεις καὶ περιορισμούς. Εἶναι ὅμως πραγματικὰ ἐλεύθερος ὅποιος κάνει ὅ,τι θέλει; 
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος», λέει. Δηλαδή, ὅλα ἔχω ἐξουσία νὰ τὰ κά­νω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα‧ ὅλα εἶναι στὴν ἐξουσία μου, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιαστῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος σὲ τίποτε. 
Ὁ θεόπνευστος αὐτὸς λόγος τοῦ ­ἁ­­­­γίου Ἀποστόλου μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦ­με, πρῶτον, γιατί ἡ ἐλευθερία ὅ­­­πως τὴν ἐννοεῖ ὁ κόσμος, στὴν οὐσία εἶ­­ναι ὑποδού­λωση, καὶ δεύτερον, πῶς μποροῦ­με νὰ ζοῦμε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι.
1. Δοῦλος τῶν παθῶν
Ὅσο κι ἂν φαίνεται παράξενο, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τοὺς ἠθικοὺς φραγμοὺς καταλήγει τελικὰ στὴν ὑποδούλωση! Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἄσωτο υἱὸ τῆς σημερινῆς εὐ­αγγελικῆς περικοπῆς. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ πα­­­τρικὸ σπίτι γιὰ νὰ ζήσει ἐλεύθερος, καὶ κατέληξε νὰ γίνει δοῦλος. Ἔφτασε ­μάλιστα σὲ τέτοια φτώχεια καὶ ἐξαθλίωση, ὥστε κινδύνευε νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα! Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικὸ κατάντημα κάθε ἀνθρώπου ποὺ νομίζει ὅτι ἐλευθερία σημαίνει ζωὴ ἀχαλίνωτη. Θέλει, γιὰ παράδειγμα, ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἐλεύθερος γιὰ νὰ διασκεδάζει, νὰ ­ξενυχτᾶ, νὰ πίνει, νὰ ­καπνί­ζει καὶ γενικὰ νὰ παραδίδεται στὶς κατώτερες ἐπιθυμίες του χωρὶς ἠθικὲς ἀναστολές. Καθὼς ὅμως ἀπολαμβάνει τὴ δῆθεν ἀνεξαρτησία του, ἁλυσοδένεται μὲ νέες ἐξαρτήσεις, μὲ ἁμαρτωλὲς συνήθειες καὶ ἄνομα πάθη. Ὑποδουλώνεται στὶς ἐπιταγὲς τῆς μόδας, τοῦ κόσμου, τῶν παθῶν. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφει ὅτι πολλοὶ μιλοῦν γιὰ ἐλευθερία ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἔχουν γίνει σκλάβοι τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας. Διότι στὸ πάθος ποὺ ἔχουν νικηθεῖ, σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχουν ὑποδου­λωθεῖ: «Ἐ­­­­­­λευθερίαν αὐ­τοῖς ἐπαγγελλόμενοι, αὐ­τοὶ δοῦλοι ὑπάρ­χοντες τῆς φθορᾶς· ᾧ γάρ τις ἥττηται, τού­τῳ καὶ δεδούλωται» (Β΄ Πέτρ. β΄ 19).
Καὶ κάτι ἀκόμη: Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀπολαύσει τὴν ἐλευθερία του, ὅταν καταπατεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχει τὴ συνείδηση ποὺ διαρκῶς τὸν ἐλέγχει. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ συνείδηση ἀποτελεῖ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν κυνηγοῦν οἱ τύψεις καὶ δὲν θὰ βρίσκει ποτὲ γαλήνη καὶ ἠρεμία στὴν ψυχή του.
2. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία
Πῶς λοιπὸν μποροῦμε νὰ ζοῦμε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι; Μόνο μὲ τὸ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνουμε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται αὐτό, εἶναι ὅμως ἀληθινό. Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ζήσει πραγματικὰ ἐλεύθερος, ὀφείλει νὰ γίνει δοῦλος. Δοῦλος τοῦ Θεοῦ, πιστὸς καὶ ὑπάκουος, ποὺ θὰ ἀγωνίζεται νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές του. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐάν... ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ἰω. η΄ 36). Πραγματικὰ ἐλεύθεροι θὰ γίνετε, ἂν σᾶς δώσει τὴν ἐλευθερία ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Πράγματι! Μόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ μποροῦν νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι κι ἀδέσμευτοι ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν παθῶν, τὴν ἐπιρροὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου. 
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ μᾶς διδάσκει ἡ Παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Πότε ὁ ἄσωτος ἔζησε τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία; Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι μὲ τὴ διάθεση νὰ μείνει ὡς ὑπάκουος καὶ πειθαρχικὸς δοῦλος τοῦ πατέρα του. Καὶ μάλιστα τότε ὁ πα­τέρας του μὲ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀγάπη του δὲν τὸν δέχθηκε ὡς δοῦλο ἀλλὰ ὡς τὸ ἀγαπημένο του παιδί. Νά λοιπὸν ποὺ ὁ ἄσωτος ἔγινε πραγματικὰ ἐλεύ­θερος! 
Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ζωὴ ὑπακοῆς καὶ ἐλευθερίας μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικὰ, διότι «οὗ (=ὅπου) τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορ. γ΄ 17).
❁ ❁ ❁
Ὅταν ὁ πανάγαθος Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, τοῦ χάρισε ἕνα ἀτίμητο δῶ­­ρο: τὴν ἐλευθερία του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄν­θρωπος ἔκανε κακὴ χρήση αὐτῆς τῆς δωρεᾶς κι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, τώρα δρέπει τοὺς καρποὺς τῆς ἀποστασίας του. Ὁ δρόμος λοιπὸν γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία εἶναι ἕνας: ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα!