Σελίδες

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Αρχοντόπουλο, με πτυχία και «διδακτορικά» ήταν ο Μέγας Βασίλειος

Κολοκοτρώνης: «καημένη Ἑλλάδα, στέλνουμε στή Δύση ἀητούς καί μᾶς γυρίζουν κουροῦνες».
Γράφει ὁ Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-θεολόγος Κιλκίς

Μπορεῖ στά ἄχρηστα «περιοδικά ποικίλης ὕλης», τά κατ’ εὐφημισμόν βιβλία γλώσσας τοῦ Δημοτικοῦ, ὁ Μέγας Βασίλειος «νά ἁπλώνει τή μπουγάδα του καί νά κρεμᾶ τό μακρύ του σώβρακο» (Γλώσσα Δ΄ δημοτικοῦ, β΄ τεῦχος, σελ. 52) ή

, σύμφωνα, μέ τό κρανιοκενοῦς ἐμπνεύσεως εὕρημα τοῦ «περιοδικοῦ» τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, νά ἐπιδίδεται σέ μαγικά πράγματα, ὅπως, γιά παράδειγμα, νά συγκεντρώνει, ἐν εἴδει χαλκομανίας, ἔλατα στό κόκκινο παλτό του. (Γλώσσα Ε΄ Δημοτικοῦ, β΄ τεῦχος, σελ. 30-31), ὅμως στά βιβλία τῶν ἱερῶν γραμμάτων τῆς Ἐκκλησίας μας, διαβάζουμε γιατί εἶναι, ὁ Βασίλειος ὁ Μέγας, φωστήρ τῆς Οἰκουμένης.


Εἶναι δυνατόν σέ σχολικά βιβλία τάχα καί Γλώσσας νά συντηρεῖται καί νά προβάλλεται ἀκόμη αὐτό τό διαφημιστικό παχύσαρκο ξωτικό, αὐτή ἡ χαζοχαρούμενη φιγούρα πού μοιράζει παιχνίδια στά μοσχοαναθρεμμένα βλαστάρια τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν, παιχνίδια πού ἔφτιαξαν λιπόσαρκα καί κοκαλιασμένα χεράκια παιδιῶν τοῦ Τρίτου ἤ Τέταρτου Κόσμου; Ποιόν, αὐτόν πού καί τούς λεπρούς τῆς Βασιλειάδας ἀσπαζόταν καί ἀγκάλιαζε, αὐτόν πού ἔγινε εὔγλωττος καί σιωπώσα παραίνεση ἀρετῆς καί φιλανθρωπίας, πού «ἔπεισεν ἀνθρώπους ὄντας, ἀνθρώπων μή καταφρονεῖν».

Μᾶς τηγανίζει ἡ κρίση σήμερα καί μᾶς κουνοῦν τό δάκτυλο ἀπειλητικά οἱ δυτικές «ἀλώπεκες τοῦ σκότους», γιατί ἀνεχτήκαμε ἕνα ἐκπαιδευτικό σύστημα πού ἔθρεψε καί πάχυνε τούς πειθήνιους ζητωκραυγαστές καί χειροκροτητές, πού ἀνέχονται τίς ἀνθυπομετριότητες πού δῆθεν κυβερνοῦν. Νά κρατᾶς στήν ἀγκαλιά σου Σωκράτη καί Πλάτωνα, Μέγα Βασίλειο καί Χρυσόστομο, Μακρυγιάννη καί Παπαδιαμάντη καί νά διδάσκεις «ὁδηγίες χρήσης καφετιέρας» στό Δημοτικό ἤ παιδεραστικά ξεράσματα, σάν τό τρισάθλιο «Ὁσάκις», στό Γυμνάσιο.

Πῶς ὅμως νά ἀνεχτοῦν, οἱ διά βίου ἀμαθεῖς, κείμενα πού καί μόνο μέ τήν ἀνάγνωσή τους ἐλέγχεται, ὅση ἀπέμεινε, ἡ συνείδησή τους; μία ὑδαρῆ καί μπαζωμένη συνείδηση δέν ἀντέχει, καθρεφτίζεται, ὅταν διαβάζει:

«Ἐσύ δέν εἶσαι πλεονέχτης; Ἐσύ δέν εἶσαι κλέφτης, ἀφοῦ σφετερίζεσαι ἐκεῖνα ποῦ δέχτηκες ἀπό τόν Θεό γιά νά τά διαχειριστεῖς ὡς οἰκονόμος; Μήπως νομίζεις ὅτι θά ὀνομαστεῖ λωποδύτης μόνον ἐκεῖνος πού γδύνει κάποιον καί τοῦ ἁρπάζει τά ροῦχα, ἐνῶ ἐκεῖνος πού δέν ντύνει τόν γυμνό, ἄν καί μπορεῖ νά τό κάμει, ἀξίζει νά πάρει ἄλλο ὄνομα; Πρόσεξε! Τό ψωμί πού ἐσύ παρακρατεῖς, εἶναι τοῦ πεινασμένου’ τό ἔνδυμα πού φυλάγεις στίς ἀποθῆκες σου, εἶναι τοῦ γυμνοῦ’ τό παπούτσι πού σαπίζει στό σπίτι σου, εἶναι τοῦ ξυπόλυτου’ τά χρήματα πού τά κατακρατεῖς χωμένα στή γῆ (σ.σ. ἤ σέ τραπεζικούς λογαριασμούς, στήν ἡμεδαπή ἤ στήν ἀλλοδαπή Ἐλβετία), εἶναι ἐκείνου πού ἔχει ἀνάγκη. Ὥστε λοιπόν τόσους ἀδικεῖς, ὅσους θά μποροῦσες νά βοηθήσεις». («Ὥστε τοσούτους ἀδικεῖς ὅσοις παρέχειν ἐδύνασο». Μέγ. Βασιλείου «περί πλεονεξίας» Ε.Π. 31, 276-277).

Ἡ κρίση – καί οἱ γεννήτορές της πολεμοῦνται – μέ τήν ὀρθόδοξη βιοτή, μέ ἀνδρεία καί ὄχι μέ μυξοκλάματα. Ὁ Χριστιανός Ὀρθόδοξος κλαίει γιά τά πάθια καί τούς καημούς τοῦ κόσμου, δέν κλαίγεται ὅμως σάν καημένο κνώδαλο. Ἀρχοντόπουλο, μέ πτυχία καί «διδακτορικά» ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος. Στάχτη καί σποδός ὅλα. Τά πούλησε καί τά μοίρασε στούς φίλους τοῦ Χριστοῦ, τούς φτωχούς, γιατί «ὅσο πλεονάζεις τῷ πλούτῳ τοσούτῳ ἐλλείπεις τῆ ἀγάπη», θά πεῖ ὁ ἀσκητικότατος Γέροντας τῆς Καππαδοκίας.

Στά Πανεπιστήμια, τά φημισμένα καί ξακουστά, τῆς Ἑσπερίας, στά ὁποῖα σπουδάζουν οἱ πορφυρογέννητοι τζιτζιφιόγκοι τῶν τριῶν οἰκογενειῶν, πού κυβερνοῦσαν καί κυβερνοῦν τόν τόπο τά τελευταῖα 30-40 χρόνια, μαθαίνουν γράμματα πολλά καί σπουδάματα…σπουδαῖα, ὄχι ὅμως καί τοῦ Θεοῦ τά πράματα. Γι’ αὐτό βύθισαν τήν χώρα στήν οἰκονομική φρίκη καί στόν κοινωνικό κανιβαλισμό. Ἐπαναπατρίζονται μέ μοναδικό προσόν τήν ἐπωνυματοφορία καί μετακενώνουν τά ἄθεα γράμματα καί τίς παραλυμένες θεωρίες στή δόλια πατρίδα μας καί…. «μαζί τά φάγαμε». («Ἡ ἀσίγαστη γενικότητα τῶν πιθήκων» θά ἔλεγε ὁ Καροῦζος). Ἄν δέν μᾶς κυβερνοῦσε τό μεταμοντέρνο συνονθύλευμα καί οἱ ἀπελέκητοι γόνοι θά μποροῦσε ἡ πατρίδα μας νά φτιάξει σχολειά – ὅλων τῶν βαθμίδων- τά ὁποῖα μέ πνευματικά «προσανάμματα καί φυλλώματα» τούς κλασσικούς καί τούς Πατέρες θά μάθαινε στά ἀνυπεράσπιστα σήμερα παιδιά «τί θά εἰπῆ πατρίδα, τί θά εἰπῆ θρησκεία, τί θά εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετή καί τιμιότη». (Μακρυγιάννης). Γιά νά ἐκτιμήσεις ὅμως τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν ἀνθρωποποιό ἀξία τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καί πρίν καί μετά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ἔχεις γευτεῖ τόν γλυκασμό τους στά ἄγουρα καί κρίσιμα χρόνια τῆς ζωῆς σου. Ὅταν ὅμως αὐτά τά χρόνια βοσκᾶς καί χορταίνεις μέ τά ξυλοκέρατα τῆς Δύσης, τά ὅλο ἐγωισμό καί ἀπανθρωπιά, τότε γίνεται αὐτό πού ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης: «καημένη Ἑλλάδα, στέλνουμε στή Δύση ἀητούς καί μᾶς γυρίζουν κουροῦνες».

Καί στά σχολειά, ἀντί νά μορφώνουμε ἀητούς πού θά πετοῦν ψηλά καί θά ἀγναντεύουν τό πέλαγος, μπουκώνουμε «τό μέλλον τοῦ τόπου» μέ σκύβαλα, γιατί τέτοια μᾶς κουβάλησαν οἱ ἀτάλαντοι γόνοι ἀπό τά καλά τους Πανεπιστήμια. (Μέχρι τό ’60 τά Πανεπιστήμια μας ἦταν ἀπό τά καλύτερά τοῦ κόσμου. Μετά, ὅταν ἐπέστρεψαν «δαφνοστεφεῖς» οἱ ἀντιστασιακοί τῶν γαλλικῶν μπιστρό, κατάντησαν «ἄσυλα» ἀμάθειας καί καταλήψεων).

Γιορτάζουμε τήν Πρωτοχρονιά, τόν Μέγα Βασίλειο, πού τόσο ἀγαποῦσε καί σεβόταν ὁ λαός μας, ὅταν ἀκόμη βαστοῦσε τό ρωμαίικο ἦθος. Λένε κάποιοι δοκησίσοφοι τῆς σήμερον ὅτι ἡ Ἐκκλησία, οἱ ἱεράρχες της δέν πρέπει νά ἀνακατεύονται μέ θέματα τῆς πολιτείας, ἀλλά νά κοιτοῦν τά τοῦ οἴκου τους. Δηλαδή, νά βυσσοδομοῦν οἱ διεφθαρμένοι πολιτικάντηδες καί νά ἐγκληματοῦν ἀνεξέλεγκτα. Γιά τήν Ἐκκλησία ὅμως «τύπος καί ὑπογραμμός» εἶναι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι δέν δίσταζαν νά συγκρουστοῦν καί μέ τόν Καίσαρα. «Τήν βασιλέως φιλίαν μέγα μέν ἡγοῦμαι μετ’ εὐσεβείας, ἄνευ δέ ταύτης, ὀλέθριαν ἀποκαλῶ» θά πεῖ ὁ ἅγιος Βασίλειος στόν αἱρετικό αὐτοκράτορα Οὐάλη. Σήμερα ὑποταχτήκαμε στίς ἄπληστες συμμορίες τοῦ ΔΝΤ, τῆς τρόικας καί γονατίζουμε ἀπό τά καταστρεπτικά δάνεια.

«Νά μή δεχτεῖς ποτέ δανειστή, πού σέ πολιορκεῖ. Νά μήν ἀνεχθεῖς ποτέ νά σέ ἀναζητοῦν, γιά νά βροῦν τά ἴχνη σου καί νά σέ συλλάβουν σάν ἄλλο θήραμα (οἱ τοκογλύφοι). Τό δάνειο εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ ψεύδους’ εἶναι ἀφορμή ἀχαριστίας, ἀγνωμοσύνης καί ἐπιορκίας. Ἄλλα λέει ἐκεῖνος πού δανείζεται καί ἄλλα ἐκεῖνος πού δανείζει… Εἶσαι φτωχός τώρα, ἀλλά ἐλεύθερος. Ὅταν δανειστεῖς, ὄχι μόνο δέν θά πλουτίσεις, ἀλλά θά χάσεις καί τήν ἐλευθερία σου…»

Ἡ φτώχεια δέν φέρνει καμμιά ντροπή. Γιατί λοιπόν νά προσθέτουμε στόν ἑαυτό μας τή ντροπή τοῦ δανείου; Κανείς δέν θεραπεύει τά τραύματά του μέ ἄλλο τραῦμα, οὔτε θεραπεύει τό ἕνα κακό μέ ἄλλο κακό, οὔτε ἐπανορθώνει τή φτώχεια μέ τόκους. Εἶσαι πλούσιος; Μή δανείζεσαι. Εἶσαι φτωχός; Μή δανείζεσαι». (Μέγ. Βασιλείου, «ΙΔ΄ Ψάλμ. καί περί τοκιζόντων, 2 ΕΠΕ 5, 78-80). Ἄν μορφώνονταν οἱ γενιές τῶν Ἑλλήνων μέ τέτοια κείμενα….

Συντάκτης: Δημήτρης Νατσιός, Δάσκαλος Κιλκίς 
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (ΤΕΥΧ. 184) ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016