Σελίδες

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Των Αγίων 14000 νηπίων υπό του Ηρώδου αναιρεθέντων (+29 Δεκεμβρίου)

Αποτέλεσμα εικόνας για Των Αγίων 14000 νηπίων υπό του Ηρώδου αναιρεθέντων (+29 Δεκεμβρίου)
Η εορτή- Το σπήλαιο των Αγίων νηπίων - Το φρικτό τέλος του Ηρώδη
Ἀφοῦ οἱ Μάγοι προσήνεγκον τὰ δῶρα των καὶ προσεκύνησαν τὸν Χριστὸν ἐσκέπτοντο βεβαίως νὰ ἐπιστρέψωσι πρὸς τὸν Ἡρώδην, «χρηματισθέντες ὅμως κατ' ὄναρ» ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἀνεχώρησαν δὶ' ἄλλης ὁδοῦ εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν χῶραν.
Καὶ δὲν εὐρίσκομεν πλέον τὰ ἴχνη αὐτῶν καὶ δὲν μανθάνομεν τί ἀπέγιναν κατόπιν, οὔτε ἀπὸ τὴν Γραφήν, οὔτε ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴν ἱστορίαν, οὔτε ἐξ αὐτῶν τῶν ἀποκρύφων παραδόσεων· ἡ ἐπίσκεψίς των ὅμως ἔδωκεν ἀφορμὴν εἰς ἀξιομνημόνευτα καὶ σοβαρώτατα γεγονότα.
Τὸ ὄνειρον ὅπερ ἀνήγγειλεν εἰς αὐτοὺς τὸν κίνδυνον, συνέπιπτε πιθανῶς μὲ τὰς ὑπονοίας εἰς τὰς ὁποίας τοὺς ἐνέβαλεν ὁ ὠμὸς καὶ δόλιος τύραννος, ὅστις εἶχεν ἐκφράσει ὑποκριτικὴν ἐπιθυμίαν νὰ σπεύση καὶ αὐτὸς νὰ προσκυνήση τὸ θεῖον Τέκνον· καὶ ἐπειδὴ εὐλόγως δυνάμεθα νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι ἐγνωστοποίησαν τοὺς φόβους των καὶ εἰς τὸν Ἰωσήφ, οὗτος εὑρέθη προπαρεσκευασμένος διὰ τὴν καθ' ὕπνους εἰδοποίησιν τοῦ ἀγγέλου καὶ τὴν ἐξαγγελίαν τοῦ κινδύνου καὶ τὴν προσταγὴν νὰ φύγη εἰς Αἴγυπτον, ὅπως σώση τὸ Βρέφος ἀπὸ τὴν ζηλοτυπίαν τοῦ Ἡρώδου.
Ἡ Αἴγυπτος ὑπῆρξε καθ' ὅλους τους αἰώνας τὸ φυσικὸν καταφύγιον ὅλων των ἀπὸ Παλαιστίνης φευγόντων ἕνεκα διωγμῶν ἢ οἰκονομικῆς στενοχωρίας ἢ δυσαρεσκείας. Περὶ τῆς φυγῆς καὶ τῆς διαρκείας της, ἡ Γραφὴ δὲν δίδει περισσοτέρας λεπτομερείας. Πληροφορούμεθα μόνον, ὅτι ἡ Ἱερὰ Οἰκογένεια ἔφυγε διὰ νυκτὸς ἐκ Βηθλεέμ, καὶ ἐπανέκαμψεν ὅταν ὁ Ἰωσὴφ ἐβεβαιώθη καὶ πάλιν κατ’ ὄναρ ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου ὅτι τώρα θὰ ἦτο πλέον ἀσφαλὴς ἡ ἐπάνοδος τοῦ Σωτῆρος εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του, ἀφοῦ ἀπέθανον οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. Καὶ αἳ ἀπόκρυφοι παραδόσεις, αἳ ἀπαθανατισθεῖσαι ὑπὸ τῆς μεγαλοφυοῦς τέχνης τῶν Ἰταλῶν καλλιτεχνῶν, μᾶς πληροφοροῦν καὶ πάλιν ὅτι οἱ δράκοντες ἦλθον πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ προσεκύνησκν αὐτόν, καὶ οἱ λέοντες καὶ αἳ λεοπαρδάλεις τὸν ἐλάτρευσαν, καὶ τὰ ἄνθη τῆς Ἱεριχοὺς ἤνοιγαν τὰ πέταλά των ὁπουδήποτε ἐπάτει, καὶ οἱ φοίνικες εἰς τὴν προσταγὴν τοῦ ἐχαμήλωναν τοὺς κλώνας τῶν διὰ νὰ δώσουν καρπούς, καὶ οἱ λησταὶ οἱ πλανόδιοι κατεπτοήθησαν ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον του καὶ ὁ χρόνος τοῦ ταξειδίου ἐσυντομεύθη καταπληκτικῶς. Μᾶς λέγουν ἐπίσης πὼς ἅμα τὴ ἀφίξει τοῦ εἰς τὴν χῶραν, ὅλα τα εἴδωλα τῆς γῆς Αἰγύπτου ἀνετράπησαν ἐκ τῶν βάθρων των μὲ ἑξαφνικὸν πάταγον καὶ ἐσκορπίσθησαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ κατέκειντο μὲ θρυμματισμένας τὰς μορφᾶς, καὶ πὼς πλεῖσται ὄσαι θαυμασταὶ θεραπεῖαι λέπρας καὶ δαιμονικῆς καταλήψεως συνετελέσθησαν μὲ μίαν μόνην λέξιν του. Ὅλος αὐτὸς ὁ πλοῦτος καὶ ἡ σπατάλη τῶν περιττῶν, τῶν ἀσκόπων, τῶν ἄνευ ἐννοίας τινὸς θαυμάτων, — ὅστις προκύπτει κυρίως ἐξ ἁπλῆς δίψης τοῦ ὑπερφυσικοῦ καὶ ἐν μέρει ἐκ φανταστικῆς ἐφαρμογῆς τῶν προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, — παρουσιάζει ζωηρᾶν ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἁπλοϊκὴν φιλαλήθειαν τῆς ἀφηγήσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Ματθαῖος δὲν μᾶς πληροφορεῖ οὔτε ποῦ κατέλυσεν ἡ Ἱερὰ Οἰκογένεια ἐν Αἰγύπτω, οὔτε πόσον χρόνον διήρκεσεν ἡ ἐξορία της· αἳ ἀρχαῖαι ὅμως παραδόσεις ἰσχυρίζονται ὅτι ἀπουσίασε δύο μήνας ἐκ Παλαιστίνης, καὶ ὅτι διέμενε κατὰ τὸ χρονικὸν τοῦτο διάστημα ἐν Ματαρηέχ, πολίχνην κειμένην εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων μιλίων βορειοανατολικῶς τοῦ Καΐρου, ὅπου ἐπὶ αἰώνας πολλοὺς μία πηγὴ ἐδεικνύετο τῆς ὁποίας τὰ ὕδατα εἶχε καταστήσει δροσερὰ ὁ Χριστός, καὶ μία ἀρχαία συκομορέα ὑπὸ τὸ φύλλωμα τῆς ὁποίας ἐκάθισεν ἡ Οἰκογένεια ν' ἀναπαυθῆ. Ὁ Εὐαγγελιστὴς ὑπαινίσσεται μόνον τὴν ἀφορμὴν τῆς φυγῆς καὶ τῆς ἐπανόδου, καὶ εὑρίσκει εἰς τὴν ἐπάνοδον τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς παλαιᾶς προφητείας τοῦ Ἠσαΐα, «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν Υἱόν μου».
Ἡ φυγὴ εἰς Αἴγυπτον εἶχεν συνεπείας τραγικωτάτας. Βλέπων ὅτι οἱ Μάγοι δὲν ἐπανῆλθον πρὸς αὐτόν, ὁ Ἡρώδης κατελήφθη ἀπὸ τρόμον ἰσχυρότερον καὶ μίαν ζηλοτυπίαν πλέον μαύρην καὶ πλέον μοχθηράν. Δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ ἐξακριβώση τὴν ταυτότητα τοῦ τέκνου τοῦ βασιλικοῦ, τοῦ τέκνου τοῦ ἐκ σπέρματος Δαυίδ, καὶ οὔτε βεβαίως τοῦ ἐπῆλθε κατὰ νοῦν νὰ τὸ ἀναζητήση εἰς τὸν σταῦλον τοῦ πανδοχείου τῆς Βηθλεέμ. Ἐγνώριζεν ὅμως ὅτι τὸ παιδίον, ὅπερ ἡ ἐπίσκεψις τῶν Μάγων τὸν ἐδίδαξε νὰ θεωρῆ ὡς μέλλοντα ἀντίπαλον αὐτοῦ καὶ τοῦ οἴκου του, ἦτο ἀκόμη βρέφος θηλάζον· καὶ ἐπειδὴ αἳ μητέραις ἐν τῇ Ἀνατολὴ θηλάζουν τὰ τέκνα τῶν ἐπὶ δύο ἔτη, ἐξέδωκε τὴν ἀγρίαν καὶ ὠμὴν διαταγὴν νὰ φονευθοῦν ὅλοι οἱ παῖδες τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων «ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω». Περὶ τοῦ τρόπου καθ' ὃν ἐξετελέσθη ἡ διαταγὴ δὲν γνωρίζομεν τίποτε. Τὰ παιδία δυνατὸν νὰ ἐφονεύθησαν κρυφίως, βαθμηδὸν καὶ διαφοροτρόπως· πιθανὸν νὰ εἶνε βάσιμος ἡ ἄλλη ὑπόθεσις ἡ γενική, ὅτι διετάχθη καὶ ἐξετελέσθη ἐν μιὰ μόνον ὥρα φρικώδης σφαγή, — ὑπόθεσις ἥτις προέκυψεν ἀπὸ τὴν ρῆσιν τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰακώβου, ὅτι ὁ Ἡρώδης «ἔπεμψε τοὺς φονευτᾶς εἰς Βηθλεέμ». Διαταγαὶ τυράννων ὡς ὁ Ἡρώδης περικαλύπτονται συνήθως ὑπὸ ἀπαίσιου σκότους· βυθίζουν τὸν κόσμον εἰς νάρκην, κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν εἶνε ἀσφαλὲς νὰ ὁμιλῆ τὶς μεγαλοφώνως. Ἀλλ' ὁ ἄγριος θρῆνος τῆς ἀγωνίας καὶ οἱ ὀδυρμοὶ τῶν μητέρων, ἀπὸ τὰς ἀγκάλας τῶν ὁποίων ἠρπάγησαν τόσον ἀσπλάγχνως τὰ τέκνα των, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ σιγήσουν, καὶ οἱ ἀκούσαντες θὰ ἐφαντάζοντο ὅτι ἡ Ραχήλ, ἡ μεγάλη πρόγονος τῆς φυλῆς των, τῆς ὁποίας ὁ τάφος κεῖται παρὰ τὸν δρόμον τὸν πρὸς τὴν Βηθλεέμ, εἰς ἀπόστασιν ἑνὸς μιλίου ἀπὸ τῆς πόλεως, ἀνεμίγνυε μίαν ἀκόμη φορᾶν, ὅπως ἐν τῇ παθητικὴ εἰκόνι τοῦ προφήτου Ἱερεμίου, τὴν φωνήν της μὲ τοὺς γόους καὶ μὲ τοὺς κοπετοὺς τῶν γυναικών, αἳ ὁποῖαι ἔκλαιον τόσον ἀπαρηγόρητά τα σφαγέντα μικρά των.
Εἰς ἠμᾶς φαίνεται ἀκατανόητον ἕνα ἔγκλημα τόσον ὠμόν· ἀλλ' αἳ σκέψεις μας καὶ τὰ αἰσθήματά μας ἐξημερώθησαν ἀπὸ χριστιανοσύνην δέκα ὀκτὼ αἰώνων, καὶ τοιαῦται πράξεις δὲν εἶναι πρωτοφανεῖς ἐν τῇ ἱστορία τῶν εἰδολολατρῶν δεσποτῶν καὶ τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἡ παιδοκτονία, καὶ μάλιστα ἀγριωτέρα τῆς τοῦ Ἡρώδου, ἦτο ἔγκλημα ἀποτροπαίως κοινὸν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ἡ σφαγὴ τῶν Νηπίων, καθὼς καὶ τὰ αἴτια ἅτινα ἐξώθησαν εἰς ταύτην, ἔχουν ἐφάμιλλα πολλὰ ἄλλα τοιαῦτα δράματα κατὰ τὴν αὐτὴν ἀκριβῶς ἐποχήν.
...
Μολονότι ἡ Σφαγὴ τῶν ἀκάκων βρεφῶν διήγειρε τὴν δυσπιστίαν, συμφωνεῖ ὅμως πληρέστατα μὲ τὰς πληροφορίας τὰς ὁποίας ἔχομεν περὶ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ Ἡρώδου. Τὰ δεσπόζοντα πάθη τοῦ ἐπιτηδείου καὶ μοχθηροῦ ἐκείνου ἡγεμόνος ἤσαν ἀχαλίνωτος φιλοδοξία καὶ ὑπέρμετρος ζηλοτυπία, φθάνουσα μέχρι θηριωδίας.
...
Οὐδεμία εὐνόητος δυσκολία ὑπάρχει νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι τοιοῦτος ἄνθρωπος — εἷς ἄγριος βάρβαρος μὲ ζωηρᾶν φλέβα διαφθορᾶς, μὲ ἕνα λεπτὸν ἐπίχρισμα πολιτισμοῦ, — προσηνέχθη ἀκριβῶς καθ' ὃν τρόπον περιγράφει ὁ Ματθαῖος· καὶ ἡ ἐπὶ τὸ γεγονὸς πεποίθησις ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ διαφόρους ἄλλας πηγᾶς ἀξιοπίστους. «Ὅταν ὁ Αὔγουστος ἐπληροφορήθη», λέγει ὁ Μακρόβιος, «ὅτι μεταξύ των παιδίων των ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, ἅτινα διέταξε νὰ σφαγοῦν ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας ἐν Συρία, συνεθανατώθη καὶ ὁ ἴδιος αὐτοῦ υἱὸς εἶπεν, ὅτι «κάλλιον εἶνε τινὰ ὓν Ἡρώδου ἢ υἱόν». Μολονότι ὁ Μακρόβιος εἶνε μεταγενέστερος συγγραφεὺς καὶ περιέπεσεν εἰς τὸ σφάλμα νὰ ὑποθέτη, ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Ἡρώδου Ἀντιπατρός, ὅστις ἐθανατώθη κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς Σφαγῆς τῶν Ἀκάκων, εἶχε συμπεριληφθῆ καὶ αὐτὸς εἰς τὴν σφαγὴν ταύτην, εἶνε ὅμως βέβαιον ὅτι ἡ παρατιθεμένη εὐφυολογία τοῦ Αὐγούστου ὑπαινίσσεται ζοφερὰν τινὰ ἀνάμνησίν της σφαγῆς ταύτης.
Ἀλλὰ διατὶ λοιπόν, ἐρωτῶσι μερικοί, δὲν μνημονεύει ὁ Ἰώσηπος μίαν τόσον ἄτιμον ὠμότητα; Ἴσως διότι ἐξετελέσθη τόσον μυστικῶς καὶ κρυφίως, ὥστε οὔτε καν νὰ τὴν μάθη ἠδυνήθη. Ἴσως διότι εἰς τὰς τρομερᾶς ἐκείνας ἡμέρας, ὁ θάνατος εἰκοσάδος παιδίων, ἐξ ἀφορμῆς μιᾶς ἁπλῆς ὑπονοίας ἐθεωρεῖτο ἐντελῶς ἀσήμαντος εἰς τὸν κατάλογον τῶν σφαγῶν τοῦ Ἡρώδου. Ἴσως διότι τὸ γεγονὸς παρεσιωπήθη ἀπὸ τὸν Νικολάον τὸν Δαμασκηνόν, ὅστις γράφων συμφώνως πρὸς τὸ πνεῦμα τῶν ἑλληνιζόντων ἐκείνων αὐλικῶν, οἵτινες προσεπάθουν πάντοτε νὰ παριστάνουν ὡς πολιτικοὺς Μεσσίας τυράννους διεφθαρμένους καὶ αἱμοσταγεῖς, ἐμεγαλοποίησε τὰς ἀρετᾶς τοῦ αὐθέντου αὐτοῦ καὶ ἀπέκρυψεν ἢ ἐμετρίασε τὸ μέγεθος τῶν ἐγκλημάτων του. Ἀλλ' ὁ πιθανώτερος λόγος εἶνε ὅτι ὁ Ἰώσηπος, τὸν ὁποῖον παρ' ὄλας τὰς φιλολογικᾶς πρὸς αὐτὸν ὑποχρεώσεις μας, δυνάμεθα νὰ θεωρῶμεν ὡς ἀρνησίθρησκον καὶ συκοφάντην, δὲν ἔκρινε καλὸν νὰ ὑπαινιχθῆ γεγονότα τὰ ὁποῖα μάλιστα δὲν συνεδέοντο στενῶς μὲ τὸν βίον τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μόνον χωρίον, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Ἰώσηπος κάμνει λόγον περὶ τοῦ Χριστοῦ, βρίθει προσθηκῶν ἀπὸ τοὺς ἀντιγραφεῖς, ἂν δὲν εἶναι ἐντελῶς ὑποβολιμαῖον, καὶ οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ σιωπὴ τοῦ εἰς τὸ ζήτημα τοῦ χριστιανισμοῦ εἶνε ὅσον ἐσκεμμένη τόσον καὶ ἀπαίσχυντος.
Το φρικτό τέλος του Ηρώδη
Αποτέλεσμα εικόνας για Το φρικτό τέλος του Ηρώδη
Ὁ Ἡρώδης ἀπέθανεν ὀλίγον χρόνον μετὰ τὴν βρεφοκτονίαν. Πέντε ἡμέρας πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ προέβη εἰς παράφορον ἀπόπειραν αὐτοκτονίας, καὶ διέταξε τὴν ἀποκεφάλισιν τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ τοῦ Ἀντιπάτρου. Τὸ τέλος τοῦ ὑπῆρξε φρικαλέως τραγικόν, βεβαιοῦται δὲ ὅτι ἀπέθανεν ἐξ ἀηδεστάτου νοσήματος, ἐκ φθειριάσεως, ἥτις σπανίως μνημονεύεται ἐν τῇ ἱστορία, ἐκτὸς ὅταν πρόκειται περὶ ἀνθρώπων οἵτινες διεκρῖθησαν διὰ τὴν ὠμότητα καὶ τοὺς διωγμοὺς αὐτῶν, ὅπως ὁ Ἀντιοχος ὁ Ἐπιφανής, Σύλλας, ὁ Μαξιμιανός, ὁ Διοκλητιανός, ὁ Ἡρώδης Ἀγρίππας κλπ. Εἰς τὴν ἐπιθανάτιον κλίνην του, μίαν κλίνην ἀφορήτου ἀγωνίας, ἐν τῷ μεγαλοπρεπεῖ καὶ πλουσίω ἀνακτόρω του, ὅπερ εἶχε κτίσει ὑπὸ τοὺς φοίνικας τῆς Ἱεριχούς, οἰδαλέος ἐκ τῆς νόσου καὶ φλογιζόμενος ὑπὸ τῆς δίψης, μὲ τὰς σάρκας περιτρωγομένας ἀπὸ ἕλκη ἀηδῶς πυορροοῦντα, περιστοιχιζόμενος ὑπὸ συνομωτούντων υἱῶν καὶ κλεπτὼν ὑπηρετῶν, τοὺς πάντας βδελυσσόμενος καὶ ὑφ' ὅλων μισούμενος, καλῶν τὸν θάνατον ὡς τὴν ὑστάτην παρηγορίαν καὶ τὴν ὑστάτην ἀνακούφισιν ἀπὸ τοῦ δεινοῦ ἄλγους τοῦ σωματικοῦ, καὶ ὅμως φοβούμενος αὐτὸν ὡς ἀπαρχὴν μεγαλειτέρων βασάνων, κατατρυχόμενος ὑπὸ τύψεων, ἀλλὰ καὶ διψῶν ἀκόμη φόνους καὶ αἷμα καὶ κακουργίας, — βδέλυγμα εἰς ὅλους τους περὶ αὐτόν, ἀλλ' ἐν τῇ ἐνόχω συνειδήσει τοῦ χειρότερος τρόμος δὶ' ἐαυτόν, — φθίνων ἐκ προώρου σωματικῆς ἀποσυνθέσεως, κατατρωγόμενος ἀπὸ σκώληκας, ὡς νὰ τὸν εἶχε πλήξει καταφανῶς ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ὕστερον ἀπὸ ἑβδομήκοντα ἐτῶν ἐπιτυχεῖς κακουργίας, — ὁ ἄθλιος γέρων, τὸν ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι εἶχον ὀνομάσει Μέγαν, κατέκειτο εἰς μίαν ἀγρίαν ἀλλοφροσύνην ἀναμένων τὴν τελευταίαν ὥραν του...
Καὶ οὕτω, πνιγμένη ὅπως ἦτο εἰς τὸ αἷμα, καὶ σφαγᾶς ἐπιτάσσουσα εἰς τὸ ὕστατον αὐτῆς παραλήρημα, ἡ ψυχὴ τοῦ Ἡρώδου ἀπῆλθεν εἰς τὸ σκότος.
...
Ἂν ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου τοῦ Ἡρώδου ἐγνώσθη ταχέως εἰς τὸν Ἰωσήφ, ἡ ἐν Αἰγύπτω διαμονὴ θὰ ὑπῆρξε βεβαίως πολὺ βραχεία καὶ οὐδόλως θὰ ἐπέδρασεν εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ Κυρίου ἠμῶν ὡς ἀνθρώπου. Τοῦτο ἴσως εἶνε καὶ ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ὁ Λουκᾶς ἀντιπαρέρχεται ἐν σιγῆ τὰ τῆς διαμονῆς ταύτης.
Κατ' ἀρχὰς φαίνεται ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἐσκόπευε νὰ ἐγκατασταθῆ ἐν Βηθλεέμ. Ἦτο ἡ πόλις τῶν προγόνων του, μία πόλις ἱερά, πλήρης ὡραίων καὶ ἡρωικῶν ἀναμνήσεων, θὰ ἠδύνατο εὐκόλως νὰ ἐξοικονομῆ τα πρὸς τὸ ζῆν, ἐξασκῶν τὸ ἐπάγγελμά του. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ὁ Ἀνατολίτης σπανίως ἐγκαταλείπει τὴν ἑστίαν του, ἀλλ' ὅταν ἀναγκασθῆ ὑπὸ τῶν περιστάσεων νὰ πράξη τοῦτο, ἐγκαθίσταται εὐκόλως ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Διαταχθεῖς νὰ ἐπιστρέψη εἰς Βηθλεέμ, ὁ Ἰωσὴφ θὰ μετέβαινεν ἐκεῖ τόσω μᾶλλον προθύμως, ὅσον ἡ μικρὰ πόλις ἐγειτνίαζε μὲ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀλλὰ καθ' ὁδὸν ἤκουσεν ὅτι ἐβασίλευε τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἀρχέλαος ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρώδου. Ὁ λαὸς μετὰ μεγάλης ἀγαλλιάσεως θὰ ἔβλεπεν ἐξολοθρευομένην ὁλόκληρον τὴν φυλὴν τῶν Ἰδουμαίων· ἐν πάση περιπτώσει θὰ ἐπροτίμα τὸν Ἀντίπαν ἀπὸ τὸν Ἀρχέλαον. Ἀλλ' ὁ Αὔγουστος ἔκλινεν ἀπροσδοκήτως ὑπὲρ τοῦ Ἀρχελάου, ὅστις καίτοι νεώτερός του Ἀντίπα, ἦτο ὁ κληρονόμος ὁ ἐνδειχθεῖς διὰ τελευταίας βουλήσεως τοῦ πατρός του·
...
ὁ Ἰωσήφ, ὑπακούων εἰς νέαν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ, ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἀφανής, προστατευομένη ἀπὸ τὴν πενίαν της καὶ ἀπὸ τὴν ἀσημότητά της, ἡ Ἱερὰ Οἰκογένεια ἠδύνατο νὰ ζήση ἀσφαλῶς ὑπὸ τὸ σκῆπτρον ἑνὸς ἄλλου υἱοῦ τοῦ Ἡρώδου, τοῦ ἐξ ἴσου ἀσυνειδήτου, ἀλλὰ πλέον ἀνεξικάκου καὶ μᾶλλον ἀδιαφόρου Ἀντίπα.

 ΒΗΘΛΕΕΜ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΠΙΩΝ 
Ἐκεῖ, ἀμέσως μετὰ τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων, ἔθαψαν οἱ ἄνθρωποι τὰ βρέφη ποὺ ἔσφαξε ἡ μανία τοῦ Ἡρώδη. Τὸ σπήλαιο ἐκεῖνο στὴ συνέχεια ἔγινε τόπος προσευχῆς καὶ ἀσκήσεως. Ἐκεῖ στὴ συνέχεια ἐτάφησαν καὶ πολλοὶ ἅγιοι πατέρες ποὺ ἐσφάγησαν τὸ 614 μετὰ Χριστὸν ἀπὸ τοὺς Πέρσες. Μέχρι σήμερα βλέπει κανεὶς κυρίως αὐτοὺς τοὺς τάφους ἀλλὰ καὶ πολλὰ ὀστᾶ νηπίων ἀλλὰ καὶ ἐνηλίκων. Ὁ χῶρος παρότι κάτω ἀπὸ τὴ γῆ μὲ πολλὴ ὑγρασία παντοῦ της ἀναδίδει ἄρρητη εὐωδία.

Περί τῶν ἀναιρεθέντων Ἁγίων Νηπίων
ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ αὐτὸ τοῦ Δωδεκαημέρου ἔχουμε συνεχῶς ἑορτές. Στὶς 25 Δεκεμβρίου ἑορτάσαμε τα Χριστούγεννα, στὶς 26 την Σύναξη τῆς Θεοτόκου, στὶς 27 τὴ μνήμη τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφανου. Σήμερα, 29 Δεκεμβρίου, ἑορτάζουμε τὴ μνήμη τῶν 14.000 νηπίων ποὺ σφάγιασε ὁ Ἡρώδης. Γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ θέλω νὰ σᾶς μιλήσω. 
Ὁ Κύριός μας, ὡς Θεὸς ποὺ ἦταν, μποροῦσε νὰ ἔρθει καὶ νὰ ἐμφανιστεῖ στὸν κόσμο σὲ ἡλικία ὥριμη. Μὴ σᾶς φαίνεται αὐτὸ παράξενο· ἂν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, ἐμφανίσθηκε σὲ μεγάλη ἡλικία, πολὺ περισσότερο ὃ Χριστός, ποὺ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, μποροῦσε νὰ ἐμφανιστεῖ σὲ ὅποια ἡλικία ἤθελε. Ἐν τούτοις γεννήθηκε ὡς βρέφος. Γεννήθηκε ὡς βρέφος, γιὰ νὰ τίμηση τὰ βρέφη. Ποιὸς φανταζόταν, ὅτι ἐκεῖνο τὸ βρέφος εἶναι ὁ παγκόσμιος βασιλεύς! 
Ἀφανὴς ἦταν ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ στοὺς μεγάλους. Σὲ λίγη ἀπόσταση ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ ἦταν τὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη. Τί θὰ 'καναν ἄραγε ἐκείνη τὴ νύχτα στὸ παλάτι; Θὰ γλεντοῦσαν, θὰ διασκέδαζαν, καμιὰ ἰδέα τοῦ μεγάλου μυστηρίου δὲν εἶχαν. Ἀνάξιος ὁ Ἡρώδης νὰ μάθη τὴν εἴδηση, ἔκανε τότε τὸ πρῶτο... ρεβεγιὸν (ὅπως πολλοὶ σήμερα κάνουν Χριστουγεννα χωρὶς Χριστό). Ο Χριστὸς δὲν εἰδοποίησε τὸν Ἡρώδη καὶ τοὺς ἄλλους μεγάλους· εἰδοποίησε τοὺς βοσκούς, τοὺς μικροὺς καὶ καταφρονεμένους. Κ' ἐνῶ δὲν ἀντελήφθη τὴν θεία Γέννηση ὁ Ἡρώδης ποὺ ἦταν τόσο κοντά, τὸ γεγονὸς ἀποκαλύφθηκε σὲ ἄλλες ἐκλεκτὲς ψυχὲς ποὺ κατοικοῦσαν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁγία γῆ. Γνώρισε τὸ μυστήριο στοὺς μάγους τῆς Περσίας, ποὺ ἦταν ἐπιστήμονες ἀστρονόμοι, μεγάλες διάνοιες. Αὐτοὶ εἶδαν στὸν οὐρανὸ τὸ λαμπρὸ ἀστέρι, φόρτωσαν τὶς καμῆλες δῶρα, περπάτησαν μέρες καὶ νύχτες, καὶ τέλος ἦρθαν καὶ προσκύνησαν τὸν Κύριο στὴ Βηθλεέμ.
Φωτο ἀπο αυτό το ἄρθρο, γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῶν Χριστουγέννων
Πονηρὸς ὅμως ὁ Ἡρώδης. Ὅταν προηγουμένως ἔμαθε πὼς ἦρθαν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ μάγοι, τοὺς κάλεσε καὶ κρύβοντας τὸ σκοπὸ τοῦ τοὺς εἶπε, μόλις βροῦν τὸ νέο βασιλέα, νὰ τὸν εἰδοποιήσουν νὰ πάει κι αὐτὸς νὰ τὸν προσκύνηση. Ἀλλὰ οἱ μάγοι εἰδοποιήθηκαν νὰ φύγουν χωρὶς νὰ περάσουν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Κι αὐτός, ὅταν κατάλαβε πὼς τὸν γέλασαν, «ἐθυμώθη λίαν», θύμωσε πολὺ (Ματθ. 2,16). 
Ἦταν ἀνόητος. Φοβήθηκε πῶς θὰ χάση τὴ βασιλεία; Ἦταν ὅμως ἤδη τότε γέρος· μέχρι νὰ μεγαλώσει ὁ νεογέννητος Χριστός, νὰ γίνη εἴκοσι χρονῶν, αὐτὸς θὰ πέθαινε, θὰ ἕλιωναν καὶ τὰ κόκαλά του. Ἀνόητος ἐπίσης, γιατί ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ὅπως οἱ ἄλλες ποὺ στηρίζονται στὴ βία καὶ τὰ ὅπλα. Ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει βία. Ὁ θρόνος τῆς εἶναι στὶς καρδιές, εἶναι βασιλεία αἰώνιος της ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33· Σύμβολο τῆς πίστεως). 
Ὁ Ἡρώδης, μοχθηρὰ ψυχή, ἔπνιξε μὲ τὰ χέρια τοῦ τὴν πρώτη του γυναίκα, σκότωσε τὸν κουνιάδο του καὶ πολλοὺς ἄλλους, σκότωσε ἀκόμη καὶ τὰ παιδιά του, γιὰ νὰ μὴν τοῦ πάρουν τὴν ἐξουσία. Γι' αὐτὸ ἦταν λαομίσητος. 
Ἀλλὰ τώρα ἔφτασε στὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα. Ἔγινε σφαγεὺς 14.000 νηπίων, πιστεύοντας ὅτι μέσα σ' αὐτὰ θὰ εἶναι καὶ ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Ἀπέτυχε ὅμως τὸ σχέδιό του. Ἕνας ἄγγελος εἰδοποίησε τοὺς μάγους νὰ φύγουν ἀπὸ ἄλλο δρόμο στὴν πατρίδα τους, κ' ἕνας ἄλλος τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ νὰ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο. Έτσι ὁ Χριστὸς ἔγινε ὀ πρῶτος πρόσφυγας. 
Θυμωμένος ὁ Ἡρώδης διέταξε στρατιωτικὰ ἀποσπάσματα νὰ θερίσουν τὴν περιοχὴ τῆς Βηθλεέμ. Ὅπως ἡ ἀλεποῦ μπαίνει στὰ κοτέτσια, ὅπως τὸ τσακάλι ἀνοίγει τοὺς τάφους, ὅπως ὁ λύκος ὁρμᾶ στὰ μαντριά, ἔτσι οἱ στρατιῶτες ἔμπαιναν στὰ σπίτια. Ἅρπαζαν τὰ βρέφη ἀπὸ τὶς ἀγκαλιὲς τῶν μανάδων, ποὺ θρηνοῦσαν, καὶ τὰ ἔσφαζαν μπροστά τους.
Η σφαγὴ τῶν νηπίων. Ἀπο εδῶ, ὅπου ὁ παρακλητικὸς κανόνας (προσευχὴ) πρὸς αὐτὰ
Ἄδικος ὁ Θεός! θὰ πεῖ κάποιος αὐθάδης. Δὲν ἔστελνε ἕνα ἀστροπελέκι νὰ κάψει τὸν Ἡρώδη καὶ τὸ στρατό του;... 
Ἀπαντῶ. Τα παιδιὰ αὐτὰ εἶναι μακάρια [=εὐτυχισμένα, εὐλογημένα]. Κι ὅσοι γονεῖς εἴχατε παιδάκια καὶ πέθαναν μικρά, μὴν τὰ κλαῖτε. Να κλαῖτε ἐκεῖνο τὸ γέρο, ποὺ ἔφαγε τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν κουτάλα ἀμετανόητος καὶ θὰ κάνη βουτιάστην κόλαση. 
—Μα τὰ 14.000 νήπια ἦταν ἀβάπτιστα... 
Ὄχι, βαπτίστηκαν. Πῶς; Υπάρχουν δύο εἴδη βαπτίσματος: τὸ ἕνα στὸ νερὸ καὶ τὸ ἄλλο στὸ αἷμα. Τὰ νήπια της Βηθλεὲμ βαπτίστηκαν στὴν κολυμβήθρα τοῦ αἵματος κ' εἶναι τώρα ἄγγελοι. Μακάρι νὰ ἤμασταν κ' ἐμεῖς ἀνάμεσα σ' αὐτά. Εγώ, ἁμαρτωλὸς ὅπως εἶμαι, ἐπιθυμοῦσα νὰ εἶμαι ἕνα ἀπὸ 'κείνα τὰ νήπια, ἀθῶος ν' ἀνεβῶ στὸν οὐρανό. Τώρα τί κάνουμε; Περνοῦν τὰ χρόνια καὶ φορτωνόμαστε νέα ἁμαρτήματα. Μακάρια λοιπὸν αὐτὰ τὰ παιδιά, οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, ποῦ μαζὶ μὲ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο βρίσκονται στοὺς οὐρανούς. 
Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη