Σελίδες

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

To Έπος του 40', η Αγία Σκέπη και η προσφορά της Εκκλησίας

Αποτέλεσμα εικόνας για To Έπος του 40'

Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ή Έπος του 40' διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως Ελληνοϊταλικογερμανικός πόλεμος

Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.

 Στις 7 Απριλίου 1939 ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Έτσι η Ιταλία απέκτησε ουσιαστικά κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Η πράξη αυτή οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να εγγυηθούν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Ο Μεταξάς προσπάθησε να κρατήσει την ουδετερότητα της Ελλάδας παρά την ιδεολογική του συγγένεια με το φασισμό και το ναζισμό και τις οικονομικές σχέσεις που είχαν οικοδομηθεί με τη Ναζιστική Γερμανία. Ήδη από τον Μάρτιο του 1939 η ελληνική διπλωματία συγκέντρωνε πληροφορίες για τις προθέσεις των δύο δικτατόρων στα Βαλκάνια και τον Αύγουστο του 1939 γίνεται γνωστό ότι οι προθέσεις για την Ελλάδα του 'Χαλύβδινου Συμφώνου' Ιταλίας - Γερμανίας ήταν η κατάληψη και ο διαχωρισμός: το ανατολικό τμήμα η Γερμανία το προόριζε ως δώρο στην Βουλγαρία εάν της επέτρεπε την ελεύθερη διάβαση στο Αιγαίο και το Δυτικό στην Αλβανία η οποία θα χρησιμοποιόταν από τους Ιταλούς σαν κατοχική αστυνομική δύναμη.



Τα γεγονότα επαληθεύτηκαν απολύτως μετακατοχικά. Έτσι ο Μεταξάς αποφάσισε να στραφεί ολοκληρωτικά προς το Αγγλικό στρατόπεδο το οποίο εννοούσε εξάλλου και ο αγγλόφιλος Βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο οποίος παρείχε μεν στήριξη στο «καθεστώς της 4ης Αυγούστου» αλλά οι σχέσεις του με τον Μεταξά είχαν ψυχρανθεί σημαντικά όταν ο δικτάτωρ προσπαθούσε να βρει τρόπο να εξασφαλίσει μια ουδετερότητα την οποία για ένα διάστημα όντως διαπραγματεύτηκε με τους Γερμανούς μέσω της ελληνικής πρεσβείας στη Μαδρίτη και τον αρχηγό της Γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών Βίλχελμ φον Κανάρις, σημαντικού φίλου του φρανκικού καθεστώτος που σύχναζε στην Ισπανία. Ο φον Κανάρις, πάντως, παρέθετε πολύ αόριστες εγγυήσεις που δεν έπεισαν τελικά τον Μεταξά, παρόλο που μερίδα των Ελλήνων διπλωματών του πρότειναν να τις αποδεχτεί. Ο ποιητής και τότε διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης αναφέρει ότι μερικοί από αυτούς τους διπλωμάτες ήταν έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε προκειμένου να αποφύγουν την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο και ότι οι γερμανικές εκείνες "εγγυήσεις" δεν μιλούσαν καν για ουδετερότητα της Ελλάδας.



Ο Χίτλερ με προσωπικές του διπλωματικές κινήσεις μεταξύ Μάη και Ιουλίου 1939, στις οποίες δεν συμμετείχε καν η Ιταλία, εξασφάλισε την συμμαχία Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Ο Μουσολίνι είχε θεωρήσει αρχικά τα ρουμανικά πετρέλαια σαν δικό του μελλοντικό λάφυρο στα Βαλκάνια και εξοργίστηκε από τις εξελίξεις. Ετοιμάζοντας λοιπόν τις δικές του κινήσεις πήρε απόφαση να επέμβει στα Βαλκάνια ήδη απ τις 11 Αυγούστου και η απόφαση για πόλεμο είχε παρθεί: «Ο Μουσολίνι συνεχίζει να μιλά για επίθεση-αστραπή κατά της Ελλάδας στα τέλη Σεπτεμβρίου». Στο μεταξύ, το αρχικό πλάνο για επίθεση στη Γιουγκοσλαβία μπήκε στο αρχείο, λόγω της γερμανικής αντίθεσης και της έλλειψης των αναγκαίων μεταφορικών μέσων.



Όταν ο Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939 επιτίθεται στην Πολωνία, σε μια σαφή κίνηση για τις επιδιώξεις του στα ανατολικά, ο Μουσολίνι έμαθε τα γεγονότα εκ των υστέρων και όχι σαν συνεργαζόμενος - σύμμαχος με την Γερμανία, κάτι τον οποίο τον εξόργισε έντονα. Στις 12 Οκτωβρίου 1940 οι Γερμανοί κατέλαβαν τις πετρελαιοπηγές της Πραχόβας της Ρουμανίας. Το γεγονός αυτό, το οποίο και πάλι δεν είχε πληροφορηθεί από πριν, εξόργισε τον Μουσολίνι, ο οποίος το θεώρησε ως «επέμβαση» των συμμάχων του Γερμανών στη νοτιοανατολική Ευρώπη, μια περιοχή που η Ιταλία θεωρούσε ότι άνηκε στη δική της σφαίρα επιρροής. Τρεις μέρες αργότερα συνεκάλεσε σύσκεψη στη Ρώμη για να συζητηθεί η εισβολή στην Ελλάδα. Μόνον ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, προέβαλλε αντιρρήσεις, σημειώνοντας την ανάγκη να συγκεντρωθεί δύναμη τουλάχιστον 20 μεραρχιών πριν την εισβολή. Όμως, ο Διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, υποστήριξε ότι μόνο 3 μεραρχίες αρκούσαν, και αυτές μάλιστα αφού θα έχει ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου, δηλαδή η κατάληψη της Ηπείρου. Οι αξιωματικοί βεβαίωσαν τον Μουσολίνι ότι ο πόλεμος προς την Ελλάδα θα ήταν μια υπόθεση δύο εβδομάδων. Ο Υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο οποίος υποστήριξε ότι θα μπορέσουν να βασιστούν και στην υποστήριξη προσωπικοτήτων της Ελλάδας, οι οποίοι θα εξαγοράζονταν εύκολα, ανέλαβε να βρει ένα «casus belli» (αιτία πολέμου). Την επόμενη εβδομάδα, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Βόρις Γ' προσεκλήθη να λάβει μέρος στην επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα, αλλά εκείνος αρνήθηκε, επειδή η Γερμανία εκείνη την στιγμή δεν ευνοούσε καθόλου ένα Βαλκανικό μέτωπο.



Στην Ιταλία είχε ήδη ξεκινήσει από νωρίς μια επιχείρηση προπαγάνδας κατά της Ελλάδας, ενώ παράλληλα είχε μπει σε εφαρμογή σχέδιο προκλητικών ενεργειών εις βάρος της Ελλάδας, όπως η πτήση ιταλικών αεροσκαφών εντός του ελληνικού εναέριου χώρου, επιθέσεις αεροσκαφών σε ελληνικά πλοία, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό και βύθιση του καταδρομικού "Έλλη" στο λιμάνι της Τήνου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου από ιταλικό υποβρύχιο. Παρά την αδιαμφισβήτητη ενοχή των Ιταλών, η Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πλοίο βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητας». Παρά το ότι με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκε τύποις η ουδετερότητα, εντούτοις ο ελληνικός λαός είχε αρχίσει ήδη να υποψιάζεται τους πραγματικούς ενόχους.

Αποτέλεσμα εικόνας για To Έπος του 40'

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Με αυτό, ο Ντούτσε ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας. Ο Μεταξάς αρνήθηκε το τελεσίγραφο (το περίφημο ΟΧΙ)  με τα λόγια: «Alors, c'est la guerre»(γαλλικά:«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»). Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ' άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων.



Ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα όπως αναφέρονται παρακάτω, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει.



Εντός ολίγων ωρών, ξεκίνησε η ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Κατόπιν αυτού, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και αντι-ιταλικά συνθήματα, ενώ εκατοντάδες εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευδαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στην ιταλική επιθετικότητα. Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο.

Αποτέλεσμα εικόνας για To Έπος του 40'

Η πολύ χαμηλή επίδοση των ιταλικών δυνάμεων στις μάχες του αλβανικού μετώπου μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς λόγους, που όλοι μπορούν να θεωρηθούν συμπτώματα της γενικότερης κακοδαιμονίας του ιταλικού στρατού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο στρατηγός Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, στα απομνημονεύματά του, αποδίδει την αποτυχία της εκστρατείας κυρίως στην κακή οργάνωση, στις προσωπικές ίντριγκες, στη διαφθορά και στην έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των υψηλών κλιμακίων των ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά όμως, ο ίδιος ο Πράσκα θεωρείται ένας από τους κύριους υπευθύνους για την υποεκτίμηση της δύναμης του ελληνικού στρατού και τη συνεπακόλουθη πανωλεθρία του ιταλικού στρατού στα βουνά της Ηπείρου. Οι ιταλικές δυνάμεις αντιμετώπισαν αδιαμφισβήτητα προβλήματα τακτικής, καθώς επέδειξαν ιδιαίτερη αδυναμία στο πεζικό. Αντιθέτως, είχαν σαφή υπεροχή στο πυροβολικό και στους όλμους από τους Έλληνες, ενώ είχαν απόλυτη υπεροπλία στην αεροπορία, την οποία όμως δεν κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Το χαμηλό κίνητρο, σε σχέση με τους Έλληνες, καθώς και το ανάγλυφο του πεδίου των μαχών, το οποίο βοηθούσε την ελληνική άμυνα, έπαιξαν επίσης ρόλο στην τελική έκβαση.

Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.

Η Αγία Σκέπη 

Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο σημαντικότερες εθνικές γιορτές του έθνους μας έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να συνεορτάζονται με μία γιορτή της Παναγίας. Την 25η Μαρτίου γιορτάζουμε τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου και, σήμερα, την 28η Οκτωβρίου την Αγία Σκέπη της Θεοτόκου.

Η γιορτή αυτή μετατέθηκε από την εκκλησία μας το 1952 από την 1η Οκτωβρίου την 28η ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τη Μητέρα του Θεού για τη σκέπη και την προστασία της στον αγώνα των ελλήνων απέναντι στους αλαζόνες ιταλούς, αρχικά, και, αργότερα, σε όλη τη διάρκεια της εθνικής αντίστασης.

Μία αντίσταση στην απολυταρχική βία, στην άκρως αλαζονική απαίτηση να παραδώσουμε με τη θέλησή μας τμήματα του εθνικού εδάφους, να προδώσουμε τα κεκτημένα με αγώνες και με το αίμα των προγόνων μας. Η ελληνική ψυχή όμως έδωσε την απάντηση που έπρεπε, είπε το περήφανο ΟΧΙ και ξεκίνησε έναν αγώνα για τα ιερά και τα όσια της πατρίδας μας, με αποτέλεσμα να αιφνιδιάσει δυσάρεστα τους εισβολείς, να τους χαρίσει ιδιαίτερα ταπεινωτικές ήττες και να τους αναγκάσει να αποσυρθούν μέσα από τα αλβανικά σύνορα και να περιμένουν εκεί τη βοήθεια των συμμάχων.

Μήπως όμως χρειάζεται να αναζητήσουμε κάποια ερμηνεία για όλα αυτά τα γεγονότα; Δεν χωράει αμφιβολία ότι η εποποιία του 1940, αποτελεί ένα θαύμα, είναι ένα από τα πολλά θαύματα στην ιστορία των Ελλήνων. Δεν μπορεί να είναι καρπός αποκλειστικά ανθρώπινου αγώνα. Η θεϊκή χάρη συνεργάσθηκε με την ανθρώπινη προσπάθεια. Και είναι δίκαιο που μαζί με τα θριαμβευτικά σαλπίσματα πάνω από τους τάφους των ηρώων, σήμαναν δοξαστικές καμπάνες για ένα «ευχαριστώ» στην Παναγία, σ' εκείνη, στην οποία η εθνική συνείδηση απέδωσε για μια ακόμα φορά «τα νικητήρια». Τη Σκέπη των αγωνιστών. Την Ελευθερώτρια των σκλαβωμένων.

Γιατί στα κρίσιμα χρόνια του πολέμου οι Έλληνες εμπιστεύθηκαν στα χέρια της Παναγίας τον αγώνα τους. Ζήτησαν τη μητρική προστασία της για να υπερασπιστούν τα δίκαιά τους. Και ήταν τόση η πίστη τους, ώστε την έβλεπαν να τους εμψυχώνει και να τους σκεπάζει, καθώς πολεμούσαν απεγνωσμένα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας. Η άλλοτε Υπέρμαχος Στρατηγός των Ρωμιών γίνεται η Αγία Σκέπη των αγωνιστών και το θαύμα επαναλαμβάνεται. Χάρη στην πίστη που θερμαίνει τις ψυχές τους οι μαχητές περιφρονούν τη λογική των αριθμών και αντιστέκονται στις σιδερόφρακτες εχθρικές στρατιές με ηρωισμό που κινεί τον παγκόσμιο θαυμασμό.

Για τους λόγους αυτούς η Εκκλησία σήμερα, δηλαδή όλοι εμείς, ανυμνούμε τη Σκέπη της Παναγίας, και την παρακαλούμε να μας σκεπάζει πάντα με την αγάπη της και να στέκεται πάντα δίπλα, βοηθός και συμπαραστάτης στο Έθνος μας, σε κάθε καλό αγώνα, γιατί τη βοήθεια της την έχουμε το ίδιο ανάγκη και στον καιρό της ειρήνης. Ας μελετήσουμε την ιστορία μας, να γνωρίσουμε με ποιούς αγώνες των προγόνων μας μπορούμε εμείς σήμερα να ζούμε ελεύθεροι, αλλά και να διαβάσουμε συγκλονιστικές μαρτυρίες αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, οι οποίοι στον υπεράνθρωπο αγώνα τους πάνω στα παγωμένα βουνά έβλεπαν την Παναγία ζωντανά και έπαιρναν κουράγιο να συνεχίσουν. Ας είναι λοιπόν η 28η Οκτωβρίου ένα έναυσμα να ασχοληθούμε όλοι περισσότερο με την ιστορία μας, ένα μνημόσυνο για όσους έπεσαν ηρωικά στον πόλεμο και μία ελάχιστη τιμή ευγνωμοσύνης στη Μητέρα μας την Παναγία.
ΕΠΟΣ 1940-41: ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Η προσφορά της Εκκλησίας
Σήμερα τιμούμε αξιοχρέως την Εκκλησία μας, τους ιεράρχες μας, τους κληρικούς μας, τους μοναχούς μας, τους λαϊκούς, όλους όσους ενταγμένοι κάτω από το λάβαρο της Εκκλησίας πραγματοποίησαν έργο θαυμαστό και εξαίσιο στο όνομα του Ιησού Χριστού και της Ελλάδος. Το έργο αυτό της Εκκλησίας, ανεπτυγμένο τότε σε όλη τη Χώρα πήρε διαστά­σεις αληθινής εποποιίας ηρωισμού και αυταπάρνησης, που άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στις συνειδήσεις όλων των Ελλήνων.


Η ένδοξη Εκκλησία μας σε αντίθεση με όποια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, προστάτευσε φτωχούς, παιδιά και γέροντες, οργάνωσε συσσίτια και έσωσε ανθρώπους από το θάνατο με παρεμβάσεις.

Στην υπερήφανη Ελλάδα μας σε αντίθεση με όποια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα η Εκκλησία, οργάνωσε τη διαφυγή στη Μέση Ανατολή ξένων και Ελλήνων στρατιωτικών.
Στη δαφνοστεφανομένη Ελλάδα μας σε αντίθεση με όποια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα η Εκκλησία, υπήρξαν ιερείς πού διέπρεψαν στις μάχες, θυσιάστηκαν στον βωμό του χρέους, παρέμειναν κοντά στα ποίμνιά τους, όταν η εκδικητική μανία των Γερμανών και των Ιταλών εξαντλείτο μέσα από φρικτά αντίποινα εναντίον αθώων πολιτών. Θυσιάστηκαν χωρίς να διστάσουν να εμφανισθούν στους Γερμανούς, για να αποτρέψουν την διαφαινόμενη καταστροφή της περιοχής τους. Και αυτή η τακτική – πρακτική της Ελλαδικής Εκκλησίας δεν είχε προηγούμενο πιθανά αλλού.

Στην περίλαμπρη Ελλάδα σε αντίθεση με όποια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα η Εκκλησία και οι κληρικοί της προτίμησαν να αγωνιστούν μαζί με τα αγωνιζόμενα παιδιά του Λαού, κάτω από τη σημαία του ανιδιοτελών αγωνιστών, χωρίς κανενός είδους πολιτική τοποθέτηση, πού εμφώλευε στις περιοχές τους, ενθαρρύνοντας έτσι με την παρουσία τους, τα μαχόμενα τέκνα της πατρίδας.

Στην τρισευλογημένη Ελλάδα μας σε αντίθεση με όποια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, υπήρξαν πολλά Μονα­στήρια πού έλαβαν μέρος στην Αντίσταση, που χρησιμοποιήθηκαν ως ορμη­τήρια των εθνικών Αγωνιστών, πού κατεστράφησαν από τούς κατακτη­τές, λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν, ανατινάχθηκαν, επειδή οι καλόγεροί τους ήταν Πατριώτες και συνδύαζαν στο πρόσωπό τους τη βαθύτατη ευλά­βεια και τον άδολο πατριωτισμό. Οι Ιερές Μονές του οσίου Λουκά, του οσίου Σεραφείμ, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαγματά, της Μακαριωτίσσης και της Ιεράς Μονής Ιερουσαλήμ, υπήρξαν μοναδικά παραδείγματα.

Στην θρυλική Ελλάδα μας σε αντίθεση με όποια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα παρατηρήθηκε ένας καλά οργανωμένος και θαρραλέος Λαός ενταγμένος στο αντιστασιακό δίκτυο της Εκκλησίας. Άνδρες διανοούμενοι, οικογενειάρχες, νέοι, πού έδωσαν το παρόν και δούλεψαν σκληρά, για να αντιτάξουν στην καταστροφική μανία του Κατακτητή την δύναμη της χριστιανικής αγάπης, αυτής πού ‘‘οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν’’.

Χωρίς καμία αμφιβολία η εποποιία του 1940, αποτελεί ένα θαύμα, ένα από τα πολλά θαύματα στην σύγχρονη ιστορία των Ελλήνων. Δεν είναι καρπός αποκλειστικά ανθρώπινου αγώνα, αλλά η θεία χάρις συνεργάσθηκε με την ανθρώπινη προσπάθεια.
Τα πανηγυρικά σαλπίσματα και οι κωδωνοκρουσίες σήμαναν για ένα «ευχαριστώ» στην Παναγία μας. Τη Σκέπη των αγωνιστών,  την Ελευθερώτρια των σκλαβωμένων Ελλήνων.

Κλείνοντας, στα κρίσιμα χρόνια του πολέμου, οι Έλληνες εμπιστεύθηκαν στα χέρια της Παναγίας τον αγώνα τους για να υπερασπιστούν τα πάτρια εδάφη. Ζητούσαν τη μητρική προστασία και η μάνα τους, η μητέρα όλων μας τους εμψύχωνε, τους σκέπαζε στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας, καθώς πολεμούσαν απεγνωσμένα.

Για όλους αυτούς τους λόγους η Εκκλησία σήμερα, ανυμνεί τη Σκέπη της Παναγίας μας και εμείς με τη σειρά μας την παρακαλούμε να μας σκεπάζει πάντα με την αγάπη της και να στέκεται πάντα δίπλα μας, βοηθός και συμπαραστάτης μας.

Με τις σκέψεις αυτές, γιορτάζουμε σήμερα την επέτειο του «ΟΧΙ» και την ανάμνηση του θαύματος του αγίου μας οσιoμάρτυρος Νικολάου του Νέου.
Ας είμαστε λοιπόν όλοι ενωμένοι και αδελφωμένοι.

Είμαστε Έλληνες, γνήσιοι απόγονοι των δοξασμένων προγόνων μας

Δόξα τω Θεώ.
Ζήτω η αθάνατη Ελλάδα !!!